Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά όταν τους ξεχνάμε. Την ζωή τους, την αλληλεπίδρασή τους στη ζωή μας, το χνάρι τους στον κόσμο. Κάποτε διάβασα ότι τίποτα στο σύμπαν δεν χάνεται πραγματικά. Άλλωστε στη φυσική μάθαμε ότι η ύλη γίνεται ενέργεια και ούτω καθεξής. Με βόλευε αυτή η κοσμοθεωρία.
Είμαι προϊόν, δύο υπερπροστατευτικών, τρυφερών γονέων, με τους οποίους είχα μεγάλη διαφορά ηλικίας, ειδικά με τον πατέρα μου.
Κάποτε με ρώτησαν αν με επηρέασε αυτή η διαφορά. Αν ντρεπόμουν όταν ερχόταν στο Γυμνάσιο να πάρει τους βαθμούς μου. Λοιπόν όχι! Ο πατέρας μου ήταν ένας μερακλής, καλαμπουρτζής, εργατικός, γελαστός άνθρωπος, που χαιρόταν τη ζωή σαν μικρό παιδί και έφυγε πλήρης ημερών, χορτασμένος από τη ζωή όπως έλεγε, στη ενενήντα έξι του χρόνια.
Ο Μικρασιάτης πατέρας μου με μεγάλωσε με ιστορίες της Σμύρνης, του Αϊβαλιού και του Κοκάργιαλι. Όλα αυτά με τη νοσταλγία στο βλέμμα. Στο σπίτι μας ο χρόνος προσδιοριζόταν από γεγονότα όπως «Πριν την Καταστροφή…» και «Προπολεμικά…»
Μόνο ένα φόβο είχα, ότι θα τον χάσω πριν προλάβω, με την αναβλητικότητά μου, να καταγράψω όσα είδε και έζησε! Και όχι δεν είχε η ζωή του, κανένα ηθικό δίδαγμα. Ίσως δεν ενδιέφερε κανέναν άλλον, εκτός από τα παιδιά μου και τα παιδιά τους, αν ήμουν τυχερή. Αυτές οι αναμνήσεις του σκοπό είχαν να τον κρατήσουν μέσα μου.
Ευτυχώς για πολλά χρόνια είχε το κέφι και τις αντοχές μικρού παιδιού. Και εγώ συνέχιζα την εφηβεία μου και την πρώτη μου νιότη με το ένα πόδι στο σήμερα και το άλλο στα σοκάκια της Καισαριανής με καντάδες στις κοπέλες, τραγουδιών του Αττίκ και Ρεμπέτικα και άλλοτε στα καφέ σαντάν και καφέ αμάν της Σμύρνης. Εγώ λοιπόν δεν έκανα τις κοπάνες που μου αναλογούσαν, δεν πήγα ποτέ στο μπάρ το Ναυάγιο της Πετρούπολης, ένα βήμα από το σπίτι μου, κι ας το έκανε διάσημο η φωνή στης Αρλέτας! Εγώ ταξίδευα σε πιο ρομαντικές και θρυλικές εποχές, νομίζοντας πάντα βλέποντάς τον ακμαίο ότι θα έχω το χρόνο να μάθω πράγματα και γεγονότα. Μέγα λάθος και ακόμα μεγαλύτερο διότι δεν κατέγραψα ποτέ τις αναμνήσεις του μεγαλύτερου αδερφού του.
Και εκεί γύρω στο ενενήντα του άρχισε ένας αγώνας δρόμου με το χρόνο που φθείρει το μυαλό και το σώμα, προσπαθώντας να κρατήσω ότι έλεγε, με τον απογευματινό καφέ μας στη βεράντα της μονοκατοικίας μας.
Και κάποια στιγμή βρήκα και εγώ τον «Πρίγκηπά» μου. Και η οικογένεια μας μεγάλωσε με δυο αγγελούδια. Και τα τρυφερά γεροντάκια μου έφυγαν με ενάμιση χρόνο διαφορά.
Το σεργιάνι μου στο παρελθόν διεκόπει λόγω υποχρεώσεων, προβλημάτων υγείας ενός παιδιού ΑΜΕΑ και της ίδιας της ζωής γενικά. Και τα χρόνια πέρασαν. Ήρθε η ώρα που η κόρη μου και εγγόνια των εξαδέλφων μου, έκαναν στο σχολείο για το Προσφυγικό και για το «συνωστισμό στην Προκυμαία της Σμύρνης… ».Άρχισαν να με ρωτούν οι συγγενείς καλή τους ώρα, για μια συνοικία της Σμύρνης που μεγάλωσε η οικογένεια και για ιστορίες που εγώ ήξερα και θυμόμουν λόγω του πατέρα μου.
Άνοιξα λοιπόν ξανά τα τεφτέρια της μνήμης μου και ξαναθυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει. Άρχισε τότε ένας νέος αγώνας δρόμου με το χρόνο και τη λήθη που φέρνει, αυτή τη φορά με τη δική μου φθορά μνήμης. Ότι δεν ήταν γραμμένο μου γλιστρούσε μέσα απ ‘τα χέρια και το μυαλό, μόνο που αυτή τη φορά δεν είχα κανένα να ρωτήσω. Όλη η πρώτη γενιά είχε φύγει!
‘Έχουν γραφτεί τόσα για τον Μικρασιατικό πολιτισμό και την Καταστροφή από πολύ πιο άξιες πένες, ‘’ήμαρτον θέ μου ‘’που έλεγε και ο πατέρας μου…Η ιστορία της οικογένειας μας είναι μια από τις δύο εκατομμύρια άλλες. Πίστευα όμως ότι πρέπει να ήταν πολύ τυχεροί που χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν όλοι σώοι σε εκείνο το χαμό του Αυγούστου του 1922. Έξι παιδιά, δύο γονείς, χώρια τις θείες και τα δικά τους παιδιά.(Η γιαγιά Ιωάννα έμεινε πίσω στο όμορφο γηροκομείο της Σμύρνης)
Ήρθα σε αυτή την όμορφη παρέα «γραφιάδων» και αναγνωστών, δειλά-δειλά, με το «…στάχτη να γίνεται», για να βρώ ένα τρόπο να στείλω τις ιστορίες μου στα διασκορπισμένα μέλη της οικογένειάς μου και αν άρεσαν και σε άλλους ακόμα καλύτερα. Αλλά κεράστηκα ακόμα καλύτερες και υπέροχες ιστορίες και κείμενα!
Δεν ξέρω αν θα μάθω να γράφω καλύτερα, ή αν είμαι δόκιμη συγγραφέας! Σε κάθε περίπτωση είμαι κερδισμένη. Έχω πάρει από αυτή την παρέα πολλά περισσότερα απο όσα περίμενα. Και πιο πολύ με βοηθήσατε να αντέξω την καθημερινότητά μου. Σας ευχαριστώ πολύ γιαυτό.
Σοφία Σαράφογλου
Υ.Γ. Σαράφογλου=του Σαράφη(αργυραμοιβού) -ογλού(παιδί)
Παπάζογλου= του παπά το παιδί
Καραμιχάλη= καρά(μαύρου) Μιχάλη. Αυτά είναι τουρκοποιημένα επώνυμα.
Άλλες καταλήξεις μαρτυρούσαν Ελληνική υπηκοότητα, καθώς πολλοί είχαν πάει για εργασία στην εργατομάνα Σμύρνη.