Η Γαβριελλα φόρεσε ξανα την ξανθιά περούκα της και απομακρυνθηκε μέσα στην βροχή. Μετά από πολλά χρόνια ένα σαρδονιο χαμόγελο ζωγραφιστηκε στο πρόσωπο της. Ήξερε πως είχε πράξει το σωστό και έτσι πλέον μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Ήρεμη, δίχως να ξύπνα καθημερινά από εφιάλτες μέσα στην νύχτα. Η συνείδηση της καθάρισε..
Τέσσερα χρόνια πριν
Η Γαβριελλα είναι ένα ομορφο 14χρονο κορίτσι, μια εξαιρετική μαθήτρια του γυμνασίου και έχει δύο γονείς που την υπερεγαπουν. Όντας ιδιαίτερα ντροπαλη δεν είχε ποτέ κάποιο φλερτ με κανένα αγόρι, και απολαμβανε μονάχα την συντροφιά των βιβλίων της. Ολα άλλαξαν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους όταν γνώρισε εκείνον. Ηταν υπάλληλος στο μαγαζί του πατέρα της και της έριχνε γύρω στα 20 χρόνια. Της μικρής της άρεσε οπτικά αλλά δεν θα σκεφτόταν ποτέ να τον δει ερωτικά μιας και η ίδια ήταν ακόμη σχεδόν παιδί και εκείνος πολύ μεγάλος. Παραμονες Χριστουγέννων τον έστειλε ο πατέρας της στο σπίτι τους να κουβαλησει κάτι ψώνια. Η Γαβριελλα ήταν εκεί μόνη της και ένιωσε αβολα που βρίσκονταν οι δύο τους στον ίδιο χώρο. Στην αρχή αυτός της μιλούσε δήθεν φιλικά όμως η ώρα περνούσε και δεν έφευγε από το σπίτι. Την ρώτησε τι ώρα θα επεστρεφε η μητέρα της και όταν του απάντησε πως δεν θα επέστρεφε μέχρι το βράδυ, είδε να αποκτούν τα μάτια του μια περίεργη λάμψη. Κάθισε στον καναπέ και της είπε να κάτσει δίπλα του. Η ίδια φοβισμένη, δέχθηκε δειλά και χαμηλωσε το κεφάλι. Τότε άπλωσε το χέρι του και έπιασε το μπουτι της:
-Έχεις ομορφυνει πολύ, το ξέρεις; Είσαι ολόκληρη γυναίκα πλέον..
Εκείνη δεν απάντησε, χαμογελασε διστακτικά και εξακολουθουσε να έχει το κεφάλι κατεβασμενο.
-Μου αρέσεις πολύ, της είπε και άρχισε να της φιλαει το λαιμό.
Η Γαβριελλα πάγωσε, ήθελε να φωνάξει, να τον βρισει και να τον πετάξει έξω, όμως το σώμα της είχε μουδιασει. Εκείνος την ξαπλωσε στον καναπέ και άρχισε να της βγάζει τα ρούχα, την θωπευε παντού και ύστερα ξεκουμπωσε το τζιν του. Τον παρακαλεσε να μην συνεχίσει όμως της είπε πως είναι ώρα να την κάνει γυναίκα. Μπήκε μέσα της με τόση δύναμη που την έκανε να κλαίει με λυγμους, όμως ανενδοτος συνέχισε να ικανοποιεί της όρεξεις του πάνω στο μικροσκοπικο σώμα της. Όταν τελείωσε, ντύθηκε και της είπε πως από εδώ και πέρα θα συναντιουνται οποτε θέλει αυτός, αλλιώς θα έλεγε στον πατέρα της πως εκείνη του ριχτηκε. Μόνο όταν έφυγε, η Γαβριελλα προσπάθησε να σηκωθεί, μα δεν είχε την δύναμη. Κοίταξε τον εαυτό της και συνειδητοποιησε πως είχε γεμίσει αίματα, έτσι πήγε αργά αργά στο μπάνιο και άφησε το ζεστό νερό να τρέχει πάνω της μέχρι το δέρμα της να καεί. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο για εκείνη. Επί τρεις μήνες την εξαναγκαζε να βρίσκονται συνεχώς. Κάθε φορά ασελγουσε πάνω της, κλεβοντας έτσι λίγο λίγο την παιδική της αθωότητα.
Εκείνη, είχε γίνει ένα αβουλο πλάσμα που του ικανοποιουσε μόνο τις άρρωστες όρεξεις. Ξαφνικά, εκείνος σταμάτησε να την ενοχλεί.Εμαθε από τον πατέρα της ότι αραββωνιαστηκε μια κοπέλα. Η Γαβριελλα ανακουφιστηκε, ένιωσε σιγά σιγά το μαρτύριο της να τελειώνει. Με τον καιρό, άρχισε να επανέρχεται, χωρίς φυσικά να μιλήσει σε κανέναν για όσα της είχε κάνει. Τα χρόνια περνούσαν, εκείνη ενηλικιωθηκε και πλέον ήταν φοιτήτρια. Τότε έμαθε το νέο: Εκείνος έγινε πατέρας, απέκτησε ένα κοριτσάκι. Ξαφνικά κάτι μέσα της ραγισε, ένιωσε πως ήταν χρέος της να προστατεύσει αυτό το μωρό από το τέρας. Φοβόταν πως θα του έκανε τα ίδια που είχε κάνει και σε εκείνη. Έτσι πήρε την απόφαση. Φόρεσε μια ξανθιά περούκα για να μην την αναγνωρίσει και τον παρακολουθησε. Όταν αυτός σχολασε, πήγε σε ένα κοντινό μπαρ και μπήκε και εκείνη μέσα. Τον είδε να κάθεται μόνος του στην μπάρα και πήγε να κάτσει δίπλα του. Του χαμογελασε, εκείνος ανταποκριθηκε και της έπιασε την κουβέντα. Φυσικά έκρυψε το γεγονός πως ήταν παντρεμένος με μωρό και της πρότεινε να πάνε μια βόλτα με το αμάξι του για να τα πουν. Το σχέδιο της είχε πετύχει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν σε μια ερημια, εκείνος της ριχτηκε και η Γαβριελλα προσποιηθηκε στην αρχή πως ανταποκρινοταν. Τότε βρήκε ευκαιρία να βγάλει το περιστροφο και να τον σημαδεψει. Εκείνος σαστισε και άρχισε να τρέμει. Ταυτόχρονα, εκείνη έβγαλε την περούκα:
-Δεν βλέπω τώρα να είσαι τόσο σκληρός όπως τότε, του είπε.
-Γαβριελλα σε παρακαλώ, άσε με να φύγω, έχω μωρό στο σπίτι. Ότι έκανα τότε ήταν λάθος, σου ζητώ συγγνώμη αλήθεια.
-Μα επειδή ακριβώς έχεις μωρό βρίσκεσαι εδώ. Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σου επιτρεψω να του κάνεις τα ίδια.
Δύο κροτοι ακούστηκαν, ο πρώτος στον δήθεν ανδρισμό του και ο δεύτερος στο κεφάλι για να βεβαιωθει πως ήταν νεκρός. Όλα είχαν τελειώσει πια, η Γαβριελλα εκείνη την μέρα αναγεννηθηκε…
Ινώ Βάγια