Ο Τζέικομπ κοίταξε από το παράθυρό του τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στην αυλή. Το σγουρό, καστανό κεφάλι της Κολίν, ήταν σκυμμένο πάνω από τρία ζευγάρια παπούτσια: δυο αθλητικά ενηλίκων κι ένα παιδικό.
Το κορίτσι είχε εμμονή με αυτά τα παπούτσια. Ήθελε να είναι πάντα τακτοποιημένα με συγκεκριμένο τρόπο πάνω στο συγκεκριμένο σκαλί. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε επίμονα. Εκείνος τραβήχτηκε. Το μόνο που του χρειαζόταν αυτή τη στιγμή, ήταν ένα περίεργο δεκάχρονο να μπλέκεται στα πόδια του. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή κι έτριψε το μέτωπό του. Είχε μείνει ξάγρυπνος όλο το βράδυ. Έπρεπε να ολοκληρώσει το βιβλίο που είχε ξεκινήσει να γράφει, μόνο που τώρα, φαινόταν ακατόρθωτο. Ένιωσε τα μάτια του να καίνε. Κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να επιμείνει. Εκείνο που χρειαζόταν, ήταν ένας καλός ύπνος. Κατά βάθος όμως γνώριζε, πως δεν είχε την πολυτέλεια να κοιμηθεί﮲ όχι, αν δεν προχωρούσε πρώτα το βιβλίο του όσο έπρεπε. Κοίταξε τις φυλλωσιές των δέντρων που θρόιζαν. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Λίγος καθαρός αέρας ίσως του έκανε καλό. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε έξω. Η είσοδός του διαμερίσματός του, ήταν σε ένα μεγάλο μπαλκόνι, στον επάνω όροφο ενός σπιτιού. Το είχε αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας από τη Μαίρη Σάντερς, τη θεία της Κολίν. Εκείνες έμεναν στο ισόγειο.
Άρχισε να κατεβαίνει. Λίγο πριν φτάσει στο τελευταίο σκαλί, παραπάτησε. Άρπαξε το κάγκελο της κουπαστής και κατάφερε να παραμείνει όρθιος. Στην προσπάθειά του όμως αυτή, έσπρωξε κατά λάθος το ένα παπούτσι. Μια διαπεραστική τσιρίδα έσπασε τη σιωπή του μεσημεριού.
«Πρόσεχε το παπούτσι!»
Η Κολίν εμφανίστηκε μπροστά του με τα χέρια στη μέση. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο και τα μαλλιά της είχαν φουντώσει από την έξαψη. Έσκυψε πάνω από τα παπούτσια κι άρχισε να τα σπρώχνει σιγά σιγά ώστε να έρθουν το ένα κοντά στο άλλο, αλλά να μην ακουμπούν. Αφού τα έφτιαξε, σηκώθηκε και τον κοίταξε.
«Ποτέ μην πειράζεις τα παπούτσια!», του φώναξε.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Μαίρη.
«Κολίν γιατί φωνάζεις;», έκανε θυμωμένη.
«Το παπούτσι!», πήγε να διαμαρτυρηθεί εκείνη.
Η θεία της, την έπιασε από τους ώμους και την τράνταξε.
«Σταμάτα πια με τα παπούτσια!»
Το κορίτσι τραβήχτηκε.
«Κανείς δεν πρέπει να πειράζει τα παπούτσια! Πρέπει να είναι σωστά τοποθετημένα!», φώναξε χτυπώντας το πόδι στο έδαφος κι έφυγε τρέχοντας.
Η Μαίρη κούνησε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε.
Ο Τζέικομπ αναστέναξε. Ξαφνικά δεν είχε καμία διάθεση για βόλτα. Ανέβηκε στο σπίτι του, φροντίζοντας να μην ακουμπήσει τα παπούτσια και σωριάστηκε στην καρέκλα. Κοίταξε το αρχείο που είχε ανοιχτό στον υπολογιστή. Αφορούσε τον αγώνα που έκανε ένας σύζυγος και πατέρας για να βρει τον οδηγό του μοιραίου οχήματος που είχε προκαλέσει τον θάνατο της γυναίκας και του γιου του. Έτριψε το μέτωπό του. Είχε κολλήσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο και δεν μπορούσε να προχωρήσει παρακάτω. Τα γράμματα άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. Χρειαζόταν επειγόντως ύπνο.
«Ας είναι…», μουρμούρισε.
Ξάπλωσε στον καναπέ, καθώς δεν ήθελε να κοιμηθεί βαριά, ρύθμισε το ξυπνητήρι στο κινητό του και το ακούμπησε στο πάτωμα δίπλα του.
***
Ξύπνησε απότομα. Είχε την αίσθηση πως άκουγε δυνατά χτυπήματα μέσα στον ύπνο του. Όταν όμως άνοιξε τα μάτια, επικρατούσε ησυχία. Γύρισε ανάσκελα. Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Κοίταξε το κινητό του. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Η κούραση τον είχε καταβάλει και κοιμήθηκε περισσότερο από όσο υπολόγιζε. Έτριψε τα μάτια του κι αναστέναξε. Έκανε να σηκωθεί για να ανάψει το φως, όταν ένας θόρυβος τον καθήλωσε στη θέση του. Κράτησε την αναπνοή του και αφουγκράστηκε. Ο ήχος ακούστηκε ξανά. Έμοιαζε με… βήματα! βαριά βήματα που ανέβαιναν τα σκαλοπάτια. Τη στιγμή που αναρωτιόταν ποιος περπατούσε τέτοια ώρα και μάλιστα τόσο δυνατά, ο θόρυβος σταμάτησε ακριβώς έξω από την πόρτα του. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Έμεινε ακίνητος. Σε λίγο, άκουσε τα βήματα να απομακρύνονται. Νευρίασε με τον εαυτό του και τη δειλία του. Όποιος κι αν ήταν, δεν είχε το δικαίωμα να κάνει τόση φασαρία μέσα στη νύχτα. Σηκώθηκε, προχώρησε προς την πόρτα και την άνοιξε απότομα. Βγήκε έξω και κοίταξε γύρω του. Το μπαλκόνι ήταν άδειο και η πόρτα του διπλανού ανοίκιαστου διαμερίσματος ερμητικά κλειστή. Κίνησε προς τη σκάλα. Ήταν έρημη. Δεν υπήρχε τίποτα που να αποδεικνύει πως λίγα μόλις λεπτά πριν, κάποιος βρισκόταν εκεί. Μπήκε στο σπίτι, σωριάστηκε στον καναπέ και κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του.
***
Το επόμενο βράδυ ο θόρυβος ακούστηκε και πάλι. Βαριά βήματα ανέβαιναν τη σκάλα και σταματούσαν έξω από το σπίτι του. Αυτή τη φορά δεν καθυστέρησε καθόλου. Σηκώθηκε και άνοιξε απότομα την πόρτα. Έκανε να βγει έξω, όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι. Έσκυψε, και είδε ένα ζευγάρι παπούτσια στο κατώφλι. Τα πήρε στα χέρια του και τα περιεργάστηκε. Ήταν το ένα από τα ζευγάρια που είχε δει στα σκαλιά. Στένεψε το βλέμμα.
«Παλιοκόριτσο…», μουρμούρησε.
Προχώρησε προς τη σκάλα. Ήταν έρημη. Τα άλλα δυο ζευγάρια έλειπαν. Κατέβηκε στην αυλή και άφησε τα παπούτσια στο πρώτο σκαλί, εκεί που ήταν η αρχική τους θέση. Κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανείς. Ξαφνικά άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Γύρισε απότομα.
«Δεν πρόκειται να τους βρεις έτσι», είπε μια γνώριμη φωνή.
Η Κολίν στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε έντονα στα μάτια.
«Τι εννοείς;»
«Δεν πρόκειται να τους βρεις έτσι…», επανέλαβε. «Έχεις χαθεί κι ακολουθείς λάθος δρόμο. Το μόνο που βρέθηκε άθικτο, ήταν τα παπούτσια τους».
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιον να βρω; Τι συμβαίνει πια με αυτά τα παπούτσια;!»
«Την οικογένειά σου», έκανε απλά το κορίτσι.
«Ποια οικογένειά μου; Δεν έχω οικογένεια!», ξέσπασε ο Τζέικομπ.
«Έχεις», επέμεινε εκείνη. «Απλά δεν το θυμάσαι. Φταίει το ατύχημα που…»
«Το ατύχημα;», απόρησε εκείνος, αλλά ξαφνικά κατάλαβε. «Παλιοκόριτσο!», φώναξε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Μπήκες στο σπίτι μου και διάβασες το βιβλίο μου;! Διάβασες για το ατύχημα που γράφω;!»
«Δεν γράφεις για κανένα ατύχημα», επέμεινε η Κολίν.
«Πάψε!», έκανε έξαλλος εκείνος. «Είσαι τυχερή γιατί τώρα είναι αργά και δεν θέλω να ξυπνήσω τη θεία σου. Αύριο θα μιλήσω μαζί της και θα της τα πω ένα χεράκι για την ανιψιά της!»
«Η θεία μου δεν μπορεί να σε βοηθήσει».
Ο Τζέικομπ προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η ηρεμία με την οποία του μιλούσε το κορίτσι και του έλεγε όλες αυτές τις παλαβομάρες κόντευε να τον τρελάνει. Ξαφνικά, ένιωσε πόνο στο κεφάλι του﮲ διαπεραστικό, έντονο πόνο που του τρυπούσε το μυαλό. Το έσφιξε ανάμεσα στα χέρια κι έκλεισε τα μάτια. Όταν τα άνοιξε, η Κολίν είχε εξαφανιστεί. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Κλώτσησε τα παπούτσια που είχε αφήσει πριν λίγη ώρα στο σκαλί και ανέβηκε νευριασμένος στο σπίτι του.
Το πρωί, ξύπνησε απότομα από το φως του ήλιου που έμπαινε από τις γρίλιες του παραθύρου. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος. Έπεσε με δύναμη πάνω στο μαξιλάρι και πήρε βαθιές ανάσες. Όταν κατάφερε να ηρεμήσει, σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και άνοιξε το παράθυρο. Η Κολίν ήταν σκυμμένη πάνω από τα παπούτσια. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Εκείνος τραβήχτηκε απότομα.
«Παλιοκόριτσο…», σφύριξε μέσα από τα δόντια του. «Παλιόπαιδο που μπαίνεις μέσα στο σπίτι μου και νομίζεις ότι μπορείς να σπας πλάκα και να με ενοχλείς μέσα στη νύχτα με τα παπούτσια που ένας Θεός ξέρει γιατί τα κρατάς εκεί!»
Ένιωσε το αίμα του να βράζει και τον θυμό του να ξεχειλίζει. Έβγαλε και πάλι το κεφάλι του από το παράθυρο. Η Κολίν δεν βρισκόταν πλέον στη σκάλα. Όρμησε έξω νευριασμένος, κατέβηκε μέχρι το ισόγειο κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα του σπιτιού τους με μπουνιές.
«Ανοίξτε! Μαίρη! Κολίν! Ανοίξτε μου τώρα!»
Μάταια όμως. Κανείς δεν απαντούσε. Έσφιξε τις γροθιές του κι ανέβηκε πάνω. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ανέπνεε γρήγορα. Αυτό, δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Για την ώρα όμως έπρεπε να ηρεμήσει﮲ να ηρεμήσει και να προσπαθήσει να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και προσπάθησε να γράψει. Μόνο που η έμπνευσή του είχε στερέψει. Ξαναδιάβασε τις τελευταίες σελίδες. Τις έσβησε νευριασμένος. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν συνεχώς. Οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει και ο ύπνος τον πήρε πάνω στο γραφείο του.
***
Ξύπνησε απότομα με βήματα να ηχούν μέσα στο κεφάλι του. Είχε ήδη βραδιάσει. Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε προς την πόρτα. Την άνοιξε διάπλατα. Τα παπούτσια ήταν πάλι αφημένα στο κατώφλι. Αυτή τη φορά δεν τα μετακίνησε. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχε κανείς. Ξεφύσησε. Εκείνη τη στιγμή, τα βήματα ακούστηκαν και πάλι, μόνο που τώρα έρχονταν από την αυλή. Προχώρησε προς τη σκάλα και κοίταξε χαμηλά. Τα δύο ζευγάρια παπούτσια έλειπαν. Όσο κατέβαινε, τόσο πιο δυνατός έφτανε ο ήχος που έκαναν τα βήματα στα αυτιά του. Μόνο που τώρα, εκτός από αυτά, ακούγονταν και φωνές﮲ μια παιδική και μια γυναικεία φωνή που γελούσαν. Έκανε να προχωρήσει προς τα εκεί, όταν η Κολίν εμφανίστηκε μπροστά του. Οι φωνές και τα βήματα σώπασαν.
«Τους ακούς;», τον ρώτησε.
«Τι συμβαίνει;», ανταπέδωσε εκείνος. «Ποιοι έτρεχαν και φώναζαν; Πώς μπήκες στο σπίτι μου; Πού είναι τα παπούτσια;», έκανε όλες τις ερωτήσεις μαζεμένες.
Το κορίτσι πήρε ένα θλιμμένο βλέμμα.
«Δεν μπήκα στο σπίτι σου…», έκανε ήρεμα. «Τους ακούς τώρα;», τον ρώτησε πάλι με προσμονή.
«Ποιους…; Δεν ακούω τίποτα! Τι…»
«Σς», έφερε το δάχτυλο στα χείλη της. «Πρέπει να θέλεις να τους ακούσεις».
Ο Τζέικομπ συνοφρυώθηκε.
«Έλα μαζί μου», του είπε το κορίτσι και άρχισε να απομακρύνεται.
Εκείνος την ακολούθησε. Περπάτησαν σε ένα μικρό, πλακόστρωτο μονοπάτι και στάθηκαν πίσω από ένα μεγάλο δέντρο που βρισκόταν στο κέντρο της αυλής.
«Θυμάσαι;», τον ρώτησε.
«Τι να…»
«Το μόνο που βρέθηκε άθικτο, ήταν τα παπούτσια τους», είπε το κορίτσι. «Έπαιζαν εδώ, κι εσύ τους παρακολουθούσες πίσω από αυτό το δέντρο. Μετά σε χαιρέτησαν κι έφυγαν με το αυτοκίνητό σου. Εσύ είχες δουλειά και δεν μπορούσες να τους ακολουθήσεις».
«Τι…»
Εκείνη τη στιγμή, οι φωνές και τα βήματα άρχισαν να ακούγονται ξανά. Μια μελαχρινή γυναίκα κι ένα μικρό αγόρι εμφανίστηκαν στην αυλή και άρχισαν να παίζουν. Στράφηκαν προς το μέρος του και του κούνησαν το χέρι. Και τότε ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα. Οι αναμνήσεις πέρασαν σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά από τα μάτια του: ο αστυνομικός στην πόρτα του σπιτιού του να του ανακοινώνει το τραγικό ατύχημα που κόστισε τη ζωή της γυναίκας και του γιου του﮲ η σακούλα που του έδωσε με τα μόνα προσωπικά αντικείμενα που μπόρεσαν να διασώσουν: δυο ζευγάρια παπούτσια﮲ εκείνος που έπαιρνε τα παπούτσια, ξεσπούσε σε λυγμούς, και μετά τα τοποθετούσε προσεκτικά στο πρώτο σκαλί. Στράφηκε προς την Κολίν.
«Είναι νεκροί…», της είπε με δάκρυα στα μάτια.
Το κορίτσι ένευσε.
«Σε ψάχνουν ξέρεις. Εκείνοι είναι μαζί, αλλά εσύ έχεις χαθεί».
«Τι εννοείς;»
Το κορίτσι απομακρύνθηκε και πάλι. Εκείνος έτρεξε ξοπίσω της. Έφτασαν μπροστά στη σκάλα. Σήκωσε το κεφάλι της προς τα επάνω. Ο Τζέικομπ ακολούθησε το βλέμμα της και οπισθοχώρησε τρομαγμένος. Το σπίτι που πριν λίγα λεπτά έμενε, ήταν κλειδαμπαρωμένο. Σανίδες έφραζαν τα παράθυρα κι έμοιαζε ότι είχε να ανοιχτεί καιρό.
«Όχι…», μουρμούρησε εκείνος κι ανέβηκε τρέχοντας.
Η Κολίν τον ακολούθησε.
«Μπορείς να ανοίξεις την πόρτα;», την ρώτησε.
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Όχι, μόνο εσύ μπορείς».
Ο Τζέικομπ έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το γύρισε στην κλειδαριά. Άνοιξε με ένα απαλό κλικ. Η έντονη μυρωδιά κλεισούρας χτύπησε τα ρουθούνια τους. Πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο και άναψε το φως. Ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει πριν λίγα λεπτά, μόνο που όλα ήταν σκονισμένα κι έδειχναν πως είχαν καιρό να χρησιμοποιηθούν. Ο υπολογιστής του επίσης, δεν υπήρχε πουθενά. Εκείνο που βρισκόταν στη θέση του, ήταν μια κλειστή, χάρτινη κούτα. Έσκισε με τα δάχτυλά του την ταινία και την άνοιξε. Ήταν γεμάτη με αποκόμματα εφημερίδων που έγραφαν για το τραγικό ατύχημα.
«Τα σώματα διαμελίστηκαν. Το μόνο που βρέθηκε άθικτο, ήταν τα παπούτσια τους».
Κάθισε στο πάτωμα, κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Πρέπει να τους βρω…», ψιθύρισε. «Πρέπει… δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτούς».
Στράφηκε προς την Κολίν. Εκείνη στεκόταν δίπλα στην πόρτα και κρατούσε το τρίτο ζευγάρι παπούτσια. Το έτεινε προς το μέρος του. Ο Τζέικομπ την πλησίασε αργά, τα πήρε, τα άφησε στο πάτωμα και τα φόρεσε. Το κορίτσι του χαμογέλασε. Κατέβηκαν μαζί στην αυλή, διέσχισαν το πέτρινο μονοπάτι και στάθηκαν δίπλα στο δέντρο.
«Όταν κάποιος πεθαίνει, πολλές φορές αρνείται να το δεχτεί και να το συνειδητοποιήσει. Επιστρέφει λοιπόν στο μέρος που ζούσε και πριν και πλάθει μια βολική, αλλά ψεύτικη πραγματικότητα στο μυαλό του», εξήγησε η Κολίν. «Το ξέρω, γιατί έχω συναντήσει κι άλλους σαν εσένα και μου το έχουν πει», πρόσθεσε απαντώντας στο απορημένο του βλέμμα.
«Δεν έγραφα ποτέ μυθιστόρημα…», συνειδητοποίησε ο Τζέικομπ. «Έγραφα αυτό που μου συνέβη και είχα κολλήσει στο σημείο του ατυχήματος γιατί δεν ήξερα τι γίνεται παρακάτω. Γιατί είχα χάσει τον δρόμο μου και δεν μπορούσα να προχωρήσω, όπως μου είπες… Εκείνη τη μέρα, εκείνη τη μέρα που έσπρωξα κατά λάθος τα παπούτσια και μου φώναξες, η θεία σου δεν μπορούσε να με δει, έτσι δεν είναι; Μόνο εσύ… μόνο εσύ μπορούσες… Και χθες, όταν κατέβηκα και χτυπούσα την πόρτα σας, δεν μου άνοιξε γιατί δεν μπορούσε να με ακούσει…»
Το κορίτσι ένευσε.
«Μόνο εγώ μπορώ να σε δω και να σε ακούσω».
Ο Τζέικομπ κοίταξε τη γυναίκα και τον γιο του που έπαιζαν χαρούμενοι.
Ξαφνικά το αγόρι, σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του.
«Μπαμπά!», φώναξε και του κούνησε το χέρι.
Η γυναίκα του ακολούθησε το βλέμμα του και χαμογέλασε πλατιά.
«Τζέικομπ!», φώναξε.
Εκείνος στράφηκε προς την Κολίν.
«Σε ευχαριστώ», της είπε.
Το κορίτσι χαμογέλασε θλιμμένα. Ο Τζέικομπ προχώρησε προς την οικογένειά του, και τους αγκάλιασε σφιχτά. Έμειναν έτσι μέχρι που εμφανίστηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε οι μορφές τους ξεθώριασαν. Η Κολίν, πήρε τα τρία ζευγάρια παπούτσια που είχαν μείνει στο έδαφος και τα τακτοποίησε στο πρώτο σκαλί.
Μια εβδομάδα μετά…
«Σε ποιον ανήκουν αυτά τα παπούτσια;», ρώτησε ο Ραμόν καθώς ανέβαινε τη σκάλα για να φτάσει στο σπίτι που μόλις είχε νοικιάσει.
Η Μαίρη σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος του κρατώντας τη μέση της.
«Αυτά», έκανε αδιάφορα, «είναι της Κολίν. Αυτό το παιδί, δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα. Θα σε συμβούλευα να μην μπλέξεις μαζί της. Έλα συνεχίζουμε», πρόσθεσε και του γύρισε την πλάτη.
Έφτασαν στο μπαλκόνι και προχώρησαν προς το βάθος, προσπερνώντας μια κλειστή πόρτα.
«Μένει κανείς εδώ;», ρώτησε ο Ραμόν, αν και βλέποντας τις σανίδες που έφραζαν τα παράθυρα μπορούσε να μαντέψει την απάντηση.
«Εδώ έμενε μια οικογένεια. Η μητέρα και ο γιος είχαν ένα φριχτό ατύχημα με το αυτοκίνητο. Τα σώματά τους διαμελίστηκαν. Το μόνα που βρέθηκαν άθικτα ήταν τα παπούτσια τους. Όταν τα παρέδωσαν στον πατέρα, εκείνος δεν άντεξε. Τα τοποθέτησε με ευλάβεια στη σκάλα, άφησε και το δικό του ζευγάρι εκεί, ανέβηκε στην ταράτσα κι έπεσε στο κενό. Ήξερε πως θα λείπαμε εκείνη την ημέρα από το πρωί και θα επιστρέφαμε το βράδυ. Έτσι, δεν θα μπορούσαμε να τον βρούμε έγκαιρα για να τον σώσουμε. Εκείνος σφράγισε τα παράθυρα με αυτό τον τρόπο και πήρε μαζί του το κλειδί. Από τότε το σπίτι αυτό δεν έχει ανοιχτεί και δεν θα ανοιχτεί ποτέ. Ήταν ιδιοκτησία του και δεν υπάρχουν άλλοι συγγενείς του εν ζωή».
«Και η Κολίν γιατί κρατάει εδώ τα παπούτσια;», ρώτησε αμέσως ο Ραμόν.
Η Μαίρη ανασήκωσε τους ώμους.
«Αυτό το κορίτσι είναι πολύ περίεργο», σχολίασε. «Νομίζει συνεχώς ότι βλέπει φαντάσματα».