Δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα και ειλικρινά δεν ξέρω πώς μου ήρθε στο μυαλό να πάρω χαρτί και μολύβι και να αρχίσω. Ίσως να φταίνε οι τύψεις. Εκείνες οι άτιμες που ουρλιάζουν μες στο κεφάλι μου. Εκείνες που βροντοφωνάζουν γιατί σε άφησα να φύγεις από τη ζωή μου χωρίς καν να προσπαθήσω… Είμαι μαλάκας, το ξέρω!
Έχω μέρες να σε σκεφτώ. Βέβαια να μου πεις αυτό κάνω σε κάθε γκόμενα που μου αδειάζει τη γωνιά. Στο είχα πει… Μη μουτρώνεις!
Είμαι η προσωποποίηση του “περάστε, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε”. Έτσι σας βλέπω όλες. Ολιγόλεπτες ευχαριστήσεις. Όσο κι αν μένατε στη ζωή μου, αυτό ήσασταν!
Αν τώρα διαβάζεις αυτό το κείμενο, θα λες “τι του βρήκα του μαλάκα, θεέ μου;” και θα έχεις και δίκιο! Άκουσε όμως τώρα…
Πριν λίγο καιρό, βγήκα για ποτό με μία τύπισσα που γνώρισα στη δουλειά. Καλό κομμάτι άρα καλό κρεβάτι. Δεν μπορώ να κοιμάμαι μωρέ σε κρύα σεντόνια, επομένως έβρισκα τρόπους να τα κρατάω ζεστά. Όπως κι όλα όσα σε θύμιζαν. Βογγητά, αγκαλιές, γρατσουνιές και τέτοια.
Όταν ήμουν με την τύπισσα και ζαχαρώναμε, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ξαδερφούλα σου, η οποία τυχαίνει να είναι και φίλη της. Ήθελα ν’ ανοίξει η Γη να με καταπιεί, αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί το αστείο. Ακούω την τύπισσα να λέει στην ξαδέρφη σου να σου δώσει χαιρετίσματα. Σε ποιον; Σε εσένα! Άσπρισα!
Και γυρίζει η σκύλα η ξαδέρφη σου και με ρωτάει αν σου στέλνω κι εγώ χαιρετίσματα και έφυγε γελώντας. Μα τι είστε εσείς οι γυναίκες ρε παιδί μου!
Και με το που έφυγε εκείνη κι έμεινα με το γκομενάκι, έγινε η ερώτηση που τρόμαζα να κάνω κι εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου.
«Τι την είχες;». Χα! Ρώτησε εμένα τί σε είχα.
Λέξεις όπως μέλλον, έρωτας, πάθος, λατρεία κι αγάπη ηχούσαν στ’ αυτιά μου, μα δεν έβγαλα άχνα. Και τότε έγινε το “μπαμ!” και γέμισα εικόνες. Το πρώτο μας φιλί, η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα, το πρώτο μας σκληρό σεξ, το πρώτο «σ’ αγαπώ» μου, ο πρώτος χωρισμός μας. Ο αρραβώνας μας. Το χαμόγελό σου. Τα μάτια σου. Τα χέρια σου. Τα χείλη σου.
Πω, πω… Ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί σου! Τόσο ερωτευμένος, αλλά τόσο ανασφαλής που κατέστρεψα ό,τι καλύτερο είχα.
Μου το είχες πει… “Δεν συγχωρείτε το κέρατο, αγάπη μου!”. Ήταν λες και μου είπες “κάνε το!”. Και το έκανα! Και δε κρυφτώ πίσω από δικαιολογίες… Ήμουν μεγάλος αλήτης και σε πλήγωσα. Μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Στο κρεβάτι μας. Με έναν άνθρωπο που λάτρευες…
Τότε ήταν που σε έχασα οριστικά. Λες κι έσπασες και μαζί σου έσπασε κι ό,τι ένιωθες για μένα. Μάζεψες τα πράγματα και τα κομμάτια σου κι έφυγες για πάντα. Σκούπισα τα βουρκωμένα μάτια μου και ξεκίνησα να της μιλάω. Είχα ανάγκη ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Είχα ανάγκη να μιλήσω για σένα!
«Ήταν η ευτυχία μου!». Έτσι ξεκίνησα και ήμουν σίγουρος ότι θα της μιλούσα για σένα μέχρι το πρωί.
Ήταν η πρώτη φορά που το κρεβάτι μας έμεινε κρύο…