«Έλλη, εδώ!»
Η Έλλη, κουνώντας ζωηρά το χέρι της, χαιρέτησε την παιδική της φίλη, που κάθονταν στο πέτρινο ψηλό τείχος του βυζαντινού κάστρου με τα πόδια της να κρέμονται στο κενό και άρχισε να σκαρφαλώνει με ζωηρότερο βήμα το στενό, φιδωτό μονοπάτι.
Σε μια στροφή η Καίτη έπεσε πάνω της γελώντας.
«Πότε ήρθες;»
«Πριν λίγο!» απάντησε λαχανιασμένη αγκαλιάζοντας τη σφιχτά.
«Έλα, όλα τα παιδιά είναι πάνω!» είπε η Καίτη και την τράβηξε. Η παρέα την υποδέχτηκε με γέλια και χαρές. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη, που έπειτα από μια δύσκολη χρονιά βρέθηκε πάλι με τους αγαπημένους της καλοκαιρινούς φίλους. Παρατηρούσε τις αλλαγές στο κορμί και στο πρόσωπο τους ξαφνιασμένη, όταν εντόπισε ένα αγόρι να κάθεται κουλουριασμένο, στο ψηλό παράθυρο του μισογκρεμισμένου πύργου, στην άκρη του κάστρου.
«Καινούριος είναι;» ρώτησε την Καίτη
«Όχι, θυμάσαι τον Ανδρέα;»
«Τον Ανδρέα;» μουρμούρισε ερωτηματικά
«Ναι, που μένει στο μπλε σπίτι, στον πάνω μαχαλά. Χρόνια είχε να ΄ρθει,»
«Τον Ανδρέα!» ξεφώνισε χαρούμενη η Έλλη, σα θυμήθηκε το μελαχρινό αγόρι με τις μεγάλες βλεφαρίδες, που σκίαζαν τα γλυκά, καστανά μάτια του.
«Μένει μόνιμα στο χωριό τώρα» πετάχτηκε η Μυρτώ.
«Μόνιμα;» απόρησε
«Ναι, απίστευτο δεν είναι;» παρενέβη η Λένα. «Η γιαγιά μου λέει ότι έμπλεξε στην Αθήνα, γι`αυτό τον έστειλαν στο χωριό».
«Εμένα, λέει να μην τον πλησιάζω» είπε συνοφρυωμένος ο Νίκος.
«Γι`αυτό κάθεται μόνος;»
«Μπα!» ξεφώνισε η Χρύσα «Αυτός δε μας καταδέχεται».
Η Έλλη με τη πρώτη ευκαιρία ξεμάκρυνε από τους άλλους και πήρε το δρόμο προς τον πύργο. Προσπάθησε να βρει πατήματα για να σκαρφαλώσει στο ψηλό παράθυρο, που κάθονταν ο Ανδρέας.«Ανδρέα!» φώναξε «Πως ανέβηκες εκεί πάνω; Ανδρέα!» μα ‘κείνος δεν απάνταγε. Το πόδι της γλίστρησε και σωριάστηκε με μια κραυγή πόνου στο ανώμαλο πάτωμα. Ο Ανδρέας πήδηξε δίπλα της με χάρη αίλουρου.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε με σκληράδα. Η Έλλη βογκώντας τον κοίταξε κατάματα προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Είχε αλλάξει, δεν ήταν μόνο τα μακριά ως τον ώμο μαλλιά, το κορμί που φαίνονταν πιο δεμένο, το πρόσωπο του που είχε αποκτήσει περισσότερες γωνίες με ένα αχνό μουστάκι, ούτε τα διάσπαρτα σπυριά, ήταν το βλέμμα του. Το βλέμμα του είχε σκληρύνει. Είχε κάτι σκοτεινό.
«Πονώ», έκανε παραπονιάρικα και έτεινε το χέρι της για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Μα κείνος, χωρίς να της μιλήσει, της γύρισε τη πλάτη και έφυγε.
Η Έλλη έμεινε άναυδη να κοιτά προς το μέρος του, καθώς απομακρύνονταν.
Λίγες μέρες μετά τον συνάντησαν στις βάθρες, τις μικρές φυσικές λίμνες με καταρράκτες που σχημάτιζε το ρυάκι του χωριού και πήγαιναν για μπάνιο μικροί – μεγάλοι. Ήταν ήδη εκεί. Είχε σκαρφαλώσει στο βράχο με τον καταρράκτη και έκανε μια πολύ θεαματική βουτιά. Η Έλλη περίμενε να βγει, για να πάει να του μιλήσει. Ακόμα ήταν συγχυσμένη με τη συμπεριφορά του και η μελανιά στον ποπό της δεν την άφηνε να το ξεχάσει. Μα η ώρα περνούσε και κείνος δεν εμφανίζονταν. Έριξε μια ανήσυχη ματιά στα παιδιά, που συνέχιζαν να μιλάν, να αστειεύονται και να χασκογελούν, όπως συνήθως. Τότε τον είδε. Αναδύθηκε, στην άλλη άκρη της βάθρας και ανασήκωσε το καλογυμνασμένο κορμί του πάνω στο βράχο, αφήνοντας το νερό να κυλήσει σχηματίζοντας σταγόνες, που έτρεξαν να συναντήσουν τις αδερφές τους στο κρυστάλλινο νερό του μικρού ποταμού.
«Κρατά πολύ την ανάσα του» σύρισε με ζήλια ο Μιχάλης και η κουβέντα άναψε σχετικά με την περίεργη συμπεριφορά του. Τα κουτσομπολιά και οι εικασίες έδιναν και έπαιρναν. «Σου λέω τον κακοποιούσε ο γκόμενος της μάνα του!» επέμενε η Αλίκη χαμηλόφωνα ρίχνοντας του πλάγιες ματιές, μα οι άλλοι έφερναν αντιρρήσεις.
Η Έλλη τους άκουγε αμίλητη και με την πρώτη ευκαιρία τους παράτησε και κολύμπησε ως τον Ανδρέα, που είχε ξαπλώσει σε μια λεία πέτρα.«Γεια, με θυμάσαι;» ρώτησε και μην περιμένοντας απάντηση συνέχισε «Με λένε Έλλη. Παίζαμε μικρά, παλιά…» είπε χάνοντας το θάρρος της και ξάπλωσε δίπλα του σιωπηλή. Από τότε πάντα τον ξετρύπωνε και καθόταν δίπλα του αμίλητη, ώρες. Οι μέρες περνούσαν και ο Ανδρέας είχε αρχίσει σιγά σιγά, χάρις την Έλλη να γίνετε μέρος της μικρής συντροφιάς, έστω και βουβός.
«Αύριο είναι πρώτη Αυγούστου», του είπε η Έλλη σπάζοντας για πρώτη φορά τη σιωπή τους. «Έρχεται η μητέρα μου…» έπειτα από μια μικρή σιωπή πρόσθεσε γεμάτη αποστροφή «Και αυτός!» Ο Ανδρέας την κοίταξε απορημένος, μα κείνη είχε ήδη σηκωθεί και έτρεχε μακριά. Σε ποιον θα μπορούσε να πει για τα επίμονα χαϊδέματα, τα φιλιά και τις παρατεταμένες αγκαλιές, που την έκαναν να αισθάνεται άβολα; Σε ποιόν θα μπορούσε να ομολογήσει το φόβο της και τις ανησυχίες της;
Την επόμενη η παρέα πήγε ως συνήθως στις βάθρες. Υπήρχε μια ασυνήθιστη βαβούρα μιας και πολλοί, που είχαν καταφθάσει από την πρωτεύουσα και τις μεγαλουπόλεις για να περάσουν τις Αυγουστιάτικες διακοπές τους στα πάτρια εδάφη, είχαν έρθει για να κάνουν το μπάνιο τους στα δροσερά νερά του μικρού ποταμού.
«Τι να πάθε η Καίτη και δεν έχει ακόμα εμφανιστεί;» αναρωτήθηκε η ‘Έλλη.
«Δε νομίζω να έρθει. Ο παππούς της δεν την αφήνει λόγο των Δριμών.»
«Ποιών;»
«Των Δριμών» είπε η Χρύσα. «Δεν ξέρεις ότι τις πρώτες μέρες του Αυγούστου δεν κάνει να κάνεις μπάνιο, να πλησιάζεις το νερό, να πλένεις ρούχα και να βγαίνεις τα μεσημέρια;»
«Γιατί;»
«Εξαιτίας των Δριμών» έκανε ανυπόμονα η Χρύσα. «Είναι νεράιδες του νερού και τσαντίζονται, πνίγουν κόσμο και χαλάν τα ρούχα, κάτι τέτοιο…» είπε και πήδηξε πάνω από το ψηλό βράχο στο θολό πρασινωπό νερό της μικρής φυσικής πισίνας. Λίγο αργότερα ένα ακόμα ζευγάρι εμφανίστηκε. Μια μελαχρινή, όμορφη γυναίκα που αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν συνέχεια με ένα μεσόκοπο, φαλακρό άντρα με γυμνασμένα μπράτσα και πλαδαρή κοιλιά. Η Έλλη καθισμένη, όπως συνήθως, δίπλα στον Ανδρέα τους αγνόησε επιδεικτικά. Από την άλλη ο Ανδρέας τους παρατηρούσε με ενδιαφέρον πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Ο άντρας άρχισε να κάνει επίδειξη, βουτώντας και ξαναβουτώντας από τον μικρό καταρράκτη, στην όμορφη γυναίκα και τις φίλες της. Συχνά πυκνά το βλέμμα του στέκονταν σκοτεινό πάνω στη μικρή Έλλη, που κουβαριασμένη και τυλιγμένη σφιχτά σαν ντολμαδάκι με μια πετσέτα προσπαθούσε να κρύψει την αναστάτωση της, ή ξεστράτιζε προς τα υπόλοιπα κορίτσια της παρέας, που έπαιζαν λίγο πιο πέρα πατητές. Κάποια στιγμή κολυμπώντας πέρασε από μπροστά τους και τη χαιρέτησε χαμογελώντας της πλατιά, μα τα παγωμένα μάτια του την έκαναν ν ανατριχιάσει.
«Τι έγινε μικρή, κρυώνεις; Δε θα βουτήξεις καθόλου;»
«Αργότερα, ίσως…» απάντησε αόριστα εκείνη αποστρέφοντας το βλέμμα της.
«Πάμε στο μεγάλο καταρράκτη;» τη ρώτησε ο Ανδρέας μόλις ο πατριός της απομακρύνθηκε και κείνη του έγνεψε θετικά. Ανέβηκαν το δύσβατο και επικίνδυνα γλιστερό μονοπάτι ως εκεί. Ο μεγάλος καταρράκτης ήταν εντυπωσιακός. Ένας κάθετος λείος βράχος έπεφτε σε μια ολοστρόγγυλη βάθρα με σκούρα σμαραγδένια θολά νερά. Γύρω τους τεράστια πλατάνια και καστανιές σχημάτιζαν μια καταπράσινη ομπρέλα. Δεν υπήρχε ψυχή! Η Έλλη κάθισε μελαγχολική σε ένα μεγάλο λείο βράχο, ενώ ο Αντρέας συνέχισε το μονοπάτι, ώσπου βρέθηκε πάνω από το μεγάλο καταρράκτη και από εκεί έκανε μια εντυπωσιακή βουτιά. Όταν αναδύθηκε μπροστά από το βράχο, που είχε καθίσει η Έλλη, ο μεσόκοπος άντρας στέκονταν από πάνω του. Ανατρίχιασε και έκανε να κολυμπήσει μακριά.
«Ωραία βουτιά μικρέ. Πώς ανέβηκες εκεί πάνω;»
Ο Ανδρέας του έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και έπειτα κοίταξε το χέρι του, που χάιδευε αργά αργά την πλάτη της Έλλης, κατέβηκε στον πισινό της και στάθηκε εκεί. Η Έλλη ωχρή, είχε κοκαλώσει. Με υγρά μάτια στυλωμένα στον καταρράκτη, έσφιγγε το στόμα της να μην ουρλιάξει και ρουφούσε με γρήγορες, κοφτές ανάσες τον αέρα.
«Είναι δύσκολο για σένα», είπε προκλητικά ο Ανδρέας. Ένα στραβό χαμόγελο φάνηκε στα σφιγμένα χείλη του Μάρκου.
«Λοιπόν,πώς θα ανέβω εκεί;» τον ρώτησε ξανά κοιτώντας γύρω του τους στενούς κάθετους τοίχους του φαραγγιού.
Του ΄κάνε νόημα να τον ακολουθήσει. Μόλις οι δυο τους απομακρύνθηκαν η Έλλη κατρακύλησε βιαστική το στενό μονοπάτι για να βρεθεί στην ασφάλεια του πλήθους. Σύντομα οι δυο τους στέκονταν σε μια γλιστερή πέτρα δίπλα από το μεγάλο καταρράκτη.
«Είναι πολύ ψηλά» μουρμούρισε σκεφτικός ο Μάρκος και έψαχνε με το βλέμμα του να βρει την Έλλη. Εκνευρίστηκε που έπεσε στην παγίδα του μικρού και η μικρή είχε βρει την ευκαιρία να εξαφανιστεί.
«Φοβάσαι;» του ΄πε με κοροϊδευτικό τόνο ο Ανδρέας και ξαφνικά, βούτηξε.
Ο Μάρκος βούτηξε αμέσως μετά χωρίς να το σκεφτεί. Μόλις τα πόδια του ακούμπησαν τα παγωμένα νερά του μικρού ποταμού πήρε ασυναίσθητα, μια βαθιά ανάσα. Βυθίζονταν με ορμή στο κρύο νερό τινάζοντας μυριάδες σταγόνες. Η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα στο στήθος του και τα άκρα του μούδιασαν. Το νερό τον κάλυψε σαν σάβανο. Λίγα δεύτερα μετά τίποτα δεν πρόδιδε την ύπαρξη ζωής μες τη μικρή υδάτινη λεκάνη. Πήρε ν`ανεβαίνει αργά προς το πολύχρωμο ημιδιάφανο σεντόνι που στραφτάλιζε. Λίγα εκατοστά πιο πάνω βρίσκεται ο πολύτιμος αέρας. Ήδη ένιωθε τα πνευμόνια του ν`ασφικτιούν. Η αδρεναλίνη κατέκλυσε το κορμί του. Έσφιξε το στόμα και τίναξε τα πόδια του, μα η απόσταση δεν έμοιαζε να μικραίνει. “Τι στο καλό;” πέρασε φευγαλέα η σκέψη, προτού νιώσει τον πανικό να τον κατακλύζει. Δυο χέρια, όμοια αλυσίδες, του γράπωσαν τους αστραγάλους. Με δύναμη τον τράβηξαν προς τα κάτω. Γούρλωσε τα μάτια προσπαθώντας ν’αναγνωρίσει τη θολή φιγούρα με τα μακριά μαλλιά, που σέρνονταν στο βυθό. Τα μάτια της τον τρυπούσαν, όμοια πυρωμένα καρφιά. Ο πανικός του θέριευσε, τινάχτηκε και άρχισε να κλωτσάει μανιασμένα. Ελευθερώθηκε! Τα κατάφερε! Τα δάκτυλα του έσχισαν την εύθραυστη επιφάνεια του νερού, ψάχνοντας να βρουν ένα κράτημα, ενώ τα πνευμόνια του είχαν πάρει φωτιά. Κοίταξε κατά τα πόδια του ψάχνοντας για το αλλόκοτο πλάσμα, μα δεν υπήρχε τίποτα εκεί. “Θα το φαντάστηκα!” καθησύχασε τον εαυτό του. Τα χέρια του βγήκαν ήδη ως τους αγκώνες.Τέντωσε το κεφάλι του κατά το λεπτό όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ξάφνου κάτι τον γράπωσε από την πλάτη και με δύναμη τον απομάκρυνε από το πολυπόθητο οξυγόνο βουλιάζοντας τον. Φευγαλέες ασυνάρτητες εικόνες από τη ζωή του μπερδεύτηκαν με το θολό σκουροπράσινο περίγυρο του. Η μάνα του που τον νανούριζε, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα γυφτάκι με αίματα να τρέχουν από το κεφάλι του καθώς το χτυπούσε με μανία, ένα μπουκάλι να κυλά στο πάτωμα δίπλα στο μισοκοιμισμένο πατέρα του, τα βυζιά της φοιτήτριας που βίασε, ένα παράθυρο που αντίκριζε τον πύργο του Άιφελ, το ΄χερι του να χαιδεύει το άβγαλτο στήθος της Έλλης καθώς κοιμόταν. Ασυναίσθητα άνοιξε το στόμα του και κατάπιε μπόλικο νερό. Το μυαλό σταμάτησε να λειτουργεί, ο έντονος πόνος τον μούδιασε, όλα θόλωσαν, μα τα ανακλαστικά του δούλευαν ακόμα. Έκανε να βήξει ρουφώντας περισσότερο νερό. Το τελευταίο πράγμα που είδε, προτού χάσει τις αισθήσεις του ήταν δεκάδες νεκρωμένα λιανά χέρια που τον καλούσαν. Το άψυχο σώμα του το ανακάλυψαν λίγες ώρες αργότερα, σφηνωμένο στο απομεινάρι ενός ξεραμένου δέντρου στον πάτο της βάθρας.
«Μα τι έγινε;» ρώτησε η Μυρτώ
«Οι Δρίμες» απάντησε με σκοτεινό βλέμμα ο Ανδρέας.
Η Έλλη γύρισε και τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Οι Δρίμες» επανέλαβε με ένα τόνο σιγουριάς και έσφιξε το χέρι του φίλου της.