,

Δωμάτιο 505

Τι θα έλεγες αν μπορούσες να είσαι το ιδανικό ταίρι για κάποιον; Αν κάποιος σ’ ονειρεύτηκε και ταξίδεψε κόσμους για να σε γνωρίσει; Αν κάποιος ζούσε για τη στιγμή που θα γίνει ένα μ’ εσένα, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο; Αν σε πρόσεχε, σε προστάτευε, σε αγαπούσε όπως κανένας μέχρι τώρα;

Τι θα έλεγες αν μπορούσες να έχεις ένα μαγικό μέρος όπου κανείς δε γνωρίζει, κανείς δεν μπορεί να κρίνει, κανείς δεν μπορεί να πάει εκεί παρά τη θέλησή σου;

Ένα μέρος που θα σου παρέχει τη δυνατότητα να φυλάς με ευλάβεια τα πιο μύχεια συναισθήματά σου, τις πιο απόκρυφες σκέψεις σου.

Τι θα έλεγες αν μπορούσες ν’ αποκτήσεις όλα όσα πάντοτε επιθυμούσες;

Σου φαίνεται αστείο;

Ταξίδεψα πολύ για να σε βρω.

Δεν ήταν εύκολο, πίστεψέ με. Στην πορεία μου, πληγώθηκα πολύ. Κουράστηκα. Άδειασα. Όμως, άξιζε τον κόπο. Σε βρήκα και τώρα νιώθω πλήρης.

Σ’ εκείνο το δωμάτιο που στεκόσουν μπροστά από το παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και δεν μπορούσα να καταλάβω τι κοιτούσες με τόση προσοχή. Τα λιτά μαλλιά σου έπεφταν στους ώμους σου και σε αγκάλιαζαν. Στα χέρια σου κρατούσες κάτι, δεν μπορούσα να δω καθαρά. Κοντοστάθηκα μερικά δευτερόλεπτα και σε χάζεψα. Γύρισες απότομα και με ξάφνιασες. Ήσουν τόσο όμορφη. Όλο το δωμάτιο, γεμάτο με τη μυρωδιά σου.

«Επιτέλους, ήρθες!» είπα κι έλαμψε το πρόσωπό μου από χαρά.

Ήξερα ότι ήσουν εσύ. Εσύ που τόσο καιρό λαχταρούσα. Δε μίλησες. Ξάπλωσες δίπλα μου και άναψες τσιγάρο. Έπαιζες με τον καπνό σου κι εγώ απλά σε κοιτούσα. Σου μιλούσα όλη τη νύχτα. Όταν κοιμήθηκες, σε χάιδευα τρυφερά κι έπλεκα τα μαλλιά σου ανάμεσα στα χέρια μου. Τόσο απαλά και μεταξένια, ακόμα έχω την αίσθησή τους στ’ ακροδάχτυλά μου.

Τρία βράδια μείναμε μαζί κι ύστερα εξαφανίστηκες. Δίχως αφορμή, απλά έφυγες. Απροειδοποίητα. Φοβόμουν ότι δε θα κρατήσει για πολύ η ευτυχία μου. Έμεινα κλεισμένος στο δωμάτιο εκείνου του ξενοδοχείου που σε πρωτοσυνάντησα. Σιγοτραγουδούσα κι έφτιαχνα με τα χέρια μου φιγούρες που χόρευαν στις σκιές που δημιουργούσε το λιγοστό φως.

Δεν καπνίζω μα ακόμα και το ξεχασμένο σου πακέτο στο κομοδίνο, ήταν κάτι για να με κρατά κοντά σου. Άναψα ένα τσιγάρο και πνίγηκα. Άρχισα να ξεροβήχω και να σιχτιρίζω όταν ξάφνου είδα τη μορφή σου να αγναντεύει από το παράθυρο. Στο ίδιο σημείο, με τις ίδιες κλειστές κουρτίνες. Μα τι κοιτούσες τόσο επίμονα;

«Ήρθες!»

Χαμογέλασες και με κράτησες αγκαλιά.

«Πάντα εδώ είμαι, απλά δε με βλέπεις», είπες, κι αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να μη σε βλέπω.

«Σ’ έψαχνα παντού, για πολύ καιρό, δε θέλω να φύγεις ποτέ. Ποτέ, ακούς;» άρχισα να φωνάζω μέσα από λυγμούς σ’ ένα απρόσμενο ξέσπασμα. Ήσουν ό,τι ακριβώς είχα ονειρευτεί και δε θα άφηνα τίποτα και κανέναν να σε πάρει μακριά μου.

Περάσαμε καιρό παρέα. Όλα όσα χρειαζόμασταν για να είμαστε καλά, βρίσκονταν σ’ εκείνο το δωμάτιο. Έδειχνες χαρούμενη και μερικές φορές ελαφρώς θλιμμένη. Όταν σε ρωτούσα τι συμβαίνει, άλλαζες αμέσως διάθεση και χωνόσουν στην αγκαλιά μου. Σε αγαπούσα. Ήθελα να είσαι ευτυχισμένη. Όταν γελούσες, έλαμπε ο κόσμος μου κι όταν, καμιά φορά, έτρεχε κάποιο δάκρυ σου, κατέρρεα.

«Δε θέλω να φύγεις ποτέ», σου φώναζα μέσα στις κρίσεις και τον πανικό μου.

Κι εσύ με άκουσες. Δεν έφυγες. Ίσως με λυπήθηκες, ίσως πράγματι να με αγάπησες. Κλειδώθηκες σ’ εκείνο το δωμάτιο, σε μια μικρή φυλακή γεμάτη αγάπη κι όνειρα. Κυρίως όνειρα.

«Ποιος έφτιαξε τον τέλειο κόσμο στο μυαλό του και δεν τον ερωτεύτηκε;»

Με ρωτάς και βλέπω το χαμόγελό σου μπροστά στα μάτια μου. Σε νιώθω που μου κρατάς το χέρι. Είσαι δίπλα μου, ολοζώντανη, σε μυρίζω, σε φιλάω, σε γεύομαι. Ψέματα μου λένε, το ξέρω. Εσύ είσαι εδώ. Δεν έφυγες και δε θα φύγεις.

Τα χέρια μου τρέμουν κι αρχίζω να κρυώνω. Μου φέρνουν κουβέρτες και λίγο φαγητό που δε θέλω ν’ ακουμπήσω. Τους έχω πει ότι μόνο από εσένα θα παίρνω νερό και φαγητό. Μόνο εσένα εμπιστεύομαι. Επιμένουν πως πρέπει να φάω για να πάρω τα φάρμακά μου. Όμως εγώ δε θα τα πιω, όσο είσαι εδώ, όλα είναι αλλιώς. Δεν τα χρειάζομαι. Είμαι καλά, το ξέρω. Ίσως, θέλουν να μου κάνουν κακό, ίσως τους κούρασα.

Ακούω τα βήματά σου. Έχω μάθει να τα ξεχωρίζω. Δυο χτυπήματα αριστερά κι έπειτα συνεχίζεις. Φτάνεις να με αγκαλιάσεις την ώρα που ο αναθεματισμένος ο γιατρός έρχεται για την ένεση. Σε σφίγγω ανάμεσα στα χέρια μου. Είσαι ό,τι πιο πολύτιμο είχα ποτέ. Δε θα τον αφήσω να σου κάνει κακό, να το ξέρεις.

Παίρνω μια τζούρα από τη μυρωδιά σου και γεμίζω δύναμη. Το ξέρω πια, το ξέρω στα σίγουρα. Μόνο μαζί σου θέλω να είμαι. Μόνο εκεί. Κι αφήνομαι στην αγκαλιά σου.

«Κύριε Σπυρόπουλε, θα σας παρακαλούσα να φάτε κάτι, ο οργανισμός σας έχει αρχίσει να εξασθενεί».

«Κύρε Σπυρόπουλε, αφήστε τα παιχνίδια, σας παρακαλώ».

«Κύριε Σπυρόπουλε, δεν είναι αστείο, σηκωθείτε!»

«Κύριε Σπυρ….»

Δεν καταλαβαίνουν. Επιτέλους, μπορώ να σε έχω για πάντα. Δε θα μου ξαναφύγεις ποτέ. Κανένας γιατρός, κανένα κωλοχάπι δεν μπορεί να σε διώξει πια. Στο είπα, θα τα κατάφερνα. Βρήκα τον τρόπο.

«Λυπούμαστε, κυρία Σπυροπούλου, ο γιος σας δεν τα κατάφερε. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε…» της είπαν κι έκλεισαν το τηλέφωνο με ανακούφιση που επιτέλους ξεφορτώθηκαν τον τρελό.

Εκείνη ήρθε να με δει. Στέκεται πάνω από το κρεβάτι μου και φωνάζει. Μην κλαις, ρε μάνα. Δε βλέπεις πώς χαμογελώ; Τα κατάφερα. Τα καταφέραμε. Εγώ κι αυτή, μαζί, για πάντα!

Μην ανησυχείς, μάνα, είμαι καλά, σου λέω. Έχω το κορίτσι μου και δε θέλω τίποτα άλλο. Μπορείς να έρχεσαι να μας βλέπεις όποτε θέλεις.

Δωμάτιο 505, 12η πόρτα αριστερά.

«Δε θα μας ξαναχωρίσει, κανένας, ποτέ, αγάπη μου. Θα ζούμε για πάντα τ’ όνειρό μας. Φυλακισμένοι στο μικρό μας δωμάτιο, ελεύθεροι κι ερωτευμένοι στην αιωνιότητα».

Δώρα Κουτσογιάννη

Απάντηση


%d