Έσυρε βαριά τα βήματα ως το μαγαζάκι της γωνίας. Ψιλικατζίδικο, καφενείο, ουζερί, όλα σ’ ένα. Η ζέστη ήταν αφόρητη, η κάψα του άσβεστη. Αυτή η κάψα της αβάσταχτης λύπης, του μαύρου κατάμαυρου πένθους κόντευε να τον καταπιεί.
Κάθισε στην γωνία, ήθελε να είναι μόνος του, όχι πως ήξερε και κανέναν δηλαδή σ’ εκείνη την γειτονιά, αλλά δεν ήθελε κανένας να μην του πιάσει κουβέντα ούτε κατά λάθος. Έβγαλε τα τσιγάρα του, βαριά κι άφιλτρα κι άναψε ένα. Είχε καπνίσει τόσα πολλά, το στόμα του πια ήταν ξερό, αλλά το άναψε και τράβηξε δυνατά την πρώτη ρουφηξιά.
Κοίταξε την απέναντι πολυκατοικία. Το χαρτί ασπρόμαυρο με τον τεράστιο χρυσό σταυρό κολλημένο στην πόρτα κι η πόρτα ορθάνοιχτη, έτσι δεν γίνεται στις συμφορές; Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Επιτέλους, μπορούσε να κλάψει χωρίς θεατές, μπορούσε να λυγίσει χωρίς να ντραπεί. Λύτρωση ένιωσε με αυτά τα ξαφνικά δάκρυα, μ’ αυτόν τον αθέλητο λυγμό που βγήκε από τα σώψυχά του.
Ήταν 60 πατημένα ο κυρ-Γιάννης. Παντρεύτηκε μικρός, παντρεύτηκε την Αμαλία του που την αγαπούσε από παιδί και που η μάνα του ποτέ δεν την δέχτηκε, γιατί ήταν τυφλή από το ένα μάτι. Στα μάτια του όμως, η Αμαλία του ήταν η πιο όμορφη, η πιο καλοσυνάτη, ήταν η εκλεκτή του. Του χάρισε δύο παιδιά και μαζί πορεύτηκαν όλα τα χρόνια, να τα αναστήσουν, να τα μορφώσουν, να τα βγάλουν άξια παιδιά στην κοινωνία.
Και ναι, η κόρη του η Αννέτα, που δεν τα πολυέπαιρνε τα γράμματα, έγινε άξια μοδίστρα με πελατεία εκλεκτή και καλό εισόδημα. Την ζήλεψε ο καθηγητής που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στην διπλανή αυλή και ήρθε με δόξα και τιμή να την ζητήσει. Και την έδωσε ο κυρ-Γιάννης, όταν είδε την Αννέτα του να κοκκινίζει και να λάμπει δίπλα του. Ζωή χαρισάμενη της χάρισε ο καθηγητής που είχε περιουσία στα μέρη του, από τις καλύτερες οικογένειες του Ηρακλείου, υποδέχονταν κάθε καλοκαίρι τον γιό τους με χαρές και πανηγύρια. Έτσι αγκάλιασαν και την Αννέτα, την αγάπησαν αληθινά κι ας αργούσε εκείνο το παιδί που τόσο λαχταρούσαν. Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και το παιδί δεν ήρθε ποτέ, ο Ανδρέας ο καθηγητής έλεγε πάντα «Αννετούλα μου έχω εσένα κι εσύ εμένα και μην νοιάζεσαι». Η Αννέτα όμως όχι μόνο νοιαζόταν, πονούσε κιόλας. Κάπου κάπου, ξεστόμιζε την επιθυμία της, να πάρουν ένα παιδάκι. Στα γύρω χωριά από του Ανδρέα, κάπου κάπου κάποιο παιδί ήταν ανεπιθύμητο κι όλοι έλεγαν «αχ δάσκαλε, πάρτο εσύ να φάει γλυκό ψωμί το μαυρόμοιρο». Κι η Αννέτα λαχταρούσε, μα μόλις το ξεστόμιζε, ο κυρ-Γιάννης γινόταν θεριό ανήμερο «καλύτερα μόνη σου, παρά να μεγαλώσεις το μπάσταρδο τ’ αλλουνού». Κι ο λόγος του κυρ- Γιάννη, νόμος ήταν για την Αννέτα κι ας καιγόταν η ψυχή της. Κι έμενε με τον Ανδρέα της και την βελόνα της και τα θαύματα που έφτιαχνε. Έξαλλη γινόταν η Αμαλία μ’ αυτά τα λόγια του, του φώναζε, πως είναι χοντροκέφαλος, πως είναι ο καημός της κόρης τους. «Μα γιατί; Ευλογία είναι, θεάρεστη πράξη, ένα παιδάκι που θ’ αλλάξει η μοίρα του, τι διαφέρει, παιδί της καρδιάς είναι κι ας μην είναι της κοιλιάς», όμως εκείνος τίποτε, ανένδοτος. «Βαριά λόγια λες Γιάννη μου, βαριά κι ο Θεός βλέπει. Να ξέρεις μόνο πως αν σε δει, μπορεί ν’ αποφασίσει τον σταυρό αυτόν να μην τον κουβαλήσεις εσύ, αλλά να κλαις γι’ αυτόν»
Ο γιός του ο Ανεστάκης, που είχε πάρει τα όνομα του αδικοσκοτωμένου του αδερφού, ήταν ένα ανήσυχο αγόρι. Του άρεσαν οι βόλτες, οι παρέες, τα ξέφρενα γλέντια, ανησυχούσε η Αμαλία του «αχ θα μπλέξει αυτό το παιδί» έλεγε κι ο κυρ- Γιάννης της απαντούσε «Άσ’ τον. Αν δεν γλεντήσει ο άντρας, δυστυχισμένη θα κάνει την γυναίκα του» κι η Αμαλία σώπαινε κι έκανε τον σταυρό της.
Κι έφερε ο Ανεστάκης την γυναίκα που αγάπησε την Θάλεια, μοναχοκόρη μοσχαναθρεμμένη, με περιουσία και ομορφιά. Προκομμένος κι αυτός, αποφάσισαν γρήγορα τον γάμο που έμεινε αξέχαστος!
Κι ούτε έξι μήνες δεν πέρασαν και κάλεσαν τον κυρ-Γιάννη και την Αμαλία, την Αννέτα και τον Ανδρέα, μα και τους γονείς της Θάλειας και τους ανακοίνωσαν τα ευχάριστα, το πρώτο εγγόνι ήταν καθ’ οδόν και ο ήλιος έλαμψε.
Τα καλύτερα υφάσματα ψώνισε η Αννέτα κι αγόρασε φιγουρίνια από το Παρίσι κι έραψε προίκα ολόκληρη ζηλευτή για το μωρό. Οι δύο γιαγιάδες δεν ήξεραν τι να πρωτοκάνουν για να περάσουν οι μήνες αυτοί ευχάριστα για την Θάλεια, που βασίλισσα στον θρόνο της απολάμβανε τις στιγμές. Κι ο Ανεστάκης, μόλις η συζήτηση για το όνομα πήγαινε να ανάψει για τα καλά, έλεγε «τι στεναχωριέστε; Εμείς θα κάνουμε πολλά παιδιά, κανείς σας δεν θα μείνει παραπονεμένος, ε Θάλεια;» Κι η Θάλεια γελούσε κι έλεγε «τέσσερα θέλω να κάνω, αλίμονο, τόσα χέρια να μην τα χαρώ;».
Κι ήρθε εκείνη η ώρα και γεννήθηκε ο γιος ο πρωτότοκος, ο Γιάννης, γεμάτα 4 κιλά, ίδιος η μάνα του. Βιαστικός και τζέντλεμαν δεν την ταλαιπώρησε καθόλου.
Η ευτυχία ζωγράφισε ολονών τα πρόσωπα, μα ήταν βιαστική κι έφυγε γρήγορα. Η Θάλεια, αποχωρίστηκε τον γιό της βιαστικά, γιατί ο πυρετός που ανέβασε ξαφνικά την νύχτα, ήταν υψηλός κι επικίνδυνος. Μία φορά πρόλαβε να τον θηλάσει κι έφυγε, αφήνοντας πίσω της μόνο θλίψη.
Μαυροφορεμένοι, καταρρακωμένοι, αγνώριστοι επέστρεψαν σ εκείνο το σπίτι, που είχε ετοιμαστεί να υποδεχθεί χαρές. Ο κυρ-Γιάννης έκανε τον βράχο, για τον γιό του, για την Αμαλία, για όλους, έτσι άλλωστε δεν έπρεπε να είναι οι άντρες; Βράχοι. Να πνίγουν το γιατί, το δάκρυ, τον λυγμό. Δεν άντεξε και βγήκε από το σπίτι, να πάει απέναντι στο καφενεδάκι, να μην τον βλέπουν, να κλάψει, να πιει και να καπνίσει.
Ούτε που κατάλαβε ότι δίπλα του είχε καθίσει ο καφετζής. Ούτε που κατάλαβε πως είχε φέρει δροσερό νερό κι έναν καφέ πικρό.
«Είσαι ο πεθερός της συγχωρεμένης, έτσι δεν είναι; Σας έβλεπα που ερχόσασταν επίσκεψη. Ζωή σ’ εσάς, τι να πω; Τέτοιο χαστούκι ποιος το περίμενε; Άτυχο αυτό το κορίτσι, άτυχο από γεννησιμιού του. Η κόρη της πόρνης ήταν κι όταν αυτοί οι άγιοι άνθρωποι την υιοθέτησαν όταν βρέθηκε η μάνα της νεκρή, είπαμε πως άλλαξε η μοίρα της. Αλλά, αλλάζει η μοίρα; Τώρα άφησε εκείνη ορφανό».
Η Αμαλία έψαχνε τον Γιάννη, ούτε που κατάλαβε πότε έφυγε. Φοβήθηκε μην έπαθε τίποτε, έψαχνε σ’ όλο το σπίτι, άφαντος. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι η καρδιά της σκίστηκε μόλις είδε την στολισμένη κούνια άδεια. Πήρε το κουβερτάκι στα χέρια της κι έχωσε το πρόσωπό της, μα δεν είχε καμία μυρωδιά. Άκουσε τα βήματα του Γιάννη και γύρισε κι είδε έναν ξένο, χαρακωμένο, γερασμένο άντρα να πέφτει στα πόδια της και να κλαίει, και να λέει «πού να ζητήσω συγνώμη Αμαλία μου ο κακούργος;».
Μάτα Βισβίκη