,

Φευγάτος – II

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Η βόλτα τους ήταν μικρή. Πήγαν μέχρι το σπίτι της Μελίνας. Ο Λάμπρος είχε φύγει για δουλειά. Εκείνη πήγε να φτιάξει καφέδες κι ο Βασίλης κράσαρε στο κρεβάτι. Ούτε που κατάλαβε για πότε έκλεισε τα μάτια, ούτε που συνειδητοποίησε πως κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι. Βγήκαν μαζί. Περπάτησαν. Πήραν καφέδες. Πλήρωσε η Μελίνα. Ντράπηκε ο Βασίλης για τον σκασμό των κερμάτων που κροτάλιζαν στις τσέπες του. Δεν την ένοιαζαν την Μελίνα τα χρήματα. Αν και δεν στερήθηκε τίποτα, ο πατέρας της, της είχε εντυπώσει ένα μήνυμα από μικρή. Να ξοδεύει λιγότερα απ’ όσα έχει. Αυτό το ήξερε κι ο Βασίλης, μόνο που εκείνος δεν είχε σχεδόν ποτέ.

Ήξερε την πόλη απ’ έξω κι ανακατωτά ο Βασίλης, ακόμη και τις κακόφημες γειτονιές, γύριζε ακόμη και τα στενά στα οποία επικρατούσε ένα ιδιότυπο άβατο. Έπιανε παρέες με τους περιθωριακούς, τους παρίες και τους παράξενους. Ξενιζόταν η Μελίνα κάθε φορά που έβλεπε κάποιον να φωνάζει τον Βασίλη με το παρατσούκλι του και να του γνέφει. «Επ! Ινδιάνε! Τι φάση δικέ μου;» είπε ο Βασίλης σ’ έναν παράξενο τύπο, κουνώντας το κεφάλι.

«Πού το σέρνεις το κορίτσι σου, φευγάτε;» σχολίασε εκείνος, χαμογελώντας και πηγαίνοντας προς το μέρος σου.

«Δεν είναι το κορίτσι μου» μουρμούρισε νευριασμένα ο Βασίλης, πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε η Μελίνα, που τον στραβοκοίταξε για μία στιγμή.

«Ο Βάϊος σε γύρευε» σχολίασε ατάραχα ο άλλος.

«Ναι, αφήσαμε μια κουβέντα στη μέση».

«Τι κουβέντα;»

«Να ψήσω τον μάστορα να βγάλει το παπί για κόντρα…»

«Χαμένο το ‘χουνε. Θα σκοτωθούνε καμιά μέρα οι μαλάκες και θα τους κλαίμε κι αυτούς, αδερφέ».

«Σάματ’ και δεν το ξέρω; Ψάχνεις να βρεις άκρη με τα καυλόγκαζα;»

«Δεν ψάχνω. Το νου σου ε!»

«Τον έχω» απάντησε ο Βασίλης, κλείνοντας εκείνη τη συζήτηση που ηχούσε παράξενα στ’ αυτιά της Μελίνας. «Ο ινδιάνος… Τι τύπος κι αυτός…» μουρμούρισε ο Βασίλης αφηρημένα, καθώς περπατούσε. Τον σκούντησε η Μελίνα. Την κοίταξε με απορία. «Θα μου πεις;» του έκανε με νάζι.

«Για τον ινδιάνο;» ρώτησε εκείνος.

«Ναι».

«Καλό παιδί ο Λάκης, πήγαινε σχολείο με την αδερφή μου. ‘Νταξ’, καλό, τρόπος του λέγειν. Μαχαίρωσε έναν πέρυσι για δυο ψιλές κι έφαγε ένα χρόνο φυλακή στο κεφάλι. Ηρέμησε τώρα…»

«Παναγία μου!» αναφώνησε η Μελίνα, διακόπτοντάς τον κι ο Βασίλης, μέσα στην μαυρίλα του, δεν κατάλαβε που βρήκε το κουράγιο κι έβαλε τα γέλια με την τρομαγμένη όψη της.

«Δεν είναι αστείο, το ξέρω» κόμπιασε ο Βασίλης, όταν την είδε να τον κοιτάζει νευριασμένα.

«Γιατί γελάς, τότε;»

«Γιατί…» έκανε, μα οι λέξεις δεν ήθελαν να φύγουν από μέσα του. Ήξερε πως ζούσε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Ο πατέρας της ήταν γιατρός, είχε λεφτά, ήταν πετυχημένος. Εκείνη πήγαινε για χρόνια σε ιδιωτικό. Ήταν απ’ τις πιο καλοντυμένες και προσεγμένες κοπέλες στο σχολείο. Ήταν έξυπνη, είχε αυτοπεποίθηση, είχε πείσμα και δεν το έβαζε κάτω. Η Μελίνα, για τον Βασίλη, ήταν αψεγάδιαστη κι εκείνος, για τον εαυτό του, ήταν ένας λέτσος που προσπαθούσε να περάσει την φτώχια και την μιζέρια του, σαν άποψη. «Επιμελώς ατημέλητος» έλεγε όταν του την έμπαιναν για τα τρύπια παπούτσια του και τα φαγωμένα, απ’ το φόρεμα, παντελόνια. Μπορεί να τον έβλεπες στα μέσα του Δεκέμβρη να κυκλοφορούσε με βερμούδα και τα μανίκια του μπουφάν σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες, ένα τσιγάρο στο αυτί, μονταρισμένο πάνω απ’ τον βαρύ κοκάλινο σκελετό του. Πίστευε πως δεν του άξιζε κάποια όπως εκείνη και πέρα απ’ αυτό, υπήρχαν κι εκείνοι οι άγραφοι κανόνες της παρέας, της οικογένειάς του, που δεν μπορούσε να πατήσει.

«Γιατί;» τον παρότρυνε η Μελίνα κι εκείνος της έκλεισε το μάτι.

«Θα σου πω κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη στιγμή» της απάντησε.

Εκείνο το απομεσήμερο το πέρασαν σε κάποια μακρινή γειτονιά, καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι, μέσα στο κρύο. Ο Βασίλης μιλούσε για την Έλενα και η Μελίνα τον άκουγε. Δεν της πήγαινε η καρδιά να τον διακόψει. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε. Τον μάθαινε μέσα από τις αφηγήσεις του. Έκανε σημειώσεις για όσα του άρεσαν κι όσα του την έδιναν στα νεύρα. «Ταιριάζουμε» συλλογίστηκε, καθώς τον κοιτούσε να πετάει μακριά την γόπα του και ν’ ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο.

Έφυγαν όταν σουρούπωσε. Πήραν λεωφορείο για να γυρίσουν. Εκείνη πήγε σπίτι της κι εκείνος βρήκε την παρέα του στο πάρκο. Δεν κάθισε μαζί τους. Γύρισε σπίτι. Πίσω στην περισυλλογή του και τις βαριές του αναμνήσεις. Πίσω στην δική του, μικρή, γωνιά του κόσμου.

Ξαναβγήκαν την επόμενη μέρα κι οι μονόλογοι του Βασίλη άρχισαν να γίνονται συζητήσεις. Πέρασαν μαζί και το μεσημέρι της Τετάρτης. Την Πέμπτη, η Μελίνα έκανε κοπάνα απ’ το φροντιστήριο και σουλατσάρισε μαζί του στην πόλη. Κατέληξαν σ’ εκείνη την πεζογέφυρα, πάνω απ’ τις γραμμές του τραίνου. Κοιταζόντουσαν στα μάτια για ώρα. Πικρογέλασε ο Βασίλης. «Η μάνα του φευγάτου δεν έκλαψε ποτέ, γιατί δεν νοιάστηκε ποτέ. Όταν μας δείχνουν ότι δεν νοιάζονται για εμάς, εννοείται ότι θα σκεφτούμε πως δεν υπάρχει αυτό το πράγμα» της είπε. Δεν κατάλαβε η Μελίνα την φράση του. Έπιασαν την συζήτηση. Δεν ανοιγόταν ο Βασίλης. Άρχισε να τις λέει για τις αλήθειες στις ζωές των ανθρώπων και πότε ερχόντουσαν. Τον ρώτησε για να μάθει. «Η δική σου αλήθεια;»

«Ποια αλήθεια; Η ιδανική αλήθεια;» την ρώτησε κι ύστερα σώπασε. Κοίταξε στο κενό, κάτω από την γέφυρα. Κόλλησε δίπλα του η Μελίνα. Του χάιδεψε το χέρι. Δε σάλεψε ο Βασίλης, μήτε έδειξε πως αντιλήφθηκε εκείνο το χάδι. «Οποιαδήποτε αλήθεια» είπε χαμηλόφωνα εκείνη.

«Δεν έχει νόημα πια. Πέρασε καιρός. Πέρασαν πολλά» απάντησε ο Βασίλης, πνίγοντας έναν αναστεναγμό.

«Θα μου πεις;» νιαούρισε η Μελίνα.

«Θα σου πω… Θα σου πω, κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη στιγμή» της απάντησε ο Βασίλης, πριν γυρίσει να την κοιτάξει στα μάτια. Παράξενη ήταν η όψη της. Έμοιαζε θλιμμένη και συνάμα χαρούμενη. Του έπιασε το χέρι. Απόρησε και τρόμαξε ο Βασίλης, που δεν είχε συνηθίσει οποιαδήποτε σωματική επαφή με άλλους. Την είχε αρνηθεί στον ίδιο του τον εαυτό, όπως του την είχαν, κάποτε, αρνηθεί οι οικείοι του. «Να περπατήσουμε;» την ρώτησε, προσπαθώντας να βγάλει τον εαυτό του από μία δύσκολη και επώδυνη θέση.

«Να μείνουμε εδώ… Είν’ ωραία εδώ πάνω».

Έμειναν εκεί κι άλλαξαν την κουβέντα τους. Της έδειχνε την πόλη, πίσω απ’ τα σπίτια και τις πολυκατοικίες. «Το σπίτι σου είναι εκεί» της είπε, δείχνοντας με το δάχτυλό του κι εκείνη προσπάθησε να το εντοπίσει ανάμεσα στους τοίχους και τα κεραμίδια, τις απλωμένες μπουγάδες και τους αργόσχολους ανθρώπους που ήταν αραγμένοι στα μπαλκόνια τους. «Το δικό μου, λίγο πιο κάτω, λίγο πιο αριστερά» συνέχισε εκείνος κι ύστερα, έχοντας για σταθερό σημείο εκείνη την γέφυρα, της είπε πού βρισκόταν το κάθε τι στην πόλη, γυρίζοντας γύρω απ’ τον εαυτό του και δείχνοντας στην απόσταση.

Βάρυνε το μέσα του και μαύρισε η ψυχή του, έγινε ένα με τον απογευματινό, συννεφιασμένο ουρανό. Την πήρε κι έφυγαν. Την άφησε στο σπίτι της. «Θέλω να μείνω μόνος μου» της είπε, την στιγμή που σταμάτησαν έξω απ’ την αυλόπορτά της. Τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. Έφυγε το χέρι του Βασίλη από τον έλεγχό του και της χάιδεψε το μάγουλο. Το έπιασε η Μελίνα. Πήρε βαθιά ανάσα πριν της μιλήσει. «Κάποιες φορές… Τέλος πάντων… Αυτή τη στιγμή θέλω να μείνω μόνος και να σκεφτώ. Το έχω ανάγκη. Αν… Αν σε πειράζει, μπορώ…»

«Να πας στο καλό, καλέ μου» του απάντησε, σχεδόν ψιθυριστά. Της έγνεψε ο Βασίλης και χάθηκε μέσα στα υποφωτισμένα στενά της γειτονιάς. Βάλθηκε να περπατάει στην πόλη για να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Έβλεπε ότι έσφιγγε ένας κλοιός γύρω του και πως τα περιθώρια που είχε, στένευαν. Δεν μπορούσε πια να δικαιολογηθεί στον εαυτό του. Ούτε θα κατάφερνε, αύριο – μεθαύριο ή σ’ ένα μήνα, να απολογηθεί στην παρέα του.

Ήταν περασμένες έντεκα όταν γύρισε στο σπίτι. Ο πατέρας του ροχάλιζε στον καναπέ κι η μάνα του κοιμόταν στο κρεβάτι. Έκλεισε πόρτες ο Βασίλης και κάθισε στο μικρό τραπεζάκι του διαδρόμου, που φιλοξενούσε το τηλέφωνο. «Βίκυ, κοιμάσαι ρε;» ρώτησε μόλις άκουσε την φωνή της αδερφής του κι εκείνη έβαλε τα γέλια.

«Πού χρόνος για ύπνο; Καλά είσαι μικρέ;»

«Καλά…» έκανε αδιάφορα ο Βασίλης.

«Κάτι σε τρώει».

«Ναι».

«Λέγε ρε ψυχοβγάλτη».

«Θυμάσαι που… που σού ‘χα πει για μια κοπέλα απ’ το σχολείο;» κόμπιασε εκείνος.

«Ναι. Για μια Μελίνα. Για λέγε» διέταξε η Βικτωρία.

«Ε… Το βλέπω να πηγαίνει κατά ‘κει που και θέλω και δε θέλω να πάει».

«Ξεκίνησες πάλι τις μαλακίες, μικρέ;»

«Ποιες μαλακίες;» κλαψούρισε ο Βασίλης, που δεν κατάφερνε πια να τα βάλει με τον εαυτό του.

«Οι φίλοι σου, μικρέ, αν είναι σωστοί, θα σε καταλάβουν. Εσύ την θέλεις. Εκείνη σε θέλει. Τι ζόρι τραβάνε; Επειδή φτύνει τον Πανούλη; Δεν τον γουστάρει η κοπέλα! Πώς αλλιώς πρέπει να σας το πω για να το χωνέψετε; Να σας το γράψω στα κούτελα; Και για να στο πω λιανά, ηλίθιο παιδί, αυτή θα επιλέξει σε ποιον θα ανοίξει τα πόδια της and not the other way around! Με σύγχυσες, νυχτιάτικο!»

«Ναι ρε, αλλά…»

«Δεν έχει αλλά! Την θες, ναι ή ου; Τώρα, που γυρίζει!» του φώναξε η Βικτωρία στο τηλέφωνο κι ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι και στέριωσε το βλέμμα του σε κάποια απ’ τις τρύπες του μωσαϊκού. «Πού ξέρω…»

«Σ’ αρέσει;»

«Απίστευτη είναι».

«Σαν χαρακτήρας ή σαν γκόμενα;»

«Σαν φίλη».

«Έτσι την βλέπεις;»

«Δεν ξέρω, Βίκυ».

«Βασίλη; Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο. Ή την βλέπεις σαν φίλη και τρέφεις φιλικά συναισθήματα, ή την βλέπεις σαν γκόμενα και θες να την βάλεις κάτω. Το να την βλέπεις σαν γκόμενα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να είναι και η καλύτερή σου φίλη και ένα εκατομμύριο ακόμη πράγματα. Το να την βλέπεις μόνο σαν φίλη, δεν σου δίνει το περιθώριο να κάνεις κάτι παραπάνω. Το καταλαβαίνεις;»

«Όχι» απάντησε κοφτά ο Βασίλης.

«Είσαι και χαζό, πανάθεμά σε. Ρε μικρέ, πώς να στο πω; Θες να κάνεις σεξ μαζί της, ή όχι;»

«Δεν ξέρω».

«Τι πα’ να πει δεν ξέρω;» τον ρώτησε νευριασμένα. Άναψε τσιγάρο ο Βασίλης. Αναστέναξε. Μπερδεμένο ήταν το κεφάλι του. «Δεν ξέρω, θα πει δεν ξέρω. Ναι, ωραία είναι που βγαίνουμε έξω και χανόμαστε και μιλάμε και γυροφέρνουμε από ‘δω κι από ‘κει, και μ’ ακούει και την ακούω κι όλα αυτά τα όμορφα. Όμως…»

«Δεν έχεις τα κότσια, φευγάτε» του είπε, περιπαικτικά, η Βικτωρία.

«Με λες δειλό;» νευρίασε ο Βασίλης.

«Περίπου. Πρωτίστως ηλίθιο, δευτερευόντως δειλό…»

«Ο φευγάτος…» άρχισε ο Βασίλης, διακόπτοντας την αδερφή του, μα δεν έσωσε να τελειώσει την πρότασή του. «Άλλο ο φευγάτος κι άλλο εσύ, Βασιλάκη. Ο φευγάτος θα ‘χε ρίξει ένα φτύσιμο στο πατσαβουράκι που σ’ είχε φορέσει χαλκά και σ’ έσερνε απ’ τη μύτη, εδώ και πολύ καιρό. Ο φευγάτος θα καθάριζε μόνος, χωρίς να σκέφτεται φίλους κι εχθρούς. Ο φευγάτος, αγόρι μου, το ξέρεις πολύ καλύτερα από εμένα, ότι δεν χαρίζει κάστανο. Σε μένα, τα σάπια, δεν περνάνε. Θες να ‘σ’ ο φευγάτος που ‘χεις φτιάξει στο μυαλό σου; Γίνε. Μη μου το παίζεις όμως κάποιος, ενώ παραμένεις ένα δειλό παιδάκι που φοβάται το τι θα πουν οι φίλοι του και δει, όταν ξέρεις ποιοί είν’ αυτοί οι φίλοι και τι έχουν σκοπό να κάνουν με την κοπέλα που τραβάς καψούρες. Δηλαδή, για να καταλάβω, για σένα είναι σημαντικότερο να την πηδήξει ο Πανούλης για να του φύγει τ’ απωθημένο, να την παρατήσει και να την πληγώσει, απ’ το να μαλώσεις μαζί του για κάτι που, εξ αρχής, είναι μια βλακεία και μισή; Σοβαρέψου, Βασίλη, δεν είσαι πια δώδεκα!»

Μαζεύτηκε στη θέση του ο Βασίλης, μετά από εκείνο το σύντομο κήρυγμα. «Έχεις δίκιο» ψιθύρισε στο τηλέφωνο. «Ευχαριστώ που το αναγνωρίζεις» του γύρισε η Βικτωρία, πριν σωπάσει για λίγο, έτσι ώστε να σκεφτεί ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να του δώσει να καταλάβει, όσα του διέφευγαν.

«Άκου ‘δω ρε μικρέ. Σε ξέρω. Ξέρω ότι την σκέφτεσαι, ότι δεν θέλεις να πληγωθεί, ότι την νοιάζεσαι, ότι την παίρνεις με χιλιάδες τρόπους στην φαντασία σου. Να είσαι εσύ κι όλα θα βρούνε τον δρόμο τους. Να σιγουρευτείς για όσα θέλεις. Πάρε αποφάσεις φευγάτε και μην αφήσεις την ξεροκεφαλιά να σου καταστρέψει κάτι τόσο υπέροχο. Σωστές αποφάσεις θέλει. Ξέρεις ποιές».

«Ή με την Μελίνα, ή με την παρέα» ψιθύρισε ο Βασίλης.

«Αυτή την απόφαση την έχεις ήδη πάρει».

«Κάνεις λάθος…»

«Α, ναι; Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάθε μέρα είστε μαζί; Μήπως, λέω μήπως, γιατί κάθε βράδυ με παίρνεις τηλέφωνο και μου τα λες;» τον ειρωνεύτηκε η Βικτωρία.

«Τι να κάνω;» μουρμούρισε με απεγνωσμένο ύφος εκείνος.

«Ξέρεις τι να κάνεις».

«Όχι… Δεν…»

«Δώσ’ της μια ευκαιρία. Αυτό να κάνεις. Μην την πετάς έξω απ’ τον κόσμο σου. Άφησέ την να σε πλησιάσει. Έχεις βγάλει αγκάθια, Βασίλη, εδώ και χρόνια. Δεν θα σου κάνει κακό. Εμπιστεύσου την. Μη φοβάσαι».

«Δεν φοβάμαι κανένα…»

«Ο φευγάτος, ίσως. Εσύ, Βασίλη, φοβάσαι. Τέλος πάντων, είναι πολύ μεγάλη η κουβέντα. Άνοιξέ της ένα παράθυρο στον κόσμο σου, άφησέ τη να δει τι υπάρχει εκεί μέσα και να αποφασίσει αν θέλει να ζήσει εκεί. Εκείνη το ‘χει κάνει αυτό για σένα κι εσύ τις πήρες τις αποφάσεις σου…»

«Μπερδεμένος είμαι ρε Βίκυ».

«Φοβισμένος είσαι μικρέ, κι είναι λογικό. Εσύ ξεκινάς με μια σκέψη και φτάνεις χιλιόμετρα μακριά. Σκέφτεσαι ότι όλα θα πάνε στραβά. Σταμάτα το. Α! Για να μην το ξεχάσω. Αν σε ρίξει στο κρεβάτι· γιατί εσύ είσαι τόσο ηλίθιο παιδί, που δεν πρόκειται ούτε να το σκεφτείς, έχει μπετώσει το κεφάλι σου με τα γαμημένα στερεότυπα και τα ιδανικά· ξέχνα όλες τις μαλακίες που ‘χει δει στις τσόντες. Συνεννοηθήκαμε;»

«Πώς πήγαμε εκεί;» μουρμούρισε ο Βασίλης, που ‘χε πάρει ένα κόκκινο χρώμα κι η καρδιά του βαρούσε με διακόσιους παλμούς.

«Δεν το έχεις σκεφτεί ποτέ;» ρώτησε, καγχάζοντας, η Βικτωρία.

«Όχι… Δεν… Γαμώτο σου ρε Βίκυ» της απάντησε νευριασμένα ο Βασίλης.

«Στο είπα» είπε θριαμβευτικά, πριν βάλει τα γέλια, έχοντας στο μυαλό της την φάτσα που έπαιρνε ο Βασίλης, κάθε φορά που τον στρίμωχνε. «Τέλος πάντων, ασ’ το αυτό, αργούμε να φτάσουμε εκεί…» σχολίασε η Βικτωρία, μα αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι δεν αργούσε καθόλου εκείνη η στιγμή. Η Μελίνα πήρε αποφάσεις και για τους δύο, μιας κι ο Βασίλης δεν μπορούσε να πάρει αποφάσεις για τον εαυτό του. Θα τον έφερνε προ τετελεσμένων γεγονότων κι αυτό ήταν γεγονός. Την επόμενη κιόλας νύχτα. Το βράδυ που του ζήτησε να βγουν μαζί. Το βράδυ που, μετά από την νυχτερινή έξοδο, τον κάλεσε στο σπίτι της. Το βράδυ που κάθισε δίπλα του, στο κρεβάτι, στο ροζ της δωμάτιο, παίζοντας κιθάρα κι αφήνοντάς τον να ονειρευτεί.

Εκείνη την νύχτα της Παρασκευής, ο Βασίλης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, κρατώντας ένα ποτήρι με κρασί, έχοντας κλειστά τα μάτια και απολαμβάνοντας τον σκοπό που έπαιζε στην κιθάρα της η Μελίνα. Τελείωσε το τραγούδι, άφησε την κιθάρα στο πάτωμα και ξάπλωσε δίπλα του. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Του χαμογελούσε λυπημένα. «Που ταξιδεύεις;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη.

«Σε πονάει ακόμη;» συνέχισε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Γύρισε ο Βασίλης και την κοίταξε στα μάτια. «Δεν έχει νόημα πια, κούκλα μου. Πέρασε καιρός» της είπε κι εκείνη τον πλησίασε.

«Πέρασε καιρός, όμορφε;» τον ρώτησε χαμογελώντας ανεπαίσθητα.

«Πέρασε καιρός. Πέρασαν πολλά» μονολόγησε ο Βασίλης κι εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Μελίνα τον φίλησε.

Γύρισαν πάνω στο κρεβάτι. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε πάνω της ο Βασίλης. «Γαμημένο πορτατίφ» μουρμούρισε κάποια στιγμή η Μελίνα, τεντώνοντας το χέρι της για να το σβήσει κι ύστερα συνειδητοποίησε τι ξεστόμισε. Κοκκίνισε ολόκληρη και έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Έβαλε τα γέλια ο Βασίλης με την συμπεριφορά της. «Αφού μ’ ενοχλούσε» απολογήθηκε η Μελίνα.

«Ρε, και λίγα του ‘πες» της απάντησε μέσα στο γέλιο του.

«Μας το χάλασα…»

«Τίποτα δεν χάλασες».

«Σίγουρα;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον μέσα στο σκοτάδι κι εκείνος της έγνεψε.

«Πέθανε κανένας;» την ρώτησε με ένα πολύ σοβαρό τόνο κι εκείνη την στιγμή έβαλαν τα γέλια ταυτόχρονα. «Δεν θα σε γλυτώσει το χιούμορ σου, απόψε, φευγάτε» δήλωσε η Μελίνα και τον βούτηξε απ’ την μπλούζα.

«Φευγάτος…» συλλογίστηκε ο Βασίλης κι εκείνη την στιγμή αντιλήφθηκε τα λόγια της αδερφής του. Ο φευγάτος δεν φοβόταν, αυτό ήταν χάρισμα του Βασίλη. Όμως, ποιός ήταν αυτός ο φευγάτος;

«Ο φευγάτος, κούκλα, έμαθε στην ζωή του να τα καταφέρνει» της απάντησε κι έψαξε με το χέρι του για το ποτήρι με το κρασί. «Να… Είδες… Έσβησες το φως και δεν βρίσκω το ποτήρι μου» μουρμούρισε.

Άναψε το φως η Μελίνα, που ήξερε ακριβώς που ήταν ο διακόπτης. Βούτηξε ο Βασίλης το ποτήρι με το κρασί και το κατέβασε. Σηκώθηκε από πάνω της. «Να κάνω ένα τσιγάρο;» την ρώτησε χαμογελώντας κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. Άναψε το τσιγάρο του, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, πήρε το τασάκι στα χέρια κι απέμεινε να την κοιτάζει.

«Είπες ότι έμαθες να τα καταφέρνεις;» τον ρώτησε στιγμές αργότερα, έχοντας ένα περίεργο μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη της.

«Αχα».

«Τι λες; Θα τα καταφέρεις με το φερμουάρ μου;» τον ρώτησε γυρνώντας του την πλάτη. Κάγχασε ο Βασίλης, μόνταρε το τσιγάρο στο στόμα και της κατέβασε το φερμουάρ. «Έχω κάνει εξάσκηση με την αδερφή μου που πάντα θυμόταν να αλλάξει φόρεμα την τελευταία στιγμή…»

«Δύο» τον διέκοψε η Μελίνα.

«Δύο τι;»

«Υπεκφυγές».

«Τι υπεκφυγές;»

«Θα σου πω μόλις τελειώσεις το τσιγάρο».

«Το τελείωσα» δήλωσε, καθώς έσβηνε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο.

«Τέλεια» απάντησε γελώντας η Μελίνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε τα παπούτσια της, στήθηκε απέναντί του, σταύρωσε τα χέρια της και τον κοίταξε με σοβαρό ύφος, γέρνοντας το κεφάλι της λίγο προς τα δεξιά.

«Για πες…» την πείραξε ο Βασίλης.

«Σκέφτομαι».

«Τι σκέφτεσαι;»

«Ότι δεν παίρνεις από λόγια».

«Εγώ;» ρώτησε θιγμένα ο Βασίλης.

«Εμ ποιος; Εγώ;» του απάντησε μιμούμενη τον τρόπο του.

«Δεν σε πιάνω…»

«Ψυχοβγάλτης είσαι» τον διέκοψε.

«Γιατί ρε Μελίνα; Τι έκανα;» ρώτησε με μια απερίγραπτη απορία σχηματισμένη στο πρόσωπό του. Είχε ξεμείνει από σκηνοθετικές ιδέες η Μελίνα και δεν ήξερε πώς να ξεφύγει από εκείνη την αποφυγή και την άρνηση που έδειχνε ο Βασίλης. Είπε να ρίξει μια τελευταία σπόντα κι ύστερα να δοκιμάσει τον δικό του τρόπο. Εκείνο το «όλα ή τίποτα» που της είχε αναφέρει σε κάποια από τις συζητήσεις τους.

«Γιατί δεν ρωτάς, καλύτερα, τι δεν έκανες;»

«Τι δεν… Όπα. Στάκα. Περίμενε. Μπερδεύτηκες. Όχι τι δεν έκανα, αλλά τι δεν συνέχισα» της απάντησε κοφτά.

«Μπορείς να μου πεις τον λόγο;»

«Μπορώ».

«Ακούω».

Άνοιξε το στόμα για να απαντήσει, μα η Μελίνα σήκωσε το χέρι της. «Με μία μόνο λέξη. Δεν θέλω διάλεξη. Μία λέξη θέλω».

«Φοβάμαι» ψιθύρισε ο Βασίλης κοιτάζοντας το πάτωμα.

«Αν κάνω αυτό, θα συνεχίσεις να φοβάσαι;» τον ρώτησε πριν αφήσει το φόρεμά της να πέσει στο πάτωμα.

«Σοβαρά τώρα;» την ρώτησε ο Βασίλης, χαζεύοντάς την.

«Θα τα καταφέρεις, φευγάτε. Αυτό διατείνεσαι πως έμαθες να κάνεις» τον τσίγκλισε η Μελίνα κι εκείνος χαμογέλασε. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, είδε πως δεν υπήρχε περίπτωση εκείνη την στιγμή να βάλει το μυαλό του σε τάξη και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Παρατήρησε πως είχαν ακριβώς το ίδιο ύψος. Την πλησίασε. Γύριζαν λόγια και υποσχέσεις στο μυαλό του. Εικόνες που εκείνη την δεδομένη στιγμή δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Η γέφυρα, η υπόσχεση, η φαμίλια, οι συμφωνίες, οι όσες φορές τα είχε βάλει με τον εαυτό του, η αυτοσυγκράτησή του, η προδοσία, οι άνθρωποι γύρω του, φίλοι για άλλους, οικογένεια για εκείνον. Βαρούσε περίεργα η καρδιά του. Έχανε χτύπους. Είχε φουντώσει ολόκληρος. Πίστεψε πως τον κυρίευε πανικός. Θυμήθηκε τι είχε πει όταν ήταν πιτσιρικάς στην αδερφή του, τότε που του ‘χε σκαρώσει εκείνη την χοντροκομμένη φάρσα.

«Δεν φοβάμαι κανένα» της είπε ο φευγάτος κι ύστερα την φίλησε. Τον έσπρωξε η Μελίνα προς το κρεβάτι. Την τράβηξε πάνω του κι έπεσαν μαζί. «Το πορτ…» έκανε η Μελίνα κι ο Βασίλης της χαμογέλασε. «Άσ’ το επιτέλους το γαμημένο το πορτατίφ, τι σ’ ενοχλεί;» της είπε στοργικά και επιτακτικά συνάμα.

«Με θαμπώνει!» του απάντησε νευριασμένα η Μελίνα.

«Υπεκφεύγεις;»

«Δεν θα βγεις κι από πάνω» του απάντησε η Μελίνα καθώς τεντωνόταν για να σβήσει το πορτατίφ. Την πρόλαβε. Το βούτηξε απ’ την κορυφή του και το κατέβασε στο πάτωμα. «Καλύτερα τώρα; Σε θαμπώνει ακόμη;»

«Έξυπνε» τον πείραξε η Μελίνα.

«Έξυπνη» της απάντησε κι εκείνος.

«Έτσι θα το πάμε τώρα;»

Την έπιασε απ’ την μέση και την γύρισε στο κρεβάτι. «Τώρα έχω και το πάνω χέρι» σχολίασε κι εκείνη του έβγαλε την μπλούζα. «Απίστευτη, απίστευτη κοπέλα» της ψιθύρισε στο αυτί, πριν της δαγκώσει απαλά το λαιμό. Κατέβηκε πιο κάτω. Έκανε να πάρει μια ανάσα, μα η Μελίνα φοβήθηκε πως θα έφευγε ξανά και τον κόλλησε πάνω της. Την κοίταξε στα μάτια με μυστήριο ύφος. Απορημένο. «Σήκω να το βγάλω» του είπε επιτακτικά. «No need to» της απάντησε απόκοσμα, παίζοντας με το στήθος της, πάνω απ’ το σουτιέν. Τον έσπρωξε. Την φίλησε και την έπιασε απ’ τη μέση. Την βοήθησε να ανασηκωθεί. Γύρισαν πάνω στο κρεβάτι. Ανέβηκε πάνω του. Είδε τους ενδοιασμούς σχηματισμένους στο πρόσωπό του. Είπε να τον δοκιμάσει. «Θέλεις να βάλω μουσική;» του ψιθύρισε.

«Θέλω» της απάντησε, χαμογελώντας.

Την χάζεψε καθώς βάδιζε αργά, μέσα στον υποφωτισμένο χώρο, προς το γραφείο της. Τον κοίταξε για μια στιγμή, πριν πατήσει το play σ’ ένα κασετόφωνο. Έβαλε κάτι δικό της· μια ηχογράφηση που ‘χε κάνει κάποιο βροχερό απόγευμα, για κείνον. Της έριξε ένα βλέμμα πάνω απ’ τα γυαλιά του. «Έλα» της είπε άηχα, μα εκείνη δεν κουνήθηκε. Τον περίμενε. «Πένθιμο» παρατήρησε ο φευγάτος. Τέντωσε τα χέρια του προς το μέρος της. «Πα πα πα παμ…» ψιθύρισε η Μελίνα, πατώντας πάνω στο ρυθμό του κομματιού που έπαιζε, εξωτερικεύοντας τον παλμό της καρδιάς της. Ήταν σίγουρη πως είχε κοκκινίσει ολόκληρη. «Θλιμμένο» συνέχισε εκείνος.

«Για σένα το ‘γραψα…»

«Για τον Βασίλη, ίσως. Όχι όμως για εμένα».

«Τι;» απόρησε και μετά τον είδε να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το μέρος της. «Φευγάτος, ματάρες μου όμορφες, είναι αυτός που έχει ήδη φύγει» της είπε χαμηλόφωνα πριν την σφίξει στην αγκαλιά του.

«Σε θέλω» του ψιθύρισε.

«Κι εγώ».

«Τώρα».

«Έλα».

«Φοβάμαι».

«Τι;»

«Το άγνωστο».

Χαμογέλασε ο φευγάτος. «Θέλεις να…» άρχισε να λέει, μα εκείνη, σα να διάβασε τη σκέψη του, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τον ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ανέβηκε πάνω του ξανά. Συνέχισαν τα φιλιά και τα χάδια. Χάθηκαν μέσα στη μουσική και το συναίσθημα. Εκείνη τα ‘θελε όλα, φοβόταν και βιαζόταν να τα προλάβει, πιστεύοντας πως αν τους έβρισκε το πρωί, θα χανόταν η μαγεία. Εκείνος μαγευόταν από το άγγιγμά της και την ανάσα της, πίστευε ότι του έδινε εκείνη την ζωή που ‘χε ανάγκη να ζήσει. Πέταξαν και τα τελευταία τους ρούχα δίπλα απ’ το κρεβάτι. Τον ξένισε κάτι στο ύφος της. Της χαμογέλασε γλυκά, πριν τεντωθεί και σβήσει το πορτατίφ. Απόμειναν να κοιτάζονται μέσα στο ελάχιστο φως του φεγγαριού κι ενός φανοστάτη. Απόκοσμα ήταν τα πρόσωπά τους. Γυάλιζαν τα μάτια της. Γύρισαν ξανά. «Θέλω» του έκανε άηχα κι εκείνος ένιωσε την καρδιά του να σταματάει. «Τώρα;» την ρώτησε, άηχα κι εκείνος, νιώθοντας τα πόδια του να τρέμουν. Του έγνεψε. Πήρε βαθιά ανάσα, ακούγοντας το κρεσέντο της κιθάρας που γέμιζε το δωμάτιο. «Ή τώρα, ή ποτέ» σκέφτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, καθώς εκείνος της χάιδευε το στέρνο κι εκείνη πρόσμενε εκείνο το άγνωστο που τόσο λαχταρούσε.

Μία στιγμή ήταν όλα. Μέσα σε μια στιγμή, τόσο μαγική που τους φάνηκε αιώνας, οι δύο σάρκες ενώθηκαν σε μία. Έτρεμαν ολόκληροι. Έκανε να τραβηχτεί μακριά της, μα δεν τον άφησε. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του και τον κόλλησε πάνω της. Κάτι πήγε να πει, αλλά δεν του βγήκε. «Κι άλλο» του ψιθύρισε. Της έγνεψε, χαμογελώντας, μέχρι που είδε ένα δάκρυ να τρέχει απ’ τα μάτια της. Βούλιαξε η καρδιά του. Άλλαξε η όψη του. «Σε πόνεσα;» την ρώτησε ανήσυχα, αλλά ηρέμησε μόλις την είδε να του γνέφει αρνητικά και να του χαμογελάει. Της σκούπισε τα μάτια. Προσπάθησε να τιθασεύσει τον ρυθμό της καρδιάς του, χωρίς επιτυχία. Ένιωθε πως θα ξεκολλούσε από την θέση της και θα άρχισε να χοροπηδάει μέσα στο δωμάτιο. Του πήρε μερικές στιγμές για να καταλάβει τι είχε γίνει. Έσκυψε το κεφάλι του. «Νομίζω ότι κάναμε ζημιά» ψιθύρισε, μ’ ένα τόνο απολογητικό και σκανταλιάρικο μαζί.

«Ναι, έκανες» τον επιβεβαίωσε, παιχνιδιάρικα. Πήγε να της πει κάτι, μα δεν πρόλαβε. Δεν τον άφησε. «Θέλω κι άλλο!» του είπε επιτακτικά και παιχνιδιάρικα.

«Be my guest» της είπε, χαμογελώντας μυστήρια, καθώς την έπιανε από τη μέση και την γύριζε στο κρεβάτι.

«Δεν θες το πάνω χέρι, φευγάτε;»

«Θέλω εσένα… Φευγάτη…» της είπε, καρφώνοντάς την με τα μάτια.

«Εγώ… Εγώ δεν… Δεν ξέρω…»

«Ούτε εγώ ξέρω» απάντησε ψιθυριστά εκείνος.

«Δεν μπορώ…»

«Θα τα καταφέρεις».

«Το πιστεύεις;» αναθάρρεψε η Μελίνα, κοιτάζοντάς την γαλήνια έκφρασή του κι απορώντας με την στάση του. Μέχρι κι εκείνη την στιγμή πίστευε πως θα ήταν ο αποδέκτης αυτού που ήθελε κι εκείνη η κίνησή του, της άνοιγε νέες προοπτικές που ούτε να φανταστεί δεν τολμούσε.

«Είμαι σίγουρος» την ενθάρρυνε.

«Δεν φοβάσαι;»

«Κανένα» ψιθύρισε, στιγμές πριν την πιάσει απαλά από τη μέση.

«Θα προσπαθήσω» μουρμούρισε η Μελίνα, καθώς έσκυβε να τον φιλήσει.

«Θα τα καταφέρεις».

Είχε αρχίσει να χαράζει. Μαγικές ήταν οι αποχρώσεις της χαραυγής που άρχισαν να στολίζουν τον συννεφιασμένο ουρανό πάνω απ’ την πόλη. Ξάπλωσε δίπλα του η Μελίνα και τον αγκάλιασε. Απόμειναν να κοιτάζονται στα μάτια, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να θυμούνται, χωρίς να νοσταλγούν. Της χάιδευε τα μαλλιά κι αυτό την γαλήνευε. Σερνόντουσαν και οι δύο από την κούραση. Μισόκλειναν τα μάτια της. Του χαμογέλασε. «Έρχομαι» του είπε, καθώς σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι για να πάει στην τουαλέτα. Έπιασε εκείνος τα τσιγάρα του κι άναψε ένα, χαζεύοντας το γυμνό κορμί της. Την είδε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο κι ύστερα συνειδητοποίησε πως το μυαλό του είχε αδειάσει τελείως, πως δεν μπορούσε να το συγκεντρώσει πουθενά, ούτε καν στο τσιγάρο που ‘χε σφηνώσει ανάμεσα από τα δόντια του. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε μέχρι να επιστρέψει η Μελίνα στο δωμάτιο, μόνο σκέφτηκε πως μπροστά του είχε το ωραιότερο πλάσμα στον κόσμο. Έγινε λέξεις και ήχοι, εκείνη η σκέψη, που ξέφυγαν απ’ τα χείλη του και έφτασαν στα αυτιά της.

«Είσαι απίστευτος» του απάντησε, ενώ γύριζε στο κρεβάτι. Της σήκωσε τα σκεπάσματα για να μπει από κάτω και τότε παρατήρησε εκείνη την παράταιρη, κόκκινη στάμπα, που ‘χε λεκιάσει το ροζ σεντόνι. Ένιωσε το μέσα του να καταρρέει και να διαλύεται. Προσπάθησε να μιλήσει, μα είχε κολλήσει το μυαλό του και οι λέξεις δεν ήθελαν να βγουν απ’ το λαρύγγι του. Γύρισε και την κοίταξε με τρόμο, τον τρόμο της συνειδητοποίησης. Χαώδεις ήταν οι σκέψεις του. Μέσα στον νου του, έστησε τον εαυτό του σ’ ένα τοίχο κι άρχισε να τον χτυπάει αλύπητα.

«Είσαι σοβαρός ρε μαλάκα; Σοβαρά, είσαι σοβαρός; Ρε τελευταίε, ποταπέ κι άχρηστε άνθρωπε, είχες δώσει τον λόγο σου! Τον λόγο σου έδωσες, σκουπίδι! Είχες πει ότι θα κάνεις πίσω, ότι δεν θα ανακατευτείς, ότι θα κρατηθείς μακριά και τι πήγες κι έκανες; Τι έκανες, συνειδητοποιείς;»

«Μελίνα;» τραύλισε, προσπαθώντας να καθαρίσει τον κολλημένο του λαιμό, ενώ οι απεγνωσμένες σκέψεις του, φούντωναν μέσα στο κεφάλι του.

«Καλέ μου;»

«Μήπως… μήπως… μήπως…»

«Μήπως…» τον παρότρυνε η Μελίνα.

«Α… Αδ… Αδιαθέτησες;» πρόφερε κομπιάζοντας ο Βασίλης, που περίμενε να πάρει μια καταφατική απάντηση.

«Όχι, γιατί;» τον ρώτησε φυσιολογικά η Μελίνα.

«ΤΗΝ ΞΕΠΑΡΘΕΝΙΑΣΕΣ, ΜΑΛΑΚΑ!» άκουσε το ουρλιαχτό του να αντηχεί μέσα στο κρανίο του. Μούδιασε. Πάγωσε. Τον έπιασε ρίγος. Ανατινάχτηκε το είναι του κι έγινε χίλια θραύσματα η ψυχή του. Τα έβαλε με τον φευγάτο. Με τον άνθρωπο που δεν χάριζε σε κανέναν και για τίποτα. Πίστευε πως έπρεπε να έχει κάνει πίσω, ότι πάτησε πάνω στην υπόσχεση που έδωσε κάποτε στους φίλους του. Πως μόνος του είχε διαλύσει εκείνη την οικογένεια που με τόσο κόπο κι αγώνα είχε καταφέρει να φτιάξει. Πως όταν μαθαινόταν το τι έχει γίνει, θα του έκοβαν ακόμη και την καλημέρα οι φίλοι του. Πως δεν είχε καμία αξία η ύπαρξή του, γιατί είχε πατήσει πάνω στα ίδια του τα ιδανικά και τα ‘χε καταστρέψει για μία και μόνη στιγμή που λαχταρούσε να ζήσει κι εκείνος. Διαλύθηκε η εικόνα που είχε φτιάξει για τον κόσμο και για τον εαυτό του. Δεν ήταν τίποτα, παρά ακόμη ένας από εκείνους που ‘διναν υποσχέσεις χωρίς κανένα αντίκρισμα. Ακόμα ένα από εκείνα τα σκουπίδια που πάλευε, με νύχια και με δόντια, για να πετάξει έξω απ’ τη ζωή του. Είδε το χαμόγελό της και συνειδητοποίησε πως οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να φτάσουν στα άκρα και να τα ξεπεράσουν, να τραβήξουν τα όριά τους, να δοκιμάσουν τους εαυτούς τους και τους γύρω τους, όταν θέλουν κάτι πολύ. Είδε πως έπρεπε να πατήσει επί πτωμάτων για να καταφέρει να είναι εκείνος που ήθελε να γίνει κι όχι αυτός που του επέβαλλαν. Είδε την κοροϊδία της Έλενας που τον πήγαινε απ’ αναβολή σ’ αναβολή κι από «όχι» σε «μη». Είδε τα πρόσωπα τον φίλων του, τις φάτσες των ατόμων που ‘θελε να του δώσουν ευχές κι όχι κατάρες. Είδε τον εαυτό του να γίνεται τόσο μικρός που δεν το άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα.

«Βασίλη μου; Καλέ μου;» του ψιθύρισε η Μελίνα που έτρεξε και χώθηκε γρήγορα κάτω από τα σκεπάσματα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον άφησε να κλάψει για να ξεσπάσει.

«Θέλεις να μου μιλήσεις;» τον ρώτησε όταν είχε πια ηρεμήσει.

«Θέλω να πάω σπίτι μου» της απάντησε παραπονεμένα ο Βασίλης.

«Δεν θέλεις να κοιμηθούμε αγκαλιά;» τον ρώτησε κι εκείνη με παράπονο και ο Βασίλης χαμογέλασε με το ύφος της, όχι με την πρότασή της.

«Θέλω» της απάντησε κι η Μελίνα έκλεισε τα μάτια της. Το ίδιο έκανε κι εκείνος, πιστεύοντας πως ο ύπνος θα κατάφερνε να ηρεμήσει τον ταραγμένο του νου.

***

Το «μαζί» ήταν το φυσικό επακόλουθο των όσων διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ. Τις αποφάσεις τους, τις είχαν πάρει πριν καν ξυπνήσουν. Έφαγαν, έκαναν έρωτα, ξάπλωσαν μαζί, χάζεψαν ο ένας τον άλλο, συζήτησαν κι έδωσαν αμοιβαίες υποσχέσεις. Ενώ γύρω τους ο κόσμος άρχισε να φλέγεται, ο Βασίλης και η Μελίνα, είχαν χαράξει την δική τους πορεία, από την οποία δεν ήταν διατεθειμένοι να παρεκκλίνουν ούτε στο ελάχιστο.

Ήταν επεισοδιακό εκείνο το Σάββατο για όλους, πλην του Βασίλη και της Μελίνας, που ‘χαν βρει τις άκρες τους μέσα στο ροζ της δωμάτιο. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Πλανιόταν σαν σκέψη, πάνω απ’ τα κεφάλια όλων, το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, κι αυτό ήταν το χειρότερο όλων.

Ο καυγάς και η ρήξη, ήρθαν την Κυριακή. Ο Βασίλης είχε προβλέψει ότι η παρέα θα έσπαγε και θα διαλυόταν, μόνο που έπεσε έξω. Εξοστρακίστηκε ο Πάνος και προστέθηκαν νέα μέλη στην παρέα. Η Μελίνα και η Νίκη. Κι έτσι, από πέντε, έγιναν έξι. Μια φαμίλια που ‘χε χώρο για τους πάντες, αρκεί να ήταν σωστοί, πρωτίστως με το είναι τους. Αυτό είχε καταφέρει να φτιάξει ο Βασίλης, μόνο που δεν μπορούσε, εκείνα τα χρόνια, να το δει. Τα πράγματα μπήκαν σε σειρά τη Δευτέρα. Την ώρα που έδωσε το χέρι του ο Βασίλης στον Πάνο κι είπαν, ο ένας στον άλλο, πως ο καθένας θα τραβούσε τον δικό του δρόμο.

Τον ξαναρώτησε η Μελίνα, μέσα στη βδομάδα, για την δική του αλήθεια. Της χαμογέλασε λέγοντας ότι οι αλήθειες έρχονται μόνο όταν είσαι έτοιμος να τις καταλάβεις και να τις αποδεχτείς και ποτέ πιο πριν. Δεν είχε καταλάβει εκείνη την σκέψη η Μελίνα, μα του υποσχέθηκε ότι θα έκανε υπομονή κι ότι θα τον άκουγε, όταν εκείνος πίστευε πως ήταν έτοιμη. Ήξερε από αλήθειες ο Βασίλης. Τον είχαν τσακίσει αμέτρητες φορές. Ήξερε πως οι άνθρωποι προτιμάν να κλείσουν τα μάτια, παρά να έρθουν φάτσα με φάτσα μ’ όσα μπορούσαν να τους σκοτώσουν.

Το εμπέδωσε εκείνη τη βδομάδα. Η Μελίνα, τα μεσημέρια, πήγαινε φροντιστήριο κι εκείνος είτε γυρόφερνε στην πόλη, είτε διάβαζε μόνος του στο σπίτι. Την περίμενε να σχολάσει κι ύστερα πήγαιναν στο σπίτι της. Στρωνόντουσαν μπροστά στο γραφείο και διάβαζαν. Ο Λάμπρος περνούσε έξω απ’ το δωμάτιο και τους κοίταζε με απορία. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό εκείνος ο πιτσιρικάς να τραβάει την κόρη του σ’ εκείνο το δρόμο. «Αν δεν ήταν το φροντιστήριο, ακόμη στο γυμνάσιο θα ‘ταν» σκεφτόταν και γελούσε μόνος του. Τους άφηνε στην ησυχία τους και γύριζε στην κουζίνα για να πιαστεί με την δουλειά του. Μπορεί ν’ αντάλλαζε καμιά κουβέντα με τον Βασίλη, αργά το βράδυ, λίγο πριν επιστρέψει σπίτι του. Τους είχε υποσχεθεί πως τις Παρασκευές και τα Σάββατα θα ήταν δικό τους το σπίτι.

Αποφάσισε να σουλατσάρει εκείνο το απομεσήμερο της Παρασκευής ο Βασίλης. Δεν είχε όρεξη για διάβασμα, ούτ’ ήθελε να καθίσει στο σπίτι μέχρι να σχολάει απ’ το φροντιστήριο η Μελίνα. Βγήκε και συνάντησε γνωστούς, στον δίπλα μαχαλά. Κάθισε για ένα τσιγάρο. Άκουσε διάφορα. Ούτε νευρίασε, ούτε στεναχωρήθηκε. Μόνο χαμογελούσε μοχθηρά καθώς του αφηγούνταν ιστορίες και τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη.

Καθόταν σε μια μικρή κερκίδα, στη μέση της πλατείας με τις κούνιες και τους θάμνους. Κοίταξε κάποιον που ερχόταν προς το μέρος του κι έγνεψε με το κεφάλι. «Μπλέντι» έκανε ο Βασίλης, κι εκείνο το παιδί με την ουλή στο μάγουλο, χαμήλωσε το βλέμμα. Κάθισε δίπλα στον Βασίλη. Έσπασαν οι άλλοι, έπιασαν παγκάκια και πεζούλια κι απέμειναν να τους κοιτάζουν. «Φευγάτε…» άρχισε ο άλλος. «Θα στα ‘λεγα ρε βλάμη, αλλά δεν πρόλαβα» του απάντησε με βαριά προφορά.

«Πότε, βρε μαλάκα Μπλεντάρ, πού ‘φτασε Γενάρης;» φώναξε ο Βασίλης κι ο άλλος σώπασε. Κόλλησε το βλέμμα του στο νοτισμένο απ’ την υγρασία τσιμέντο κι αναστέναξε. Έβγαλε ο Βασίλης τσιγάρο. Τον κέρασε. Το πήρε ο Μπλέντι. «Ψυχή βαθιά» είπε ο Βασίλης, καθώς του πάσαρε τον αναπτήρα.

«Τι;»

«Ψωμί κι αλάτι. Πώς το λένε ρε παιδί μου; Δεν τρέχει κάστανο, είμαστε εντάξει».

«Σίγουρα, φευγάτε;»

«Σίγουρα. Λέγε τώρα».

«Τι θες να μάθεις;»

«Τα πάντα».

«Στο λόγο σου, δεν τα ‘μαθες από μένα».

«Τον λόγο μου τον έχεις».

«Καργιόλα…» μουρμούρισε ο Μπλέντι, πριν γυρίσει προς τον Βασίλη. «Ένα τσουβάλι με σκατά είναι η Έλενα, αδερφέ».

«Ναι, γιατί;» τον διέκοψε ο Βασίλης.

«Έχουμε μια παροιμία πάνω στην…»

«Δε με νοιάζει. Λέγε τι έγινε».

Άρχισε να δαγκώνει το νύχι του ο Μπλέντι και να κοιτάζει τον Βασίλη. Έμοιαζε να τον φοβάται. «Ό,τι κι αν σου πω…»

«Πόσα χειρότερα θα μάθω;»

«Παίζει, ρε, η γκόμενα. Νομίζει ότι έπιασε τον Θεό απ’ τ’ αρχίδια. Έχει πάρει εργολαβία τη μισή πόλη για να της κάνουνε τις χάρες» είπε κι ύστερα χαμήλωσε το κεφάλι του και τον τόνο της φωνής του. «Πού μ’ έστειλες ρε μαλάκα φευγάτε;» μονολόγησε σκεφτικά.

Τον χτύπησε στην πλάτη ο Βασίλης και του ‘κανε νόημα να σηκωθούν. Τους κοιτούσαν οι υπόλοιποι από απόσταση. Σαν θρόισμα ακουγόταν το μουρμουρητό τους. «Την κανά» φώναξε ο Βασίλης στους σκόρπιους θαμώνες της πλατείας. Τον ακολούθησε ο Μπλέντι. «Θα χτυπηθούνε» μουρμούρισε κάποιος, μα κανείς δε σάλεψε για να αποτρέψει εκείνο τον καυγά.

«Εδώ χώσου, στο γιαπί» μουρμούρισε ο Μπλέντι, στρίβοντας απότομα, για να μπει σε μια πολυκατοικία που χτιζόταν. Τον ακολούθησε ο Βασίλης. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο και άραξαν πάνω σε μια παλέτα με σακιά τσιμέντου, που ‘χαν πετρώσει. Παρατημένα ήταν εκεί, από χρόνια. Είχε γίνει καταφύγιο, εκείνο το γιαπί, για ζευγάρια, τοξικομανείς και μυστήριους και στέγασε συζητήσεις δεν έπρεπε να μαθευτούν.

«Λέγε» είπε κοφτά ο Βασίλης.

«Πού την βρήκες την πατσαβούρα, α;» ρώτησε ο Μπλέντι.

«Δεν την βρήκα, με βρήκε».

«Χειρότερη δεν υπήρχε περίπτωση να τύχεις…»

«Καλή;» ρώτησε ο Βασίλης, γελώντας.

«Ποιά ρε; Η Έλενα; Η Έλενα νομίζει ότι μόνο που το ‘χει, είναι και κάποια. Ρεπατζού είν’ η χαμούρα. Άσε κι όταν μ’ έστειλες, έλεγα θα γαμήσω προκοπής. Ούτε γι αυτό δεν κάνει».

«Λέγε ρε» τον πείραξε ο Βασίλης.

«Χάλια, φευγάτε. Μόνο χάλια».

«Έμαθες τίποτα;»

«Ναι. Σ’ έστησαν τρελό χουνέρι με τ’ άλλο το χαφιεδάκι. Ξες πώς ήξερε ό,τι έκανες, πριν το κάνεις; Καθότανε στο φιλαράκι σου, αμέ, στον χλεμπονιάρη τον Λάγιο. Κατάλαβες, η ταναπού;»

«Το ‘χα μυριστεί» σχολίασε ατάραχα ο Βασίλης.

«Πριν…»

«Όχι. Όχι πριν χωρίσω. Τώρα, την προηγούμενη βδομάδα την σακουλεύτηκα τη δουλειά, αλλά οι δικοί μου δεν είναι άτομα που τους κόβει. Τα ‘βαλα κάτω κι έδεσαν. Τα πάρε – φέρε του ποζερά με την Έλενα και την Νάντια, το, και καλά, εμπιστευτικό που μού ‘πε ότι τα ‘χε μπλέξει με την χαζή την Νάντια, κι ότι δεν γούσταρε να μαθευτεί, τα τακτικά χασίματα… Τα σκέφτηκα όλα, Μπλέντι… Υπήρχαν πράγματα που ήξερε η Έλενα και τα ‘ξεραν μόνο ο Πάνος κι ο Βαγγέλης. Δεν μπορούσα να ξέρω ποιος μ’ έδινε. Γι αυτό σ’ έστειλα. Θα τα κατάφερνες εκεί που οι δικοί μου θα ‘καναν πίσω».

«Τα ξέρεις, δηλαδή».

«Τα ‘χα μυριστεί, ναι. Αλλά βλέπεις, ο τυφλός, δεν μπορούσα να δω καθαρά και να καταλάβω τι γίνεται. Τώρα που ‘μαι με την Μελίνα, τα ‘δα. Σίγουρος δεν ήμουν. Τώρα βεβαιώθηκα».

«Θα πέσουν κεφάλια;» ρώτησε, χαμογελώντας, ο Μπλέντι.

«Αναπόφευκτα».

«Τι εννοείς;»

«Έκλεισε πόρτες ο μάστορας. Δική του επιλογή κι απόφαση· δεν μπόρεσα ν’ ανακατευτώ. Τους ξέρασαν από παντού. Γι αυτό πιάστηκε το τρίο απ’ όπου μπόρεσε. Αράζουν σ’ εσάς, αράζουν στο κατωμάχαλο, αράζουν αμπελόκηπους… Είναι μέχρι να μάθει ο ντουνιάς τι παίζει με την πάρτη τους και να τους διώξουν κι από ‘κει».

«Τι θα κάνεις, φευγάτε;»

«Τίποτα δεν θα κάνω. Δεν έχει νόημα ν’ ασχοληθώ μαζί τους. Οι πόρτες έκλεισαν, οι δικοί μου θεωρούν πως ήταν μια βλακεία του Πάνου, εγώ ξέρω τι τρέχει πίσω απ’ την πλάτη μου κι όλα κομπλέ. Δεν έχω διάθεση για βεντέτες, Μπλέντι. Μεγάλωσα».

«Τι να σου πω, φευγάτε;»

«Να μου δώσεις τον λόγο σου ότι αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ».

«Εννοείται».

«Και να ‘χεις το νου σου, ειδικά με την Έλενα».

«Έκοψα».

«Μπα; Και το τζάμπα;»

«Ποιό τζάμπα ρε φευγάτε; Αγγαρεία έκανα. Τράβα βρες την στο αλσάκι. Εκεί θα ‘ναι τετοια ώρα και θα πηδιέται με κανένα. Την πάτησα εκεί που μ’ είπες. Πληροφορίες για τον φευγάτο. Πέντε μού ‘πες; Τρία της έδωσα. Στο πιάτο μου το ‘φερε. Χρόνια μπλεγμένος με τα σκατά ήμουν, φευγάτε. Δε ξαναμπλέκω. Είτε φίλοι είναι, είτε γκόμενα».

Έγνεψε ο Βασίλης κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του Μπλέντι. «Σκατά… Δεν έχω χρόνο» μουρμούρισε. Του έδωσε το χέρι βιαστικά. «Χρωστάω. Όποτε χρειαστείς… Ό,τι κι αν χρειαστείς… Ξέρεις» είπε ο Βασίλης, πριν φύγει.

«Ξέρει πολλά, α! Να την προσέχεις! Θα προσπαθήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να σε χωρίσει με το κορίτσι» του φώναξε ο Μπλεντι κι ο Βασίλης κοντοστάθηκε για να γελάσει. «Τα ‘χει βάλει με τον λάθος άνθρωπο» του απάντησε, πριν εξαφανιστεί.

Η Μελίνα είχε κολλήσει το κεφάλι της στο παράθυρο του λεωφορείο και κοίταζε αδιάφορα έξω. Πετάχτηκε όρθια όταν είδε τον Βασίλη να την περιμένει στην στάση. Έτρεξε για να κατεβεί πρώτη. Έπεσε πάνω του. Την αγκάλιασε χαμογελώντας. «Τι κάνει η μικρή μου πριγκίπισσα;» την ρώτησε πριν την φιλήσει.

«Τώρα; Καλύτερα» του απάντησε με νάζι, όταν τελείωσε το φιλί τους.

«Πώς πήγε;»

«Βαρετά».

«Τι θα κάνουμε;»

«Θα πάμε σε μένα» του απάντησε, πιάνοντάς τον απ’ το χέρι και τραβώντας τον προς το σπίτι της. Έβαλε τα γέλια, ο Βασίλης, με τη συμπεριφορά της.

Εκείνο ήταν ένα απ’ τα βράδια που ο Βασίλης δεν κατάφερνε να κοιμηθεί.  Για ώρες χάζευε την Μελίνα δίπλα του. Ήταν γαλήνια η όψη της. Χαμογελούσε μέσα στον ύπνο της. «Απίστευτο κορίτσι» ψιθύρισε ο Βασίλης, κατά τις τέσσερεις, πριν την φιλήσει απαλά στο μάγουλο και σηκωθεί από το κρεβάτι. Ντύθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο. Είδε φώς στην κουζίνα.

«Δεν κοιμάσαι, Λάμπρο;» ρώτησε κι ο Λάμπρος, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του απ’ τις σημειώσεις του, έγνεψε καταφατικά. «Από τότε που ‘χασα τη γυναίκα μου, δεν καταφέρνω να κοιμηθώ. Δεν μου φτάνει ο χρόνος, βλέπεις…» μουρμούρισε εκείνος, σκεφτικά.

Κάθισε απέναντί του ο Βασίλης. Άναψε τσιγάρο. Προσπάθησε να διαβάσει τις σημειώσεις του Λάμπρου, μα ο αστιγματισμός δεν τον βοηθούσε και τα γυαλιά του τα ‘χε παρατημένα στο δωμάτιο της Μελίνας. «Σε νιώθω…» σχολίασε ο Βασίλης.

«Δεν σου φτάνει ο χρόνος;»

«Κάπως έτσι».

«Αστείο μοιάζει…» μουρμούρισε ο Λάμπρος, μαζεύοντας τα χαρτιά του. Σηκώθηκε απ’ τη θέση του, έβγαλε δύο μπύρες απ’ το ψυγείο, άφησε την μία στον Βασίλη και ξανακάθισε, ανοίγοντας την μπύρα του. «Λέγε» είπε κοφτά και χαμογελαστά ο Λάμπρος.

«Τι να πω;»

«Έκανε τίποτα η μικρή;»

«Όλο κάνει…» απάντησε ντροπαλά ο Βασίλης.

«Ναι… Ξέρω… Ίδια με την μαμά της είναι. Που λες, Βασίλη, έτσι ήταν κι η γυναίκα μου. Πεισματάρα. Έβαζε κάτι στο μυαλό της κι αν δεν το πετύχαινε, δε σταματούσε πουθενά. Φαγώθηκε σήμερα. Γκρίνια όλη μέρα. Γκρίνια που ‘μεινα σπίτι, γκρίνια που δεν σας άφησα μόνος σας, γκρίνια που δεν ήθελες να κάτσεις, με το στανιό, να σου μάθει κιθάρα, γκρίνια που ήθελες να βγείτε έξω κι ήθελε σεξ…»

Πήρε και κοκκίνησε ο Βασίλης. Έσκυψε το κεφάλι του. Γέλασε ο Λάμπρος. «Μωρέ Βασίλη, φυσιολογικό είναι. Τι λες; Να αρχίσω να σου φωνάζω που διακόρευσες το κοριτσάκι μου; Δεκάρα δεν δίνω, παιδί μου. Δικό της είναι το σώμα και μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει. Μπες στη θέση μου και πες μου, τι θα έκανες;»

«Δεν ξέρω» ψιθύρισε ο Βασίλης.

«Δεν ξέρεις τι θα έκανες αν είχες κόρη στην ηλικία σου κι είχε αγόρι;»

«Όχι».

«Συμπάσχουμε» δήλωσε ο Λάμπρος.

«Τι;» απόρησε ο Βασίλης. Σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Χαμογελούσε ο Λάμπρος. Ήταν άνετος και χαλαρός όπως πάντοτε. «Ούτε εγώ ξέρω τι να κάνω. Όμως κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά μου. Ξέρεις, Βασίλη, μου θυμίζετε πολύ, εμένα και την γυναίκα μου. Ίσως και να κάνω αυτό που θα ήθελα να ‘χει κάνει ο πατέρας μου, για μένα και την Λίνα. Ένα πιάτο φαγητό, ένα ζεστό κρεβάτι, μια όμορφη ατμόσφαιρα, μια προσωρινή απαλλαγή απ’ τις σκοτούρες και τα τρεξίματα. Αντ’ αυτού, ο πατέρας μου με αποκλήρωσε κι αναγκαστήκαμε να παλέψουμε με την Λίνα. Εγώ σπούδαζα ακόμη, εκείνη μόλις είχε τελειώσει… Τέλος πάντων, τι σου λέω κι εσένα νυχτιάτικα…»

«Την αγαπούσες πολύ, ε;» ρώτησε δισταχτικά ο Βασίλης.

«Απερίγραπτα».

«Κρίμα…»

«Κανείς δεν είναι κρίμα, παιδί μου. Ο καθένας είναι άξιος και υπαίτιος της μοίρας του. Ακόμη κι η Λίνα, που δεν έφταιγε, θα μπορούσε να έχει χειριστεί διαφορετικά την μοίρα της. Ακόμη κι εγώ, που δεν ήξερα τι συνέβη, θα μπορούσα να το ‘χα δει και να το ‘χα προλάβει. Στα σαράντα δύο μου, Βασίλη, κατάλαβα πως πρέπει να αφήνεις την ζωή να σε πάει εκεί που θέλει κι όχι να στέκεσαι συνέχεια εμπόδιο σ’ όσα σου φέρνει. Όλα είναι μέσα στη ζωή. Στιγμές που πρέπει να αντιμετωπιστούν, βιώματα που πρέπει να χωνέψουμε, εμπειρίες που έρχονται για να μας διδάξουν. Τα τραύματά μας υπάρχουν για να μας κάνουν δυνατότερους και σοφότερους κι όχι να για να μας ξεψυχήσουν. Αν είναι να σε σκοτώσει κάτι, θα το κάνει στην αρχή. Δεν θα σ’ αφήσει να το κάνεις εσύ…»

Ο Βασίλης γύρισε εκείνα τα λόγια στο μυαλό του, προσπαθώντας να καταλάβει σε τι αναφερόταν ο Λάμπρος. Μισόκλεισε τα μάτια. «Τα εμπόδια… Τα τραύματα… Τα βιώματα» μουρμούρισε νοερά κι ύστερα τον κυρίευσε μια ανεξήγητη θλίψη. Άνοιξε την μπύρα που στεκόταν μπροστά του. Έκανε να πιεί, αλλά ένιωθε πως δεν θα κατέβαινε. Ήθελε να κάνει μια ερώτηση στον Λάμπρο, μα δεν ήξερε πώς έπρεπε να την διατυπώσει. Παρέμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, πριν ρωτήσει ευθέως. «Αυτοκτόνησε η γυναίκα σου;»

«Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις» απάντησε ο Λάμπρος μ’ ένα παράξενο μειδίαμα να σχηματίζεται στο πρόσωπό του κι έπειτα άδειασε την μπύρα του κι ανέσυρε ακόμη μία από το ψυγείο. «Πάνε δεκαεφτά χρόνια από τότε κι ακόμη δεν το έχω αποδεχτεί. Όχι, βέβαια, ότι έχω σκοπό να το κάνω. Κουβέντα να γίνεται. Έχω καταλάβει πως τότε, για να επιβιώσω, επέλεξα να μισήσω την μνήμη της για εκείνη την πράξη. Ηλίθιο; Bien sûr. Αλλά, βλέπεις, όταν έχασα την Λίνα, έχασα κι όλο τον κόσμο. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο, συμβιβαστικό ή μη, ώστε να παραμείνω εδώ και να μην την ακολουθήσω…»

«Καταλαβαίνω» τον διέκοψε ο Βασίλης.

«Φλυαρώ, παιδί μου» απολογήθηκε ο Λάμπρος.

«Γιατί;»

«Γιατί αυτοκτόνησε;» ρώτησε ο Λάμπρος, κι όταν είδε τον Βασίλη να του γνέφει, αναστέναξε. «Γιατί φόρτωσε τον εαυτό της μ’ ευθύνες που δεν της αναλογούσαν… Η Μελίνα, παιδί μου, ήθελε να κρατήσει στα χέρια της όλο τον κόσμο κι ο κόσμος, ξέρεις, είναι πολύ βαρύς. Θα σε συνθλίψει στο τέλος».

Βούρκωσε ο Βασίλης κι έσκυψε το κεφάλι, μα τον είδε ο Λάμπρος. Κατάλαβε. «Το σκέφτεσαι κι εσύ;» ρώτησε, μην περιμένοντας απάντηση.

«Χρόνια τώρα» ψέλλισε ο Βασίλης. Άρχισε να ξεφυσάει και να δαγκώνει τον δείκτη του αριστερού του χεριού. Έσβησε με φόρα το τσιγάρο του κι αμέσως άναψε άλλο. Κουνιόταν νευρικά πάνω στην καρέκλα. Έπιασε ένα χαρτί ο Λάμπρος. «Από πότε;» ρώτησε κοφτά.

«Ανέκαθεν» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Οι ιστορίες, παιδί μου, είναι για να λέγονται. Νομίζω ότι στο έχω ξαναπεί. Με δεσμεύει το ιατρικό απόρρητο…»

Σταμάτησε να μιλάει ο Λάμπρος όταν είδε το δισταχτικό και σκεφτικό ύφος του Βασίλη. Έτριψε το πηγούνι του. Δεν έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα του Βασίλη, γιατί δεν ήξερε από πού έπρεπε να ξεκινήσει. Είχε μια ιστορία να αφηγηθεί, όμως δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να το κάνει ή όχι.

«Βασίλη…» άρχισε ο Λάμπρος, με πονεμένο ύφος, για να του τραβήξει την προσοχή. «Στο ξαναείπα. Από τότε που έχασα την Μελίνα, κοιμάμαι δύο και τρείς ώρες κάθε βράδυ, όταν με πιάνει ύπνος. Ξέρω πως είναι το να μην κοιμάσαι γιατί είναι το μυαλό σου γεμάτο με διάφορα πράγματα…»

«Δεν έχω καμία καλή ανάμνηση» είπε ο Βασίλης, πριν τινάξει την στάχτη απ’ το τσιγάρο στο τασάκι και γυρίσει, χαμογελώντας, προς τον Λάμπρο. «Ή, τουλάχιστον, δεν είχα καμία καλή ανάμνηση, πριν…»

«Πριν κοιμηθείς με την Μελίνα;» τον συμπλήρωσε, γελώντας, ο Λάμπρος. Έγνεψε αρνητικά ο Βασίλης. «Πριν τα μπλέξουμε».

«Σε πειράζει, παιδί μου, να κρατήσω σημειώσεις; Βλέπεις, δεν κρατάει πολλά το κεφάλι μου και δεν θα τα θυμάμαι αν τυχόν χρειαστεί να τα συζητήσουμε ξανά».

Έγνεψε καταφατικά ο Βασίλης. Πήρε ο Λάμπρος ένα στυλό κι άρχισε να σημειώνει, βιαστικά, κομμάτια απ’ την αφήγηση του Βασίλη, αποφθέγματα, ιδέες και δικές του σκέψεις. Πήραν μορφή οι στιγμές που έζησε στο παρελθόν του ο Βασίλης κι ήρθαν να τον στοιχειώσουν γι ακόμη ένα βράδυ.

***

Θυμόταν και πονούσε, πάσχιζε να διαγράψει τα πάντα απ’ το μυαλό του και να χτίσει πάνω σε μια νέα βάση, όμως δεν το κατάφερνε. Τον τσάκιζε ένα ρημάδι «γιατί». Η αιτία που υπήρχε πίσω απ’ όλα όσα είχαν συμβεί στην ζωή του. Μισόκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε θλιμμένα. Θυμόταν ακόμη την αδερφή του, όταν εκείνος ήταν μωρό κι εκείνη μάθαινε να διαβάζει. Καθόταν με τις ώρες δίπλα του και του διάβαζε απ’ τα σχολικά της βιβλία. Άκουγε ο Βασίλης, δίχως να καταλαβαίνει, μα τον ηρεμούσε ο σταθερός και ήρεμος τόνος της Βικτωρίας. Ύστερα, όταν τελείωνε την ανάγνωση, καθόταν δίπλα του, στο πάρκο του, και τον κοίταζε με τις ώρες. Την κοίταζε κι εκείνος κι άρθρωνε λέξεις. Του χαμογελούσε η Βικτωρία. Της χαμογελούσε κι εκείνος.

Σκοτείνιαζαν οι αναμνήσεις. Ήταν οι φωνές και οι καυγάδες που τον τάραζαν. Ήταν η φωνή της μάνας του που χτυπούσε στα μηνίγγια. Δεν γούσταρε να την ακούει. Δεν γούσταρε ούτε και να την βλέπει. Είχε καταλάβει, από τότε που ‘ταν τριών, πως η Γιάννα θα τον κοίταζε με περιφρόνηση, οργή κι αποστροφή. Είχε προσπαθήσει, αμέτρητες φορές είχε προσπαθήσει να την κάνει να τον αγαπήσει, μόνο που εκείνη, σε κάθε ευκαιρία, έβρισκε κάτι να του προσάψει και να του χτυπήσει.

Τότε, εκείνο τον καιρό, μέχρι και λίγο πριν αρχίσει το σχολείο ο Βασίλης, ο Φάνης ενδιαφερόταν. Έμπαινε στη μέση, μάλωνε με την Γιάννα όποτε ξεσπούσε εκείνη στα παιδιά. Προσπαθούσε να της μιλήσει. Έπειτα απομακρύνθηκε κι αυτός. Φαινόταν να ‘χει χάσει το κουράγιο του. Σπάνια μιλούσε με τον Βασίλη, ακόμη σπανιότερα με την Βικτωρία. Γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά, έτρωγε κι έπιανε την τηλεόραση. Τα βράδια κοιμόταν στον λερωμένο καναπέ του σαλονιού, για να σηκωθεί το πρωί και να φύγει για την φάμπρικα.

Όταν άρχισε το σχολείο, πίστεψε πως θα ηρεμήσει. Σηκωνόταν με βαριά καρδιά τα πρωινά, πετούσε τα σκεπάσματα από πάνω του, σερνόταν μέχρι το μπάνιο, γυρνούσε στο παγωμένο δωμάτιο και προσπαθούσε να ντυθεί. Ξύλινα ένιωθε τα χέρια και τα πόδια του. Τον βοηθούσε η Βικτωρία. Τον έπαιρνε απ’ το χέρι και βάδιζαν μαζί μέχρι το σχολείο. Στην αρχή δε μιλούσε με κανέναν. Ύστερα έπιασε παρέες μ’ εκείνο το κακοκουρεμένο παιδί, που όλοι κορόιδευαν.

Δεν είχε καμία σχέση ο Βαγγέλης με τον Βασίλη. Εκείνος φορούσε καινούρια ρούχα και καλά παπούτσια, που δεν είχαν μπαλώματα και τρύπες. Είχε κι ένα μεγάλο σπίτι, ζεστό, με βαριά χαλιά, ωραία έπιπλα και τεράστια φωτιστικά, που όταν τα άναβες, φώτιζαν τα πάντα. Έγινε ο καλύτερός του φίλος. Αλήτευαν μαζί, από πιτσιρικάδες, απ’ την πρώτη χρονιά στο σχολείο. Έτρεχαν στη γειτονιά κι έπαιζαν όπου κι ό,τι έβρισκαν. Έμαθε να κάνει ποδήλατο ο Βασίλης, με το ποδήλατο του Βαγγέλη. Ματωμένος είχε γυρίσει εκείνο το απόγευμα στο σπίτι, για να ακούσει την κατσάδα απ’ τη Γιάννα και να φάει ένα χέρι ξύλο. Δεν μίλησε. Δεν είπε που έγδαρε τα χέρια και τα πόδια του. Μόνο δάκρυζε βουβά, κοιτάζοντάς την νευριασμένα.

Πέρασε ο καιρός. Έφευγαν γρήγορα οι μέρες με το διάβασμα και τις βόλτες με τον κολλητό του. Ο Βασίλης τα πήγαινε καλά στο σχολείο γιατί του άρεσε το διάβασμα, ο Βαγγέλης, απ’ την άλλη, ήταν ανήσυχο πνεύμα που δεν μπορούσε να εγκλωβιστεί μέσα σ’ ένα βιβλίο. Ο Βαγγέλης είχε όνειρο να γίνει οδηγός σε αγώνες. Ο Βασίλης δεν ήθελε να γίνει τίποτα. Δεν τον ενδιέφερε κάτι. Ίσως, εκείνα τα χρόνια που δεν ήταν τόσο απόμακρος, προτού φτιάξει την εικόνα του για τον κόσμο, να μην είχε όνειρα. Αυτά ήρθαν στην πορεία. Όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την σκληρή πραγματικότητα.

Θα ‘ταν οχτώ, οι πιτσιρικάδες, όταν αρρώστησε άσχημα ο Βαγγέλης και μπήκε στο νοσοκομείο. Ήταν καλοκαίρι τότε κι εκείνος χαροπάλευε με πνευμονία. Δεν πήγε να τον δει ο Βασίλης, γιατί δεν τον πήγαιναν οι γονείς του. Για την ακρίβεια, ήξερε και πίστευε ότι δεν θα τον πήγαιναν, οπότε δεν μπήκε καν στον κόπο να τους το ζητήσει. Ποτέ δεν ζητούσε τίποτα. Βλέπεις, όταν συνηθίζουμε στις συμπεριφορές και τις θεωρούμε δεδομένες, δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει πιθανότητα να αλλάξει κάτι. Είναι πλάσμα της συνήθειας ο άνθρωπος, και δύσκολα βγαίνει απ’ την οποιαδήποτε τροχιά έχει βάλει τον εαυτό του.

Τον Δεκαπενταύγουστο ήταν να φύγουν οικογενειακώς για διακοπές. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει ο Βαγγέλης. Είπαν να μείνουν οι γονείς του, μα ανέλαβε να τον κρατήσει η γιαγιά του. «Να φύγετε να ξεκουραστείτε. Τι μπορεί να συμβεί μέσα σε δέκα μέρες; Τίποτα σημαντικό» τους είχε πει το βράδυ πριν την αναχώρησή τους.

Ένα απ’ τα πρωινά που δεν θα ξεχνούσε ποτέ ο Βασίλης, ήταν εκείνο που βγήκε απ’ το σπίτι, με τις παντόφλες και το αμάνικο, για να πάει μέχρι τον φούρνο της γειτονιάς. Περπατούσε ανέμελα, χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Έβραζε ο τόπος. Σταμάτησε σε μια διασταύρωση για να κοιτάξει αριστερά και δεξιά. Έπεσε το βλέμμα του στο κηδειόχαρτο. Είδε την μάνα του Βαγγέλη στη φωτογραφία. Πήγε κοντά. Διάβασε τα ονόματα. Ύστερα είδε και τις άλλες φωτογραφίες. «Την πολυαγαπημένη μας μητέρα και κόρη Αναστασία Λαμπροπούλου που πέθανε χθες, κηδεύουμε σήμερα…» διάβασε και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Έσκυψε το κεφάλι. Δεν μπορούσε να το χωρέσει στο μυαλό του. Την συμπαθούσε πολύ την μητέρα του Βαγγέλη. Το ‘βαλε στα πόδια. Χάθηκε μέσα στα στενά, κρατώντας στην χούφτα του τα κέρματα που ‘χε πάρει απ’ το σπίτι για να αγοράσει ψωμί. Πήγε μέχρι το σπίτι του Βαγγέλη. Είδε τα καπάκια απ’ τα φέρετρα στην είσοδο. Αγνόησε τον κόσμο. Ανέβηκε πάνω. Μπήκε στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα. Δεν βρήκε τον φίλο του.

Μόνο η γιαγιά του Βαγγέλη, η κυρία Αργυρώ, παρατήρησε τον πιτσιρικά που ‘χε μπει στο σπίτι και κοίταζε τον κόσμο με απορία. Τον πήρε απ’ το χέρι, δίχως να μιλήσει και τον πήγε στο δωμάτιο του Βαγγέλη. Κάθισε ο Βασίλης με τον φίλο του. Έμειναν σιωπηλοί για ώρα. «Πέθανε η μαμά μου» μουρμούρισε ο Βαγγέλης ανέκφραστα.

«Το ξέρω» του απάντησε ο Βασίλης.

***

«Δεν είχαμε συναίσθηση του θανάτου τότε. Ούτε και ξέραμε τι γίνεται όταν πεθαίνει ο άνθρωπος. Ήταν ακόμη μία ζεστή μέρα για μας» ψιθύρισε ο Βασίλης στο παρόν. Σκούπισε τα δάκρυά του και σηκώθηκε από την καρέκλα. «Δυο πράγματα» του ‘πε ο Λάμπρος, όταν τον είδε να βγαίνει από την κουζίνα. Κοντοστάθηκε ο Βασίλης. Γύρισε προς το μέρος του. Κούνησε το κεφάλι αντί να μιλήσει.

«Πήγατε στην κηδεία;»

«Ναι. Πήγαμε μαζί στην κηδεία, την παρακολουθήσαμε όλη, πήγαμε και στον καφέ μετά και ήπιαμε, στα κρυφά, κονιάκ. Προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τους μεγάλους» σχολίασε ο Βασίλης, νοσταλγικά.

«Στους δικούς σου, τι είπες;»

«Τίποτα δεν είπα».

«Μα… Δεν σε ρώτησαν κάτι;»

«Ναι. Γιατί άργησα. Τους είπα ότι βρήκα τα παιδιά, ότι ξεχάστηκα, γύρισα με το ψωμί στο σπίτι κι ύστερα είπα ότι βγαίνω να παίξω. Δεν ήταν ανάγκη να ξέρουν» απάντησε κοφτά.

«Μάλιστα…» μουρμούρισε ο Λάμπρος.

«Καληνύχτα, Λάμπρο».

«Καλή ξεκούραση, παιδί μου».

Ανέβηκε στο δωμάτιο ο Βασίλης, αισθητά ελαφρότερος, μα περισσότερο προβληματισμένος. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε για όλες τις επώδυνές του αναμνήσεις και πίστευε ότι αυτό τον έκανε ευάλωτο. Τον εμπιστευόταν τον Λάμπρο, γι αυτό και του μιλούσε. Του έβγαζε κάτι ανεξιχνίαστο. Ίσως να ‘φταιγε εκείνο το μόνιμο γαλήνιο ύφος, ή ο τρόπος που είχε να κάνει τις συζητήσεις ανάλαφρες, όσο επίπονες κι αν ήταν.

Ξάπλωσε δίπλα στην Μελίνα. Την αγκάλιασε. Μισάνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. «Πού πήγες μπέμπη;» τον ρώτησε ενώ χασμουριόταν.

«Πουθενά, ομορφιά μου» ψιθύρισε ο Βασίλης. Ένιωσε το χέρι της να σαλεύει κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Σούφρωσε τα φρύδια του και πήρε το σοβαρό του ύφος. «Έχει ορεξούλες το μωρό μου;» την ρώτησε, προσπαθώντας να μη χαμογελάσει.

«Ναι, ξύπνησε με ορέξεις το μωρό σου» του απάντησε κοφτά.

«Έλεγα να δοκιμάσουμε κάτι» της είπε ο Βασίλης, κρατώντας εκείνο το ύφος. Τον στραβοκοίταξε η Μελίνα. «Λέγε» διέταξε. Έκλεισε τα μάτια ο Βασίλης, για να μην βλέπει το νευριασμένο πρόσωπό της και βάλει τα γέλια. Της έβγαλε την γλώσσα.

«Ηλίθιε!» έκανε αγριεμένα εκείνη.

«Όχι, δεν κατάλαβες» απάντησε γαλήνια ο Βασίλης.

«Όχι. Δεν… Τι;» σάστισε. Τον κοίταξε για μια στιγμή. «Α! Όχι! Όχι, όχι, όχι!»

«Γιατί ρε μωρό;» παραπονέθηκε ο Βασίλης.

«Γιατί έτσι!»

«Το έτσι δεν είναι απάντηση».

«Όχι είπα!»

«Δώσε μου έναν καλό λόγο».

«Δεν θέλω!»

«Δεν είναι λόγος αυτός».

«Γιατί… Ρε Βασίλη…» άρχισε την γκρίνια η Μελίνα.

«Ναι;» την παρότρυνε εκείνος.

«Κι άμα δε σ’ αρέσει;»

«Σοβαρέψου, μπέμπα».

«Κι άμα μυρίζει;» συνέχισε εκείνη κι ο Βασίλης δεν άντεξε και ξέσπασε σε γέλια. «Γιατί γελάς ρε βλάκα;»

«Γιατί είσαι αστεία» της απάντησε πριν χωθεί κάτω απ’ τα σκεπάσματα.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο Κεφάλαιο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: