Γιατί δεν έφυγες; Τότε που ο ένας τσακωμός διαδεχόταν τον άλλον, τότε που δεν μπορούσατε να τελειώσετε μια συζήτηση χωρίς παρεξηγήσεις και εντάσεις; Γιατί δεν έφυγες; Τότε που έβαλε τα χέρια του στο λαιμό σου, γιατί δεν έφυγες; Και που σκέφτηκες να καλέσεις την αστυνομία, τί έγινε; Ίσως το μερίδιο της ευθύνης σου να ήταν μεγαλύτερο; Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Ούτε εσύ άλλαξες, ούτε εκείνος. Ήθελες να πιστέψεις ότι αποκλείεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν σωστή η αντίδρασή του, δεν θα επαναλαμβανόταν. Ναι. Μπούρδες. Μπούρδες ρε για να μην πω τίποτα χειρότερο. Κάθε μέρα με το φόβο μην τσαντιστεί και σας ακούσει η γειτονιά, με το παράπονο να μην σε προσβάλλει, εσένα που τόσο σε ήθελε και σε αγαπούσε και σε νοιαζόταν και … και …
«Επιλέγω να κρατάω τις καλές στιγμές» Αυτό σου λέει συνέχεια. Τον έχεις πρήξει, δεν σε αντέχει. «Καλομαθημένη που όλο γκρινιάζεις.» Ναι, γκρινιάζεις και φοβάσαι. Από την αρχή της γνωριμίας σας, από τα πρώτα σημάδια εκνευρισμού του. Δεν το κάνει μόνο σε σένα. Και; Νιώθεις καλύτερα τώρα; Βρίζει σχεδόν όλον τον κόσμο, μαζί και σένα. Εντάξει; Τον συγχώρεσες; Όχι. Μαζεμένα απωθημένα, παράπονο, αηδία για τον εαυτό σου που ανέχεσαι την κατάσταση πέντε χρόνια τώρα. Ηλίθια. Το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης το ‘χεις εσύ που κάθεσαι. Οι φωνές σου και τα κλάματα είναι γι αυτόν ηχορύπανση. Τίποτα παραπάνω.
Ούτε εκείνος πέρασε καλά μαζί σου. Εκείνος όμως ξέρει ότι φοβάσαι, ότι με το παραμικρό θα ταραχθείς, θα κλάψεις, θα ουρλιάξεις από θυμό και την αδικία. Τί στα κομμάτια του έκανες ; Έμεινες, αυτό έκανες. Δεν αντέδρασες. Από τη στιγμή που δεν είχες τη δύναμη να αμυνθείς με τα ίδια σου τα χέρια, έπρεπε να φύγεις. Από τη στιγμή που δεν απευθύνθηκες σε κάποιον, όχι για να σε παρηγορήσει την καημενούλα, αλλά για να τον σταματήσει, έπρεπε να φύγεις. Ηλίθια. Ποιός θα σου δώσει πίσω τα χρόνια που έχασες; Και βέβαια θυμάσαι τις καλές στιγμές και βέβαια θυμάσαι τη βοήθεια που σου προσέφερε, όσες φορές τον χρειάστηκες και παράτησε τα πάντα για να τρέξει, όλα τα θυμάσαι, τα γέλια, τις πλάκες, τις συζητήσεις, τη στήριξη, όλα. Γι’ αυτό έμεινες. Για τα «καλά».
«Κουρασμένη φαίνεσαι» σου είπε μια γειτόνισσα όταν σε είδε. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε, νιώθω το πρόσωπό μου να κρέμεται, να καίει, να έχει στραγγίξει. Θέλω να μείνω στο κρεβάτι και να μην σηκωθώ για κανέναν λόγο. «Δεν πιστεύω να είσαι αυτοκαταστροφική;» σε είχε ρωτήσει. Να είμαι τι; Το κοίταξες στο internet. Είχες την εντύπωση ότι τα αυτοκαταστροφικά άτομα είναι αυτά που κάνουν κακό στον εαυτό τους, αυτομαχαιρώνονται ή κάτι τέτοιο. «Όχι, βέβαια!» απάντησες σχεδόν θιγμένη, ενώ μέσα σου ήξερες ότι ίσως είχε δίκιο. Και τι έκανες μικρή Λουλού για τον εαυτό σου, πώς προσπάθησες να αλλάξεις την αρρωστημένη κατάσταση; Πάτησες τα κλάματα. Εύγε! Και πόσο πρωτότυπο… Ναι, είναι κι η συνήθεια, χάνεις ή μάλλον πρέπει να χάσεις, αυτόν που θεωρούσες άνθρωπό σου. Κι είναι τόσο δύσκολο, φοβάσαι πως δεν θα τα καταφέρεις κι είναι τόσο δυνατός ο φόβος που επιλέγεις για μια ακόμα φορά, να κρατήσεις μούτρα δείχνοντας την απογοήτευση και… Ξύπνα μικρή Λουλού! Ξύπνα! Θέματα που ποτέ δεν λύθηκαν με τη συζήτηση, ίσως γιατί ο καθένας σας ήθελε απλά να πείσει τον άλλον για το δίκιο του, ίσως γιατί ο καθένας ενδιαφερόταν μόνον να ακουστεί η άποψή του. Ίσως γιατί δεν θέλατε να παραδεχθείτε πως έπρεπε αυτή η σχέση, που δεν ήταν σχέση, η φιλία που ούτε φιλία ήταν, αυτό το πράγμα που υπήρξατε ο ένας ο πιο κοντινός άνθρωπος για τον άλλον, έπρεπε απλά να λήξει. Πόσο κλάμα, νεύρα, προσβολές θα είχες γλυτώσει αν από τότε είχες φύγει; Αν …. «Άνοιξε τα μάτια σου και δες που είναι η ανατολή», έτσι σε είχε συμβουλέψει μια φίλη σου, αλλά εσένα σου φάνηκε πολύ ροζ και απλοϊκή αυτή η κουβέντα κι αποφάσισες να παραμείνεις στη μιζέρια σου. Μπράβο είπαμε; Κακώς!
Η ανατολή, όπως κι η ζωή μικρή Λουλού, είναι εκεί έξω. Δεν μπορώ να σε διαβεβαιώσω αν σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, αλλά μέχρι τώρα καλά σου φέρθηκε, δεν σου γύρισε την πλάτη. Ζεις, αναπνέεις, στέκεσαι στα πόδια σου, έχεις τη ζωή σου. Ζήσε λοιπόν, φύγε!