,

Ο ύποπτος (Quod me nutrit me destruit)

«ΣΗΜΑΔΙΑ ΑΠΟ ΔΕΣΜΑ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΑΝΙΕΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΦΕΡΕ Η ΑΤΥΧΗ 34ΧΡΟΝΗ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΗ ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ! Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των δρομέων που βρήκαν το άψυχο σώμα της!»

Οι τίτλοι των ειδησεογραφικών μπλογκ δεν έφευγαν στιγμή από το κεφάλι του. Κλεισμένος εδώ και τρεις ημέρες στα κρατητήρια ως βασικός ύποπτος, προσπαθούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει τι συνέβη. Ο δικηγόρος του ήρθε, του εξήγησε ότι τα πράγματα είναι «εξαιρετικά δυσμενή» για τον ίδιο, και τον παρακάλεσε να του πει όλη την αλήθεια: «Νίκο, αν θες να σε βοηθήσω, πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ. Πες μου τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βραδύ; Τσακωθήκατε; Την χτύπησες; Την ακολούθησες όταν βγήκε βόλτα με το σκύλο; Είχατε προβλήματα; Ό,τι και να μου πεις θα μείνει μεταξύ μας! Απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Πρέπει όμως να γνωρίζω τι συνέβη για να μπορέσω να βγάλω υπερασπιστική γραμμή. Όσο δεν μιλάς ο χρόνος μετράει εναντίον σου!» του επαναλάμβανε συνεχώς. Ο Νίκος όμως είχε πάντα την ίδια απάντηση: «Είμαι αθώος!».

«Νίκο την χτυπούσες;»

«Όχι!».

«Είχατε προβλήματα;»

«Τα συνηθισμένα!».

«Εκείνο το βραδύ τσακωθήκατε;».

«Ναι…»

«Γιατί;».

«Έμαθε ότι την είχα απατήσει…»

«Όταν έφυγε την ακολούθησες;»

«Ναι…»

«Την έσπρωξες στον γκρεμό;»

«Όχι! Όχι! Με έδιωξε και έφυγα! Γύρισα σπίτι! Δεν τη σκότωσα εγώ σου λέω!».

Ο δικηγόρος ξεφυσούσε απογοητευμένος και ο Νίκος έπαιζε ξανά και ξανά τα γεγονότα από εκείνο το βραδύ στο μυαλό του, σαν ταινία. Η Λίλα είχε βρει το μήνυμα της άλλης στο κινητό του. Έγινε έξαλλη. Αναμενόμενο. Ξεκίνησαν έναν καβγά, ο οποίος όσο περνούσε η ώρα ήταν σαν τη Λερναία Ύδρα. Έκοβες ένα κεφάλι και άλλα τρία ξεπηδούσαν: για την άλλη, για την απιστία, την αποξένωση μεταξύ τους, για τις απανωτές εξωσωματικές, για το παιδί που ποτέ δεν ήρθε, για την απόλυσή της, την αρρώστια της, την αδιαφορία του, για το μυστηριώδες πρόγραμμά της τα πρωινά. Την κατηγόρησε ότι κι αυτή τον απατούσε. Της είπε ότι ήξερε ότι δεν ήταν ούτε στην μαμά της, ούτε στην κολλητή της όταν έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι και έλειπε. Της είπε ότι δεν την πίστευε όταν του έλεγε, «δεν άκουσα το κινητό μου». Της είπε ότι ήθελε να βρει κάποιον, να μπορεί να της κάνει παιδιά και προφανώς τον βρήκε, «Οπότε τώρα τι με σκοτίζεις για την άλλη; Εσύ έχεις ήδη βρει τον επόμενο! Άντε στο καλό και αραδιάστε ένα μάτσο μούλικα να νιώσεις ολοκληρωμένη!», της φώναξε πάνω στον θυμό του κι αυτή έμεινε να τον κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα.

Έμεινε έτσι μερικά δευτερόλεπτα και μόλις άρχισαν δάκρυα να κυλάνε, γύρισε πλάτη, πήρε την Μιλού από το λουρί, άνοιξε την εξώπορτα και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Αυτός όρμησε στον διάδρομο, μπήκε στο ασανσέρ και την πρόλαβε στην έξοδο της πολυκατοικίας. Έτρεχε ξοπίσω της, της ζητούσε συγγνώμη, την παρακαλούσε να γυρίσει πίσω, κι αυτή δεν τον κοιτούσε καν. Οι γείτονες από τα μπαλκόνια τους είδαν που πήραν το δρόμο για τον λόφο, λογικά άκουσαν και τον καβγά. Ειδικά εκεί που του φώναξε «Άσε με ήσυχη! Σταμάτα να με ακολουθείς!», αποκλείεται να μην το άκουσαν. Αυτός φοβήθηκε μην γίνει σκηνή μέσα στον δρόμο. Έκανε μεταβολή και ξεκίνησε να περιπλανιέται για λίγο στην Αρεοπαγίτου, μέχρι που ηρέμησε και γύρισε σπίτι. Και μετά η παράνοια.

Την περίμενε όλο το βράδυ, η Λίλα δεν γύρισε ποτέ. Σκέφτηκε ότι θα έχει πάει να κοιμηθεί στην μητέρα της, αλλά δεν την πήρε τηλέφωνο. Ούτως ή άλλως 2 – 3 φορές που την κάλεσε, δεν το σήκωσε. Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να την αφήσει να ηρεμήσει και το πρωί να περάσει από ‘κει να την δει και να μιλήσουν ήρεμα. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Σκεφτόταν τον τελευταίο χρόνο. Μετά από χρόνια εξετάσεις η μια μετά την άλλη, μετά από τέσσερις αποτυχημένες εξωσωματικές, ο γιατρός τους είχε πει ότι οι πιθανότητες να αποκτήσουν μαζί βιολογικό παιδί είναι εξαιρετικά πολύ λίγες. Τους πρότεινε να σκεφτούν άλλες εναλλακτικές, όπως δότη σπέρματος ή υιοθεσία. Η Λίλα τσακίστηκε. Έπαθε κατάθλιψη, απολύθηκε από την δουλειά της γιατί τις μισές μέρες πήγαινε και τις άλλες μισές δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί από το κρεββάτι. Σχεδόν την εξανάγκασε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία και αγωγή. Φάνηκε να πιάνει, γιατί τους τελευταίους τρεις μήνες τα πήγαινε πιο καλά. Είχε ξαναβρεί αρκετό από το χαμένο κέφι της, είχε ανακτήσει την όρεξή της, σηκωνόταν κάθε μέρα, ντυνόταν και… και; Τι έκανε;

Το μυαλό του Νίκου βασανιζόταν από αυτή την ερώτηση σχεδόν ενάμιση μήνα τώρα. Απ’ όταν κατάλαβε ότι η Λίλα του λέει ψέματα. Ότι δεν είναι σπίτι, ούτε στην μαμά της, ούτε στην Λένα, ούτε στο σουπερμάρκετ. Πού μπορεί να πήγαινε; Ψυχοθεραπεία δεν ήταν γιατί ήξερε τα ραντεβού της σε συνεννόηση με τον γιατρό, για να μην τα χάνει. Πού σκατά ήταν; Η αλλαγμένη διάθεση, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, τον έκαναν να πιστεύει ότι έχει βρει άλλον. Ότι εφόσον αυτός, ήταν το εμπόδιο της, να αποκτήσει κάτι που ήθελε τόσο πολύ, αποφάσισε να τον αντικαταστήσει. Όσες φορές την ρώτησε τι έκανε τα πρωινά, οι απαντήσεις της ήταν μπερδεμένες και αόριστες. Ήταν πλέον σίγουρος ότι υπάρχει άλλος, γι’ αυτό και αποφάσισε να ενδώσει στο έντονο φλερτ της καινούριας συνάδελφου. Και του άρεσε. Ένιωσε ξανά ότι μετράει σαν άντρας. Ότι δεν είναι απλά ο “τζούφιος” που δεν μπορεί να προσφέρει στην γυναικά του το αυτονόητο: ένα παιδί. Μέχρι που η Λίλα τα ανακάλυψε όλα εκείνο το βράδυ, κι από τότε η ζωή του είναι ένα σουρεαλιστικό σύμπαν από το οποίο δεν μπορεί να δραπετεύσει.

Το επόμενο πρωί, την αναζήτησε παντού. Το κινητό της είχε πάψει πλέον να χτυπάει. Πήγε από την μητέρα της, είχε να την δει μια βδομάδα. Η Λένα είχε να την δει από το Σάββατο. Ανέβηκε στον λόφο, την έψαξε, τίποτα. Πήρε τηλέφωνο τα νοσοκομεία που είχαν την προηγούμενη νύχτα εφημερία, τίποτα. Πήγε στην αστυνομία να δηλώσει εξαφάνιση. Οι αστυνομικοί ήταν πολύ φιλικοί. Τον ρώτησαν τι έγινε, την περιγραφή της και υποσχέθηκαν ότι θα έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους. Γύρισε σπίτι και περίμενε πάνω από το τηλέφωνο. Το απόγευμα, τρεις αστυνομικοί του χτύπησαν την πόρτα, τους άνοιξε και είπαν απλά «συλλαμβάνεστε». Σοκ. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Του είπαν ότι η Λίλα είχε βρεθεί νεκρή σε έναν γκρεμό. Την βρήκαν περαστικοί που έκαναν τζόκινγκ στον λόφο. Παραδίπλα η Μιλού τρομαγμένη έκλαιγε. Τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και ξεκίνησαν ερωτήσεις ανάμεικτες με ειρωνεία: «Πότε την είδες τελευταία φορά;», «Την χτυπούσες;», «Δες τον καραγκιόζη, ήρθε το πρωί να μας το παίξει και ανήσυχος! Θα πήγαινες και στη Νικολούλη να γίνεις φίρμα ρε παλιολεχρίτη;».

Ο Νίκος δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβη: ήταν ο βασικός ύποπτος για την δολοφονία της γυναίκας του. Πάνω στο σώμα της είχαν βρεθεί τρομακτικά σημάδια από δεσίματα σε μπούτια και καρπούς. Καψίματα σαν να τρίφτηκε σε τραχιά επιφάνεια. Μελανιές στο εσωτερικό των μηρών, στις γάμπες, στα καλάμια, στα μπράτσα, μέχρι και στην ηβική περιοχή. Όλα προθανάτια. Του έδειξαν φωτογραφίες οι αστυνομικοί και δεν το πίστευε. Αιτία θανάτου: «Πρόσκρουση κεφαλής σε αμβλύ αντικείμενο (μάλλον βράχος) μετά από πτώση από μεγάλο ύψος». Οι γείτονες είχαν ακούσει τις φωνές τους. Είχαν δει ότι την ακολούθησε. Είχαν ακούσει την Λίλα να τον διώχνει και τον είδαν να επιστρέφει μετά από ώρα μόνος του.

Μα ποιος μπορεί να έκανε τέτοια ζημιά στη Λίλα; Ο εραστής της ίσως; Ο ίδιος δεν είχε απλώσει ποτέ χέρι πάνω της. Οι τύψεις παρόλα αυτά δεν σταμάτησαν να τον κυνηγούν. Σκεφτόταν ξανά και ξανά, ότι η Λίλα αυτοκτόνησε μετά από αυτό που της είπε. «Αυτή είναι η τιμωρία μου γι’ αυτά που της είπα» μονολογούσε, «θα πάω φυλακή για την δολοφονία της κι ας μην την έσπρωξαν τα χέρια μου, τα λόγια μου την έσπρωξαν. Μου αξίζει!».

Καθόταν μόνος στο κελί του, χαμένος στις σκέψεις του και προετοιμαζόταν ψυχολογικά για μια ζωή μέσα στη φυλακή. «Τα πράγματα είναι εξαιρετικά δυσμενή για σένα Νίκο. Υπάρχουν μάρτυρες που σε τοποθετούν κοντά στο σημείο του εγκλήματος και δίνουν και κίνητρο» του είχε πει ο δικηγόρος του και προσπαθούσε απλά να δεχτεί τη μοίρα του.

Η πόρτα άνοιξε. Ένας εισαγγελέας μπήκε μέσα και του είπε «Είσαστε ελεύθερος. Δεν θεωρείστε πλέον ύποπτος. Μπορείτε να φύγετε». Ο Νίκος τον κοιτούσε σαν κεραυνοβολημένος. Ο δικηγόρος μπήκε κι αυτός φουριόζος, τον έπιασε από το μπράτσο και τον έσυρε έξω, σαν να φοβόταν ότι ο εισαγγελέας θα αλλάξει γνώμη. Τον τράβηξε μέχρι το τέλος του διαδρόμου, τον κάθισε σε έναν πάγκο. Ο Νίκος ένιωσε σαν  να παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα ως θεατής. Έπιασε μηχανικά τον καφέ που του έδωσε ο δικηγόρος.

«Νίκο τι ξέρεις για τις δραστηριότητες της θανούσας;»

«Νομίζω ότι είχε εραστή…».

«Δεν είχε. Βρήκαμε το κινητό της. Δεν ήταν καν δολοφονία.»

«Τι;;;»

«Νίκο, η Λίλα, μετά από παραίνεση του ψυχιάτρου της να βρει ένα χόμπι που θα την γεμίζει, είχε ξεκινήσει εδώ και ένα τρίμηνο εναέρια ακροβατικά και χορό σε στύλο.»

«Ορίστε;»

«Να σου το πω απλά, ξεκίνησε αυτά που κάνουν οι ακροβάτες στο τσίρκο… ξέρεις… που δένονται από κάτι μακριά πανιά και ταυτόχρονα pole dancing».

«Μα τι…;»

«Νίκο, όλες οι εκχυμώσεις στο σώμα της, συνάδουν με τα δεσίματα και τα σκαρφαλώματα που κάνουν οι εναέριοι ακροβάτες και οι χορευτές του Pole dancing: γύρω από τους μηρούς, γύρω από τους καρπούς, τα καψίματα στην πλάτη έγιναν από τα πανιά, οι μελανιές στα καλάμια από τον στύλο του pole. Ο ψυχίατρος το επιβεβαίωσε, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό από τους συμμαθητές της, στην σχολή που πήγαινε. Τους έλεγε μάλιστα, κάνοντας χιούμορ, ότι πρέπει να κάνει κάποια υπεύθυνη δήλωση για τις μελανιές, διότι αν την βρουν πουθενά τέζα, θα πάνε εσένα μέσα για ενδοοικογενειακή βία».

«Γιατί δεν μου το είπε;».

«Πλησίαζε μια γιορτή της σχολής και ήθελε να σου κάνει έκπληξη».

«Και πώς πέθανε;».

«Βρήκαν το κινητό της σήμερα, στημένο σε έναν βράχο, να τραβάει βίντεο προς την άκρη του γκρεμού. Εκεί υπήρχε μια πινακίδα “προσοχή γκρεμός”, η οποία ήταν βιδωμένη πάνω σε έναν ψηλό σχετικά σωλήνα… ξέρεις, κλασσική πινακίδα. Η Λίλα, προσπάθησε να τραβήξει βίντεο κάνοντας μια φιγούρα του pole γύρω από τον σωλήνα. Ο σωλήνας δεν κράτησε το βάρος της, έφυγε μαζί με το τσιμέντο που ήταν στερεωμένος και έπεσαν αμφότεροι στον γκρεμό. Οι περαστικοί την βρήκαν με το πόδι περασμένο ακόμη στην πινακίδα».

«Δη… δηλαδή… δεν με κεράτωνε;»

Kallina Kara

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: