Φόρεσε τη ναυτική τραγιάσκα του και έριξε μια εξεταστική ματιά στα νύχια του. Του ‘χε γίνει συνήθειο, από τότε που μια από τις κόρες του, μη μπορώντας να αποφασίσει με ποιο χρώμα να βάψει τα νύχια της, του τα ‘χε βάψει, καθώς κοιμόταν στην πολυθρόνα και ‘κείνος πήγε έτσι στο καφενείο. Ένα μήνα τον κορόιδευαν οι συγχωριανοί του, ώσπου ξεχάστηκαν με το πάθημα του Σταύρακα, που έσκασε ο γιος του ένα δυναμιτάκι στο μπάνιο και βγήκε με τις σαπουνάδες όξω, ολοτσίτσιδος και τον κυνηγούσε. Έκανε να βγει από την πόρτα, όταν μια τσιριχτή φωνή τον σταμάτησε.
“Μπαμπά!”
Ανάβλεψε και πισωγύρισε.
“Τι είναι;” ρώτησε βαριεστημένα
“Που πας;” τον ρώτησε η μεσαία κόρη του με τα μεγάλα μελιά μάτια της, σαν της μάνας του.
“Στο καφενείο” είπε κοφτά μέσα από τα παχιά μουστάκια του.
“Δε θα πας στο μπακάλικο;”
“Τόσες είστε εδώ μέσα, εγώ θα πάω;” βρόντηξε ο κυρ Στράτος.
“Εσύ μπαμπάκα μου” είπε μελιστάλακτα σε τόνο παράκλησης η Κλειώ, που ξεπρόβαλε πίσω από τη Μαρία.
“Έξι είστε και μια η μάνα σας εφτά και θα πάω εγώ;” έκρωξε ο Κυρ Στράτος και το παχύ μουστάκι του έκανε να φτερουγίσει πέρα τρομαγμένο.
“Μπαμπάκα μου, δε θα στο λέγαμε, αν δεν ήταν μεγάλη ανάγκη, ή αν μπορούσαμε!” είπε η Ζαχαρούλα, που έβγαλε το κεφάλι της πίσω από την πόρτα του δωματίου της. Ο κυρ Στράτος κάτι έκανε να πει, μα το κατάχλωμο πρόσωπο της κόρης του τον έκοψε.
“Τι έπαθες εσύ;” είπε πιο ήπια τώρα.
“Πονάω, μπαμπάκα μου και ζαλίζομαι”
“Γιατί;”
“Όχου, δεν καταλαβαίνεις βρε μπαμπά;” ξεφώνισε η Μαρία κλείνοντας του το μάτι. “Όλες κρεβατωμένες είμαστε και η μαμά με το μωρό και την Ασημούλα λείπουν. Μέχρι να ‘ρθουν θα κλείσει.”
“Γι’ αυτό σου λέω, μπαμπάκα μου, πρέπει να πας εσύ και γρήγορα!” είπε μελιστάλακτα η Ζαχαρούλα, τρεμοπαίζοντας τις βλεφαρίδες της.
“Η Αρσινόη που είναι;”
“Αγκαλιά με την θερμοφόρα.”
Ο Κυρ Στράτος ξεφύσησε συγχυσμένος
“Ε καλά, να πάω τότες. Τι θέλετε να πάρω;”
“Μπράβο, μπαμπακούλη μ΄!” ξεφώνισε η Κλειώ και έγειρε μπροστά και του δώσε μια άδεια πράσινη πλαστική συσκευασία. “Αυτές είναι οι δικές μου! Μην πάρεις άλλες! Μου προκαλούν αλλεργία!”
“Και αυτές οι δικές μας, τις σταγόνες να προσέξεις!” του ‘πε χώνοντας στο χέρι του μερικές ακόμα συσκευασίες η Ζαχαρούλα.
“Σερβιέτες;” ψέλλισε απορημένος ο κυρ Στράτος και γούρλωσε τα μάτια.
“Αποκλείεται! Ξεχάστε το!” ούρλιαξε και βρόντηξε κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν.
Κάτι τα μάτια της Μαρίας, κάτι η χλωμάδα της Κλειούς, τα γλυκόλογα της Ζαχαρούλας και τα βογγητά της Αρσινόης τον κατάφεραν και έφθασε έξω από το μεγάλο, καινούργιο σούπερ μάρκετ του χωριού. Όπως και να το κάνεις, εδώ είναι πιο απρόσωπα τα πράματα, σε σχέση με το μπακάλικο του κυρ Γιώργου, σκέφτηκε. Κατέβασε την τραγιάσκα ως τα μάτια και μπήκε μουδιασμένος σπρώχνοντας ξανά βαθιά στη τσέπη του σακακιού του τις πλαστικές συσκευασίες, που έτριξαν παραπονιάρικα. Τριγύρισε λίγο στους διαδρόμους, όταν έπεσε πάνω στον ανιψιό του.
“Καλώς τον θείο!”
“Τι κάνεις εσύ εδώ;” τον έκοψε χολωμένος εκείνος.
“Έπιασα δουλειά!” απάντησε ενθουσιασμένος ο νεαρός και συνέχισε
“Ψάχνεις κάτι να σε βοηθήσω;
¨Όχι, δηλαδή ναι, τα μακαρόνια” είπε με στόμα στεγνό αποφεύγοντας το βλέμμα του ανιψιού του.
“Τρίτος διάδρομος δεξιά.” τον πληροφόρησε χαμογελώντας και πρόσθεσε “Αν είναι να πάρεις πολλά πράγματα, καλύτερα να πάρεις ένα καλαθάκι από την είσοδο”.
Ο κυρ Στράτος μουρμούρισε κάτι, που ήχησε σαν ευχαριστώ. Πήγε, πήρε ένα καλαθάκι και συνέχισε να τριγυρίζει στους διαδρόμους κοιτώντας εξεταστικά τα ράφια και πού και πού βάζοντας πράγματα στο καλάθι, για να μην κινήσει υποψίες. Ένα κουτί γατοτροφή και ας μην είχαν γάτες, ένα πακέτο ζάχαρη πάντα χρειάζεται, μερικές μπύρες, πατατάκια, ένα βαζάκι με κάτι κόκκινο μέσα, ένα πακέτο καραμέλες. Με τα πολλά βρήκε το ράφι με τις σερβιέτες. Δυο κοριτσόπουλα είχαν σταθεί εκεί και είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα. Κύκλους στους κύκλους και αφού ο Λευτέρης τον ρώτησε καμιά δεκαριά φορές, τι ψάχνει, να τον βοηθήσει, τα κοριτσόπουλα επιτέλους έφυγαν. Στάθηκε μπροστά στο ράφι και σκούπισε τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του, με την ανάποδη του χεριού του. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν τον βλέπει κανείς, τράβηξε τις συσκευασίες και προσπάθησε να τις ταιριάξει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ρίχνοντας ματιές δεξά ζερβά. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Την ώρα που μέτραγε τις σταγόνες, έπιασε με την άκρη του ματιού του κάποιον να έρχεται προς το μέρος του. Η συσκευασία γλίστρησε από τα ιδρωμένα του χέρια και με ένα πλασέ τις έστειλε κάτω από τα ράφια, ενώ έκανε ένα σβώλο στη χούφτα του τις άδειες συσκευασίες. Έπειτα άρπαξε το πρώτο μπουκαλάκι που βρήκε, δίπλα στις σερβιέτες. Κοίταξε το μπουκαλάκι που κρατούσε, κάτι έγραφε στα ξένα. Δεν κατάλαβε.
Ο Λευτέρης του χαμογέλασε προσπερνώντας τον, όταν στάθηκε και κλείνοντας του το μάτι του είπε
“Το ροζ να πάρεις καλύτερα, θείε, λιπαίνει και κάνει και για μασάζ!”
Το κοίταξε ξανά απορημένος και ξαφνικά κοκκίνισε ως τα αυτιά.
“Αν δεν το πάθω σήμερα το εγκεφαλικό, δε θα το πάθω ποτέ!” σιγομουρμούρισε. Έβρισε και έκανε να φύγει, μα η σκέψη των κοριτσιών τον σταμάτησε. Κοιτώντας ξανά γύρω του και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς, ξετύλιξε τον σβώλο με ιδρωμένα χέρια και πήρε πάλι να μετρά σταγόνες και να συγκρίνει. Έπειτα έχωσε προσεκτικά τις συσκευασίες, κάτω από όλα τα πράματα, που είχε πάρει και ευχαριστημένος προχώρησε προς τα ταμεία. Ευτυχώς δεν είχε κόσμο.
Στάθηκε στο τελευταίο και πιο απομακρυσμένο ταμείο. Κατακόκκινος και ξεφυσώντας συγχυσμένος άρχισε να βγάζει τα πράματα κοιτώντας γύρω του και προσπαθώντας να τα κρύψει με το σώμα του. Με την άκρη του ματιού του είδε την κυρά Φρόσω, την κουτσομπόλα, που ήρθε και στάθηκε στο διπλανό ταμείο. Η ταμίας, τον χαιρέτισε τυπικά και ξεκίνησε να χτυπά τα πράγματα παίρνοντας τα από το καλαθάκι εκνευριστικά αργά και να τα ρίχνει στο χώρο πίσω της, όπου εκείνος πάλευε να τα βάλει σε σακούλες. Επιτέλους θα έφευγε από εκεί και όλα είχαν πάει καλά. Σκέφτηκε ανακουφισμένος, όταν τα περισσότερα πράγματα βρίσκονταν ήδη στις σακούλες και σκούπισε άλλη μια φορά τον ιδρώτα από το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο. Εκείνη την ώρα βλέπει την ξερακιανή ταμία να σκύβει σ’ ένα μικρόφωνο και πριν προλάβει να αντιδράσει, ακούει τη φωνή της στα μεγάφωνα.
“Ταμείο πέντε. Ο κωδικός 41565254, σερβιέτες πράσινες, τι τιμή έχουν;”
Ένας πανικός ακολούθησε. Άρπαξε τις σακούλες και άρχισε να τρέχει σχεδόν προς την έξοδο, με την ταμία να τον ακολουθεί ανεμίζοντας το πακέτο με τις σερβιέτες και φωνάζοντάς του, πως δεν πλήρωσε. Άρπαξε το πακέτο, της πέταξε το πορτοφόλι του και εξαφανίστηκε. Και εξαφανισμένος σκόπευε να μείνει, ώσπου να ξεχαστεί το ρεζιλίκι του, σκέφτηκε καθώς ξαπλώθηκε στην πολυθρόνα του μισολιπόθυμος και τριγυρισμένος από τις κόρες του να του κάνουν αέρα.
Αναστασία Χ.