Σημείωση του Επιμελητή: Το κείμενο αλιεύθηκε από το χρονοντούλαπο, από ένα πολύ παλιό blog και χρονολογείται κάπου στα τέλη του 2011. Είναι η απόδειξη ότι όποιος θέλει να γράψει, μπορεί να το κάνει.
Ξύπνησα. Και ένιωθα σαν να κοιμόμουν πάνω σε πάγο. Πλήρης απώλεια αισθήσεων, πέραν του κρύου. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια. Να δω που είμαι. Δεν τα κατάφερα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι γίνεται γύρω μου. Ησυχία. Νεκρική σιγή. Προσπαθώ να γυρίσω πλευρό και κάτι με εμποδίζει. Νομίζω ότι κοιμάμαι σε παγκάκι. Δεν ξέρω. Χάνομαι. Προσπαθώ να ξυπνήσω τις αισθήσεις μου αλλά δεν δουλεύει τίποτα πια. Μπορεί και να έχω πεθάνει. Καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια. Και βλέπω.
Κοιμάμαι στο δωμάτιό μου. Στο πάτωμα. Με τα ρούχα που φορούσα χθες. Η μάλλον σήμερα. Με τα παπούτσια. Πάνω στο πάπλωμα. Με μια κουβέρτα τυλιγμένη γύρω μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι ώρα είναι. Βλέπω νύχτα έξω. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έχει γίνει. Δεν βρίσκω τα τσιγάρα μου. Δεν βρίσκω το κινητό μου. Δεν βρίσκω τα γυαλιά μου. Δεν βρίσκω τίποτα. Σηκώνομαι και πάω να κατουρήσω, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και είμαι λες και με έχει πατήσει τραίνο. Πατάω κάτι πλαστικά στο δρόμο μου. Και συνειδητοποιώ ότι είναι τα σμπαράλια του κινητού μου. Το έσπασα μέσα σ’ ένα παροξυσμό μίσους, οργής και αλκοολικού παραληρήματος. Καταπληκτικά. Φανταστικά. Υπέροχα. Με πιάνει ένα ρίγος. Ψάχνω να βρω το εναπομείναν κινητό. Να βάλω κάπου την κάρτα μου. Να ενημερώσω ότι είμαι καλά. Γυρνάνε όλα στο μυαλό μου. Και σκαλώνω. Το παλιό το νούμερο να το ξεχάσεις. Βάζω παπούτσια. Βρίσκω τα τσιγάρα μου. Παίρνω κλειδιά και βγαίνω έξω.
Σκάλωσα, ντε και καλά να πάρω καινούριο αριθμό. Και αυτό θα κάνω. Σταματάω στο γνωστό τυροπιτάδικο, με έχουν μάθει πλέον, δεν ρωτάνε αν ήπια. Νιώθω όλο το κορμί μου να ξερνάει αλκοόλ. Πονάω. Και μέσα μου υπάρχει ένα απερίγραπτο κενό. Σκαλώνω στην βιτρίνα. Μπαίνω μέσα και παίρνω κάτι για το δρόμο. Γιατί όλα είναι δρόμος. Και τα καλή χρονιά στον δρόμο μου δίνουνε και παίρνουν. Δεν ξεκίνησε καλά. Καθόλου καλά.
Κι ένα καφέ, να έρθω στα ίσια μου. Η κοπελιά γελάει με το «Δεν το θέλω το νεράκι, το νερό σκουριάζει», έχει παλιώσει πια η ατάκα, γιατί την συνεχίζω; Κι εσύ πάλιωσες. Και σε σταματάω. Φεύγω με τον καφέ στο χέρι, σε αναζήτηση ψιλικατζίδικου. Για να πάρω καινούριο αριθμό. Καινούρια ζωή. Γιατί η ψυχή μου με σιχάθηκε. Και εμένα. Και την ζωή μου. Οι φίλοι μου με κράζουνε και έχουν απόλυτο δίκιο. Η μάνα μου φωνάζει. Και έχει κι αυτή δίκιο. Και εγώ κάθομαι στην μέση, κραυγάζοντας το άδικό μου, και σηκώνοντας τον εγωισμό μου στα λάθος άτομα. Σε αυτούς που μου δίνουν ένα χέρι βοηθείας. Σε αυτούς που με τραβάνε έξω απ τα σκατά που κολυμπάω. Χρωστάω συγνώμες και ευχαριστώ σε πολύ κόσμο. Κι όμως ποτέ δεν είπα κάτι. Γιατί μέχρι και τώρα, μέχρι και αυτή τη στιγμή, βάζω το Εγώ μου πάνω απ όλα. Πρέπει να αλλάξει, σκέφτομαι περπατώντας σε μια γεμάτη πόλη. Τα πάντα γύρω μου είναι γκρι. Μέχρι και οι βιτρίνες, οι στολισμένες βιτρίνες των μαγαζιών είναι γκρι. Και το φώς που αναδύεται απ τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, γκρι και αυτό. Έχασα το χρώμα μου. Την γεύση μου. Την όρεξή μου. Και πρέπει να είμαι ο μόνος άνθρωπος που κυκλοφορεί μόνος, σκυφτός και λυπημένος σήμερα.
Στην ανατολή του χρόνου, εγώ δεν έχω δύσει ακόμη. Και περιμένω, αδίκως, να αλλάξουν τα πράγματα. Αγαπάω, και με πληγώνει. Γιατί έτσι γίνεται όταν υπάρχει αγάπη χωρίς ανταπόκριση. Και όταν πάω να φύγω, κάτι γίνεται και τραβιέμαι πάλι πίσω. Αλλάζει. Σήμερα αλλάζει. Στην ζωή μου ορκίστηκες ότι θα έρθεις να με βρεις. Και όμως δεν το έκανες. Και αυτό με καθιστά νεκρό. Νεκρό για σένα. Νεκρό για μένα. Μόνο που εγώ θα βγω από τον τάφο μου ακόμη μια φορά. Εσύ δεν πρόκειται να με αναστήσεις. Δεν θα σε αφήσω. Σταματάω σε ένα περίπτερο και παίρνω ένα λίτρο χυμό. Νιώθω ότι δεν έχω ενέργεια, μου τελείωσες την μπαταρία και δεν έχω φορτιστή. Και δεν θέλεις να μου δώσεις. Δεν πειράζει θα επιβιώσω. Θέλω να ανάψω τσιγάρο και το σκέφτομαι. Να το κόψω; Να μην το κόψω; Μα το ποτό το κόβω και δεν είναι απλά λόγια. Ούτε ένα ποτήρι πια. Ούτε ένα. Ούτε για μένα, ούτε για σένα, ούτε για την παρέα. Ούτε ένα. Ειλικρινά.
Δακρύζω. Αρχίζω και χάνω την αυτοσυγκράτησή μου. Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα έτσι; Γιατί να με σκοτώσεις άλλη μια φορά. «Φλάς μαλάκα», φωνάζω σε έναν από τους κλασσικούς «δεν με νοιάζει» έλληνες οδηγούς. Πάτα με και συ να τελειώνουμε. Να μην χρειάζεται να κάθομαι να σκάω. Περνάω το ποτάμι, ο αστιγματισμός με σκοτώνει, τα γυαλιά μου δεν τα βρήκα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω πρόσωπα, γράμματα, τίποτα. Χάνομαι. Δεν έχω αίσθηση του χρόνου. Του χώρου. Νομίζω ότι είναι καλοκαίρι, δεν κρυώνω. Νομίζω ότι είναι ξημερώματα και η ώρα είναι έξι. Περπατάω άσκοπα, θαρρείς, σαν την άδικη κατάρα, σε ένα δρόμο, που έχω κάνει άπειρες φορές. Άπειρα χιλιόμετρα, αμέτρητα βράδια, με το μυαλό μου να γυρνάει δώδεκα χιλιάδες στροφές το λεπτό. Περπατάω και νομίζω ότι θα καταρρεύσω. Και δεν είναι κανείς εκεί να με μαζέψει πια. Επιλογή μου ήταν.
Πρώτη φορά περπατάω, χωρίς να έχω το κινητό πάνω μου. Πρώτη φορά αισθάνομαι πραγματικά ελεύθερος και χαοτικά μόνος. Βρίσκω ένα παγκάκι να κάτσω. Ανάβω τσιγάρο. Κάνω την πρώτη τζούρα, με πιάνει αναγούλα, το φτύνω μακριά, και σηκώνομαι. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει με 220 παλμούς, θα εκραγώ. Προσπέρασα και το αμήν. Εδώ και πολύ καιρό. Και συνεχίζω, δεν την έκανα ποτέ πραγματικά την αναστροφή. Μήπως ήρθε η ώρα; Επιταχύνω το βήμα μου. Προσπερνάω γνωστούς, ανταλλάζουμε τις κλασσικές ευχές. «Σκατά είσαι σε βλέπω, κόφτο το ρημάδι», μου λένε. Κόβεται; Κι όμως κόβεται. Η μόνη κακιά συνήθεια που δεν κατάφερα ποτέ να κόψω, πέραν βέβαια του καπνίσματος, είσαι εσύ. Ένα μόνιμο καρκίνωμα μέσα στο μυαλό μου και την καρδιά μου που δεν λέει με τίποτα να φύγει. Θα είσαι πάντα εκεί για να το ανανεώνεις. Για να το διαιωνίζεις. Για να υπάρχεις. Όχι πια. Για κανένα απολύτως λόγο. Αλλάζω ζωή. Για μένα. Για να νιώσω καλά. Για να μην γυρνάω σαν την άδικη κατάρα κάθε φορά που με σκοτώνεις. Και για να μην μπορείς πλέον να με αγγίξεις.
Το μυαλό μου δουλεύει σπασμωδικά. Μόνο τα πόδια μου δεν σταματάνε ότι κι αν γίνει. Κι όταν δακρύζω, περπατάω πιο γρήγορα. Με το κεφάλι κάτω. Γιατί δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμη ποιος είμαι. Ενώ οι άλλοι με ξέρουν. Κατεβάζω την μάσκα, κουράστηκα τόσα χρόνια. Για να μην δείχνω λυπημένος. Αλλά πλέον δεν με νοιάζει. Βυθίστηκα σε μια απέραντη λίμνη θλίψης. Θυμάμαι την κουβέντα μας.
«Θα έρθεις να με βρεις, στον λόγο της τιμής σου, χα, ποιάς τιμής, γυναίκα είσαι δεν έχεις τιμή…» και μου απάντησες «Θα έρθω». «Ορκίσου στην ζωή μου σου είπα» και μου ορκίστηκες. Μου ορκίστηκες και με σκότωσες για ακόμη μια φορά. Τι παραπάνω θέλεις από εμένα; Να με δεις νεκρό να ηρεμήσεις; Μπορεί.
Βρίσκω ψιλικατζίδικο, μπαίνω μέσα και ναι είμαι τυχερός. Μέχρι που ακούω ότι θέλω και φωτοτυπία της ταυτότητας. Χέσε με πρωτοχρονιάτικα. Πανηγυρικό άκυρο, αλλά την καρτούλα την παίρνω. Ενεργοποίηση αύριο. Και για το μόνο πράγμα που λυπάμαι, είναι οι φωτογραφίες μου. Οι δικές μου φωτογραφίες. Γιατί, μας, δεν υπήρξαν ποτέ. Σαν να ήσουν παντρεμένη και να είχαμε κρυφό δεσμό. Απορώ με τον εαυτό μου, μετά απ όσα έχεις κάνει γιατί συνεχίζω ακόμη να σ αγαπάω τόσο. Γιατί ακόμη κλαίω τα βράδια για σένα. Γιατί θλίβομαι έτσι. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη με τον εαυτό μου. Ούτε και με σένα. Και συνεχίζω να περπατάω μέσα στην γκρι μου απεραντοσύνη. Το μυαλό μου καταρρέει. Δεν ξέρω πια ποιος είμαι. Δεν ξέρω που πηγαίνω. Θέλω να κλειστώ στο σπίτι μου και μόλις μπαίνω μέσα πνίγομαι. Δεν σε χρειάζομαι, λέω, μα σ έχω τόσο πολύ ανάγκη. Σε μισώ και σ αγαπώ ταυτόχρονα. Δεν γίνεται. Δεν είμαι καλά. Κλαίω. Αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω αυτήν την κατρακύλα. Πνίγομαι μόνος μου με την συμπεριφορά μου.
Να φύγω; Θα φύγω. Με το κεφάλι ψηλά. Και τα φτερά κομμένα. Κατάφερες να μου τα κόψεις και αυτά. Κάθομαι στο σπίτι. Θέλω να βγω. Να πάω πού όμως; Στο πουθενά. Δεν έχω κανέναν. Δεν θέλω κανέναν. Μπερδεύομαι και μου φταίει ο εαυτός μου. Σμπαράλια όλα μέσα μου γιατί πίστεψα σε σένα.
Είμαι σε μια περίεργη φάση πια. Σε μια τροχιά που δεν έχει επιστροφή. Σε δρόμο που όσο κι αν δεν μπορώ να κάνω αναστροφή το θέλω. Τρέχω με πολλά χιλιόμετρα και είναι επικίνδυνο. Μουδιάζει ολόκληρο το κορμί μου. Συνειδητοποιώ. Ότι όλα όσα έγιναν χθες δεν ήταν όνειρο. Ήταν η σκληρή πραγματικότητα. Και τελειώνει εκεί. Όσο δεν με πείραξε που κομμάτιασα το κινητό, με τα σ αγαπώ σου και τα μου λείπεις. Όσο δεν με πείραξε που έχασα τόσα νούμερα, τόσες φωτογραφίες και τόσες αναμνήσεις. Τόσο με πειράζει ο εαυτός μου. Που μένει ακόμη σε σένα. Και όσο απλά αποφάσισα να αλλάξω το νούμερό μου, τόσο απλά αποφασίζω να αλλάξω και εσένα. Για το καλό μου, για την ζωή μου και για όσους μείνανε πραγματικά δίπλα μου και θέλουνε να με βλέπουν καλά.
Κλεισμένος στο σπίτι χωρίς παρέα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς τίποτα. Με πολύ αλκοόλ που δεν θέλω ούτε να το αγγίξω. Το σιχάθηκα. Όπως με σιχάθηκα κι εμένα. Σιχάθηκα αυτήν την μάσκα, και καλά είμαι καλά, όχι δεν ήμουν καλά. Μα κατάλαβα. Εσύ ήσουν το ναρκωτικό μου. Η θανατηφόρα δόση μου. Μου πήρες τα πάντα χρόνια τώρα, θέλεις κι άλλα; Κι άλλα μωρέ; Δεν δίνω τίποτα. Κλείνω τα πάντα, δεν μπορώ να καθίσω μέσα. Παίρνω κλειδιά και φεύγω. Δεν αντέχω στο σπίτι. Δεν αντέχω. Νομίζω ότι μυρίζω το άρωμά σου και χαζεύω. Φεύγω.
Ξαναπαίρνω τους δρόμους, έχοντας ήδη αποφασίσει να μην γυρίσω πίσω. Ούτε στο σπίτι, μόνος, και ούτε σε εσένα. Είμαι κι εγώ άνθρωπος. Και ξεπέρασα τα όριά μου προ πολλού μαζί σου. Τέλος. Νισάφι. Το κόβω με τα πόδια για όπου με βγάλει. Με το παλιό νούμερο. Κάνω 1-2 τηλέφωνα, βρίσκω παρέα και συμπόνια. Ακούω τα μπινελίκια της αρκούδας από όλους. Και έχουν απόλυτο δίκιο. Ο μεγάλος μαλάκας ήμουν. Έδωσα και αξία. Ξενοκοιμάμαι. Δεν αντέχω για κάποιον ανεξήγητο λόγο να γυρίσω στο σπίτι. Δεν θέλω. Κάπου έσκισα το δάχτυλο του ποδιού μου και με τρελαίνει στον πόνο. Νιώθω σαν τον Σιδηρόπουλο στο να μ’ αγαπάς, ίσως η ασχήμια μου να φύγει, μόλις πλυθώ και ξυριστώ. Να βγω και έξω; Μπα, όχι, ποτέ ξανά. Μόνο εκεί που πρέπει με όσους πρέπει. Κομμένο το αλκοόλ μαχαίρι. Απομεινάρι του παλιού μου εαυτού και νιώθω όλο το κορμί μου να πονάει λες και με δέρνανε. Ξυπνάω μεσημέρι. Αναρωτιέμαι τι ώρα είναι. Που ξύπνησα; Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω. Και δεν έβλεπα εσένα στον ύπνο μου. Έβλεπα κάποια άλλη που με πλήγωσε. Και την συγχώρεσα γιατί μου ζήτησε μια πραγματική συγνώμη. Γιατί δεν έφταιγα εγώ για ότι πέρασε. Κι όμως τα πλήρωσα εγώ. Όλο το βράδυ ένιωθα ένα ρίγος στην πλάτη μου. Λες και κοιμόμουν με κάποιο νεκρό στο πλευρό μου. Να ιδρώνω, να σκάω και το ρίγος, να παραμένει εκεί. Μία και κάτι. Ανάβω τσιγάρο. Κοιμήθηκα με τα ρούχα και τα παπούτσια. Απομεινάρι του εαυτού μου πια. Θέλω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω, να χαλαρώσω με την μουσική μου. Αδύνατο. Δεν μ’ αφήνει ο εαυτός μου να επιστρέψω. Γυρνάω από δω κι από κει κάνω ότι δεν σε σκέφτομαι…
Χτυπάει το κινητό μου. Είσαι εσύ. Το μυαλό μου κάνει χίλιες στροφές, η καρδιά μου φτερουγίζει. Πετάει. Δεν το σηκώνω. Εκεί να χτυπάς. Μου το είπα. Τελειώσανε τα ψέματα. Σ αγαπάω και δεν το αλλάζει τίποτα αυτό. Μόνο που δεν έχω άλλη αντοχή να σκοτώνω τον εαυτό μου για μία αγάπη που ποτέ δεν άξιζε. Δεν πρόκειται να το σηκώσω, δεν θέλω να σε δω. Μία αναπάντητη κλήση. Ας είναι. Μέχρι να ενεργοποιήσω το καινούριο. Και μου μπαίνουν ιδέες. Αν μάθεις το καινούριο να είσαι σίγουρη πως θα μάθω από πού το πήρες, και θα το ξαναλλάξω. Όσες φορές κι αν χρειαστεί. Μέχρι να καταλάβεις ότι στην ζωή μου πλέον δεν χωράς. Και δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σου δώσει άλλο χώρο. Με σκότωσες. Δεν πρόκειται να σου επιτρέψω να το ξανακάνεις.
Βολτάρω. Στην γύρα. Τραγουδάω στον δρόμο και με κοροϊδεύουν. «Παλιοκαψούρη». Ναι ρε, είμαι. Και το χαίρομαι. Αλλά τελείωσαν όλα. Και δεν αφήνω τον εαυτό μου να ξαναπέσει πάλι πίσω εκεί που ήμουν. Στο ρεζίλι που έγινα. Μιλάω με φίλους. Βλέπω κόσμο. Γυρνάω. Δεν θέλω να σε δω πουθενά. Δεν θέλω να σε ακούσω. Δεν θέλω να σε σκέφτομαι. Σ’ αγαπώ και σε σιχαίνομαι, δεν θα μπορούσες να έχεις γίνει κάτι χειρότερο από αυτό που είσαι. Τίποτα δεν είναι χειρότερο από αυτό. Μακάρι κάποια στιγμή να καταλάβεις τι έχασες, όχι για να εκτιμήσεις και να γυρίσεις. Αλλά για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Εγώ από χθες, δεν είμαι πια εκεί. Ποτέ ξανά. Μόνο μπροστά.
Όσο περνάνε οι ώρες σκέφτομαι όλο και λιγότερο εσένα και όλο και περισσότερο εμένα. Δεν ερωτευόμαστε πάντα τα κατάλληλα άτομα. Να και η δική μου η περίπτωση. Το λάθος άτομο. Τόσα χρόνια. Τόσο πόνο. Τόσα ψέματα. Φεύγω. Κάνω αναστροφή και όπου με βγάλει. Και αυτή την φορά, την δεύτερη φορά δεν πρόκειται να ξανακάνω το ίδιο λάθος με εσένα. Δεν μετανιώνω για ότι έχω κάνει. Μου έμαθε πολλά. Και μου δείχνει τον εαυτό μου, χρόνια πριν, στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Πρόταση γάμου σου έκανα τι άλλο ήθελες από μένα; Μάλλον να παίξεις. Εντάξει λοιπόν κέρδισες. Κέρδισες. Μα ξέχασες ένα πράγμα από αυτά που σου έμαθα κορίτσι μου. Ο χαμένος τα παίρνει όλα. Και ο χαμένος είμαι εγώ.
Κουράστηκα να το παιδεύω μαζί σου. Δεν πρόκειται να βγάλει κανέναν μας πουθενά. Για κανενός παιχνίδι. Μπαίνω στον πειρασμό να παίξω ακόμη μια παρτίδα μαζί σου. Που και πάλι θα είμαι χαμένος. Ξέρεις να χτυπάς πολύ καλά κάτω από την ζώνη. Και εγώ είμαι τίμιος, δεν μπορώ. Τελειώσαμε. Γυρίζω σπίτι. Μπορώ να γυρίσω σπίτι.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι και δεν υπάρχει πια τίποτα που να σε θυμίζει. Εκτός από το σπασμένο μου κινητό. Και τον παλιό μου αριθμό. Εν καιρώ κι αυτά καλή μου, εν καιρώ. Δεν έχω τσιγάρα. Σκέφτομαι να το κόψω. Σκάω χαμόγελο, ποιόν κοροϊδεύω; Κανένα, θα πάω να πάρω τσιγάρα. Και δεν αμφιβάλλω πια, είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω. Πουθενά δεν θα με βρεις. Στείλε μου πακέτο. Το πρόβλημά μου σήμερα, αύριο θα είναι δικό σου. Δεν σου έχω θυμώσει. Ούτε σε μαλώνω. Απλά άλλαξα. Για εμένα. Για τον εαυτό μου. Και για όσους μείνανε δίπλα μου. Για όσους πονάνε να με βλέπουν έτσι. Και δίνω μεγαλύτερη αξία σε αυτούς απ’ ότι σε σένα. Έμαθα. Με σκληρό τρόπο. Όπως τα πάντα στην ζωή μου. Με τον δύσκολο τρόπο.
Δεν ξέρω αν τα πράγματα είναι καλύτερα έτσι. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα είμαι στην εντατική. Μα ξέρω ότι ανένηψα. Και ότι δεν πρόκειται να χαλαστώ ξανά έτσι. Είπα κάποτε ότι ποτέ ξανά δεν θα γίνω έτσι για καμία γυναίκα στην ζωή μου. Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να το κάνω. Πάω για τσιγάρα.
Γυρίζω μέσα σε μια ήρεμη πόλη. Μεσάνυχτα. Ανάβω τσιγάρο. Εισπνέω το δηλητήριο. Σαν εκείνο που με κερνούσες εσύ με κάθε σου μήνυμα. Με κάθε σου λέξη. Με κάθε σου χάδι. Το απολαμβάνω. Είναι κάτι που κάνω γιατί το γουστάρω. Το αγαπάω. Όπως κι εσένα. Το τσιγάρο δεν με πρόδωσε ποτέ. Θέλω σαν χαζός να πιώ κάτι. Μπύρα. Κρασί. Τεκίλα ακόμα καλύτερα, να μην θυμάμαι τίποτα αύριο, αλλά όχι. Όχι. Ποτέ ξανά. Το σπρώχνω στο πίσω μέρος του μυαλού μου και προχωράω. Συνεχίζω ακάθεκτος, λες και δεν θα τελειώσουν ποτέ οι μπαταρίες. Χτυπάει το κινητό μου. Εσύ πάλι; Όχι. Για έξω. Ευχαριστώ πολύ δεν θα πάρω, είμαι εκτός, λέω για να γλυτώσω το έξω, και βασικά για να γλυτώσω τον εαυτό μου από τον πειρασμό του αλκοόλ. Αύριο μεσημέρι για καφέ. Κανονίστηκε. Κλείνω, βάζω το κινητό στην τσέπη και ξαναχτυπάει.
«Βλαμμένα παιδιά, τι ξεχάσανε πάλι» σκέφτομαι, και βλέπω ότι είσαι εσύ. Όχι δεν σου κάνω την χάρη. Αθόρυβο. Ξανά και ξανά. Έρχεται μήνυμα, το διαγράφω δεν θέλω καμιά επαφή μαζί σου πια. Το κλείνω και συνεχίζω. Νιώθω την αξιοπρέπειά μου και τον εγωισμό μου να ανεβαίνουν ένα τι παραπάνω και χαίρομαι για την μεταστροφή μου. Ελπίζω να είναι ειλικρινής και να μην με προδώσει ο εαυτός μου για ακόμη μια φορά. Το πιστεύω πραγματικά. Περνάω από την γέφυρά μου. Ποτέ ξανά εκεί. Νιώθω σαν να ξανακούω το δεν μας συγχωρώ. Χάνομαι έχω παραισθήσεις. Σταματάει η μουσική σκαλώνω. Βγαίνει μια γκόμενα από ένα στενό, μιλάει στο κινητό της. Τρόμαξα. Δεν γίνεται αυτό. Και ξαφνικά όλη η μαγεία που υπήρχε μέσα μου χάθηκε. Στηρίχτηκα πολύ σε αυτήν την μαγεία της αγάπης. Και τώρα πια δεν υπάρχει ίχνος μέσα μου. Αισθάνομαι κενός. Και τόσο ζωντανός. Όσο δεν θα μπορέσεις ποτέ να φανταστείς. Κάνω μεταβολή, γυρίζω σπίτι. Πιστεύω ότι τελικά θα ησυχάσω. Δυο μέρες μόνο τραγουδάω. Δυο μέρες μόνο ήταν. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Κι όμως κι αν λύγισα γι ακόμη μια φορά, είμαι ακόμη ζωντανός. Δεν περιμένω να αναστηθώ αυτήν την φορά. Πιάνω παγκάκι, απολαμβάνω ένα τελευταίο τσιγάρο πριν φτάσω σπίτι. Τόσο απλά κάηκες μέσα μου. Όσο απλά καίγεται και ένα τσιγάρο μου. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να σε καπνίσω, τώρα το κάνω. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα δικό μας. Όλα ήταν μου και σου. Κοινό κανένα. Και βλέπω. Το πάζλ συμπληρώνεται μόνο του πλέον. Δεν υπάρχει επιστροφή.
Και ξαφνικά το πάζλ συμπληρώθηκε. Και μπήκαν όλα τα χαμένα κομμάτια. Όλα τα λόγια σου. Όλα τα ψέματά σου. Τα υποτιθέμενα δάκρυα. Τα παρακάλια. Τα λόγια των φίλων. Οι αλήθειες τους που δεν δέχτηκα ποτέ. Οι συμβουλές. Η συμπαράσταση. Και το παραλήρημα. Δεν άξιζε αυτό το πάζλ μία. Δεν αξίζει να το κρεμάσω στον τοίχο μου. Κάδο. Και παραμένει εκεί.
Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά. Πάω για ύπνο. Είμαι κομμάτια. Και είμαι πεπεισμένος, ότι θα είναι, ίσως, ο πιο ήρεμος ύπνος στην μέχρι τώρα ζωή μου.