,

Φευγάτος – III

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Δυστυχώς, εκείνη η σχέση, δεν ήταν γραφτό να ευδοκιμήσει, εκείνη την περίοδο. Έφταιγαν οι μολυσμένες πληγές που και οι δύο έφεραν πάνω τους. Δεν θα τους άφηναν να στεριώσουν. Ισορροπούσαν σε μια λεπτή κλωστή που θα έσπαγε, αν ταραζόταν από το οτιδήποτε κι αυτό το οτιδήποτε ήταν πλέον γεγονός. Η Μελίνα το έμαθε ένα απόγευμα. Είδε τα σημάδια και έτρεξε στον γιατρό της. Καθόταν σε μια ξύλινη θέση στο λεωφορείο που αγκομαχούσε, είχε ρίξει το κεφάλι της στο τζάμι και δάκρυζε. Ξεκινούσαν οι σκέψεις της με ένα «αν» και κατέληγαν πάρα πολύ μακριά, σε μακάβριες εικόνες που δεν άντεχε. Της καρφώθηκε στο κεφάλι πως θα έχανε τον Βασίλη και για κάτι τέτοιο δεν ήταν προετοιμασμένη.

«Πώς;» ψιθύρισε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της κι ύστερα χαμογέλασε γλυκά, όταν ξανάζησε με το μάτι της φαντασίας της εκείνη την στιγμή. Ήξερε και το πώς και το πότε. Ήταν ένα απ’ τα πρώτα τους βράδια και γι’ αυτό ήταν απόλυτα σίγουρη. Βέβαια, δεν μπορούσε να σιγουρευτεί για το αν έπρεπε να το πει στον Βασίλη ή όχι.

Γύρισε με βαριά διάθεση στο σπίτι της και ανέβηκε στο δωμάτιό της, χωρίς να χαιρετίσει. «Πού τον έχεις τον μπέμπη σου;» φώναξε ο Λάμπρος απ’ την κουζίνα, για να την πειράξει, μα δεν πήρε απάντηση. Παραξενεύτηκε, γιατί η κόρη του δεν αντιδρούσε ποτέ καλά στο πείραγμα. Συνήθως τον έβριζε και γι’ αυτό, ο Λάμπρος, ήταν πανευτυχής. Μέσα σε ένα μήνα και κάτι, είχε μάθει, μαζί με τον Βασίλη, να εξωτερικεύει τα συναισθήματά της, όποια κι αν ήταν αυτά. Κάτι που δεν έκανε σχεδόν ποτέ, πριν τα μπλέξει με τον φευγάτο.

«Ρε γαμπρέ, πρέπει να σου δώσω κλειδιά. Δε γίνεται αυτή η δουλειά, να με σηκώνεις για να σου ανοίξω την πόρτα» είπε μισοαστεία και μισοσοβαρά ο Λάμπρος, κοιτάζοντας τον Βασίλη στο κατώφλι της πόρτας.

«Κεφάτος είσαι, Λάμπρο;»

«Κεφάτος, ναι… Ναι… Άντε, τράβα πάνω, γιατί η μικρή έχει βάλει σκοπό να κατεδαφίσει το σπίτι με την κιθάρα» μουρμούρισε ο Λάμπρος, παίρνοντας το παλτό του. Χαιρέτισε τον Βασίλη και βγήκε στον παγωμένο δρόμο. Σήκωσε τον γιακά του και προσπάθησε να προσανατολιστεί στα στενά. Είχε χρόνια να τον κάνει εκείνο τον δρόμο, μα, πλέον, ήταν επιτακτική ανάγκη να τον βαδίσει και να κάνει μια συζήτηση που θα ‘πρεπε από καιρό να ‘χει κάνει.

Ίδιο ήταν το σπίτι εκείνο, όπως το είχε στις αναμνήσεις του. Άδεια η αυλή του, σκουριασμένα τα κάγκελα, ραγισμένο το τζάμι της πόρτας. Πέρασε την αυλόπορτα που έτριζε και βάδισε στις σπασμένες πλάκες, για να φτάσει την εξώπορτα. Δεν δούλευε το κουδούνι. «Τα παράτησες όλα στη μοίρα τους, Φάνη, μαζί και τα παιδιά» συλλογίστηκε, καθώς βροντούσε την πόρτα.

Ίδια ήταν και η Γιάννα, που είχε γεράσει, σαν κι εκείνον, μα δεν είχε χάσει εκείνη την απόκοσμη σπίθα από τα μάτια της. Δεν τον αναγνώρισε με την πρώτη. Μισόκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να θυμηθεί σε ποιον της έφερνε εκείνος ο φαλακρός με το τσιγάρο στο στόμα. Μόνο όταν άκουσε την φωνή του, μαλάκωσε και χαμογέλασε. «Εσύ είσαι βρε Λάμπρο;»

«Εγώ και μόνο εγώ. Να μπω;»

«Ναι, φυσικά, έλα» μουρμούρισε η Γιάννα, ανοίγοντάς του την πόρτα.

Το βλέμμα του Λάμπρου έπεσε στον παλιό καναπέ, που ‘ταν γεμάτος με στάμπες. Μύριζε παράξενα το σαλόνι. Ίσως και να ήταν η ιδέα του, μα ένιωθε ότι υπήρχε κάτι νεκρό στην ατμόσφαιρα. «Σπίτι, είναι το μέρος που πάντα θα σε περιμένει κάποιος» θυμήθηκε κάποια παλιά λόγια του παππού του. Συνειδητοποίησε τα λεγόμενα του Βασίλη. Δεν ζούσε σε σπίτι. Κάτω από μερικά κεραμίδια ζούσε, σ’ ένα παράπηγμα που η αποφορά της μοναξιάς, σε τύλιγε με κάθε ανάσα.

Με βαριά καρδιά κάθισε στον καναπέ ο Λάμπρος κι έκανε νόημα στη Γιάννα, με τα μάτια, να κάτσει απέναντί του. Τίναξε τη στάχτη του σ’ ένα καθαρό τασάκι. Έτριψε το πηγούνι του. «Θα σ’ τα πω μία φορά και δε θέλω να με διακόψεις» της είπε, αναστενάζοντας.

«Περί…» πρόλαβε να πει εκείνη, πριν τον δει να σηκώνει το χέρι του. «Ας αρχίσω με το γεγονός ότι η κόρη μου τα ‘μπλεξε με τον γιό σου…» έκανε ο Λάμπρος κι η Γιάννα άνοιξε το στόμα της. «Ωπ, ωπ, ωπ! Τι είπαμε; Δε θα διακόψεις!»

«Καλά» μουρμούρισε, εκείνη, απρόθυμα.

«Δεν ήρθα για να ζητήσω τα ρέστα, ή για να κάνω καυγά, ή οτιδήποτε τέτοιο μπορεί να σου περνάει απ’ το μυαλό. Εξ’ άλλου, τα βράδια που δεν κοιμάται εδώ ο Βασίλης, κοιμάται σ’ εμένα. Άσχετα με το τι σας έχει πει και τι όχι, αυτό, τουλάχιστον, ήθελα να το ξέρεις. Αν χρειαστεί να τον ψάξεις κάνα βράδυ, πάρε τηλέφωνο σ’ εμένα. Εκεί θα ‘ναι. Έκοψε και την αλητεία ο μικρός. Συμμαζεύτηκε. Βασικά, δεν μπορώ να καταλάβω αν ηρέμησε ο Βασίλης ή αν αγρίεψε η Μελίνα· έτσι την είπα τη μικρή, βλέπεις ούτε εγώ κατάφερα να ξεπεράσω κάποια πράγματα» είπε ο Λάμπρος με ήρεμο τόνο κι έπειτα έκανε μια μικρή παύση, για να σβήσει το τσιγάρο και να ανάψει άλλο.

«Ο πρώτος απ’ τους λόγους που με έφεραν εδώ, είναι ότι θα φύγω για καμιά βδομάδα. Το ‘χω ανάγκη. Βλέπεις, πέρα από πατέρας, γιατρός, σύμβουλος, φίλος, είμαι και άνθρωπος και θέλω κι εγώ να βρω τις άκρες μου. Την μικρή δεν την εμπιστεύομαι να μείνει μόνη της. Εκτός του ότι θα πεινάσει· φταίω κι εγώ που την κακόμαθα· θα κατεδαφίσει και το σπίτι. Ο Βασίλης, απ’ την άλλη, είναι νοικοκύρης. Σωστός νοικοκύρης, όχι σαν κάποιους, ντεμέκ, νοικοκυραίους…»

«Δε μου ζητάς την άδεια, μου το ανακοινώνεις» πετάχτηκε η Γιάννα.

«Δεν είχα σκοπό να σου ζητήσω καμία άδεια. Το ότι κάνω τον μαλάκα, δε σημαίνει ότι είμαι κιόλας. Καταλαβαίνεις πού το πάω ή, όπως θα ‘λεγε κι ο κανακάρης σου, ν’ ανοίξω τα χαρτιά μου;»

«Ακούω» ξεφύσησε η Γιάννα.

«Έχετε κάνει πολύ μεγάλο κακό στο παιδί. Τον έχετε σακατέψει σε πολλούς τομείς. Θα δώσω τα εύσημα σε σένα, ο Φάνης δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, αλλά έχει βάλει κι εκείνος το χεράκι του. Τα παιδιά, Γιάννα, δεν μας ανήκουν. Ανήκουν μόνο στους εαυτούς τους. Δεν είδες ποτέ σου το παιδί. Ποτέ. Τον πατέρα του έβλεπες, κάθε φορά που τον κοίταζες. Τον άνθρωπο που σε παράτησε δύο φορές, γιατί είχε οικογένεια. Τον άνθρωπο που σε πλήγωσε. Τον άνθρωπο που σε ξεπαρθένιασε και σ’ έβαλε να ρίξεις ένα παιδί που ήθελες να κάνεις μαζί του. Τον άνθρωπο που…»

«Φτάνει!» ούρλιαξε η Γιάννα.

«Όχι, δεν κατάλαβες, δεν φτάνει! Όταν σου ‘λεγε το παιδί, «μαμά φτάνει», εσύ, Γιάννα, τι έκανες; Δικά σου λόγια σου λέω, λόγια που είπες κάποτε στην Μελίνα. Λόγια που, ευτυχώς, δεν πήρε μαζί της στον τάφο της και μπορώ, σήμερα, να καταλάβω γιατί συμπεριφέρεται έτσι αυτό το παιδί. Ξέρεις σε τι κόσμο ζούμε, Γιάννα; Ξέρεις ότι ο μικρός θα μάθει, κάποια στιγμή, για τον πατέρα του; Ξέρεις ότι με το μίσος σου, ναι, μίσος ήταν, έχεις καταφέρει να ξεθεμελιώσεις τον κόσμο ενός παιδιού; Μη μου λες ότι φτάνει! Έλα στα συγκαλά σου, επιτέλους!»

«Ποια συγκαλά μου;»

«Γιατί το ‘κανες το παιδί; Για να το κοιτάς όταν κλαίει, να σφίγγεις τα δόντια και να του λες πως είναι ίδιο ο πατέρας του;»

«Όχι!»

«Τότε;»

Πάγωσε η Γιάννα που δεν βρήκε κάποια απάντηση σ’ εκείνη την ερώτηση. Κούνησε το κεφάλι του, θλιμμένα, ο Λάμπρος. «Ξέρεις, Γιάννα, πόσο επώδυνο είναι ν’ ακούς ένα παιδί, να σου λέει ότι την τελευταία φορά που το πήραν αγκαλιά ήταν οχτώ κι εκείνη που το αγκάλιασε ήταν η αδερφή του; Μήπως ξέρεις πώς το βιώνει αυτό το παιδί; Κοίτα έξω, τα παιδιά που παίζουν. Είναι παιδιά. Ο Βασίλης ήταν ανέκαθεν ενήλικός. Τον βάλατε, με το έτσι θέλω, σ’ αυτό το ρόλο κι εκείνος που δεν ήξερε, τον ανέλαβε. Ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Αργά ή γρήγορα θα τον πληγώσει η κόρη μου και τότε, Γιάννα, δεν θα ‘σαι εκεί για να τον στηρίξεις, σαν μάνα. Εγώ θα είμαι, σαν γιατρός» είπε ο Λάμπρος, πριν σηκωθεί από τον καναπέ.

«Λάμπρο…»

«Όχι. Δεν ήρθα για ν’ ακούσω. Ήρθα για να κάνω δηλώσεις, Γιάννα. Είναι αργά πια. Δεν είμαι διατεθειμένος να δω ακόμη ένα άτομο να αφαιρεί την ίδια του τη ζωή, επειδή κάποιοι φρόντισαν να του την στερήσουν. Έγινε μια φορά με την Μελίνα και δεν θα το επιτρέψω να ξανασυμβεί. Ειδικά σ’ ένα παιδί. Ο Βασίλης έχει πει κάτι πολύ σοφό, που θα του πάρει χρόνια για να το καταλάβει. Λέει ότι η αυτοκτονία και η δολοφονία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Έχεις οπλίσει το χέρι ενός αδαμάντινου ανθρώπου, κάποιου που φοβάται μόνο την σκιά του και τίποτα περισσότερο. Μακάρι, Γιάννα, να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα όπλα που έφτιαξε για ν’ αντέξει εδώ μέσα».

«Μάλιστα» μονολόγησε η Γιάννα.

«Έχεις κάτι να μου πεις; Οτιδήποτε;»

«Περιμένεις απολογία, Λάμπρο;»

«Συνειδητοποίηση περιμένω».

«Για ποιο πράγμα;»

«Άδικα χάλασα το σάλιο μου. Καλό απόγευμα» είπε γνέφοντας κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στα στενά της πόλης.

Δεν γύρισε στο σπίτι ο Λάμπρος, μόνο περιπλανήθηκε για κάμποση ώρα, μέχρι να βρει το κουράγιο να πάει στο νεκροταφείο. Δεν πήγαινε συχνά στο μνήμα της Μελίνας. Μόνο όταν κοντοζύγωνε η επέτειος του θανάτου της κι όταν ήταν πραγματικά ζορισμένος. Εν ζωή, τον άκουγε χωρίς να μιλήσει. Μπορούσε να περάσει ώρες ατελείωτες, ακούγοντας τα παράπονα του Λάμπρου. Τον έβλεπε και χαμογελούσε. «Ήρθες για παράπονα…» έλεγε, πριν τον πάρει απ’ το χέρι για να ξαπλώσουν μαζί και να τον ακούσει να της παραπονιέται.

«Ήρθα να σου κάνω παράπονα» αναστέναξε ο Λάμπρος, στιγμές πριν καθίσει στο μνήμα της Μελίνας και ανάψει τσιγάρο. «Θα ‘χω κάνει τρία πακέτα σήμερα, μ’ αυτά και μ’ αυτά» μουρμούρισε, πιάνοντας το κεφάλι του. Ξεκίνησε να μονολογεί ακατάσχετα, όπως έκανε κάποτε, τότε που την είχε ακόμη δίπλα του.

*

Δε σε ρωτάω τι κάνεις. Καλά είσαι. Έφυγες. Ηρέμησες. Μ’ άφησες πίσω να κρατήσω τα μπόσικα κι εγώ, ο χαζός, ο δειλός, ο βλάκας, δεν κατάφερα τίποτα. Όχι πως θα τα κατάφερνες εσύ, αν σ’ είχα αφήσει μόνη. Τα ίδια και χειρότερα σκατά, θα τα ‘κανες. Μόνο μαζί θα τα βγάζαμε πέρα. Μόνο εκείνη η ισορροπία που κρατούσαμε κάποτε, θα έφερνε σωστά αποτελέσματα.

Η κόρη σου είναι έγκυος. Το σκέφτομαι και φοβάμαι ότι θ’ ανοίξει το μάρμαρο, ότι θα βγεις και θα πεις «που ‘ν’ το, το μαλακισμένο, να του σπάσω τα πόδια!» Από ‘σένα πήρε, Λίνα. Το δικό σου το ξερό κεφάλι έχει. Ίσως, αν ήσουν εδώ, να την καταλάβαινες. Εγώ δεν μπορώ. Αδυνατώ ρε παιδάκι μου. Παίρνει και τ’ άλλο το παιδί στο λαιμό της. Μια Λίνα κι ένας Λάμπρος κι αυτοί. Ο πιτσιρικάς ηρέμησε, η μικρή ζωήρεψε. Αν ήσουν από μια μεριά να την έβλεπες, θα καμάρωνες, είμαι σίγουρος, για τον τρόπο που βρίζει. Ανοίγεται. Εξωτερικεύει τα συναισθήματά της. Παράξενα παιδιά. Σκατά πτυχία έχω. Να τα καταλάβω, δεν μπορώ.

Έχω, που λες Λίνα, απ’ τη μία, τον φευγάτο. Εύστροφος, σεβαστικός, επαναστάτης, μελετηρός. Άτομο με στόχους, τόσο βαθιά σφηνωμένους στο κεφάλι του, που θα τον τραβήξουν κάτω. Απ’ την άλλη, έχω τη φευγάτη. Εκείνη την εκδοχή της κόρης μας, που δεν πίστευα ότι μπορεί να υπάρξει. Όσο κι αν λέω ότι σου μοιάζει, δεν μοιάζει σε κανένα. Είναι ένα νέο άτομο, ατόφιο, ολόκληρο, με μια δικιά της προσωπικότητα, τόσο άκαμπτη, που όταν σπάει θρυμματίζεται. Ευτυχώς, να λες ευτυχώς, που την έμαθα να σηκώνεται από κάτω. Τη δική σου την κατάληξη θα ‘χε.

Φλυαρώ μωρέ Λίνα. Φλυαρώ και δεν έχω και τα ματάκια σου να με στραβοκοιτάνε για να γυρίζω την κουβέντα εκεί που πρέπει. Η μικρή είναι έγκυος. Σ’ το ‘πα; Ναι, σ’ το ‘πα. Με πήρε τηλέφωνο ο γιατρός της. Είμαι μικρός για να γίνω παππούς. Καλά, και για πατέρας ήμουν μικρός. Όμως ήρθε, όπως ήρθε, όταν ήρθε και τ’ αντιμετώπισα. Αυτό, όμως, δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω. Δίπλα της θα ‘μαι, όποια απόφαση κι αν πάρει κι ας γίνω παππούς στα σαράντα δύο, κι ας γίνει μάνα στα δεκαοχτώ. Το είναι μου δεν μπορώ να αντιμετωπίσω. Το είναι μου και το να διδάξω στην κόρη μας, τι εστί λάθος. Να της περάσω, μ’ ένα τρόπο, οποιοδήποτε τρόπο, ότι εγώ δεν θα είμαι πάντοτε εκεί για να την σώζω. Βλέπεις ακόμη κι αν θεωρεί ότι είναι ανεξάρτητη, στα δύσκολα μπήγει τα κλάματα, με κοιτάζει τρομαγμένα και ψιθυρίζει «μπαμπά μου;» Έρχεται και κουρνιάζει στην αγκαλιά μου, σαν κουτάβι. Κι εγώ, ο μαλάκας, την πιάνω την τελευταία στιγμή πριν φάει τα μούτρα της και της λέω ότι όλα θα φτιάξουν.

Προβληματίζομαι. Ορκίστηκα ότι αυτή τη φορά, ότι κι αν γίνει, θα την αφήσω να φάει τα μούτρα της για να μάθει. Ίσως να την ρίξω στα βαθιά, μα θα ‘ναι για καλό της. Ο αιωρούμενος κόσμος της μικρής πριγκίπισσας, πρέπει κάποτε να καταρρεύσει και να αρχίσει να ζει στον πραγματικό κόσμο. Ήδη έκανε το πρώτο βήμα. Δεν μ’ έχει πλέον ανάγκη, γιατί είναι κάποιος άλλος δίπλα της. Κάποιος που εμπιστεύεται απόλυτα. Δεν ξέρεις πόσο με χαροποιεί αυτό. Αρχίζει να βαδίζει το δύσκολο μονοπάτι της πραγματικότητας. Όπως το βαδίσαμε κι εμείς κάποτε. Τέλος πάντων.

Φοβάμαι. Φοβάμαι ότι αυτό που έχει θα διαλυθεί. Είναι μονόδρομος. Είναι τέτοιοι οι χαρακτήρες τους, που στην πρώτη ρήξη, όσο μικρή κι αν είναι, θα πάρουν σβάρνα τον ντουνιά. Ο Βασίλης θα φύγει. Στα δύσκολα φεύγει για να σκεφτεί, για να ηρεμήσει, για να καταστρώσει το σχέδιό του, για να βρει λύσεις σε προβλήματα που, συνήθως, δεν του ανήκουν. Αυτός είναι ο φευγάτος κι έτσι είναι ο χαρακτήρας του. Μένει όταν θέλει, φεύγει όταν πρέπει. Θα της πάρει πολλά χρόνια της μικρής για να το καταλάβει.

Την μικρή την κακόμαθα. Αν ήσουν εδώ, θα ούρλιαζες και με το δίκιο σου. Θα κάνει τα πάντα για να τον πονέσει και να του αποδείξει ότι έχασε. Μη με ρωτήσεις πώς το ξέρω, αρκεί που το ξέρω. Φταίει που δεν θέλω να το παραδεχτώ στον εαυτό μου.

Ψάχνω ένα τρόπο για να κινήσω τα νήματα, αθόρυβα κι αόρατα, ώστε να πάνε όλα καλά και δεν τον βρίσκω. Πέφτω σε τοίχο. Πήρα άδεια απ’ τη δουλειά. Ναι, γέλα. Έχω ανάγκη να καθαρίσω το μυαλό μου και να σκεφτώ· χρειάζομαι χρόνο. Σ’ αυτούς τους δύο βλέπω εμάς, όχι γιατί είναι κάποιο απωθημένο, όχι, κάθε άλλο. Ανεξήγητο φαντάζει κι όμως, για ακόμη μια φορά, επιβεβαιώνεσαι. Οι δυνατές αγάπες τσακίζονται, οι μεγάλες αγάπες ξεχνιούνται, όμως οι πραγματικές αγάπες δεν σβήνουν ποτέ και με το πέρασμα των χρόνων δυναμώνουν. Έτσι μου είχες πει τότε. Σα να σε βλέπω μπροστά μου. Εγώ, εσύ, το άδειο σπιτάκι μας, το μεταλλικό κρεβάτι που έτριζε, η φάτσα σου η απίστευτη, η σκεφτική γκριμάτσα και τα λόγια.

Αν ήμασταν εκεί τώρα κι ήταν και τα παιδιά εκεί και τα ‘βλεπες, θα ‘λεγες το ίδιο. Επίσης θα ‘λεγες να τα βουτήξω απ’ το κεφάλι και να τα παντρέψω με το έτσι θέλω, όχι γιατί ήξεραν οι παλιοί που το ‘καναν, μα επειδή θα χάσουν, για ένα πείσμα, για μια βλακεία κι έναν εγωισμό, δες το όπως θέλεις, όλα τα υπέροχα πράγματα που βιώνουν. Κατ’ εκείθε πάει.

Το ‘να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο σήμερα. Δεν με χωράει ο τόπος. Είναι που δεν με χωράει ο εαυτός μου. Χάνω το παιχνίδι και δε μ’ αρέσει. Φοβάμαι για τα παιδιά. Φοβάμαι μην έχουν το δικό σου, άδοξο, τέλος. Όχι τόσο για την Μελίνα. Την αγαπάει την ζωούλα της. Για τον άλλο τον πιτσιρικά φοβάμαι. Πνιγμένος νιώθει. Στραγγαλισμένος. Του δίνει οξυγόνο η μικρή μας και δεν είναι τ’ ότι το λέει. Όχι. Το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, κάθε μέρα.

Μ’ άφησες αμανάτι και τα ημερολόγια. Αυτό πού το πας; Πόσα χρόνια ερχόμουν και σ’ έβριζα γι’ αυτά και τους εφιάλτες μου; Πόσα; Δέκα; Δώδεκα; Τώρα κατάλαβα γιατί έπρεπε να τα έχω. Τώρα κατάλαβα και τον λόγο που ‘γραψες στο τέλος, να τα δώσω στην κόρη μας να τα διαβάσει στα δέκατα τέταρτά της γενέθλια. Δεν το έκανα τότε και μετανιώνω σήμερα. Τότε θα σε καταλάβαινε. Τώρα θα σε μισήσει. Σ’ έχει πολύ ψηλά στον κόσμο της και η βουτιά που θα κάνει η εικόνα σου, θα ‘ναι ασύλληπτη.

Ούτε τ’ ότι αυτοκτόνησες της έχω πει. Παραμύθιαζα τον εαυτό μου ότι της λέω ψέματα για να μην την πληγώσω. Εμένα δεν ήθελα να πληγώσω. Πρόσφατη συνειδητοποίηση και αυτή. Θα της το πω όταν με ξαναρωτήσει. Θα το βρω το κουράγιο.

Προχωράει η ζωή, Λίνα, κι εμείς την χάνουμε. Εσύ εκ των πραγμάτων, εγώ από επιλογή. Έβγαινα ραντεβού κι ύστερα ερχόμουν εδώ και τα λέγαμε. Δεν… Όσο κι αν προσπάθησα, και για μένα και για την μικρή, να βρω κάποια, δεν μπορώ. Δεν μ’ αφήνει το μέσα μου. Φοβάμαι το ότι θα καταρρεύσει ο δικός μου κόσμος, εκείνος που με τόσο αγώνα έχτισα όταν χάθηκες. Και να σου πω και κάτι; Δεν θέλω να το αλλάξω. Έχω το παιδί και τη δουλειά. Δεν με γεμίζουν γιατί απόμεινα άδειος. Άδειος σαν άνθρωπος, άδειος σαν ψυχή, άδειος από συναισθήματα. Έγιναν όλα μια λεπτή κι επίπεδη γραμμή. Ρομπότ. Τίποτα περισσότερο.

Δε σε κατηγορώ και το ξέρεις. Έτσι ήμουν και πριν με γνωρίσεις. Άνθρωπος της λογικής. Ίσως, γερνώντας, να έγινα λίγο πιο απόλυτος και να απόμεινα με ψήγματα συναισθημάτων. Τι θα κάνω; Υπομονή. Αυτό μπορώ να κάνω.

Επανέρχομαι. Με τα παιδιά, τι να κάνω; Πώς να τους δώσω να καταλάβουν ότι οι ζωές τους, τους ανήκουν; Πώς να τους εξηγήσω ότι δεν έχουν καμία απολύτως σημασία τα όσα προσπαθεί να τους εντυπώσει η υποκριτική κοινωνία; Πώς τους πω ότι πρέπει να βάλουν τους εαυτούς τους, πάνω από πρέπει, από νόρμες, από θρησκείες, από τον κόσμο και τα θέλω του;

Μεταξύ μας, η δικιά μας την έκανε την δουλειά. Παλιό το σπίτι, ηχομόνωση μηδέν. Τους ακούω, αλλά κάνω την πάπια. Κάποιες φορές βάζω τα γέλια μ’ αυτά που λένε. Άλλες, πάλι, θλίβομαι. Πώς είναι δυνατό μέσα σε τρείς και πέντε λέξεις, να χωρέσεις όλη τη μαυρίλα του κόσμου; Ακούς ένα «έχω ανάγκη μια αγκαλιά» ή ένα «μη μ’ αφήσεις ποτέ» και σκίζεται η καρδιά σου στα δυο.

Δεν ξέρω ρε Λίνα… Μπερδεύομαι. Τα φέρνω βόλτες στο μυαλό, ξανά και ξανά, και δεν στέκει τίποτα. Μακάβριες σκέψεις γεμίζουν το κεφάλι μου, απορίες που δεν θέλω να έχω. Σκέφτομαι ότι η δικιά μας το είδε παιχνίδι. Για κάποιο λόγο μόνο σ’ αυτό το συμπέρασμα που δεν γουστάρω να καταλήξω, καταλήγω. Σκέφτομαι ότι ο Βασίλης είπε «δε γαμιέται» γιατί δεν τον νοιάζει η ευθύνη· του ‘χουν φορτώσει αμέτρητες από δαύτες που τον πνίγουν, μα αυτή θα ‘ναι ολόδική του. Σκέφτομαι, αναπολώ και νοσταλγώ. Κάπως έτσι δεν έγινε και με εμάς;

Βέβαια εμείς δεν τρέχαμε τόσο, ούτε βιαστήκαμε. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε τελείως διαφορετικές καταστάσεις. Μάλλον… Εσύ είχες ν’ αντιμετωπίσεις τα φαντάσματα σου. Εγώ ζούσα με νεκρούς κι εσύ με φαντάσματα. Δεν πρόκειται να σε ξαναρωτήσω «γιατί». Το έμαθα. Έπρεπε να ‘ρθει το σήμερα για να το συνειδητοποιήσω. Θα έρθει κι η μέρα που θα το αποδεχτώ. Σιγουρεύτηκα και γι’ αυτό.

Φεύγω, Λίνα. Φεύγω να πά’ να δω και τα παιδιά λίγο, να μαζέψω πράγματα και να τους πω ότι θα τους αφήσω μόνους τους. Μακάρι να ‘ναι για καλό.

*

Ο Λάμπρος έτριψε τα βουρκωμένα του μάτια πριν σηκωθεί από το μνήμα. Έσφιξε το παλτό του κι έφυγε, καπνίζοντας, για το σπίτι. Χαώδεις ήταν οι σκέψεις που τον βασάνιζαν. Δεν μπορούσε να βρει άκρη κι ούτε και να μιλήσει μπορούσε. Ήξερε ότι έπρεπε να κινηθεί σαν σκιά, για να μην δει τους κόσμους των παιδιών να καταρρέουν.

Όταν έφτασε στο σπίτι, πήγε στο δωμάτιό του και πέταξε ό,τι βρήκε σε μια βαλίτσα. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Μελίνας. Του απάντησε ο Βασίλης. Μπήκε μέσα και τους κοίταξε. Εκείνος ήταν στο γραφείο και διάβαζε. Εκείνη είχε πάρει αγκαλιά την κιθάρα της και γρατζουνούσε. «Παιδιά μου;» έκανε ο Λάμπρος κι ύστερα άρχισε να γελάει μόνος του. Τον κοίταξε με απορία ο Βασίλης κι η Μελίνα δεν έδωσε σημασία.

«Πάω διακοπές!» ανακοίνωσε ο Λάμπρος μέσα στο γέλιο του.

«Πού πας;!» έκανε με έκπληξη η Μελίνα, που τινάχτηκε λες και τη χτύπησε ρεύμα.

«Διακοπές» επανέλαβε ο Λάμπρος.

«Μα… Καλά… Πώς…» τραύλισε η Μελίνα.

«Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει που θα σας αφήσω μια βδομάδα μόνους σας. Μη μου κατεδαφίσετε το σπίτι».

«Καλά να περάσεις, Λάμπρο» μουρμούρισε ο Βασίλης, πριν επιστρέψει στο τετράδιό του.

«Εσύ, κύριος, ναι σ’ εσένα μιλάω, θα μείνεις εδώ!»

«Ξέχασέ το, Λάμπρο, δεν…»

«Το έχω ήδη κανονίσει» τον διέκοψε ο Λάμπρος.

«Τι έχεις κανονίσει;» μουρμούρισε, απρόθυμα, ο Βασίλης.

«Είπα στην κυρία Καραγιώργου ότι θα μείνεις εδώ».

«Είπες στη μάνα μου ότι θα μείνω μια βδομάδα εδώ και… Όπα. Στάκα. Περίμενε. Πού την ξέρεις την κυρά-Γιάννα;»

Η Μελίνα είχε απομείνει να κάθεται στο κρεβάτι και να κοιτάζει πότε τον ένα και πότε τον άλλο, χωρίς να μπορεί να προλάβει την συζήτησή τους. Σταύρωσε τα χέρια ο Λάμπρος και χαμογέλασε παράξενα. «Με τον πατέρα σου δουλεύαμε μαζί. Παλιά βέβαια…» έκανε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης έσκασε στα γέλια.

«Σου φαίνεται αστείο;» ρώτησε ο Λάμπρος, μα ο Βασίλης γύρισε προς την Μελίνα. «Τον φαντάζεσαι με φόρμα και κίτρινο κράνος και μαύρο από πάνω μέχρι κάτω;» ρώτησε πνιχτά. Έριξε μια ματιά στον πατέρα της η Μελίνα και έβαλε κι εκείνη τα γέλια. «Με κίτρινο κράνος; Σαν πυγολαμπίδα θα ‘ταν» σχολίασε.

«Όχι ότι τώρα δεν είμαι, με την καράφλα που ‘χω φτιάξει…» μουρμούρισε ο Λάμπρος, πριν φύγει απ’ το δωμάτιο και τους αφήσει μόνους τους.

Μόνο όταν άκουσαν το αυτοκίνητό του να φεύγει, κατάλαβαν ότι δεν τους έκανε πλάκα. «Σοβαρά πάει διακοπές;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Ειλικρινά… Δεν ξέρω. Συμπεριφέρεται παράξενα σήμερα».

«Σοβαρά μίλησε με την μάνα μου;»

«Τον ξέρεις να αστειεύεται;»

«Όχι. Γι’ αυτό το λέω».

«Τι θα κάνουμε απόψε, μπέμπη;»

«Θα βγούμε έξω».

«Με τα παιδιά;»

«Μόνοι μας».

«Πού θα με πας;»

«Μακριά»

«Πόσο μακριά;»

«Πόσο μακριά θες;»

«Πολύ μακριά…»

«Ντύσου καλά, θα περπατήσουμε» μουρμούρισε ο Βασίλης, καθώς έβαζε τα παπούτσια του. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι η Μελίνα κι άρχισε να ανοίγει τις ντουλάπες της. «Βάλε ό,τι βρεις. Έτσι, για μια φορά, για αλλαγή» της είπε κι εκείνη του χαμογέλασε.

Κατέβηκαν με τα πόδια στο κέντρο και έβαλαν πλώρη για τον σταθμό του τραίνου. Σαν λαθρεπιβάτες θα ταξίδευαν με τον βραδινό συρμό, για κάποια άλλη πόλη, χαμένοι μέσα στον κόσμο. Σάλταραν πάνω στο τρένο κι έπιασαν θέση δίπλα απ’ το σκαλοπάτι του κυλικείου. Κατάμεστο ήταν. Έβγαλε τσιγάρο ο Βασίλης και το άναψε. Έριξε το κεφάλι του πάνω στον ώμο της Μελίνας κι εκείνη έριξε το κεφάλι της στη μεταλλική πόρτα κι απόμεινε να κοιτάζει τ’ άστρα που παρέμεναν καρφωμένα στο στερέωμα.

Δεν έκαναν τη διαδρομή για το ταξίδι, μα για τον προορισμό. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν βυθισμένοι στην βουή του αεικίνητου πλήθους και την δική τους σιωπή που, αναπόφευκτα, έσπασε η Μελίνα, κάπου στη μέση του ταξιδιού.

«Καλέ μου;» ψιθύρισε κι ο Βασίλης έριξε το βλέμμα του πάνω της. Του χαμογέλασε. «Τι σ’ αρέσει περισσότερο πάνω μου;»

«Ο αεροδιάδρομος» απάντησε εκείνος, αφηρημένα.

«Ποιός αε… Α! Είσαι εντελώς βλάκας!» τον μάλωσε η Μελίνα κι ύστερα του φίλησε το μάγουλο. «Από τόσα πράγματα…»

«Τι μ’ αρέσει περισσότερο, δε ρώτησες;»

«Ναι, αλλά… Τέλος πάντων».

«Όχι, «τέλος πάντων», μπέμπα. Λέγε».

«Προσπαθώ να σε πειράξω μωρέ…» του παραπονέθηκε.

«Το ξέρω. Εγώ, όμως, δεν σε πειράζω».

«Βλάκα».

«Αφού ξέρεις, με πιάνει κάτι».

«Ναι, το ξέρω, γι’ αυτό το κάνω έτσι».

«Εκμεταλλεύεσαι τις αδυναμίες μου».

«Έχεις αδυναμίες; Μπα! Να και κάτι καινούριο!» αναφώνησε παιχνιδιάρικα η Μελίνα.

«Μία έχω. Εσένα».

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια μικρή μου πριγκίπισσα. Αλήθεια».

«Να σου πω κάτι;»

«Κάτι;»

«Θέλεις να μείνουμε μαζί;»

«Στο ίδιο σπίτι;»

«Ναι».

«Θέλω, αλλά είναι κομματάκι δύσκολο».

«Γιατί μωρέ Βασίλη;»

«Γιατί, μάτια μου, έχουμε κι ένα σχολείο να βγάλουμε. Και δε νομίζω να μ’ αφήσουν να την κοπανήσω τόσο εύκολα. Ίσως όταν κλείσω τα δεκαοχτώ…»

«Στο τέλος του μήνα δηλαδή. Έλααα»

«Και ποιος θα με ταΐζει, Μελίνα;»

«Δε νομίζω να ‘χει πρόβλημα μ’ ένα πιάτο φαγητό ο μπαμπάς».

«Μπέμπα, σοβαρέψου και κάνε λίγη υπομονή. Απ’ το Σεπτέμβριο θα μένουμε μαζί» της είπε χαμογελώντας κι εκείνη τον κοίταξε θλιμμένα. «Γιατί…» έκανε να ρωτήσει, μα ο Βασίλης την πρόλαβε. «Γιατί θα περάσουμε στην ίδια πόλη, χαζό κορίτσι. Και θα μείνουμε μαζί. Ούτε να ‘μαστε φορτωμένοι στον Λάμπρο, ούτε σε κανένα. Ναι;»

«Μ’ αγαπάς;» άρχισε η Μελίνα

«Μόνο σήμερα».

«Και αύριο;»

«Και αύριο και κάθε αύριο, μικρή μου πριγκίπισσα» έκλεισε ο Βασίλης εκείνο το παιχνίδι με τις λέξεις κι ύστερα δεν ξαναμίλησαν, μέχρι που έφτασαν στον προορισμό τους και κατέβηκαν απ’ το τρένο.

Το χάραμα τους βρήκε αγκαλιασμένους, στα σκαλιά μιας υπό ανέγερση εκκλησίας, παραδίπλα απ’ τις γραμμές. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου, μόνο καθόντουσαν σιωπηλοί, κοιτάζοντας τα δέντρα που κουνιόντουσαν απ’ τον δυνατό αέρα που βούιζε στα αυτιά τους. Κοίταξε το ρολόι της ο Βασίλης και την σήκωσε όρθια. «Να μείνουμε» τον παρακάλεσε, μα δεν της έκανε το χατίρι. Νύσταζε η Μελίνα και την έπιασε η γκρίνια της.

«Ίδιος είν’ ο κόσμος, ίδιος όπου πάω» σχολίασε ο Βασίλης, που δεν παρατηρούσε τα σπίτια και τους δρόμους. Η Μελίνα όλο κι έδειχνε κάτι ανάμεσα στα χασμουρητά της. Τον ρώτησε αν την είχε ξανακάνει την διαδρομή κι εκείνος της απάντησε πως στα δύσκολά του, έφευγε. «Φευγάτος» ψιθύρισε εκείνη, κλείνοντας τα μάτια της. Μια γλυκιά έκφραση είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της.

Είχε φωτίσει για τα καλά όταν επέστρεψαν στο σπίτι. Ο Βασίλης έπεσε σαν το τσουβάλι στο κρεβάτι, χωρίς να βγάλει ούτε τα παπούτσια του. Τον μάλωσε η Μελίνα. Της γύρισε την πλάτη. «Έλα, μπέμπη, γδύσου να κοιμηθούμε σαν άνθρωποι».

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Παραπαίω».

«Γδύσου είπα!»

«Αν γδυθώ δεν θα κοιμηθούμε».

«Θα κοιμηθούμε, νυστάζω».

«Είσαι σίγουρη;»

«Έλα μωρέ Βασίλη. Κάνε μου τη χάρη».

«Επειδή σ’ αγαπάω» της απάντησε γλυκά, πριν αρχίσει να γδύνεται βιαστικά.

*

Εκείνη η βδομάδα έφυγε πολύ γρηγορότερα απ’ όσο περίμεναν. Δεν κατάλαβε κανείς απ’ τους δύο, πότε ήρθε η Παρασκευή κι επέστρεψε ο Λάμπρος. Ο Βασίλης είχε μαγειρέψει, όπως έκανε κάθε απόγευμα κι η Μελίνα είχε συμμαζέψει τα μοναδικά δωμάτια που χρησιμοποιούσαν. Την κουζίνα και το δωμάτιό της. Τους κοίταξε ύποπτα ο Λάμπρος όταν μπήκε στην κουζίνα. «Πήρατε γυναίκα για να καθαρίσει» δήλωσε, πριν ανοίξει το ψυγείο. «Και στείλατε άτομο να ψωνίσει» σχολίασε, κοιτάζοντας το γεμάτο ψυγείο.

«Όχι» είπαν τα παιδιά με μια φωνή.

«Μπράβο…» μουρμούρισε ο Λάμπρος, βουτώντας μια μπύρα.

«Πεινάς;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Εξαρτάται ποιος μαγείρεψε» του γύρισε ο Λάμπρος.

«Μη το πιάσουμε αυτό το θέμα!» νευρίασε η Μελίνα.

«Μάτια μου, δεν είναι ότι δεν το ‘χεις. Απλώς είσαι απρόσεχτη» της είπε ο Βασίλης κι ύστερα την έπιασε απ’ τη μέση. Κάθισε στην καρέκλα και την κάθισε στα πόδια του. «Έκαψες λίγο τα χεράκια σου, δεν πειράζει. Την επόμενη φορά θα προσέχεις».

«Ποια χεράκια της ρε Βασίλη;» νευρίασε ο Λάμπρος, που ‘χε μάθει τα καμώματά τους απ’ το τηλέφωνο. «Το να της πέσει το πιρούνι μέσα στην κατσαρόλα, το καταλαβαίνω. Το να βάλει το χέρι της μέσα στην κατσαρόλα για να πιάσει το πιρούνι, δεν μπορώ να το καταλάβω».

Έκανε να σηκωθεί η Μελίνα, που είχε αναψοκοκκινίσει, μα ο Βασίλης την έσφιξε στην αγκαλιά του και γύρισε προς τον Λάμπρο. «Ξεχάστηκε».

«Δεν το σχολιάζω, γιατί το κορίτσι σου θίχτηκε και νευρίασε».

«Άσε με» έκανε ψιθυριστά η Μελίνα κι ο Βασίλης την άφησε. Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. «Τώρα τι κατάλαβες;» ρώτησε ο Βασίλης κι ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του.

«Άφησέ την να θυμώσει. Δεν είναι μικρό παιδί για να πάμε πάντα με τα νερά της. Άλλες στην ηλικία της μεγαλώνουν παιδιά. Δεν λέω, καλός ο παρορμητισμός και ο ενθουσιασμός, αλλά η Μελίνα ξεφεύγει».

«Μου την θύμωσες όμως».

«Θα πιάσει την κιθάρα της και θα ξεθυμώσει. Λέγε. Πώς τα περάσατε εν τη απουσία μου;»

«Όπως τα ξέρεις».

«Σεξ και διάβασμα;»

«Ανάποδα».

«Μπα; Και σ’ άφησε η μικρή να διαβάσεις;»

«Μπα, μαζί διαβάζαμε».

«Συγκλονίζομαι» κάγχασε ο Λάμπρος, προτού πιάσει δυο μπύρες απ’ το ψυγείο.

«Σκεφτόμαστε να περάσουμε κάπου μαζί και να συγκατοικήσουμε».

«Υπέροχη σκέψη, παιδιά μου».

«Τι λες;»

«Περιμένω να μου ζητήσεις το χέρι της».

«Δυο χρόνια ο στρατός, τέσσερα η σχολή… Σε καμιά εφταετία το συζητάμε πάλι» δήλωσε γελώντας ο Βασίλης.

«Εσείς ξέρετε. Με τους δικούς σου, εντάξει;» ρώτησε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης άνοιξε την μπύρα του, αναστενάζοντας. «Στιγμές μου φάνηκε η βδομάδα με την Μελίνα, αιώνες χωρίς τους δικούς μου. Δεν ξέρω πώς θα την παλέψω να γυρίσω την Κυριακή στο σπίτι».

«Όπως πάντοτε, παιδί μου».

«Υπομονή κάνω, Λάμπρο…»

«Το ξέρω».

«Μάτια μου; Γιατί παίζεις τόσο πένθιμα;» ρώτησε ο Βασίλης, όταν, ώρα αργότερα, ανέβηκε στο δωμάτιο και την είδε στο κρεβάτι με την κιθάρα στα χέρια, να σκαλίζει έναν απ’ τους ατμοσφαιρικούς και σκοτεινούς ρυθμούς της.

«Έτσι» του απάντησε με θλιμμένο ύφος.

Έβγαλε τα γυαλιά του ο Βασίλης, τα άφησε στο κομοδίνο και πήγε δίπλα της. «Αυτό, με το χεράκι, πώς το κάνεις;» την ρώτησε, καθώς παρατηρούσε τις κινήσεις των δαχτύλων της.

«Έτσι» συνέχισε η Μελίνα, χωρίς να του δείξει την γρήγορή κίνηση που έκανε.

«Όνομα του έχεις δώσει;»

«Τσου».

«Μπορείς να μου πεις τι έχεις;»

«Τίποτα σημαντικό…»

«Υπεκφεύγεις».

«Μπέμπη; Δεν έχω διάθεση για κουβέντα».

«Να σ’ αφήσω μόνη;»

«Τσου».

«Καλά» αναστέναξε ο Βασίλης, πριν καθίσει στο γραφείο για να συνεχίσει το διάβασμα που ‘χε αφήσει στη μέση.

Είχε μπει ο Μάρτιος και η διάθεση της Μελίνας βάραινε. Άλλες χρονιές το πάθαινε γιατί της έλειπε η μαμά της. Ποτέ δεν κατάφερε να γιορτάσει γενέθλια, όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν το ήθελε. Ένιωθε πως γύρω της περιπλανιόταν μια σκιά που την καταδίωκε. Η σκιά της μητέρας που δεν γνώρισε ποτέ. Εκείνη, όμως, την χρονιά, δεν ήταν αυτό το πρόβλημά της. Είχε πολύ σημαντικότερα πράγματα το κεφάλι της. Προβλήματα που έπρεπε να διευθετηθούν, μόνο από εκείνη.

«Μπέμπη; Μ’ αγαπάς;» ρώτησε, ώρα αργότερα, ενώ σκοτείνιαζε έξω.

«Μόνο σήμερα» της απάντησε εκείνος, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τα τετράδιά του.

«Και αύριο;»

«Και αύριο, και κάθε αύριο, χαζό κορίτσι».

«Βλάκα κι εγώ σ’ αγαπάω» του είπε με νάζι και παράπονο κι ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε με εξιχνιαστικό βλέμμα. Δεν μίλησε. Άναψε τσιγάρο, σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε δίπλα απ’ το παράθυρο. Χαμένο ήταν το βλέμμα του, στον κόσμο έξω απ’ το τζάμι. Σκεφτόταν. Κάθε που σκεφτόταν, έτσι συμπεριφερόταν. Κατέβαζε ρολά ο Βασίλης, μα η Μελίνα δεν το ‘χε μάθει ακόμη. Πίστευε ότι ήθελε τον χρόνο του. Είχε ακούσει κάποιες απ’ τις σπασμένες κι επώδυνές του αναμνήσεις και νόμιζε ότι αυτές τον έκαναν κλειστό. Στην πραγματικότητα, ο Βασίλης προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της. Είχε καμιά βδομάδα που συμπεριφερόταν παράξενα. Μία κλεινόταν στο καβούκι της και μία ήταν περισσότερο εκδηλωτική απ’ όσο ήταν φυσιολογικό. Πέρναγαν ώρες δίχως ν’ αρθρώσει λέξη κι ύστερα την έπιανε λογοδιάρροια.

Σηκώθηκε και πήγε δίπλα του. Έριξε το κεφάλι της στον ώμο του και προσπάθησε να δει εκείνο που πίστευε ότι έβλεπε στην απόσταση. Δεν το κατάφερε. «Τι κοιτάς;» τον ρώτησε γαλήνια.

«Δεν κοιτάω. Σκέφτομαι» απάντησε εκείνος κοφτά, με απόκοσμο τόνο.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Τίποτα ιδιαίτερο…»

«Δεν μπορώ να το μάθω κι εγώ;»

Γύρισε και την κοίταξε μισογελώντας. «Κάτι απ’ τα βράδια μας σκέφτομαι» της είπε ήρεμα κι εκείνη του χαμογέλασε. «Όλο εκεί το μυαλό σου» του απάντησε πονηρά.

«Ενώ το δικό σου…» την πείραξε ο Βασίλης.

«Άλλο εγώ!» απάντησε παιχνιδιάρικα.

«Μία μόνο μέρα αν σου κάνω ό,τι μου κάνεις εσύ, θα δεις πού είναι το μυαλό σου».

«Σε προκαλώ!»

«Αύριο που ‘ναι Σάββατο».

«Όχι! Σήμερα!»

«Σήμερα, μικρή μου πριγκίπισσα, πρέπει να ξεμπερδέψω με το διάβασμα και το ξέρουμε και οι δύο» αναστέναξε ο Βασίλης.

«Πολύ μ’ αρέσει που με λες έτσι».

«Μικρή πριγκίπισσα; Αφού είσαι».

«Θα φύγεις;»

«Πού να πάω, μάτια μου;»

«Σπίτι σου;»

«Βιάζεσαι να με διώξεις; Είναι νωρίς, Παρασκευή είναι ακόμη».

«Αφού είναι νωρίς, έλα!» του γκρίνιαξε, τραβώντας τον απ’ το χέρι προς το κρεβάτι.

*

Ο Βασίλης άνοιξε απότομα τα μάτια του κατά τις τέσσερεις και προσπάθησε να τιθασεύσει τον σφυγμό του. «Όνειρο ήτανε» ψιθύρισε στον εαυτό του, πριν αγκαλιάσει την Μελίνα και της φιλήσει την πλάτη. Προσπάθησε να ηρεμήσει, μα δεν τα κατάφερε. Έτρεμε ολόκληρος. Σηκώθηκε για να κάνει τσιγάρο, αλλά θυμήθηκε πως του ‘χαν τελειώσει. Αναθεμάτισε άηχα και κατέβηκε τις σκάλες για το ισόγειο, πιάνοντας το κεφάλι του.

Ο Λάμπρος ξενυχτούσε στην κουζίνα. Έγνεψε στον Βασίλη και του έκανε νόημα να πάει προς το μέρος του. «Ξενυχτάς;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης, χωρίς να ρωτήσει, έχοντας πια θάρρος, πήρε το πακέτο του Λάμπρου στα χέρια του.

«Εφιάλτη είδα» μουρμούρισε, ανάβοντας τσιγάρο.

«Θες να το συζητήσουμε;»

«Όχι».

«Καφέ να βάλω;»

«Βάλε».

«Για λέγε…» έκανε ο Λάμπρος, καθώς πήγαινε προς την καφετιέρα που έκαιγε μόνιμα.

«Είδα ότι έχασα την Μελίνα…»

«Φοβάσαι ότι θα την χάσεις;»

«Όχι. Φοβάμαι ότι την έχω ήδη χάσει. Η συμπεριφορά της…»

«Η συμπεριφορά της, παιδί μου, έχει αλλάξει προς όλους εκτός από εσένα» τον διέκοψε ο Λάμπρος, γεμίζοντας μια κούπα με καφέ.

«Όχι… Δεν… Είναι απόμακρη…» τραύλισε ο Βασίλης, προσπαθώντας να συγκροτήσει τις σκέψεις του.

«Η Λίνα και οι εποχές της…» σχολίασε αδιάφορα ο Λάμπρος.

«Μην την λες Λίνα, εκνευρίζεται».

«Δεν έχει πάρει χαμπάρι ακόμη ότι την αποκαλώ έτσι, όταν έχει την ίδια ακριβώς συμπεριφορά με την μακαρίτισσα. Υπάρχουν στιγμές που πιστεύω· θα στο πω κι ας ακουστώ κακός· ότι αν τις είχα και τις δύο εδώ μέσα, θα ‘χα φουντάρει εγώ…»

«Τι…»

«Η Μελίνα σου, όπως και η δική μου Μελίνα, έχουν ένα κακό» τον διέκοψε ο Λάμπρος, καθώς γύριζε στο τραπέζι με τους καφέδες. «Ή, για να το θέσω καλύτερα, ένα απ’ τα ψεγάδια του χαρακτήρα τους είναι ότι όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, εγκλωβίζονται μέσα σ’ ένα δικό τους μικρόκοσμο, προσπαθώντας να το λύσουν. Έχεις αρχίσει και το αποκτάς κι εσύ. Κόψ’ το τώρα που ‘ναι νωρίς».

«Δεν την καταλαβαίνω…» αναστέναξε ο Βασίλης.

«Ούτε η ίδια καταλαβαίνει τον εαυτό της».

«Τι έχει;»

«Ειλικρινά, παιδί μου, δεν ξέρω. Άφησέ το αυτό, μη σε βασανίζει. Θα σου μιλήσει, αργά ή γρήγορα. Έτσι κάνει πάντα. Λέγε για τον εφιάλτη».

«Τίποτα ιδιαίτερο. Ο ίδιος που ‘χα δει τότε που μάλωσα με την μάνα μου» απάντησε κοφτά ο Βασίλης.

«Μάλιστα» μονολόγησε ο Λάμπρος, πλέκοντας τα δάχτυλά του και χαμογελώντας αινιγματικά.

«Τα ‘χουμε ξαναπεί, Λάμπρο. Δεν αλλάζω γνώμη. Κάποια πράγματα δεν συγχωρούνται…»

«Κανείς δεν είπε ότι συγχωρούνται ή ότι ξεχνιούνται. Διορθώνονται όμως. Μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται, Βασίλη. Μόνο απ’ τον θάνατο δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω, όπως δεν μπορείς και να του ξεφύγεις. Είσαι δέσμιός του. Κατάλαβες πού το πάω;»

«Εκεί που δεν πρέπει να πάει, γιατί…»

«Αλήθεια;» τον διέκοψε ο Λάμπρος, κοιτάζοντας το ρολόι του. «Ξημερώνει Σάββατο» σχολίασε κι ύστερα απόμεινε να κοιτάζει την απορημένη όψη του Βασίλη.

«Αλήθεια; Νόμιζα ότι ήταν καθημερινή. Τόσες μέρες εδώ…» μουρμούρισε ταραγμένα ο Βασίλης.

«Αλήθεια. Πήγαινε ξάπλωσε. Θα σας αφήσω να κοιμηθείτε. Και μην σκέφτεσαι ότι θα υπάρξει πρόβλημα με τους δικούς σου. Ας πούμε, μαζί με την καληνύχτα, ότι έχω ένα δικό μου τρόπο να διευθετώ τα προβλήματα» κατέληξε ο Λάμπρος, ανάβοντας τσιγάρο. Έγνεψε σαστισμένα ο Βασίλης. Γύρισε στο δωμάτιο και κάθισε στο γραφείο. Γύρισε την καρέκλα και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Άκουγε το θρόισμα των φύλλων και προσπαθούσε να βάλει το μυαλό του σε μια σειρά.

Στην κουζίνα, ο Λάμπρος, είχε πέσει με τα μούτρα στα χαρτιά του και διάβαζε. Ούτε που έβλεπε πού τίναζε την στάχτη του τσιγάρου του. Σταματούσε περιστασιακά, για να συλλογιστεί κάτι, τρίβοντας το γένι του. «Τι θα κάνω μ’ αυτά τα παιδιά;» μονολόγησε, πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα για να γεμίσει την κούπα του με καφέ. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του. Κόντευε πέντε. Αναστέναξε και έφυγε για να ντυθεί. Σαν τον κλέφτη βγήκε από το σπίτι. Του ήταν γνώριμη πια η διαδρομή, την είχε ξανακάνει στο παρελθόν και κάτι του ‘λεγε ότι θα την ξανάκανε και στο μέλλον. Ποτέ δεν πήγαινε για καλό. Ούτε εκείνο το χάραμα είχε πάει για να δώσει χαρμόσυνα μαντάτα.

Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Φάνης κούνησε το κεφάλι του, προσπαθώντας να το καθαρίσει, μέσα στο πρωινό ψύχος. Στην αρχή δεν είδε τον Λάμπρο που τον περίμενε στο πεζοδρόμιο. Χαμογέλασε θλιμμένα καθώς πήγαινε προς το μέρος του. Το φως του φανοστάτη έκανε ακόμη πιο απόκοσμο το κουρασμένο του πρόσωπο. «Για καλό δεν ήρθες, παλιόφιλε» μουρμούρισε ο Φάνης, λίγο πριν δώσει το χέρι του στον Λάμπρο.

«Φαίνεται πως δεν είναι γραφτό να ‘ρχομαι για καλό» σχολίασε ο Λάμπρος.

«Στο πατσατζίδικο του Γιάννη, όπως παλιά;»

«Όπως παλιά…»

Γεμάτο με καπνούς και παρακμιακή μουσική ήταν το μαγαζί. Μεθυσμένοι ήταν οι περισσότεροι θαμώνες, που πάλευαν με τις σούπες τους και τον πατσά τους. Άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι έκλαιγαν, κάποιοι, περισσότερο ήρεμοι, προσπαθούσαν να γεμίσουν το στομάχι τους, χωρίς να δίνουν σημασία στο περιβάλλον. Ο Λάμπρος κι ο Φάνης μπήκαν μέσα βιαστικά κι έπιασαν ένα απόμερο τραπέζι.

«Ωρέ Γιάννο! Πιάσε ένα μισόκιλο!» φώναξε ο Λάμπρος, πριν γυρίσει στον νυσταγμένο Φάνη. «Να κεράσω καφέ;»

«Άσε τον καφέ, γιατρέ και λέγε».

«Τι να πω; Τι περιμένεις να πω, Φάνη;»

«Ό,τι έχεις να πεις».

«Ό,τι έχω να πω… Μάλιστα…» κάγχασε ο Λάμπρος κι ύστερα σώπασε. Περίμενε το κρασί του για να μιλήσει. Τον κοίταζε με απορία ο Φάνης, που ‘ξερε ότι ο Λάμπρος θα είχε κάποιον πάρα πολύ καλό λόγο για να τον σύρει στις πέντε τα χαράματα σε πατσατζίδικο για να συζητήσουν.

«Δουλεύω σε μισή ώρα, Λάμπρο…»

«Κι εγώ, Φάνη. Κι εγώ. Εκτός απ’ την δουλειά, όμως, έχω κι ένα τσακισμένο πλάσμα στο σπίτι, που προσπαθεί να βγάλει άκρες, να τραβήξει τη ζωή του μπροστά, να αποκοπεί απ’ όσα το συνθλίβουν κάθε μέρα. Το ξέρεις ότι ο Βασίλης σκέφτεται να αυτοκτονήσει; Κάθε μέρα το σκέφτεται. Κάθε που ξυπνάει και κάθε που κοιμάται. Τα ‘πα ένα χέρι και με την κυρά σου, τέλος πάντων, αλλά δεν νομίζω πως θα δω καμία βελτίωση…»

«Δε μου ‘πε τίποτα η Γιάννα» διέκοψε ο Φάνης, κοιτάζοντας τον σερβιτόρο που ερχόταν προς το μέρος τους. Έκανε νόημα με τα μάτια στον Λάμπρο, για να σωπάσει.

«Στην υγειά σας» είπε ο σερβιτόρος κι ο Λάμπρος γύρισε προς το μέρος του. «Να ‘σαι καλά» του ‘πε κοφτά, κι εκείνος, σαν να το κατάλαβε, έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε γοργά απ’ το τραπέζι. «Το ‘χουμε χάσει το παιχνίδι, Φάνη…»

«Το ξέρω. Λες να μη το ξέρω; Από χρόνια είναι χαμένο κι όμως, να, δες μας, συνεχίζουμε και το παίζουμε» μουρμούρισε ο Φάνης, γεμίζοντας τα ποτήρια με κρασί. «Στο ‘χα πει, θυμάσαι; Εδώ θα ‘μαστε σε καμιά εικοσαριά χρόνια και να, δες μας, εδώ είμαστε. Τι καταφέραμε στις ζωές μας, Λάμπρο; Ένα τίποτα και τίποτα περισσότερο. Τουλάχιστον εσύ κυνήγησες ένα όνειρο και το ‘πιασες».

«Τα μαλλιά μου έπιασα, αυτά που μου ‘πεσαν όταν έχασα την Λίνα…»

«Τι έγινε, Λάμπρο;»

«Το παρελθόν έγινε, Φάνη. Αυτό το παρελθόν που σακάτεψε εμάς, πέρασε στα παιδιά μας. Εμείς το περάσαμε. Το παρελθόν της Λίνας στοιχειώνει την κόρη μου. Το παρελθόν το δικό σας, στοιχειώνει τον Βασίλη. Τους επηρεάζει, αυτό το λίγο που ξέρουν, τους επηρεάζει. Δεν ξέρω τι θα γίνει αν μάθουν τι υπήρξε πίσω τους, τι θα μπορούσε να σωθεί κι εμείς, οι δειλοί, δεν κάναμε τίποτα για να το αποτρέψουμε. Είναι τέτοια η φύση του ανθρώπου. Σκαλίζει. Αυτό που με φοβίζει είναι ότι θα ακολουθήσουν τα δικά μας μονοπάτια. Μόνο που εμείς, Φάνη, δεν ήμασταν ακραίοι χαρακτήρες. Τα παιδιά μας είναι. Τσιγάρο;»

«Ναι, δώσε» μονολόγησε, αναστενάζοντας, ο Φάνης. Πήρε το τσιγάρο και τ’ άναψε. Είχε χρόνια να καπνίσει. Έλεγε πως το ‘χε κόψει για τα παιδιά, μα το ‘χε κάνει γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, μέσα στον καπνό και την βραχνή φωνή του ρεμπέτη που ακουγόταν απ’ τα παλιά ηχεία. «Γιατί αυτοκτόνησε η Μελίνα;» ρώτησε κι ο Λάμπρος κάγχασε.

«Γιατί δεν κατάφερε να υλοποιήσει την πολυπόθητη, για εκείνη, εκδίκηση».

«Δηλαδή;»

«Τι το σκαλίζεις ρε Φάνη; Πέρασε. Πάνε χρόνια που πέρασε».

«Άσχημο;»

«Πολύ».

«Διορθωνόταν;»

«Αν μιλούσε; Αν μου μιλούσε; Ναι. Θα το είχαμε διορθώσει».

«Ο Βασίλης;» ρώτησε, με φωνή που έτρεμε, ο Φάνης.

«Νοιάζεσαι;» τον ειρωνεύτηκε ο Λάμπρος.

«Πάντα νοιαζόμουν. Μόνο που…»

«Μην απολογείσαι σε μένα. Στο παιδί ν’ απολογηθείς. Κάποια στιγμή, όταν όλα βρούνε την σειρά τους. Προς το παρόν, μόνο κακό θα κάνεις αν το επιχειρήσεις. Νομίζω ότι το ξέρεις».

«Λες να μη το ξέρω;»

«Έχεις βρει πού ήταν το πρόβλημα;»

«Η Γιάννα ήταν το πρόβλημα».

«Ακριβώς. Τι έπρεπε να έχεις κάνει;»

«Να ‘χω φύγει έπρεπε».

«Ποτέ δεν είναι αργά».

«Δεν έχει νόημα. Η μεγάλη δεν μας μιλάει. Παίρνει κάνα τηλέφωνο αραιά και που. Έπιασε και δουλειά, δεν θέλει ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Ούτε να μας ξέρει δεν θέλει και, μεταξύ μας, έχει δίκιο το κορίτσι. Ο μικρός, πες το προαίσθημα, θ’ ακολουθήσει τα χνάρια της. Με το δίκιο τους. Εγώ που κουράστηκα να χτίζω και να βλέπω σμπαράλια κάθε μέρα, απομακρύνθηκα. Μέχρι να πεθάνουν οι εκατέρωθεν κωλόγεροι, που κακό χρόνο να ‘χουν και ηρεμία να μην βρίσκουν μέσα στους τάφους τους, τα ‘χαμε καταστρέψει όλα. Έφυγα, Λάμπρο, για να μην πονάω. Από παντού με βάραγαν· γυναίκα, μάνα, πατέρας, πεθερός, το σόι όλο. Κάπου είπα να ‘πα να γαμηθεί, για ν’ αντέξω…»

«Ο γέγραφε, γέγραφε… Αποδέξου το. Το τι έγινε χθες, προχθές, πριν από είκοσι χρόνια, δεν έχει καμία σημασία. Σήμερα τι κάνουμε;»

«Είναι σοβαρά τα πράγματα;»

«Δεν ξέρω, Φάνη» αναστέναξε ο Λάμπρος, κατεβάζοντας το ποτήρι του. «Ειλικρινά, δεν ξέρω. Όσο τους βλέπω μαζί και τους χαίρομαι, τόσο ξέρω· μη με ρωτήσεις πώς· ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Φταίει ο εγωιστικός χαρακτήρας της δικιάς μου και η απόλυτη λογική του δικού σου. Φοβάμαι ότι ο πρώτος τους καυγάς, θα είναι και ο τελευταίος. Κι επειδή και οι δύο είναι πεισματάρηδες, θα καταστρέψουν τον κόσμο στο πέρασμά τους».

«Βλέπεις καυγά στον ορίζοντα;»

«Δεν ξέρω. Η μικρή έχει αρχίσει και κλείνεται στον εαυτό της, ο Βασίλης φοβάται ότι την χάνει και κλείνεται στο καβούκι του. Δεν ξέρω τι έπαθε. Μια ζωή ανάποδο αυτό το κορίτσι. Σαν τη μάνα της».

«Τους είδα μαζί ένα απόγευμα. Ίδια η Μελίνα είναι. Ίδια κοψιά, ίδιο περπάτημα, ίδια χαρακτηριστικά.  Σεμνό κορίτσι, συμμαζεμένο…» μονολόγησε ο Φάνης.

«Ναι… Ίδια…» είπε αφηρημένα ο Λάμπρος, που το μυαλό του έτρεχε σε κάποια μακρινή ανάμνηση. Το ‘χε ξαναζήσει όλο αυτό, ήταν σίγουρος, αλλά δεν θυμόταν το πότε. Ίσως και να ‘ταν ο πρωταγωνιστής της σκηνής κι όχι ένας απλός θεατής. Το χαμένο βλέμμα της Μελίνας, οι συζητήσεις που δεν κατέληγαν πουθενά, τα νάζια και τα ξεσπάσματα.

Φόρεσε βιαστικά το παλτό του, άφησε λεφτά στο τραπέζι για το κρασί κι έδωσε το χέρι του στον Φάνη. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα, παλιόφιλε» είπε ο Λάμπρος, γνέφοντας. Βγήκε στον δρόμο, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε για το νοσοκομείο.

Την Μελίνα την ξύπνησε το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα. «Ποιος είναι τέτοια ώρα, γαμώ την αμαρτία μου;» αναφώνησε μέσα στον ύπνο της, κι εκεί που πήγε να σηκωθεί, ένιωσε ένα χέρι να την ρίχνει ξανά στο κρεβάτι. «Είναι νωρίς» άκουσε την ήρεμη φωνή του Βασίλη. Γύρισε προς το μέρος του. Έριξε το κεφάλι της στο μπράτσο του και του χαμογέλασε. «Πεινάς;»

«Μμμ…»

«Να σου φέρω φαγητό;»

«Να μου φέρεις καφέ. Και κάνα τσιγάρο, αν, τυχόν, προνόησε ο πατέρας σου να αφήσει».

«Ό,τι θέλει το μωρό μου» απάντησε η Μελίνα κι ο Βασίλης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε δύσπιστα. «Καλά είσαι;»

«Καλά, ναι» του απάντησε πρόσχαρα.

Δεν μίλησε ο Βασίλης, μόνο έτριψε τα μάτια του και την κοίταξε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο με φούρια. «Ό,τι να ‘ναι είσαι, μπέμπα» μουρμούρισε γλυκά, πριν σηκωθεί για να κατέβει στην κουζίνα.

Ο Λάμπρος είχε αφήσει ένα μισοάδειο πακέτο πάνω στο τραπέζι. «Ο προνοών…» μουρμούρισε ο Βασίλης, αρπάζοντας ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο. Άλλαξε φίλτρο στην καφετιέρα που πάντα έκαιγε κι άνοιξε το ψυγείο. Κάγχασε όταν είδε τις αμέτρητες μπύρες του Λάμπρου. «Λίγο απ’ όλα» σχολίασε, ενώ έβγαζε πράγματα απ’ το ψυγείο.

«Κατέβηκες;» τον ρώτησε, δύο λεπτά αργότερα, η Μελίνα που έμπαινε με φόρα στην κουζίνα.

«Κατέβηκα» της απάντησε ο Βασίλης που ‘χε γεμίσει μια κούπα με καφέ και απολάμβανε το πρώτο του τσιγάρο για κείνη τη μέρα. Κάθισε στα πόδια του η Μελίνα και του άρπαξε τον καφέ απ’ τα χέρια. «Να κάνουμε κοπάνα;» τον ρώτησε παραπονιάρικα κι εκείνος της χάιδεψε την πλάτη, δίχως να απαντήσει.

«Έλααα! Πες!»

«Τι να πω, μπέμπα;»

«Ναι, να κάνουμε κοπάνα».

«Συγκεντρώσου, μπέμπα. Είναι Σάββατο».

«Έλα μωρέ μπέμπη, όλη τη βδομάδα στο έλεγα και σήμερα είναι Σάββατο» άρχισε να γκρινιάζει κι ο Βασίλης αναστέναξε, μην μπορώντας να καταλάβει την συμπεριφορά της.

Πέρασαν μαζί το σαββατοκύριακό τους. Ο Βασίλης έφυγε λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ για να πάει στο σπίτι του κι η Μελίνα έμεινε μόνη, στο δωμάτιό της, κλεισμένη στον εαυτό της, προσπαθώντας να βρει μία λύση στο πρόβλημά της. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Αμφιταλαντευόταν. Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Ακόμη κι αν έβλεπε τις δύο επιλογές μπροστά της, πίστευε ότι η μία ήταν χειρότερη από την άλλη.

Η πρώτη φορά που μπήκε ο Λάμπρος στο δωμάτιο της Μελίνας χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, ήταν εκείνη τη νύχτα. Εκείνη ήταν και η πρώτη φορά που έβλεπε την κόρη του με τέτοιο ύφος. Όμως, ο Λάμπρος, γνώριζε πολύ καλά εκείνη την μυστήρια θλίψη και το άδειο βλέμμα που βούρκωνε. Το είχε δει μία φορά στην ζωή του, όταν η γυναίκα που αγάπησε ήταν ακόμη εν ζωή.

Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της και άναψε τσιγάρο για να της αποσπάσει την προσοχή, μα η Μελίνα δεν του έδωσε σημασία. «Είναι σοβαρά τα πράγματα;» έσπασε την σιωπή ο Λάμπρος και η Μελίνα έβαλε τα κλάματα. Ο Λάμπρος αναστέναξε, σηκώθηκε απ’ το γραφείο και πήγε να αγκαλιάσει την κόρη του.

«Είσαι έγκυος;» την ρώτησε ήρεμα και στοργικά. Η Μελίνα άρχισε να κουνάει το κεφάλι της μέσα στους λυγμούς της. «Πότε θα μου το έλεγες; Όταν θα έπαιρναν το παιδί φαντάρο;» ρώτησε, μα η Μελίνα δεν αποκρίθηκε. «Την ίδια συζήτηση έπρεπε να είχα κάνει και με την μαμά σου. Φάντασμα κι εκείνη. Μόνο που, τότε, ο χαζός, δεν ήξερα» συνέχισε να λέει ο Λάμπρος.

«Με τον Βασίλη το συζήτησες;» την ρώτησε λίγες στιγμές αργότερα, καθώς δεν την έβλεπε διατεθειμένη να μιλήσει κι έπρεπε κάπως να την ζορίσει. Η Μελίνα γύρισε και τον κοίταξε με τρομαγμένο ύφος· τα δάκρυά της στέρεψαν με μιας και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Έχεις σκοπό να το συζητήσεις μαζί του, κάποια στιγμή, προτού γεννήσεις;» συνέχισε ο Λάμπρος.

«Τι άνθρωπος είσαι εσύ;» αγρίεψε η Μελίνα. «Αντί ν’ αρχίσεις να φωνάζεις, μου κάνεις και πλάκα;»

Δεν πτοήθηκε ο Λάμπρος με το ύφος της κόρης του κι έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα. «Να φωνάξω; Να πω τι; Να προσέχατε; Σιγά να μην με ακούγατε. Άντε, ο Βασίλης ίσως και να με άκουγε, αλλά εσύ; Δεν υπήρχε περίπτωση, μπορεί και να το έκανες επίτηδες για να μου πας κόντρα. Να πω τι; Ότι είστε μικρά ακόμα; Η μητέρα της κολλητής σου είναι τριάντα πέντε χρονών και μεγαλώνει μια έφηβη μόνη της, χωρίς πατέρα στο σπίτι, χωρίς βοήθεια από κανένα. Να πω τι; Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας; Τι ακριβώς θέλεις να ακούσεις, Μελίνα;» την ρώτησε ο Λάμπρος, με ένα ύφος που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η Μελίνα. Πρωτοφανώς, ήταν σοβαρός, ήρεμος και μιλούσε επί της ουσίας, χωρίς να είναι φλύαρος και να αλλάζει θέματα.

«Δεν ξέρω» ψέλλισε η Μελίνα.

«Σε μία και μόνο περίπτωση θα φώναζα, και ξέρεις ποια θα ήταν αυτή;» συνέχισε ακάθεκτος ο Λάμπρος.

«Όχι».

«Αν μου έλεγες πως το παιδί δεν είναι του Βασίλη» είπε ο Λάμπρος χαμογελώντας και μαζί του χαμογέλασε κι εκείνη.

«Τι θα κάνω;» ρώτησε η Μελίνα.

«Η απόφαση είναι δική σας. Αυτή την στιγμή που μιλάμε, μέσα σου, μεγαλώνει μια νέα ζωή, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας πολυεπίπεδης πράξης που συντελέστηκε μεταξύ δύο ανθρώπων που έχουν αμοιβαία αισθήματα, δύο ατόμων που έχουν υποσχεθεί πολλά ο ένας στον άλλο. Ένα κομμάτι από τον καθένα σας βρήκε το δικό του μονοπάτι στον φαύλο κύκλο που ονομάζουμε ζωή και σίγουρα δεν θα ήταν το καλύτερο για εκείνο το κομμάτι να έχει ένα άδοξο τέλος, να μην προλάβει να δει τον ήλιο να ανατέλλει, να μην νιώσει τον δροσερό αέρα, να μην μυρίσει την θάλασσα, να μην γευτεί της χαρές της ζωής. Από την άλλη, είστε εσείς που συντελέσατε στο να δημιουργηθεί αυτή η νέα ζωή και η απόφαση είναι στα δικά σας χέρια. Συζήτησέ το με τον Βασίλη και πάρτε αποφάσεις όσο το δυνατό γρηγορότερα. Αποφασίστε το μαζί, πριν γίνει το σταυροδρόμι, μονόδρομος» της είπε ο Λάμπρος. Έσβησε το τσιγάρο του και είδε το θλιμμένο πρόσωπο της κόρης του να τον κοιτάζει με απορία.

Όταν βγήκε από το δωμάτιο, η Μελίνα έπεσε σε βαθιά περισυλλογή, πριν η πόρτα κλείσει καλά – καλά. Σε μια περισυλλογή που συνεχίστηκε για μέρες και έληξε δύο βδομάδες αργότερα. Ένα μεσημέρι Παρασκευής, την στιγμή που η Μελίνα γύριζε από το σχολείο, η απόφαση είχε ληφθεί και δεν ήθελε πια να την ανακαλέσει. Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της, του ανακοίνωσε πως δεν θα κρατούσε το παιδί και ο Λάμπρος κανόνισε τα υπόλοιπα.

«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να μιλήσεις στον Βασίλη» της είπε ο Λάμπρος, όταν μπήκε στο σπίτι για να την πάρει να φύγουν.

«Δεν πρόκειται να του μιλήσω» απάντησε με πείσμα η Μελίνα.

«Μικρή μου… Πρέπει και το ξέρεις» συνέχισε, θλιμμένα, ο Λάμπρος.

«Όχι» απάντησε φοβισμένα εκείνη.

«Τι φοβάσαι;»

«Τον Βασίλη» μουρμούρισε η Μελίνα.

«Μακάρι να φοβόσουν τον Βασίλη… Όταν λέει πως δεν φοβάται κανέναν, ντρέπεται να παραδεχτεί πως φοβάται τον εαυτό του. Φοβάται να παλέψει, γιατί φοβάται να πετύχει. Έχει συνηθίσει στην αποτυχία και την δυστυχία αυτό το παιδί και τα έχει ανάγκη για να πάει μπροστά…»

Μάταια προσπαθούσε να την πείσει ο Λάμπρος. Ό,τι κι αν της είπε, ακόμη και πράγματα που δεν θα έπρεπε να πει, η Μελίνα είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να του πει τίποτα. «Είναι ήδη τσακισμένος, μην γίνεις εσύ αυτή που θα τον διαλύσει» της είπε, κάνοντας μια ύστατη προσπάθεια να την μεταπείσει, αλλά ούτε αυτό άκουσε η Μελίνα.

«Πάμε λοιπόν, αλλά, να θυμάσαι. Το κρίμα στο λαιμό σου» ήταν τα τελευταία λόγια του Λάμπρου πριν φύγουν απ’ το σπίτι.

«Δεν περνάνε οι καταραμένες οι Παρασκευές, δεν περνάνε» σκεφτόταν ο Βασίλης ενώ πάλευε να βρει την παράγωγο μιας συνάρτησης σ’ ένα τετράδιο. Μα όσο κι αν την πάλευε εκείνος, τόσο δεν του έκανε την χάρη η συνάρτηση και δεν έβγαζε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Παράτησε την άλγεβρα κι έβαλε να ακούσει λίγη μουσική για να ξεθολώσει το κεφάλι του.

«The dead flag blues…» μουρμούρισε ο Βασίλης και κοίταξε το ρολόι του γραφείου. Είχε πάει εφτά. Ήταν η ώρα που ξεκινούσε να ετοιμάζεται για να πάει στην Μελίνα και να περάσει το σαββατοκύριακο μαζί της. Ντύθηκε βιαστικά, ακούγοντας μουσική κι έφυγε από το σπίτι χωρίς να χαιρετήσει.

Ο Βασίλης περπάτησε την γνώριμη πια διαδρομή για να φτάσει στο σπίτι της Μελίνας, με ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα, ένα από τα ελάχιστα τσιγάρα που θα έκανε όσο θα ήταν μαζί της. Φτάνοντας κοντά στο σπίτι, άρχισε να πιστεύει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το αυτοκίνητο του Λάμπρου ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι. «Περίεργο… Ο Λάμπρος θα έφευγε αυτό το σαββατοκύριακο» σκέφτηκε ο Βασίλης την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι.

Τρόμαξε με το ύφος του Λάμπρου. Έμοιαζε σκαμμένο το πρόσωπό του από την θλίψη και έδειχνε σαν να είχε κλάψει. «Δεν είναι καλά;» ρώτησε κοφτά ο Βασίλης κι όταν άκουσε το «όχι» του Λάμπρου, γύρισε να φύγει.

«Περίμενε» του φώναξε ο Λάμπρος, βουτώντας βιαστικά τα κλειδιά του. Βγήκε απ’ το σπίτι και είπε στον Βασίλη να τον ακολουθήσει. Κατέληξαν σ’ ένα παλιό ταβερνάκι να πίνουν κρασί και να συζητάνε. «Κυρ-Ανέστη! Βάλ’ έλα μισόκιλο!» φώναξε ο Λάμπρος καθώς καθόντουσαν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι.

«Ξέρω πως σ’ έχει κουράσει η στάση της…» άρχισε ο Λάμπρος.

«Δεν με κούρασε. Απλά δεν μπορώ να την καταλάβω, δεν μ’ αφήνει να την καταλάβω, δεν μου εξηγεί τι συμβαίνει και είναι έτσι και έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι» του απάντησε με ειλικρίνεια ο Βασίλης.

«Παιδί μου, αν μπορούσαμε να καταλάβουμε τις γυναίκες, θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι. Κι αν οι γυναίκες μπορούσαν να μας καταλάβουν, θα ήταν κι εκείνες ευτυχισμένες» σχολίασε ο Λάμπρος.

«Δεν ξέρω, Λάμπρο. Δεν ξέρω αν με βαρέθηκε, αν με απατάει, αν κουράστηκε, αν είναι ζορισμένη. Τίποτα δεν ξέρω» μουρμούρισε με απόγνωση ο Βασίλης.

Ο Λάμπρος του συνέστησε να μείνει κάποιες μέρες μακριά για να αποστασιοποιηθεί και να βάλει την Μελίνα στην διαδικασία να σκεφτεί ότι τον χάνει. Του είπε να βάλει μπροστά τον εαυτό του κι όχι την Μελίνα που αγαπούσε κι ύστερα άλλαξε το θέμα. Για τον Λάμπρο είχε έρθει η στιγμή που ο Βασίλης έπρεπε να τα βάλει με τον δαίμονα εαυτού. Ήξερε πως δεν θα κατάφερνε να τον κερδίσει, αλλά ήλπιζε πως μόνο έτσι δεν θα διαλυόταν η σχέση τους. Του είπε να αποτραβηχτεί στην δική του γωνιά του κόσμου και να σκεφτεί πού βρίσκεται και πού ακριβώς θέλει να πάει. Να καταλάβει γιατί έφτασε εκεί και γιατί επέλεξε να ονειρεύεται μαζί με την Μελίνα. Αυτό ακριβώς έκανε ο Βασίλης. Κλείστηκε στο σπίτι του μέχρι την Δευτέρα, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό του σε μια τάξη. Αλλά, εκείνη την σκοτεινή εποχή, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ο Βασίλης πίστευε πως είχε ανοίξει τόσα πολλά μέτωπα, που εκείνος ο πόλεμος είχε χαθεί πριν καν αρχίσει.

Ούτε την Δευτέρα του μίλησε η Μελίνα. Παραξενεύτηκαν τα παιδιά και τους ρώτησαν αν είχαν μαλώσει ή αν είχαν χωρίσει, μα δεν απάντησε κανείς τους. Έτρεξε η Μελίνα μετά το μάθημα για να πιάσει τον Βασίλη και να του εξηγήσει την στάση της, μα εκείνος είχε γίνει καπνός. «Σε παίζω και εκτός έδρας, κύριε Βασίλη» μουρμούρισε νευριασμένα η Μελίνα καθώς πήγαινε προς το σπίτι του.

Το χτύπημα του κουδουνιού σήκωσε τον Βασίλη από το γραφείο του. Πήγε να ανοίξει την πόρτα δυσανασχετώντας κι όταν είδε την Μελίνα να στέκει μπροστά του με σταυρωμένα χέρια και να τον αγριοκοιτάζει, πάγωσε και δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει.

«Σε κυνηγάει κανένας;» του φώναξε η Μελίνα. Ο Βασίλης την βούτηξε απ’ το χέρι και έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Προχώρα, πάμε» της είπε, σχεδόν σέρνοντάς την, έξω απ’ την αυλή και προς το πάρκο.

«Θα καθίσεις να μιλήσουμε;» του φώναξε νευριασμένα κι ο Βασίλης που δεν την είχε ξαναδεί ποτέ έτσι, στάθηκε στη μέση του στενού κι άναψε τσιγάρο. Η Μελίνα σταύρωσε τα χέρια της κι ο εκείνος άρχισε να φορτώνει.

«Γιατί, ρε ηλίθιο πλάσμα, εξαφανίστηκες για τρεις ολόκληρες μέρες; Δεν κατάφερα να κοιμηθώ τρεις μέρες, στην κούλουρη πήγε η ψυχή μου!» της φώναξε ο Βασίλης κι όταν είδε το φοβισμένο βλέμμα της, την αγκάλιασε σφιχτά. «Μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό» της είπε γλυκά στο αυτί και τον έσφιξε κι εκείνη στην αγκαλιά της.

«Μπέμπη…» άρχισε η Μελίνα, «… δεν ήμουν καλά, ήθελα χρόνο να ηρεμήσω».

«Και τι νόμιζες; Ότι δεν θα σε άφηνα αν μου το έλεγες;» την ρώτησε χαμογελαστά ο Βασίλης.

«Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε κι εκείνος, για πρώτη φορά, αποφάσισε να μην παίξει το θεατράκι τους. «Σ’ αγαπάω και ξέρεις και πόσο σ’ αγαπάω» της απάντησε γλυκά και το ύφος της Μελίνας σοβάρεψε.

«Δεν προσέχαμε, μπέμπη…» του είπε θλιμμένα κι εκείνη την στιγμή, ο Βασίλης ένιωσε πως κάποιος έφερε τούμπα τον κόσμο.

«Δηλαδή… Κάτσε, γιατί είμαι και χαζός και δεν τα πιάνω…» ξεκίνησε να μονολογεί ο Βασίλης, κοιτάζοντας σαν χαμένος γύρω του. «Είσαι έγκυος;» την ρώτησε με ένα τελείως ανέκφραστο ύφος, μην έχοντας καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης.

«Ήμουν» είπε αναστενάζοντας η Μελίνα και του Βασίλη του πήρε αρκετή ώρα για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έγινε.

«Δηλαδή… Τι…» κόμπιασε ο Βασίλης κι έπειτα κατέρρευσε. Ένας οξύς πόνος τον χτύπησε στην δεξιά πλευρά του κεφαλιού, που τσάκισε το μάτι του, το αυτί του και τα δόντια του. Άρχισε να δακρύζει, στην άκρη του πεζοδρομίου, κρατώντας το κεφάλι του και κοιτάζοντας το τσιγάρο που είχε φύγει απ’ το στόμα του. Η καρδιά της Μελίνας βούλιαξε. Του έδωσε το χέρι της για να τον σηκώσει. Σηκώθηκε μόνος του και όταν η Μελίνα πήγε να τον αγκαλιάσει, την έσπρωξε κι άρχισε να μιλάει ασυνάρτητα.

«Μίσησέ με για ότι θα κάνω, Μελίνα, μα νόμιζα πως είχαμε κάτι. Νόμιζα πως συνεννοούμασταν, πως… Πως θα βρίσκαμε λύσεις για τα πάντα. Και εσύ… Εσύ με άδειασες τόσο απλά. Σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην είχα λόγο. Μόνη σου δεν τα κανόνισες όλα; Ζήσ’ τα μόνη σου τώρα!» γαύγισε ο Βασίλης και το έβαλε στα πόδια, μισοκλείνοντας τα μάτια και κρατώντας την δεξιά πλευρά του κεφαλιού του, που νόμιζε πως θα εκραγεί.

«Μην φεύγεις ρε γαμώτο! Μην φεύγεις!» του φώναξε, μα ο Βασίλης χάθηκε σε κάποιο στενό κι εκείνη πήρε, μόνη της, τον βαρύ δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Ήταν πια σούρουπο όταν ο Βασίλης έφτασε στην γέφυρα που καθόταν κάποτε και κοίταζε τις γραμμές του τρένου κάτω από τα πόδια του. Κανείς από την παρέα δεν είχε μάθει για τον χωρισμό του. Δεν το συζήτησε ούτε εκείνος, ούτε η Μελίνα που ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της και έκλαιγε απαρηγόρητη.

Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα της, και ο πατέρας της μπήκε μέσα χωρίς να περιμένει απάντηση. «Δεν το πήρε καλά, μικρή;» την ρώτησε με σοβαρό ύφος ο κι η Μελίνα του έγνεψε αρνητικά.

«Θυμάσαι που σου είπα πως έπρεπε να το αποφασίσετε μαζί; Πληγωθήκατε και οι δύο χωρίς…»

«Σιγά μην πληγώθηκε ο Βασίλης» του γύρισε νευριασμένα.

«Πιστεύω πως αν του ζητήσεις μια ειλικρινή συγγνώμη, όλα θα γίνουν όπως πριν. Μην σου πω και καλύτερα από πριν» συνέχισε ο πατέρας της.

«Αυτός να μου ζητήσει συγγνώμη για τον τρόπο που με παράτησε!» ούρλιαξε η Μελίνα. Ο Λάμπρος βγήκε σκεφτικός από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. «Ξεροκέφαλα παιδιά» σχολίασε, έχοντας συνειδητοποιήσει πως η κατάσταση είχε πια εκτροχιαστεί.

Ο Βασίλης αντιλήφθηκε πως είχε φτάσει στην άλλη άκρη της πόλης, όταν του τελείωσαν τα τσιγάρα. Μπήκε στη ζούλα σ’ ένα λεωφορείο για το κέντρο. Το ‘παιξε κοιμισμένος. Κατέβηκε στο τέρμα της διαδρομής κι ανέβηκε σ’ άλλο λεωφορείο. Έφτασε στη γειτονιά του. Νύχτωνε και κουβαλούσε ακόμη την τσάντα του. Πέρασε απ’ το ψιλικατζίδικο του Τάσου. Μπήκε μέσα και κοίταξε τον Τάσο και την Νίκη που συζητούσαν χαμηλόφωνα, πίσω απ’ το ταμείο.

«Πιάσ’ ένα πακέτο τσιγάρα» γρύλισε ο Βασίλης, ψάχνοντας για λεφτά στις τσέπες του. Κροτάλιζαν τα κέρματα. Του πέταξε ο Τάσος το πακέτο και τού ‘κανε νόημα να φύγει.

«Κάτσε ρε…»

«Έλα, μπατίρη, θα τα βρούμε» του ‘πε ο Τάσος.

Έκανε αναστροφή ο Βασίλης κι έφυγε χωρίς να χαιρετίσει. Τον παρατηρούσε η Νίκη. Άνοιξε το πακέτο, έκοψε το φίλτρο με τα δόντια, το ‘φτυσε και άναψε το άφιλτρο τσιγάρο, πριν αρχίσει να βαδίζει με βήμα παρελάσεως. Αναστέναξε η Νίκη. «Χώρισαν άσχημα» σχολίασε ο Τάσος κι ύστερα την είδε να σηκώνεται όρθια. «Πού πας ρε;»

«Πάω να δω τι έκανε η ηλίθια η φίλη μου!» φώναξε η Νίκη.

Ο Βασίλης πέρασε το βράδυ του στη γέφυρα. Τού ‘κανε παρέα ο Τάσος μέχρι τη μία. Είχε φέρει κρασιά και τσιγάρα για τον Βασίλη. Δεν μίλησαν καθόλου, μόνο αγνάντεψαν τις άδειες γραμμές των τραίνων και τα παλιά βαγόνια στην απόσταση. Πέρασε η Νίκη από εκεί, πήρε τον Τάσο κι έφυγαν. «Είναι ηλίθια η γκόμενα» μουρμούρισε η Νίκη προσεκτικά, για να μην την ακούσει ο Βασίλης, καθώς κατέβαιναν τις μεταλλικές σκάλες.

«Τι έγινε;»

«Έγινε ότι θέλει σφαλιάρες, αυτό έγινε!» αγρίεψε η Νίκη.

«Θα μου πεις;»

«Κι αυτός εκεί πάνω, σφαλιάρες θέλει» συνέχισε εκείνη, δείχνοντας τον Βασίλη που είχε σχεδόν ξαπλώσει στο κάγκελο της γέφυρας κι ατένιζε καπνίζοντας.

Πήρε να χαράξει κι ο Βασίλης κοίταζε την κάφτρα του τσιγάρου του. Την πέταξε στο κενό κι άρχισε να περπατάει. Ένιωθε ότι δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, μα δε γούσταρε να γυρίσει στο σπίτι του, ούτε και να δει κανέναν. Ήθελε να δει την Μελίνα, να μιλήσει μαζί της, να καταλάβει τον λόγο που έπραξε μόνη της μέσα στο κοινό. Της κρατούσε μούτρα για τον τρόπο που αντιμετώπισε την κατάσταση. Τον είχε πετάξει απ’ την ζωή της κι αν και ήθελε να την συγχωρέσει, δεν τον άφηνε ο εαυτός του. Τα ‘χε καταστρέψει όλα και πίστευε ότι δεν θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν αυτό που είχαν.

Ούτε την επόμενη μέρα φάνηκε στο σχολείο. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί η Μελίνα. Κοίταζε την άδεια θέση του Βασίλη και βούλιαζε η ψυχή της στην άβυσσο. Έφυγε την τρίτη ώρα για το σπίτι της. Δεν άντεχε να μείνει άλλο στο σχολείο. Της έλειπε εκείνη η γαλήνια φωνή που την αποκαλούσε «μπέμπα».

Βούρκωνε στο δρόμο κι επιτάχυνε συνέχεια το βήμα της. Δεν κατάλαβε ότι έφτασε στο σπίτι της τρέχοντας. Ούτε είδε εκείνον τον άνθρωπο – κομμάτια που καθόταν μόνος στο παγκάκι του πάρκου, με σκυφτό κεφάλι και βλέμμα κολλημένο στο χώμα.

Έφυγαν γρήγορα οι μέρες κι ο Βασίλης παρέμενε εξαφανισμένος. Είχαν αρχίσει να ανησυχούν οι φίλοι του και βάλθηκαν να τον ψάξουν, μόνο που εκείνος δεν ήθελε να εμφανιστεί. Τελείωνε η βδομάδα. Είχε φτάσει η τελευταία Παρασκευή πριν τις διακοπές του Πάσχα. Η ημικρανία του είχε γίνει πια μόνιμη, το κεφάλι του τον διέλυε, είχε αρχίσει να μην ακούει καλά από το δεξί αυτί και η όρασή του θόλωνε περισσότερο απ’ όσο είχε συνηθίσει.

Το απόγευμα της Παρασκευής ο Θανάσης καθόταν μόνος του στο διαμέρισμά του. Άκουσε το κουδούνι, άνοιξε την πόρτα και απέναντί του αντίκρισε έναν άνθρωπο σμπαράλια. «Ρε φευγάτε; Πώς είσαι έτσι;» τον ρώτησε, βάζοντάς τον στο σπίτι.

«Αν δεν ήταν ανάγκη δεν θα ‘ρχομουν» σχολίασε δακρύζοντας ο Βασίλης.

«Ακούω» έκανε κοφτά ο Θανάσης που ήξερε πως ο φίλος του σιχαινόταν τις περιστροφές. Τον είδε αμίλητο, κατάλαβε πως ήθελε χάρη και ήξερε ποια ήταν η μόνη χάρη που δεν ξεστόμιζε ποτέ ο Βασίλης.

«Έλα, λέγε, πόσα;» του είπε ο Θανάσης.

«Δεν ξέρω» τραύλισε ο Βασίλης.

«Τι έγινε;» συνέχισε ο Θανάσης, χωρίς να μαλακώσει το ύφος του.

«Το κεφάλι μου ρε φίλε… Το κεφάλι μου διαλύεται, νομίζω πως θα σκάσει και θα χυθεί έξω το μυαλό. Περπατάω όλη μέρα για να μη σκέφτομαι, αλλά τελείωσαν οι αντοχές…» μουρμούρισε, δακρύζοντας, ο Βασίλης κι ο Θανάσης τον βούτηξε απ’ το μπουφάν και βγήκαν απ’ το σπίτι. Τον έβαλε κακήν κακώς μέσα στο αυτοκίνητο και τον πήγε στο νοσοκομείο.

Αποφάνθηκαν οι γιατροί πως το κεφάλι του Βασίλη ήταν μια χαρά. Ο Βασίλης όμως δεν ήταν και συνέχισε να πονάει. Πήγαν με τον Θανάση στο πάρκο, κάθισαν, άρχισαν τις μπύρες κι ο Βασίλης βρήκε το κουράγιο να πάρει τηλέφωνο τον Λάμπρο, απ’ το κινητό του Θανάση, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

«Βασίλη, παιδί μου, είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχα ο Λάμπρος στο τηλέφωνο, πριν συνεχίσει μόνος του τον συνειρμό του. «Σιγά μην είσαι. Αν ήσουν δεν θα σήκωνες το ξερό σου να πάρεις ένα τηλέφωνο για να δεις τι κάνουμε» είπε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης γέλασε για μια στιγμή.

Έφυγε ο Λάμπρος απ’ το σπίτι κι άφησε την Μελίνα να κοιμάται, για να βρει τον Βασίλη στο πάρκο. Τον κοίταξε θλιμμένα κι έπειτα το μάτι του έπεσε στις μπύρες. «Πονάς;» ρώτησε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης του έγνεψε. «Λογικό είναι» συνέχισε ο Λάμπρος.

«Δεν αντέχεται αυτός ο πονοκέφαλος» μουρμούρισε ο Βασίλης. Ο Λάμπρος τον κοίταξε παράξενα και του απαρίθμησε τα συμπτώματα. Όταν ο Βασίλης τον επιβεβαίωσε, ο Λάμπρος κάγχασε και έβγαλε το πόρισμα. Ούτε που κατάλαβαν τα παιδιά εκείνες τις παράξενες λέξεις.

«Τι ‘ν’ αυτό;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Άσε τι είναι αυτό. Καμιά μπύρα για μένα έχει;» βαριαναστέναξε ο Λάμπρος, καθώς άναβε τσιγάρο. Ο Θανάσης του έδωσε μια μπύρα χωρίς να πει κουβέντα και ο Λάμπρος κάθισε στο παγκάκι μαζί τους. «Αύριο που δεν θα έχεις πιεί, φάε κάτι και πάρε με τηλέφωνο να σου φέρω κάτι για το κεφάλι. Ημίμετρο μεν, αλλά δεν αντιμετωπίζεται τόσο εύκολα» σχολίασε, ενώ προσπαθούσε να ανοίξει την μπύρα του.

Τον είδε ο Βασίλης που πάλευε, του την πήρε απ’ τα χέρια και την άνοιξε με τον αναπτήρα. «Σαραντάρισα και τα ξέχασα αυτά τα κόλπα» δήλωσε ο Λάμπρος και τα παιδιά έβαλαν τα γέλια μαζί του. Τότε τους είπε εκείνη την μικρή ιστορία που θα τους έβαζε να σκεφτούν τα όσα οι ίδιοι προκαλούσαν στον εαυτό τους.

Η ζωή, τους είχε πει ο Λάμπρος, μας φέρνει καταστάσεις που αντέχουμε κι άλλες που δεν αντέχουμε. Κάποια στιγμή μας δίνει ένα όπλο, ένα περίστροφο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να σκοτώσουμε κάθε προβληματική μεριά της. Με τον καιρό μας δίνει και τις σφαίρες. Κάποιοι επιλέγουν να σκοτώσουν πρόσωπα και καταστάσεις με τα πολεμοφόδια που χαρίζει η ζωή, άλλοι, μην μπορώντας να βλάψουν όσους αγαπάνε, στρέφουν το όπλο στο κεφάλι τους. Υπάρχει πάντοτε μια κατάσταση που μας κάνει να τραβάμε την σκανδάλη, μα για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να αναλογιστούμε το πώς βρήκαμε το όπλο και τις σφαίρες. Πώς ανεβήκαμε εκείνη την τεράστια σκάλα και γιατί αποφασίσαμε να πέσουμε στο κενό.

Σκόρπια τα λόγια του Λάμπρου και ακατανόητα για τον Βασίλη. Ο Θανάσης, όμως, είχε καταλάβει εκείνη την παράξενη ιστορία. Τελείωσε την μπύρα ο Λάμπρος και τους άφησε για να γυρίσει στο σπίτι του.

«Σάκη, να μου την προσέχετε ρε φίλε» σχολίασε ο Βασίλης, καθώς σηκωνόταν από το παγκάκι.

«Επιβάλλεται να χαθείς, αυτή τη φορά για το καλό σου» μουρμούρισε ο Θανάσης.

«Μέχρι να τελειώσουμε. Μετά βλέπουμε» του απάντησε ο Βασίλης.

«Μια φορά σκόρπιοι, για πάντα σκόρπιοι» αναστέναξε ο Θανάσης κι ο Βασίλης έγνεψε συγκαταβατικά.

«Παραμένουμε οικογένεια Θανάση. Ακόμη και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες» απάντησε πριν φύγει για να χαθεί μέσα στην νύχτα.

Ταμπουρώθηκε ο Βασίλης στο σπίτι, αποφασισμένος να αφήσει πίσω του ό,τι τον βασάνιζε και να επικεντρωθεί στο διάβασμα. Το είπε στο τηλέφωνο στην αδερφή του κι εκείνη, χωρίς καν να το σκεφτεί, γύρισε στο πατρικό της για να τον βοηθήσει με την προετοιμασία του.

Το μυαλό του Λάμπρου δούλευε με πυρετώδεις ρυθμούς. Είχε εκτροχιαστεί η κατάσταση κι έβλεπε πως δεν κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει ένα βήμα πίσω. Είχε στο μυαλό του την Μελίνα, που κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιο και στον εαυτό της κι έκλαιγε και τον Βασίλη, που ‘χε εξαφανιστεί από προσώπου γης και από φευγάτος μετατρεπόταν σε φυγά. Έπρεπε να ενημερώσει τον Φάνη, αλλά όλο το άφηνε, ψάχνοντας τρόπους να συμφιλιώσει τα παιδιά, χωρίς να φανεί ότι έβαλε το χέρι του. Ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν θα του το συγχωρούσαν.

«Έπρεπε να την βουτήξω απ’ την κοτσίδα. Μαλακίες. Όλο μαλακίες κάνω» μουρμούρισε ο Λάμπρος, που σκάλιζε τον κήπο του εκείνο το Σάββατο. «Γκαστρώθηκες; Παντρέψου κιόλας! Έτσι θα σου ‘λεγε η μάνα σου!» συνέχισε νευριασμένα, σκάβοντας το χώμα, γύρω από μια τριανταφυλλιά.

Περισσότερο νοιαζόταν και πονούσε για τον Βασίλη, παρά για την κόρη του. Δεν είχαν τα ίδια κενά, ούτε και τις ίδιες εμπειρίες. Οι αναμνήσεις του Βασίλη ήταν βάρβαρες και δύσκολα αντιμετωπίσιμες. Γύριζε διάφορα στο μυαλό του, ο Λάμπρος, μα άκρη δεν έβρισκε. Έπρεπε είτε να τους φέρει προ τετελεσμένων, είτε να αφήσει την κατάσταση να εξελιχθεί μόνη της. Ήξερε πως, αργά ή γρήγορα, θα μιλούσαν κι ότι θα τα ξαναέβρισκαν. Ακόμη κι αν αυτό συνέβαινε στην επόμενή τους ζωή.

«Οι άνθρωποι αλλάζουν όταν το θέλουν. Συνήθως περιστρέφονται γύρω από μια δομημένη προσωπικότητα, μα υπάρχουν κι εκείνες οι στιγμές που γκρεμίζουν στοιχεία τους για να ανταπεξέλθουν στις εκάστοτε συνθήκες» είχε πει ο Λάμπρος στον Βασίλη κι εκείνος έβλεπε την αλλαγή καθημερινά. Σταματούσε να ‘ναι εκείνος ο φοβισμένος πιτσιρικάς και μετατρεπόταν, μέρα με τη μέρα, στον φευγάτο. Σ’ εκείνο το τυπάκι που ‘χε, με τη φαντασία του, πλάσει. Έβλεπε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Μόνο ένα τέτοιο άτομο θα μπορούσε να αντέξει αυτό το τραύμα, για να καταφέρει να πετύχει τα όσα σχεδίαζε όλα αυτά τα χρόνια.

Ξημερώματα Κυριακής έφτασε η Βικτωρία στο πατρικό της. Ο Φάνης κοιμόταν στον καναπέ κι η Γιάννα είχε κλειστή την πόρτα του υπνοδωματίου. Μπήκε στο παλιό της δωμάτιο κι είδε τον Βασίλη να ‘χει κουλουριαστεί στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας. Φαινόταν πως κοιμόταν ταραγμένα. Του έπιασε το χέρι η Βικτωρία και εκείνος άνοιξε απότομα τα μάτια του.

«Καλά είσαι, μικρέ;»

«Καλά» απάντησε βραχνά εκείνος.

«Λέγε».

«Άσε με να κοιμηθώ, Βίκυ. Παραπαίω».

«Αχ μωρέ, το καλό μου, μαθαίνει λεξούλες!» τον πείραξε.

«Χέσε με νυχτιάτικα».

«Κάνε πιο μέσα, το πάνω το ‘χεις κάνει αποθήκη. Μόνο εγώ λείπω από εκεί» του απάντησε, γελώντας, κι ο Βασίλης αναστέναξε και κόλλησε στον τοίχο. Έβγαλε τα παπούτσια της και ξάπλωσε δίπλα του. Τον κοίταξε θλιμμένα. Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν υπάρχει περίπτωση, ε;» ρώτησε, για να ακούσει τον Βασίλη να καγχάζει.

«Δεν το συζητάω, Βίκυ».

«Θα σου ανοίξω το κεφάλι, μικρέ».

«Υπάρχει περίπτωση. Μόνο όταν καταλάβει τι έκανε».

«Ήθελες παιδί στα δεκαοχτώ σου;»

«Αυτό είναι το πρόβλημα;» αγρίεψε ο Βασίλης.

«Ποιο είναι το πρόβλημα, φευγάτε;»

«Είναι θέμα επιλογής, Βίκυ! Ελάτε λίγο στη γαμημένη πραγματικότητα!»

«Όχι, Βασίλη. Όχι».

«Α, όχι; Είμαστε μαζί κι ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει στη γκλάβα; Λυπάμαι, Βίκυ, εγώ δεν συμφώνησα ποτέ σε κάτι τέτοιο. Το έζησα και δεν μ’ άρεσε. Υποτίθεται ότι ήμασταν μαζί σ’ αυτό το κόλπο. Ότι θα βρίσκαμε· δώσε βάση στο πρόσωπο του ρήματος· τις λύσεις στα προβλήματα, μαζί. Κι η Μελίνα, τι έκανε; Τα σκέφτηκε όλα μόνη της, τα αποφάσισε μόνη της, τα υλοποίησε μόνη της κι ήρθε στο τέλος να μου τα ανακοινώσει. Δεν υπέγραψα για κάτι τέτοιο εγώ…»

«Σε ξαναρωτάω, ήθελες να γίνεις πατέρας;»

«Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει, ε; Δεν μπορεί να το πιάσει το μυαλό σου; Αρνήσου κι εσύ να δεις την πραγματικότητα. Δεκάρα δεν δίνω».

«Δεν μου εξηγείς, μικρέ!»

«Τι να σου εξηγήσω; Το προφανές;»

«Για σένα είναι προφανές, για τους άλλους όχι! Ηλίθιο παιδί! Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω τόσες μέρες. Κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμη γιατί την χώρισες. Ούτε η ίδια το ‘χει καταλάβει. Δεν της το εξήγησες. Φυγάς έγινες, φευγάτε. Δειλός, όπως πάντοτε».

«Δειλός…» μουρμούρισε ο Βασίλης. «Μάλιστα… Δειλός…» συνέχισε, πριν αρχίσει να παραληρεί. «Αυτό το παιδί, καλή μου αδερφούλα, ήταν και δικό μου. Δεν ήταν μόνο δικό της. Δε με νοιάζει που το ‘ριξε, ήταν δικαίωμά της. Αυτό που με νευρίασε, ήταν που δεν μου μίλησε ποτέ. Που το κράτησε για τον εαυτό της. Που δεν το συζητήσαμε. Τι πίστευε; Ότι αν μάθαινα ότι την γκάστρωσα· και μη μ’ αρχίσεις με τις φεμινιστικές σου μαλακίες· θα την παρατούσα; Τι νόμιζε; Ότι δεν θα στεκόμουν δίπλα της; Ότι θα έφευγα; Τι ακριβώς; Πάτησε πάνω σε μια γαμωυπόσχεση που δώσαμε κάποτε και τα γάμησε όλα. Ούτε μ’ ήξερε, ούτε μ’ έμαθε, ούτε κατάλαβε ποιον είχε τόσο καιρό δίπλα της. Αυτό που με τσάκισε, ήταν ότι έπραξε μόνη της. Το κατάλαβες τώρα; Με πέταξε έξω απ’ τη ζωή της, σ’ ένα θέμα που αφορούσε και εμένα. Μόνη της πήρε μια απόφαση που αφορούσε και τους δύο. Ας ζήσει τώρα μόνη της, επειδή έτσι θέλει να αποφασίζει. Άντε γαμήσου κι εσύ τώρα κι άσε με να κοιμηθώ!» κατέληξε ο Βασίλης, πριν γυρίσει πλευρό και κλείσει τα μάτια του.

Τα ήξερε όλα αυτά η Βικτωρία, μα προσπαθούσε να δώσει στον αδερφό της να καταλάβει ότι υπάρχει και η απέναντι πλευρά. Δεν του έδινε δίκιο, γιατί ήξερε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απόλυτα όσο εκείνος τα έβλεπε. Γνώριζε ότι κατά βάθος, ο Βασίλης την χώρισε εγωιστικά, για να πάρει εκδίκηση. «Μία σου και μία μου, έλεγε ο φευγάτος, και δε χάριζε καμία» του ψιθύρισε, μα εκείνος δεν αποκρίθηκε. «Ασ’ τους να παραμυθιαστούν για τον λόγο που χώρισαν. Θα τους περάσει και θα τα ξαναβρούν» συλλογίστηκε η Βικτωρία, πριν κλείσει τα μάτια της.

Τα ίδια σκεφτόταν και η Μελίνα, που έβλεπε μόνο την μονομερή απόφαση του Βασίλη κι όχι την δική της. Ήξερε ότι έκανε κι εκείνη λάθος κι ότι του χρωστούσε μια συγγνώμη για τον τρόπο που έφερε τα πράγματα, όμως δεν την άφηνε ο εγωισμός της να το δει. Ήταν διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε για να μην μαλώσουν, μέχρι την στιγμή που της είπε να τον μισήσει. Αυτό είχε σκοπό να κάνει, χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Δεν θα αργούσε να έρθει η πρώτη πράξη μίσους μεταξύ τους. Έμοιαζε σαν να ‘ταν προγραμματισμένη.

*

Κάποιο δειλινό, ο Βασίλης και η Βικτωρία ανέβηκαν πάνω στην πεζογέφυρα. Εκείνος κάπνιζε και ρέμβαζε κι εκείνη προσπαθούσε να του βάλει μυαλό και να του διαλύσει τον εγωισμό, για να γυρίσει πίσω στην Μελίνα και να της ζητήσει μια συγγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Δεν έπαιρνε από λόγια ο Βασίλης. Άλλαξε την συζήτηση για να μη χρειαστεί να μαλώσουν. Άκουσε βήματα στις σκάλες ο Βασίλης και, μηχανικά, γύρισε το κεφάλι του. Είδε μια αλογοουρά να ξεπροβάλλει. «Εσύ μου ‘λειπες τώρα…» ψιθύρισε.

«Πήγαινε και μίλησέ του!» έκανε η Νίκη, μέσα από τα δόντια της, ενώ τραβούσε την Μελίνα πάνω στην σκάλα.

«Δεν θέλω σου λέω!» της απάντησε, με τον ίδιο τόνο, η Μελίνα.

«Σοβαρέψου! Μίλησέ του!»

«Δεν υπάρχει περίπτωση» μουρμούρισε η Μελίνα, κι ύστερα άνοιξε το βήμα της και προσπέρασε τον Βασίλη. Έτρεξε πίσω της η Νίκη. Την πρόλαβε στην άλλη άκρη της γέφυρας. Δεν μιλιόταν και γι’ αυτό έφταιγε η κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά που ‘χε σταθεί δίπλα στον Βασίλη κι ατένιζε, μαζί του, το ηλιοβασίλεμα.

«Μην τρέχεις ρε φιλενάδα!» φώναξε η Νίκη, όταν συνειδητοποίησε πως η Μελίνα θα το έβαζε στα πόδια. Δεν την άκουσε. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και το ‘κοψε για το σπίτι της. «Γαμώτο» μουρμούρισε η Νίκη, πριν γυρίσει προς τον Βασίλη. Του σφύριξε κι εκείνος την κοίταξε. «Πού ρε μουρλή;» της φώναξε από μακριά κι η Νίκη χαμογέλασε.

«Πού ρε φευγάτε;»

«Εδώ, στον αγώνα».

«Καλά είσαι;»

«Έτσι δεν έλεγα πάντοτε;» μονολόγησε ο Βασίλης σκεφτικά.

«Νίκη; Έκοψες τα μαλλιά σου;» έκανε με έκπληξη η Βικτωρία κι ο Βασίλης, γύρισε την πλάτη του και έριξε το βλέμμα του στο κενό.

Η Μελίνα γύρισε με νεύρα στο σπίτι. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της κι ανέβηκε βιαστικά την σκάλα. Χώθηκε στο δωμάτιό της, ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε να συλλάβει ο νους της την στάση του Βασίλη. Ήθελε να γυρίσει πίσω, να πιάσει εκείνη την τύπισσα που στεκόταν δίπλα του και να την σακατέψει στο ξύλο. Της πήρε ώρα για να συνειδητοποιήσει τι πίστευε ότι έγινε. Μόνο τότε άλλαξαν όλα μέσα της. «Πήγε μπροστά, κύριος; Θα σου δείξω εγώ πού είναι το μπροστά!» ψιθύρισε, πριν βουτήξει το ημερολόγιό της. Άρχισε να γράφει μανιασμένα, δεν είχε συνοχή ο λόγος της. Έβριζε κι ευχαριστούσε τον Βασίλη που την έμαθε να βρίζει, πριν στραφεί εναντίον του και τον βρίσει κι εκείνον.

«Δεν ήταν γραφτό να κρατήσει» είπε ο Βασίλης, αναστενάζοντας, στο ποτήρι που κρατούσε. Η Βικτωρία είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και τον άκουγε. Της έλεγε διάφορα απ’ τις μέρες που πέρασε με την Μελίνα, μα δεν άγγιζε την ουσία. Δεν είχε σκοπό να της αφηγηθεί όλα εκείνα τα επώδυνα που τον τσάκιζαν. Ούτε στον εαυτό του δεν είχε το κουράγιο να τα πει πια. «Έχασα την Μελίνα, έχασα και τον κόσμο» ψιθύρισε κατά τη μία κι ύστερα έπεσε για ύπνο.

«Χαζά παιδιά… Δεν έχετε σκοπό να βάλετε μυαλό» συλλογίστηκε η Βικτωρία, ενώ τον σκέπαζε.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο Κεφάλαιο

Απάντηση


%d