“Μου λείπεις! Αχ και να ήξερες πόσο… Μου λείπει η μυρωδιά σου και αυτός ο ηλίθιος κότσος στο κεφάλι σου. Μου λείπει το δάγκωμα των χειλιών σου όταν σκέφτεσαι ή το γούρλωμα των ματιών σου όταν προσπαθείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη. Πόσο θα ήθελα να ξαπλώσω ξανά πάνω σου κι εσύ απλά να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά… Να μη μιλάμε… Να έχουμε βάλει ένα επεισόδιο από την αγαπημένη μας σειρά και απλά να βλέπουμε. Έτσι όμως! Στον καναπέ μας… Μαζί!
Πόσο θα ήθελα να σε πάρω από χέρι και να πάμε να σεργιανίσουμε όλη την Αθήνα! Από εκείνες τις μέρες που ξεχνούσαμε να γυρίσουμε και το μόνο μου πρόβλημα ήταν πως θα αποφύγεις τη δουλειά σου για να μη χωριστούμε! Σε κάθε επαγγελματικό τηλέφωνο ξενέρωνα τη ζωή μου γιατί σε έβλεπα πως πάλευες να ακυρώσεις καθετί για μένα… Δεν ήθελες ούτε εσύ να φύγεις!
Ήταν λες και δε μπορούσα να σε χορτάσω… Όσες ώρες και αν σου μιλούσα, όσα μηνύματα και αν σου έστελνα δε μου έφτανε. Ήθελα κάθε μέρα να σε βλέπω… Συνέχεια! Ήθελα απλά να με εκνευρίσει ο ήχος της φωνής σου που τόσο πολύ αγαπούσα κι ας μην το ήξερες. Ήθελα απλά να με κάνεις να εξοργιστώ με το χαζό και πανέμορφο χαμόγελό σου. Να με χαζεύεις μ’ αυτό το κενό αλλά γεμάτο φλόγα βλέμμα σου… Αυτά τα μάτια σου… Μπορούσα να σε χαζεύω ώρες κι ας μην το έμαθες ποτέ…
Το μεγάλο κακό το έπαθα εκείνο το βραδύ στην πλατεία. Θυμάσαι; Έμοιαζες με τσιγγάνα και ήσουν ό,τι πιο όμορφο είχα δει. Με τράβηξες σαν μαγνήτης! Δεν μπορούσα και δεν ήθελα αυτή η νύχτα να τελειώσει…
Πόσο βλάκας υπήρξα, Θεέ μου! Πόσες φορές τσακωθήκαμε… Πόσες φορές ράγισε αυτό το γυαλί… Και δεν φύγαμε. Κανένας δεν εγκατέλειψε. Εκεί… Στα πυρά και οι δύο! Να φταις εσύ, να φταίω εγώ και να βουλιάζουμε όλο και πιο βαθιά στο άγνωστο.
Ακόμα κι αυτό μου λείπει να ξέρεις… Τα δακρυσμένα μάτια σου και η τρεμάμενη φωνή σου. Τα συγγνώμη που έβγαιναν απ’ τα χείλη σου ήταν ό,τι πιο λυτρωτικό άκουσα ποτέ…
Σε ήθελα τόσο πολύ… Δεν ξέρω με ποιο τρόπο αλλά σε ήθελα. Δίπλα μου! Στα δύσκολα και στα εύκολα. Στα όμορφα και στα άσχημα. Σε ήθελα εκεί… Να λάμπεις με τη χαρά μου και να πονάς με τη στεναχώρια μου. Γιατί έτσι ήμασταν…
Κάποτε μας είχες περιγράψει “τέλειους ατελείς” κι είχες δίκιο!
Μαζί αγγίζαμε την τελειότητα και το χάος. Αυτό ήμασταν! Πόσο μου λείπεις…
Πόσο αγαπιόμασταν… “
Κοίταξε το μήνυμά του. Είχε χωρέσει όλη τους τη ζωή μέσα σε μια αράδα λέξεις. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε και το ξαναδιάβασε… Μακάρι να την είχε μπροστά του… Μακάρι… Από τη μία θα την κατηγορούσε για ό,τι έχει συμβεί και απ’ την άλλη θα της έλεγε πόσο την αγαπούσε…
Το κινητό του χτύπησε… Το όνομά της! Δύο λέξεις αναβόσβησαν στα μπροστά στα μάτια του… “Τι κάνεις;”.
Διάβασε ξανά το δικό του μήνυμά… Διαγραφή, διαγραφή, διαγραφή, διαγραφή…
Άρχισε να πληκτρολογεί απ’ την αρχή… Απ’ την αρχή… Βήμα βήμα αυτή τη φορά…
“Καλά είμαι! Εσύ;”…