,

Φευγάτος – VII

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Πέρασαν κι έφυγαν οι γιορτές. Βγήκε ο γύψος του Βασίλη. Χάζευε το τατουάζ του, συχνά – πυκνά, κι ύστερα χαμογελούσε. Είχε μια μικρή πριγκίπισσα στη ζωή του, που έπρεπε να προστατέψει, μ’ οποιοδήποτε τρόπο. Έπρεπε να της διδάξει την ζωή και να την μάθει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Έπρεπε να είναι πάντοτε εκεί. Την έπαιρνε τα μεσημέρια, μετά την δουλειά, την φόρτωνε στο καρότσι της και βολτάριζαν για ώρες. Της μιλούσε ακατάπαυστα, για όλα όσα είχε δει και γι’ ακόμη περισσότερα, για όσα άκουσαν τ’ αυτιά του. Έλειπε σχεδόν τρία χρόνια απ’ την πατρίδα, μέσα στα οποία είχε καταφέρει πολλά.

«Θα επιβιώσουμε, κούκλα μου» μουρμούρισε, κάποιο απομεσήμερο, στην Νίνα, καθώς έκαναν κούνια. Είχε στριμωχτεί κι εκείνος, στην στενή κούνια δίπλα της, και κάπνιζε, αγναντεύοντας και κουνώντας την μικρή. Το ‘χε βάλει πείσμα η Νίνα, να περπατήσει και να μιλήσει. Της το αναγνώριζε ο Βασίλης. Της έλεγε ότι ήταν γεννημένη για μεγάλα πράγματα και το πίστευε. Ήταν μυστήρια φύση η κόρη του. Θαρρείς πως είχε πάρει τα πιο ακραία στοιχεία και των δύο. Τις αντοχές και το πείσμα του Βασίλη και το νάζι και την καπατσοσύνη της Ναταλίας. «Μαφιοζάκι μου» μουρμούρισε, στοργικά, κι ύστερα της χάιδεψε το κεφάλι. Χαμογέλασε η Νίνα, δείχνοντας τα δοντάκια της. Σηκώθηκε απ’ την κούνια ο Βασίλης και πέταξε μακριά το τσιγάρο του. Τον φώναξε η μικρή. «Μπαμπά, βρε. Όχι σκέτο μπα» την πείραξε ο Βασίλης, καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του. Την έβαλε στο καρότσι και έφυγαν για το σπίτι. Σουρούπωνε.

Σκεφτόταν στη διαδρομή. Τα οικονομικά του είχαν αρχίσει να στρώνουν. Κάτι είχε κάνει ο Τάσος και τα δανεικά που ‘χε πάρει απ’ τον Βαγγέλη, πολλαπλασιάστηκαν. «Επενδύσεις» έλεγε εκείνος και μόνο ο θεός ήξερε, τι σόι επενδύσεις ήταν αυτές. Προσπάθησε να μάθει ο Βασίλης, μα ο Τάσος δεν έλεγε πολλά. «Βάζεις λεφτά σε μια κατασκευαστική, βγάζει η εταιρία, ανεβαίνει η μετοχή, βγάζεις κέρδος. Αυτό. Νόμιμο είναι, πώς αλλιώς να στο πω;» του έλεγε, όταν ρωτούσε, επίμονα, ο Βασίλης. «Κοίτα ρε μη μας μάσουνε, βγήκανε πολλά λεφτά και πολύ γρήγορα για να ‘ναι νόμιμα» του ‘χε απαντήσει ο Βασίλης. Είχε αναλάβει τα λογιστικά του ο Τάσος. Αγχωνότανε ο Βασίλης, αλλά ακολουθούσε συμβουλές. Επέστρεφε δανεικά στον Βαγγέλη, όποτε ήθελε, λέγοντας ότι εκείνη την στιγμή μπορούσε. Θέατρο. Ένα μεγάλο θέατρο ήταν η ζωή του.

Είχε σκεφτεί, αμέτρητες φορές, να πάρει το παιδί και να εξαφανιστεί, να γυρίσει στην Ελλάδα και να ζητήσει βοήθεια απ’ τους φίλους του. Απ’ τη φαμίλια του. Δεν τον άφηνε ο εαυτός του να το κάνει. Έπρεπε να ‘χε κάνει την λάθος επιλογή για τους σωστούς λόγους, μα εκείνος είχε αποφασίσει να κάνει τις σωστές επιλογές για τους εντελώς λάθος λόγους. Αυτό τον κρατούσε στο Σαράγεβο. Αυτό του επέβαλλε να παραμένει δίπλα στην Ναταλία. Εκείνος πάλευε με την δουλειά και το παιδί κι εκείνη με την καριέρα της. Δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικές φάσεις, από διαφορετικούς κόσμους, που συναντήθηκαν και έμπλεξαν τις ζωές τους. Οι αναμνήσεις και τα πεπραγμένα τους έσμιξαν. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Από την επιλογή έως την απόφαση κι απ’ την απόφαση ως την υλοποίησή της, οι δρόμοι είναι τεράστιοι και, κάποιες φορές, μη προσπελάσιμοι. Ο Βασίλης την είχε κάνει από καιρό την επιλογή. Από πολύ πριν γίνει πατέρας. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του με την Ναταλία. Περίμενε την πιο κατάλληλη στιγμή, για τον εαυτό του, για να κάνει το επόμενο βήμα. Το πρόβλημα ήταν πως εκείνη η στιγμή δεν θα ερχόταν ποτέ. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά και με τον δικό του ηθικό κώδικα, δεν ήταν δυνατό να φύγει. Δεν μπορούσε να κάνει εκείνη την επιλογή, απόφαση.

Το πρελούδιο σ’ εκείνη την διεργασία που τον έβαλε να σκεφτεί και να αρχίσει να βαδίζει τον δρόμο προς την απόφαση, ήρθε ένα απομεσήμερο του Γενάρη. Έξω ήταν, περιφερόταν ασκόπως με την κόρη του. Της μιλούσε για διάφορα, που ούτε κι ο ίδιος καταλάβαινε ακριβώς. Κοίταζε η μικρή, μέσ’ απ’ το καρότσι, τον κόσμο γύρω της. Γύριζε συνέχεια το κεφαλάκι της κι έτρεχαν τα μάτια της, για να προλάβουν να δουν τα πάντα. Κάπου, στα μέσα της διαδρομής, την πήρε ο ύπνος. Η γυναίκα με την κόκκινη αλογοουρά τους είδε πρώτη. Ύστερα την παρατήρησε ο Βασίλης. Απόκοσμη ήταν η εμφάνισή της, μέσα σ’ εκείνο το ολόλευκο και μακρύ παλτό. Τους πλησίασε. Ήταν βαμμένη και περιποιημένη, όπως ακριβώς την θυμόταν ο Βασίλης, εκείνο το βράδυ που την είχε τρακάρει, τυχαία, σ’ εκείνο το μπαρ. Μόνο που τότε δεν είχε παρατηρήσει την ουλή που είχε στο αριστερό της μάγουλο.

Δεν χαιρέτισε η Νίνα, μόνο πήγε προς το μέρος τους και κοίταξε την πιτσιρίκα μέσα στο καρότσι, που κοιμόταν γαλήνια. Σήκωσε το βλέμμα της. «Ίδια εσύ» μουρμούρισε, χαμογελώντας. Του έδωσε το χέρι. Χαθήκαν στα στενά. Λίγο πριν σκοτεινιάσει, ο Βασίλης άφησε την κόρη του στο σπίτι και ξαναβγήκε στο δρόμο. Τον κοίταζε με δέος η Νίνα. Εκείνος ο πιτσιρικάς της θύμιζε πολλά και για κάποιο λόγο, που ούτε και η ίδια καταλάβαινε, το μουσάτο παιδί με το τσιγάρο στο στόμα, τον βαρύ, κοκάλινο σκελετό και τις περίεργες ιδέες, άρχισε να καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στον κόσμο της. Ακριβώς έτσι, ένιωθε κι ο Βασίλης.

«Όλες οι ιστορίες σου διαδραματίζονται πάνω σε μια γέφυρα» αστειεύτηκε η Νίνα, ώρα αργότερα, καθώς είχαν αράξει σε μια άλλη γέφυρα, πάνω απ’ το ποτάμι. Τον κοίταζε που έστεκε σκεφτικός, με το βλέμμα κολλημένο στα βρωμόνερα που κυλούσαν αργά. Κάπνιζε ο Βασίλης. Προσπαθούσε να ξεχάσει, μα όλο θυμόταν. Προσπαθούσε να βρει κουράγιο, μα όλο και τον γκρέμιζε κάτι. Γύρισε και την κοίταξε. Άδειο ήταν το πρόσωπό του και φουρτουνιασμένο το βλέμμα του. «Θα σου πω μία ιστορία, μία μόνο φορά. Δεν θέλω να με ρωτήσεις τίποτα. Ούτε να σου απαντήσω θα μπορέσω, ούτε και ξέρω αν έχω απαντήσεις. Με στραγγαλίζει κάθε μέρα. Δεν ξέρω, πια, ποιον φοβάμαι και τι φοβάμαι. Θα μ’ ακούσεις;» ρώτησε κι η Νίνα του έγνεψε καταφατικά. Αναστέναξε ο Βασίλης, πριν βάλει σε σειρά τις αναμνήσεις του. Δεν ήθελαν να τον βοηθήσουν. Θα αφηγούταν για πρώτη φορά εκείνη την ιστορία, μα θα ‘ταν σκόρπια. Όπως ακριβώς την βίωσαν δύο διαφορετικά άτομα. Εκείνος που ήταν κι εκείνος που έφτιαξε για ν’ αντέξει.

Άκουγε η Νίνα. Άκουγε κι έπλαθε εικόνες. Έφτιαξε, με την φαντασία της, εκείνο το παλιό σπίτι, με τα δύο δωμάτια, την παρατημένη αυλή, την ξεφτισμένη κουζίνα, το παγωμένο μπάνιο και τα έπιπλα που έφεραν μια παράξενη αποφορά εγκατάλειψης. Είδε την παλιά κούνια, με τα ξύλινα κάγκελα και το ξεφτισμένο λούστρο κι εκεί μέσα τον Βασίλη, να κλαίει γοερά. Άκουσε την μάνα του να βλαστημάει και να ωρύεται πως ήταν ίδιος ο πατέρας του. Σχημάτισε άποψη για την αδερφή του, την Βικτωρία. Τον φαντάστηκε να περπατάει, με τα τρύπια παπούτσια, τα ξεφτισμένα ρεβέρ και τις φαρδιές, κοντομάνικες μπλούζες, μέσα στο χειμώνα. Ένας κοντοκουρεμένος πιτσιρικάς που βάδιζε πάντα σκεφτικός, ξεπήδησε μέσα στην φαντασία της. Κοίταζε, απέναντί της, το παιδί κι όχι εκείνον.

Ύστερα πήρε και σκοτείνιασε. Μαύρισαν οι αναμνήσεις του Βασίλη κι άρχισαν να βαραίνουν την διάθεση της Νίνας. Άλλαζε το πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν προσπαθούσε να εκφράσει το μίσος του, την οργή του, την αποστροφή του, την απέχθειά του ή, απλώς, τον πόνο του. Άκουγε η Νίνα. Άκουγε λέξεις που την τσάκιζαν. Έφταιγε που ο Βασίλης, αν και αφηγούταν παραληρηματικά την ιστορία, ήξερε να μιλάει. Το ‘χε γυρίσει στα αγγλικά. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και μιλούσε, κοιτάζοντας το ποτάμι. Σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε. Είχαν κοκκινίσει τα μάτια του. Ήταν σίγουρη ότι κάθε του μυς ήταν σφιγμένος κι έτοιμος για πόλεμο. «Έχουμε μια φράση στην πατρίδα. Λέμε ότι η μάνα του φευγάτου, δεν έκλαψε ποτέ. Είναι δύσκολο να καταλάβεις το νόημα της λέξης. Φευγάτος, σου ‘χω πει, ότι είναι εκείνος που ήδη έχει φύγει. Φευγάτος είναι ο άνθρωπος που καταλαβαίνει την κακοτοπιά και δεν την πλησιάζει. Δεν είναι ούτε ο δειλός, ούτε ο χαζός, ούτ’ εκείνος που δεν τολμάει. Φευγάτος είναι αυτός που ξέρει ακριβώς πού πάει να μπλέξει κι επιλέγει, συνειδητά, να μην το κάνει. Εγώ, τότε, πόσο να ‘μουν, δώδεκα; Ίσως. Δεν μπορούσα να το καταλάβω…»

Κούνησε το κεφάλι της η Νίνα, χωρίς να αρθρώσει λέξη, για να δώσει την συγκατάθεσή της στον Βασίλη, να συνεχίσει. «Φευγάτος» κάγχασε εκείνος κι ύστερα γύρισε απότομα. Της έδωσε το χέρι. Τον κοίταξε με απορία. Είχε φτάσει σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσε να προσπεράσει ή να εξωτερικεύσει. Έπρεπε, εκείνο το σούρουπο, να το βγάλει από μέσα του, μα δεν έβρισκε πουθενά το κουράγιο.

Δεν προσπάθησε να του πιάσει την κουβέντα η Νίνα. Ένιωθε σαν να τον γνώριζε μια ολόκληρη ζωή κι ήξερε, βαθιά μέσα της, ότι ο Βασίλης έκανε μια μικρή παύση, προσπαθώντας να ξεπεράσει ένα εμπόδιο, για να συνεχίσει εκείνη την θλιβερή και μακάβρια ιστορία. Απότομα έστριψε σ’ εκείνη την κάβα. Σχεδόν μπούκαρε μέσα. Βούτηξε ένα μπουκάλι βότκα και πλαστικά ποτήρια. Γρύλισε κάτι ακατάληπτο, ενώ πλήρωνε. Βγήκε έξω, ξαναπήρε απ’ το χέρι την Νίνα και επέστρεψαν στην γέφυρα. Γέμισε ένα ποτήρι. Το κατέβασε με τη μία. Άναψε τσιγάρο. Ξεφύσηξε. «Αν δεν μπορείς…» άρχισε η Νίνα, μα άφησε εκεί την πρότασή της.

«Μπορώ» μουρμούρισε ο Βασίλης. Έβγαλε το κινητό του απ’ την τσέπη και σκάλισε βιαστικά ένα μήνυμα. «Θ’ αργήσω». Το έστειλε κι ύστερα απενεργοποίησε το κινητό. Έβγαλε τα γυαλιά του. Ήταν όλα θολά γύρω του. Τα ‘χωσε στη μέσα τσέπη του μπουφάν. Έπιασε το κεφάλι του. Χαμογέλασε με την όψη τον περαστικών στους μισογεμάτους και φωτισμένους δρόμους. Γύρισε πίσω σ’ εκείνο το, πρώτο, απόγευμα που ήταν φευγάτος. Αρνιόταν κατηγορηματικά το μυαλό του να τον βοηθήσει να ανασύρει την ακριβή ημερομηνία. Ήταν σίγουρος πώς ήταν η πρώτη του χρονιά στο γυμνάσιο, ήταν σίγουρος ότι ήταν Νοέμβριος. Ήταν σίγουρος για το πώς είχαν διαδραματιστεί όλα. Την ημερομηνία δεν μπορούσε να θυμηθεί. Φοβόταν πως αν την ξέθαβε, θα κατέρρεε. Δεν ήθελε να θυμάται, δεν μπορούσε να ξεχάσει.

Ούτε τα χιλιόμετρα που έγραψε, με τα τρύπια του παπούτσια, μπορούσε να ξεχάσει. Καθάριες ήταν οι εικόνες στις αναμνήσεις του. Θυμόταν τον κόσμο, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τους δρόμους της πόλης, τα ραγισμένα πεζοδρόμια, τα πάντα. Αργά είχε γυρίσει στο σπίτι του. Κανείς δεν τον είχε ρωτήσει πού βολόδερνε. Μάλωσε με την αδερφή του. Την έβγαλε στην κουζίνα. Μουρμούριζε, θυμόταν, στεναχωριόταν κι έβριζε.

Λίγο πριν τα χαράματα γύρισε στο δωμάτιο και βρήκε την αδερφή του να κοιμάται στο κάτω κρεβάτι εκείνης της παλιάς κουκέτας. Μισόκλεισε τα μάτια η Νίνα κι είδε εκείνο το δωματιάκι με την κουκέτα, το γραφείο, τις ντουλάπες και το παλιό παράθυρο που έμπαζε αέρα. Στο πάνω, πάντοτε, κοιμόταν η Βικτωρία και στο κάτω ο Βασίλης. Εκείνο το βράδυ, έκανε ο δόλιος ν’ ανέβει πάνω, μα ξύπνησε την αδερφή του. Τον βούτηξε απ’ το πόδι. Του ‘πε να ξαπλώσει μαζί της. Σερνότανε ο Βασίλης, απ’ την κούραση και το ανελέητο περπάτημα. Ξάπλωσε. Χώθηκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Τον αγκάλιασε η Βικτωρία. Κοιμήθηκαν μαζί.

Άκουγε η Νίνα, μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο. Έβγαζε πράγματα από μέσα του ο Βασίλης, λεπίδες που τον ίδιο πια δεν άγγιζαν, μα κατακρεουργούσαν την δική της ψυχή. Στην αρχή προσπάθησε να τον καταλάβει. Μετά προσπάθησε να καταλάβει το περιβάλλον του. Προσπάθησε να καταλάβει τις επιλογές του. Στο δικό της μυαλό, απ’ την πλευρά του παρατηρητή, όλα έδεναν. Κάθε φορά που έλεγε ότι είχαν περάσει τα χειρότερα για τον Βασίλη, άκουγε και κάτι νέο, που την έκανε να νιώθει ισχυρότερο εκείνο το σφίξιμο μέσα της. Τα λόγια εκείνου του ανθρώπου για την κακία και τον εγωισμό του κόσμου, την διέλυαν. Δεν μπορούσε να τα χωρέσει μέσα στο μυαλό της. Πονούσε ο Βασίλης, μα δεν το εξωτερίκευε.

Ήθελε να τον διακόψει η Νίνα, να τον πάρει μια αγκαλιά, να του πει ότι όλα τελείωσαν, ότι όλα τελειώνουν στη ζωή, μα δεν θα το κατάφερνε και το ήξερε. Είχε, απέναντί της, έναν μυστήριο άνθρωπο, ατσαλένιο, που όσο τον χτυπούσαν, τόσο περισσότερο σκλήραινε. Έσπαγε, για στιγμές, ο Βασίλης. Τσάκιζε κι επανακτούσε την αυτοκυριαρχία του. Έτρεχαν οι θύμησες και μαζί τους, ο λογισμός του, σ’ άλλες εποχές, που θεωρούσε ότι είχαν πια περάσει. «Τίποτα δεν τελειώνει, Νίνα. Όλα επιστρέφουν κι όλα πληρώνονται» της είπε, πριν συνθλίψει το άδειο του πακέτο, μέσα στην παλάμη του. Το πέταξε στο ποτάμι κι απέμεινε για μερικές στιγμές να το κοιτάζει ν’ απομακρύνεται. Γύρισε στην αφήγησή του, έχοντας στεριώσει το βλέμμα του στο κενό. Συννέφιαζε. Θα χιόνιζε ξανά, μα τον Βασίλη δεν μπορούσε να τον πτοήσει τίποτα. Κατέβαζε, σιγά – σιγά, τη μάσκα που ‘χε κάποτε δημιουργήσει. Αυτή ήταν η ύστατη προσπάθεια που είχε κάνει, για να σταματήσει να πονάει. Ο φευγάτος. Ένα άτομο που έφτιαξε με την φαντασία του και το ‘βαζε μπροστά, όταν θεωρούσε ότι ο ίδιος δεν ήταν ικανός ν’ ανταπεξέλθει στις καταστάσεις.

Χαμογέλασε η Νίνα, όταν της περιέγραψε ο Βασίλης, ποιος ακριβώς ήταν ο φευγάτος κι ύστερα τρόμαξε, όταν συνειδητοποίησε τι είχε γίνει ο Βασίλης για να επιβιώσει. Κατάλαβε, όσα δεν μπορούσε να καταλάβει ο ίδιος. Δεν φοβόταν τις καταστάσεις, ποτέ δεν τις φοβήθηκε, όσο κι αν αυτό πίστευε. Τον εαυτό του έτρεμε. Τις αντιδράσεις του. Της είπε ότι είχε τρομοκρατηθεί εκείνο το πρωί που ξύπνησε δίπλα απ’ την Βικτωρία και εκείνη έβαλε το χέρι του στο στήθος της. Της είπε ότι κλώτσησε μπροστά τον φευγάτο, για να τα βγάλει πέρα. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, μα το μετάνιωσε. Κάτι, μέσα της, της έλεγε ότι ο Βασίλης δεν θα άντεχε την αλήθεια. Ο εαυτός του και οι πιθανές αντιδράσεις του, τον τρομοκράτησαν.

Είχε μουδιάσει το χέρι του. Έτρεμε. Προσπάθησε να ανάψει τσιγάρο, μα δεν τα κατάφερε. «Παγώνει το μυαλό…» ψιθύρισε, πριν γυρίσει προς την Νίνα. Δεν το είχε ξαναδεί εκείνο το ύφος. Κατανόηση ήταν. Κατανόηση και αποδοχή. Ούτε λύπηση, ούτε οίκτος, ούτε τίποτ’ απ’ όσα περίμενε, όταν άρχισε να εξιστορεί εκείνα, τα κοφτερά, κομμάτια της ζωής του. Έπιασε το κεφάλι του. Γύρισε το βλέμμα του, για μία στιγμή, στο ποτάμι. «Μία λάθος επιλογή έκανα και έκτοτε με κυνηγάει. Αυτός ήμουν, αυτός παρέμεινα. Κάνω πάντα τις σωστές επιλογές, για τους λάθος λόγους. Μία φορά που διάλεξα λάθος, για τον σωστό λόγο, μία, όχι παραπάνω, ήταν αρκετή για να με διαλύσει» μουρμούρισε, μισοκλείνοντας τα μάτια. Είχε επιστρέψει δριμύτερη η ημικρανία του.

«Καλύτερα να σε σκότωναν, παρά αυτό…» ψέλλισε η Νίνα κι ούτε που κατάλαβε πώς έφυγαν τα λόγια απ’ το στόμα της. «Όντως. Ο θάνατος θα ‘ταν μια μακράν προτιμότερη τιμωρία για τα όσα δεν διέπραξα. Βλέπεις, Νίνα, κάποια εγκλήματα, τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων, δεν τα καταδικάζει κανένας άνθρωπος, κανένας νόμος και κανένα δικαστήριο…»

Πήρε βαθιά ανάσα ο Βασίλης. Έβλεπε ότι άντεχε η Νίνα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού ακριβώς έβρισκε την αντοχή να τον ακούσει, εκείνη η παράξενη κοπέλα με την κόκκινη αλογοουρά και την μυστήρια ουλή στο μάγουλο. Ήξερε, όμως, ότι θα άντεχε. Κάποτε του αρκούσε η ανάμνηση για να του ανέβει ο εμετός στα δόντια. Εκείνη την ημέρα δεν συνέβη ούτε κι αυτό. Είχε θωρακιστεί με τόσο ακραίες πεποιθήσεις για ν’ αντέξει, κι είχε απλοποιήσει τόσο πολύ τα πράγματα στο μυαλό του, που απλώς πονούσε γιατί ήταν επώδυνες οι αναμνήσεις. Ούτε αηδία ένιωθε πια, ούτε αποστροφή. Κατάφερε ν’ ανάψει τσιγάρο και να κατεβάσει ακόμη ένα ποτήρι βότκα. Κάγχασε πριν αρχίσει να μιλάει.

«Υπήρχαν βράδια που την έβαζα για ύπνο κι ύστερα ξενυχτούσα, προσπαθώντας να διαλύσω τον εαυτό μου. Βαρούσα… Βαρούσα μ’ όση δύναμη είχα, Νίνα, μα δεν έπεφτα. Δεν γινόταν να πέσω. Πονούσα, σκιζόμουνα, έβαζα τα κλάματα, τα ‘πνιγα για να μην ακουστώ και την ξυπνήσω, κουραζόμουν, κι ύστερα πήγαινα και κούρνιαζα δίπλα της. Γυρνούσανε μέσα μου οι ιδέες. Να φουντάρω, να πάρω χάπια, να κόψω τις φλέβες μου, να εκδικηθώ για όσα έζησα κι όσα μου απαγόρεψαν να ζήσω. Να χτυπήσω. Να τους κάνω κακό. Έσφιγγα τα δόντια γιατί αυτό έπρεπε να κάνω. Λύγιζαν τα δάχτυλά μου, μόνα τους, τότε, πριν ακόμη μάθω ποιος ήταν ο πατέρας μου. Ήθελα να βάλω την μάνα μου κάτω και να την σκοτώσω στο ξύλο. Ξύριζαν τα λόγια της, μ’ έκοβαν σαν φαλτσέτες. Πρωί – βράδυ μου το χτυπούσε. «Άχρηστος, σαν τον πατέρα σου». Δάγκωνα τα χείλη μου, για να μην ανοίξω το στόμα μου. Έφευγα για να μην βάλω φωτιά στο σπίτι και τους κάψω μαζί με την μιζέρια τους. Έφευγα, τότε, γιατί ήμουν δειλός και δεν είχα το κουράγιο να τους αντιμετωπίσω…»

Τον αγκάλιασε η Νίνα, γιατί είδε πως ήταν ένα πολύ μικρό βήμα πριν την κατάρρευση. Έτρεχαν τα δάκρυα απ’ τα μάτια του, μα η φωνή του ήταν σταθερή και το πρόσωπό του ανέκφραστο. «Προσπαθούσα να την καταλάβω. Την λυπόμουν, όπως λυπόμουν κι εμένα. Αντιμετωπίζαμε την αδιαφορία, το κρύο, τον πόνο, την φτώχεια, τα λόγια, με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Εγώ πατούσα στα πόδια μου, η Βίκυ δεν άντεχε και, κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, γαντζώθηκε πάνω μου. Την αγαπούσα, γιατί ήταν εκεί για μένα. Πάντα ήταν εκεί. Ποτέ δεν μ’ άφησε ξεκρέμαστο. Δεν ξέρω πού έμπλεξε η κατάσταση, ούτε τι κουβαλάει το κεφάλι της. Προσπάθησα να το συζητήσω, μα ούτε και η ίδια ξέρει τι της γίνεται. Ξέρω μόνο όσα βλέπω κι αποδέχομαι. Είμαστε μαζί και γαληνεύει το μουτράκι της. Δεν μπορώ, ειλικρινά, να καταλάβω, ούτε τι έχει γίνει, ούτε τον λόγο ή τους λόγους, που έγιναν όσα έγιναν. Προσπαθούσα να ξεφύγω κι εκείνη τραβούσε το σχοινί. Πνιγόμουν, αλλά έπρεπε να κρατήσω μια ισορροπία. Δεν έπρεπε να σπάσει εκείνο το σχοινί…»

«Βασίλη… Με την αδερφή σου…» έκανε η Νίνα, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις, για να μην τον πονέσει και να μην τον κάνουν να παρεξηγηθεί. Κάγχασε εκείνος. «Περίμενε. Είμαστε ακόμη στην αρχή. Κάποιες ιστορίες είναι πολύ πιο σκοτεινές απ’ όσο μπορούμε να αντιληφθούμε. Τότε, Νίνα, ήμουν δεκαπέντε και δεν είχαν αρχίσει ακόμη τα άσχημα…»

«Πόσο πιο άσχημα;» ρώτησε εκείνη, ταραγμένα.

«Πριν δέκα χρόνια έδωσα μια υπόσχεση και πήρα πίσω ακριβώς την ίδια υπόσχεση. Θα ‘μασταν οικογένεια με τους φίλους μου. Ανοίξανε καρδιές εκείνο το σούρουπο. Είπαμε πολλά και τ’ αφήσαμε να τα πάρουν μαζί τους τα τραίνα. Εκείνο που δεν έχω πει σε κανέναν, ούτε σκοπεύω να το κάνω, είναι ότι εκείνο το μεσημέρι…»

«Ναι;» τον παρότρυνε η Νίνα, όταν σταμάτησε να της μιλάει. Τον είδε να σφίγγει τα δόντια και να σκύβει το κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια του κι άρχισε να σιγομουρμουράει κάτι ακατάληπτο, που έφερνε σε προσευχή. «Θέλεις να το αφήσουμε;»

«Ας περπατήσουμε» μονολόγησε ο Βασίλης.

Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και κοίταξε τα σύννεφα. «Μακάρι να βρέξει, να ηρεμήσει το μυαλό μου» συλλογίστηκε, καθώς έστριβε σ’ ένα στενό. Δίπλα του ήταν η Νίνα και τον παρατηρούσε. Περίμενε ν’ ακούσει την συνέχεια. Έπρεπε να περάσει μισή ώρα στην σιωπή, για να αρχίσει να μιλάει ο Βασίλης. «Για να μην υποφέρει, έπρεπε να τσακιστώ εγώ. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, δεν υπήρχαν επιλογές» μουρμούρισε. Κοφτός ήταν ο τόνος του, σαν το περπάτημά του. Κοίταζε μπροστά και μιλούσε, σχεδόν, ανέκφραστα.

«Δεν μπορώ να την καταλάβω την αδερφή σου» ψιθύρισε η Νίνα, με έναν απόκοσμο τόνο. Γύρισε προς το μέρος της. Της χαμογέλασε στραβά. «Ούτε εγώ. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν εκείνη, αλλά…»

«Τι λες, Βασίλη; Σοβαρέψου, ήσουν παιδί! Δεν μπορείς… Δεν είναι δυνατό να φέρεις ευθύνη…»

«Εγώ τις κουβαλούσα τις ευθύνες, Νίνα, γιατί δεν ήταν κανείς διατεθειμένος να το κάνει. Και να σου πω και κάτι; Αν δεν ήθελα, δεν θα το έκανα. Δεν θα έκανα τίποτα. Έπρεπε να κάνω όσα έκανα. Έβλεπα τον κόσμο ατόμων που αγαπούσα και νοιαζόμουν, να καταρρέει. Έπρεπε να φρενάρω εκείνη την κατάρρευση μ’ οποιοδήποτε τρόπο, οποιοδήποτε κόστος…»

«Δεν έχει λογική αυτό…» μουρμούρισε η Νίνα. Είχε μια πρωτόγνωρη, για κείνη, απόγνωση, σχηματισμένη στο πρόσωπό της. Σταμάτησε ο Βασίλης. Γύρισε και την κοίταξε. «Δεν είπα ότι υπάρχει κάποια λογική σ’ όλα αυτά. Είπα ότι έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω. Δεν μπορούσα να την βλέπω να πονάει, είχα μάθει τι την ηρεμούσε, το έκανα, χωρίς να σκέφτομαι τον αντίκτυπο που είχε σ’ εμένα. Ήξερα ότι εγώ θα τα έβαζα με το μυαλό μου κι ότι θα έβγαινα νικητής. Δεν μου κόστισε τίποτα…»

«Δεν μπορείς, Βασίλη, να δεις ακόμη την εικόνα».

«Σίγουρα. Οι αλήθειες έρχονται μόνο όταν μπορέσεις να τις καταλάβεις και να τις αποδεχτείς, ποτέ πιο πριν».

Κράτησε εκείνα τα λόγια η Νίνα, γιατί την εξέφραζαν απόλυτα. Ούτε εκείνη είχε καταφέρει να δει τις αλήθειες στη ζωή της, καθώς δεν ήταν έτοιμη ούτε να τις καταλάβει, ούτε και να τις αποδεχτεί. Κοίταξε, βιαστικά, το ρολόι της. Είχε πάει μία κι η ιστορία του Βασίλη, δεν είχε τελειώσει ακόμη. Συνέχισε να τον ακούει, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθούν οι φόβοι της. Αντιλαμβανόταν τον λόγο που συνέχιζε να μιλάει με τόση στοργή για ένα άτομο που, εν αγνοία του, χάραξε την ψυχή του. Καταλάβαινε κι αποδεχόταν το μίσος που έβγαζαν οι λέξεις και ο τόνος του για τους γονείς του. Γελούσε μαζί του όταν αστειευόταν. «Γελάω κι εγώ με τα χάλια μου, μα αν δεν ήταν η Βικτωρία, πραγματικά θα ‘χα πληγώσει πολλές κοπέλες…»

«Αν δεν ήταν η Βικτωρία, θα ήταν κάποια άλλη» σχολίασε η Νίνα, σηκώνοντας την κουκούλα της. Είχε αρχίσει να χιονίζει.

«Βέβαια. Από τότε που έφυγε απ’ το σπίτι για να σπουδάσει, η πορεία μου ήταν προδιαγεγραμμένη, μα δεν κατάφερα να το δω, μέχρι εκείνη την μέρα που ξέρασε η καρδιά μου ό,τι είχε μέσα της για την μάνα της κόρης μου».

«Δεν σε καταλαβαίνω».

«Σου είπα, είμαστε ακόμη στην αρχή» της απάντησε εκείνος, κι ύστερα έφυγε μπροστά. Μπροστά στην Έλενα και στο παραμύθι που έζησε μαζί της, στην προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα δεσμά που ο ίδιος επέβαλε στον εαυτό του. Παρατηρούσε τον τόνο του η Νίνα κι έφτιαχνε εικόνες. Οργή ανάβλυζε κι ήταν λογικό. Πατούσε τον εαυτό του και τον ποδοπατούσε και η Έλενα. Ύστερα της είπε για τον φαύλο κύκλο. Δεν πονούσε πια η Νίνα, ούτε σφιγγόταν η ψυχή της. Είχε καταλάβει ότι η ιστορία του ήταν έτσι, γιατί προσπαθούσε να είναι ένας σωστός άνθρωπος μέσα σ’ έναν λάθος κόσμο. Κάτι που έβλεπε κι εκείνη, κάθε μέρα που περνούσε.

Ένιωσε νοσταλγία η Νίνα, όταν τον άκουσε να μιλάει για την Μελίνα. Πεθύμησε τις δικές της όμορφες στιγμές, τα λόγια, τα συναισθήματα, τον έρωτα, τα αξημέρωτα βράδια, τις συζητήσεις, την κοινή ζωή. Τα ‘χε κι εκείνη, κάποτε, για ένα πολύ μικρό διάστημα, κι ύστερα χάθηκαν. Με κάθε του λέξη βεβαιωνόταν ότι ήταν ακόμη ερωτευμένος μ’ εκείνη την καστανή κοπέλα που αποκαλούσε «μικρή του πριγκίπισσα».

Στις έξι και κάτι, ο Βασίλης είχε τελειώσει την αφήγησή του. Είχε σταματήσει από ώρα να χιονίζει και μια πυκνή ομίχλη είχε καλύψει την πόλη. Είχαν από ώρα φτάσει έξω απ’ το σπίτι της Νίνας κι εκείνος μιλούσε ακατάπαυστα. «Έλα να σου φτιάξω έναν καφέ» του είπε, χαμογελώντας, μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Της έδωσε το τηλέφωνό του, την καληνύχτισε κι ύστερα χάθηκε μέσα στην ομίχλη.

Περπάτησε για ώρα, πριν αποφασίσει να γυρίσει στο σπίτι του. Κοίταζε το κινητό του στο δρόμο. Τον έψαχνε η Ναταλία. Δεν έδωσε σημασία. Τον έτρωγε το χέρι να πάρει τηλέφωνο την Μελίνα, μα γνώριζε πως δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλληλη στιγμή. «Δε γαμιέται;» μουρμούρισε, καθώς έβαζε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε στο σπίτι, σκέπασε την κόρη του, που κοιμόταν στο πάρκο της κι ύστερα πήγε στο κρεβάτι. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα απ’ την Ναταλία. Γύρισε μέσα στον ύπνο της και τον αγκάλιασε. Θλιμμένη ήταν η έκφρασή της. «Νάγια;» της ψιθύρισε, παιχνιδιάρικα κι εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με απορία.

«Τι ώρα είναι;» μουρμούρισε, νυσταγμένα.

«Περασμένες εφτά».

«Γιατί δεν σήκωνες το τηλέφωνο;»

«Έκλεισε από μπαταρία το ρημάδι».

«Αυτό φταίει, ή εσύ που ξεχνάς να το φορτίσεις;»

«Αυτό φταίει» μουρμούρισε, εκείνος, χαμογελώντας.

«Πού ήσουνα;»

«Περπατούσα».

«Τόσες ώρες;»

«Ναι».

«Γιατί;»

«Έχω πολλά στο κεφάλι μου, κοριτσάρα. Πρέπει, κάποια στιγμή, να ηρεμώ κι εγώ».

«Τι σε προβληματίζει;»

«Πολλά».

«Δεν θέλεις να το συζητήσουμε;»

«Ψυχή μου, τα έχουμε ήδη συζητήσει. Λύσεις ψάχνω να βρω, όχι να συζητήσω. Λύση στο οικονομικό, λύση στο σπίτι που δεν μας χωράει πια, λύση στο όχημα που πρέπει, κάποια στιγμή, να αποκτήσουμε, λύση στο τι θα κάνουμε, γενικότερα, στο μέλλον μας».

«Σου είπα, να πω στον μπαμπά να μας βοηθήσει, αλλά δεν θέλεις» του γκρίνιαξε η Ναταλία. Γύρισε προς το μέρος της. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Χαμογέλασε εκείνη. «Σου έχω εξηγήσει τον λόγο. Οι δικοί σου δεν με πάνε ούτε με σφαίρες. Δεν γουστάρω, μαζί μ’ όσα μου σέρνουν, να με κατηγορούν και για τ’ ότι δεν μπορώ να ταΐσω τα κορίτσια μου…»

«Δεν έχεις άδικο, αλλά…» τον διέκοψε η Ναταλία, μα δεν βρήκε κάτι να πει.

«Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τους δικούς σου. Τους πειράζουν τα γένια, τους πειράζει που είμαι ξένος, τους πειράζει που οι δικοί μου είναι χριστιανοί, τους πειράζει που είμαι άθεος, τους πειράζει που δεν κλείνω το στόμα. Βασικά τους πειράζει και το ότι μου μοιάζει η μικρή».

«Και οι δικοί σου, δεν πάνε πίσω» του απάντησε η Ναταλία, χαμογελώντας.

«Καλά, οι δικοί μου, δεν πιάνονται για άνθρωποι. Η Γιάννα σε χαζοσυμπαθεί, ξέρεις…»

«Ναι, γι’ αυτό έχει φαγωθεί να αλλάξω θρησκεία…»

Την φίλησε ο Βασίλης, για να γλυτώσει την γκρίνια της. «Γι’ αυτό επέμενα για πολιτικό γάμο και για να μην βαφτίσουμε την μπέμπα μας. Την γκρίνια τους δεν άντεχα» σχολίασε, λίγα λεπτά αργότερα.

«Ηρέμησες με το περπάτημα;» τον ρώτησε η Ναταλία, αλλάζοντας τελείως το θέμα της συζήτησης.

«Ναι, γιατί;» απόρησε εκείνος.

«Όταν ήρθες, με φώναξες Νάγια» αποκρίθηκε.

«Παραπονιάρικο πλάσμα, δεν έχεις πανεπιστήμιο;»

«Προλαβαίνουμε…»

***

Έβγαιναν συχνά ο Βασίλης και η Νίνα. Σουλατσάριζαν στο Σαράγεβο. Είχε ζεστάνει ο καιρός. Είχαν περάσει και τα γενέθλια του Βασίλη, μόνο που δεν τα γιόρτασε. Δεν σήμαιναν τίποτα για εκείνον. Συνέχισε να είναι εγκλωβισμένος μέσα στην ίδια ρουτίνα. Κάπου – κάπου έβγαινε απ’ το καβούκι του, γιατί του το έβγαζε η Νίνα, μα παρέμενε κλεισμένος στον εαυτό του, με κατεβασμένα ρολά, ψάχνοντας διεξόδους σ’ αδιέξοδα.

Το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου είχε ρεπό. Βγήκε από νωρίς μαζί με την Νίνα. Περπάτησαν αρκετά. Είχε ξεκινήσει να βαδίζει η μικρή και τον έσερνε από ‘δω κι από ‘κει. Γελούσε ο Βασίλης, που βάδιζε σκυφτός, κρατώντας την κόρη του απ’ το χέρι. Συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει στο σπίτι κάτι λεφτά που χρωστούσε. «Φτού, κέρατο» μονολόγησε κι ύστερα προσπάθησε να πάρει αγκαλιά την Νίνα. Δεν ήθελε η μικρή. Ξεκίνησε την γκρίνια.

Σήκωσε τα μάτια του απ’ το έδαφος και κοίταξε τον δρόμο. Ήταν κοντά στο σπίτι των κουμπάρων του. Θα μπορούσε να την αφήσει εκεί για λίγο, για να πεταχτεί μέχρι το σπίτι του και να πάρει τα λεφτά. «Καταδίκη…» μουρμούρισε, προσπαθώντας να πάρει την Νίνα αγκαλιά. «Ματάκια μου; Να πάμε να παίξεις με την Γκάμπι;» είπε στην Νίνα, χαμογελώντας, κι εκείνη, σαν να ηρέμησε. Την φόρτωσε στην αγκαλιά του ο Βασίλης κι άρχισε να βαδίζει βιαστικά.

«Μαράκι; Κράτα την λίγο ρε, έχω ξεχάσει κάτι στο σπίτι και, ξέρεις, μέχρι να φτάσουμε…» άρχισε να λέει στην κουμπάρα του, μόλις τους άνοιξε την πόρτα.

«Καιρό έχεις να μας έρθεις. Μπες να φτιάξω καφέ, να βοηθήσεις με τα παιδιά».

«Καίγομαι. Ο μάστορας;»

«Έχει πάει για ψάρεμα ο κουμπάρος σου. Δεν έχει πολλή ώρα που έφυγε».

«Ψάρεμα; Νέο γεροντοχόμπι;» ρώτησε ο Βασίλης, καγχάζοντας.

«Να χαρείς, πες του κι εσύ κάτι, γιατί μου ‘χει σπάσει να νεύρα με τα χόμπι του».

«Θα του πω. Να αφήσει το ψάρεμα και να αρχίσει να παίζει πρέφα στα καφενεία».

«Τέλος πάντων. Θα αργήσεις;»

«Όχι. Ούτε μισάωρο. Θες να σου στείλω την Ναταλία από ‘δώ;»

«Άσ’ τη να διαβάσει, γιατί πάλι μου γκρίνιαζε στο τηλέφωνο. Φύγε».

«Έφυγα» δήλωσε ο Βασίλης, πριν φιλήσει την Νίνα και την δώσει στην Μαρία.

Δύο – δύο τις κατέβαινε τις σκάλες. Βγήκε στο δρόμο και το ‘κοψε, βιαστικά, για το σπίτι του. Έπαιζε στη διαδρομή με τα κλειδιά και χαζοσφύριζε ένα τραγούδι που του ‘χε κολλήσει. Απότομες ήταν οι στροφές που έπαιρνε στους δρόμους και οι περαστικοί τον κοίταζαν παράξενα. Ένας τύπος με κασκόλ και κοντομάνικο, στα μέσα του Μαρτίου, κυκλοφορούσε σαν να τον κυνηγούσαν. Έφτασε στην πολυκατοικία, έβγαλε τα κλειδιά κι ανέβηκε βιαστικά επάνω.

Απ’ το διάδρομο την άκουσε την φωνή της Ναταλίας, λίγο πριν φτάσει έξω απ’ την πόρτα τους, λίγο πριν βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Αφουγκράστηκε για μερικές στιγμές. Έσφιξε τη γροθιά του. Αγρίεψε το βλέμμα του. Δεν μίλησε. Έκανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει στα σκαλιά. Ανάβλυζε το ανάθεμα από μέσα του, μα είχε μάθει, πια, να το πνίγει.

Βγήκε ξανά στο δρόμο και κοίταξε αριστερά και δεξιά. Σούφρωσε τα χείλη του. Άρχισε να σχηματίζεται ένα παρανοϊκό μειδίαμα στο πρόσωπό του. Πέρασε τον δρόμο και χώθηκε σ’ ένα στενό. Είδε μια μαύρη μηχανή να στέκει, ανάμεσα σε δύο κάδους σκουπιδιών. Την αναγνώρισε αμέσως. «Fool me once, shame on you…» μουρμούρισε, πηγαίνοντας προς τη μηχανή. «Fool me twice, shame on me» συνέχισε, καθώς χάραζε το ντεπόζιτό της με τα κλειδιά του. Έβραζε μέσα του. Έβγαλε τσιγάρο, το άναψε κι έφυγε για το άγνωστο.

Είχε μάθει πολλά για την Νίνα. Θυμόταν που έμενε, γιατί την είχε πάει αρκετές φορές μέχρι το σπίτι της. Εκεί κατέληξε, μην έχοντας κάπου αλλού να πάει. Δεν ήθελε να δει κανέναν απ’ τους κοινούς φίλους που είχαν με την Ναταλία, γιατί ήξερε ότι εκείνη την ημέρα ήταν έτοιμος να βάλει φωτιά στον κόσμο. Ήταν πεπεισμένος ότι θα το έκανε, αν πήγαινε να πάρει την κόρη του απ’ την κουμπάρα του. Γύρισαν οι πιθανοί διάλογοι μέσα στο κρανίο του. «Δε γαμιέται;» συλλογίστηκε, προτού περάσει τον δρόμο και χωθεί σ’ εκείνη την παλιά πολυκατοικία.

Δεν υπήρχαν κουδούνια και η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Θυμόταν ο Βασίλης πως η Νίνα του ‘χε αναφέρει ότι έμενε στην σοφίτα. «Μόνο σκάλες έχει η μαλακία» μουρμούρισε, ανεβαίνοντας το στενό κλιμακοστάσιο, μ’ εκείνη την παράξενη, θαρρείς νοσοκομειακή, απόχρωση του πράσινου. Έφτασε στον τέταρτο. Μόνο μία πόρτα υπήρχε κι η σκάλα δεν πήγαινε παραπάνω. Χτύπησε, μα δεν πήρε απάντηση. Ξαναχτύπησε. Άκουσε ήχο βημάτων. Του άνοιξε η Νίνα. Δεν πρόλαβε να της πει τίποτα. Τον πήρε απ’ το χέρι και τον έβαλε να καθίσει στην αγαπημένη της πολυθρόνα, εκείνη την παλιά, μπλε, δερμάτινη πολυθρόνα που έβλεπε το μοναδικό παράθυρο του σαλονιού.

Του έφτιαξε καφέ και τον άφησε μπροστά του. Τον ρώτησε αν είχε γίνει κάτι, μα δεν πήρε απάντηση. Μόνο ένα διαρκές μουρμουρητό, ακατάληπτο, στα ελληνικά, έβγαινε απ’ το στόμα του Βασίλη. Ούτε τον καφέ άγγιξε, ούτε το φαγητό που έφτιαξε αργότερα η Νίνα, ούτε και το ποτό που του πήγε, όταν έβαλε ένα για κείνη.

«Αναίσχυντη…» μουρμούρισε ο Βασίλης, που ‘χε ρίξει το κεφάλι του πάνω στη γροθιά του και είχε καρφωμένο το βλέμμα στο παράθυρο. Στην Νίνα άρεσε πάρα πολύ εκείνη η λέξη· η προφορά της, γιατί το νόημα δεν μπορούσε να το καταλάβει. Γύρισε προς τον Βασίλη. «Θα με μάθεις κι εμένα;» τον ρώτησε, παραπονεμένα.

«Θα σε μάθω» της απάντησε, κοιτάζοντας το κινητό του.

«Περιμένεις τηλέφωνο;»

«Περιμένω να περάσει η ώρα για να φύγω».

«Πού θα πας;»

«Πουθενά. Πουθενά δεν έχω να πάω» της απάντησε βουρκωμένα. Σηκώθηκε η Νίνα από την θέση της, κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας και τον αγκάλιασε. «Θέλεις να μου πεις τι έγινε;» τον ρώτησε και το ύφος της του θύμισε πάρα πολύ την Μελίνα. Έσπασε ο Βασίλης κι άρχισε να μιλάει. Αν δεν ήξερε την ιστορία του η Νίνα, δεν θα είχε καταλάβει τίποτα. Μόνο που στο μυαλό της έδεσαν όλα. Αγρίεψε το πρόσωπό της. «Χώρισέ την» του είπε κοφτά και νευριασμένα, όταν σταμάτησε εκείνος να μιλάει. Της έγνεψε αρνητικά. «Σου είπα ότι υπάρχει σχέδιο» της απάντησε κι ύστερα έπιασαν την κουβέντα. Εκείνο το απόγευμα ήταν το πρώτο που ο Βασίλης εμπιστεύτηκε κάποιον πέραν του εαυτού του. Έστρωσαν το σχέδιο μαζί με την Νίνα. Πήρε τηλέφωνο την Ναταλία ο Βασίλης. «Έλα, κοριτσάρα, έμπλεξα. Άφησα την μικρή στην Μαρία για να κάνω μια δουλειά κι έτυχε κάτι κι έμπλεξα. Δεν ξέρω πότε θα γυρίσω. Κάνε ένα κόπο και πάνε πάρε το Νινάκι απ’ τα κουμπάρια μας» είπε ο Βασίλης και προτού προλάβει να αντιδράσει η Ναταλία, της έκλεισε το τηλέφωνο. Γύρισε προς την Νίνα. «Άντε να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε…» μουρμούρισε κι ύστερα της το μετέφρασε και της το εξήγησε.

Έβρεχε όλο τ’ απόγευμα κι όλο το βράδυ. Κάποια στιγμή, περασμένα μεσάνυχτα, ο Βασίλης σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ. Τον κοίταζε η Νίνα, χωρίς να μιλάει. Δεν ανοίξανε κουβέντα γιατί δεν υπήρχε νόημα. Ο Βασίλης έπρεπε να σκεφτεί κι η Νίνα ήξερε ότι δεν θα του άλλαζε μυαλά. Μπορεί εκείνη να ‘ταν τριάντα τέσσερα κι ο Βασίλης είκοσι πέντε, μα είχε βρει τον μάστορά της, μ’ εκείνο τον παράξενο τυπάκο. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε τσιμπημένη μαζί του, μα δεν είχε το κουράγιο να του το εκφράσει. Ήξερε πως αλλού ήταν μπλεγμένος και ότι η καρδιά του χτυπούσε για άλλη. Για εκείνη που ‘χε κάποτε διώξει, μα δεν είχε σταματήσει ποτέ να αγαπάει.

Βάρυναν τα βλέφαρα του Βασίλη, λίγο πριν το χάραμα. Τον κοίταξε με παράπονο η Νίνα. «Κοιμήσου λίγο. Καταρρέεις» του είπε κι εκείνος της απάντησε ότι θα κοιμόταν στο σπίτι του, όταν θ’ αποφάσιζε να γυρίσει. Του γκρίνιαξε για λίγο κι εκείνος το αποφάσισε και σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα. Πήγαν στο δωμάτιό της. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε. Κόλλησε το βλέμμα του στο ταβάνι. Χώθηκε κι η Νίνα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Κόλλησε δίπλα του. «Έχω δει να προδιαγράφεται το αποψινό βράδυ» της είπε, πριν την σπρώξει, με τρόπο.

«Φοβάσαι τι θα κάνω, Βασίλη;»

«Όχι. Εμένα φοβάμαι. Πάντα εμένα φοβόμουν. Τον εαυτό μου φοβάμαι, εκείνες τις στιγμές που δεν σκέφτομαι λογικά, που θολώνω, που νιώθω πως έχασα τα πάντα, που πρέπει να αντιδράσω και αντιδρώ με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Γι’ αυτό δεν μιλάω πια. Γι’ αυτό δεν αντιδρώ. Γι’ αυτό κάνω υπομονή» της απάντησε. Θλιμμένα ήταν τα μάτια της κι αυτή η θλίψη είχε περάσει και στο πρόσωπό της για να κάνει την παλιά ουλή που είχε στο μάγουλο να μοιάσει ακόμη πιο μελαγχολική απ’ ότι συνήθως.  Την χάιδεψε εκεί κι η Νίνα του χαμογέλασε σκεφτικά.

«Η υπομονή είναι αρετή» ψιθύρισε η Νίνα.

«Κάποιες φορές, ναι» απάντησε εκείνος, αναστενάζοντας.

«Άλλες φορές;»

«Άλλες φορές είναι… Να σου πω κάτι; Δεν γαμιέται απόψε;» είπε ο Βασίλης πριν την βουτήξει και την φιλήσει.

Ούτε ήξερε τι έκανε ο Βασίλης, ούτε γιατί το έκανε, ούτε είχε βάλει μπροστά του τον φευγάτο, εκείνο το βράδυ. Δεν είχε σκοπό να αφήσει τίποτα στη μέση. Θα το τραβούσε στα άκρα. Του θύμιζε απίστευτα την Μελίνα. Την είδε να βγάζει την μπλούζα της. Ίδιες ήταν οι κινήσεις τους. Κοίταξε τα τατουάζ στα χέρια της. Παράταιρες ήταν οι εικόνες. Πόλεμος, θάνατος, άνθρωπος. Αυτές οι τρείς λέξεις θα μπορούσα να συνοψίσουν εκείνες τις έγχρωμες παραστάσεις.

Σκαρφάλωσε πάνω του η Νίνα. Έπεσε το μάτι του στο ασπρόμαυρο τατουάζ που είχε στο στήθος της. Μακάβρια του φάνηκε εκείνη η παράσταση των δύο αγγελικών πλασμάτων, που ήταν αγκαλιασμένα. «Τι είν’ αυτό;» ρώτησε ο Βασίλης, χαϊδεύοντας το τατουάζ. «Το κορίτσι με το σπασμένο φτερό» απάντησε η Νίνα, με σπασμένη φωνή. Βούρκωσε. «Δεν θέλω να τα βλέπω έτσι αυτά τα ματάκια» της ψιθύρισε, χαμογελώντας. Χαμογέλασε μαζί του. Τραχύ ήταν το στομάχι της. «Με πυροβόλησαν. Κάποτε…» μουρμούρισε η Νίνα, μα δεν έσωσε να τελειώσει την φράση της. Την ξαναφίλησε ο Βασίλης.

Μέχρι και η μυρωδιά της, του έφερνε θύμησες απ’ την πρώτη του φορά με την Μελίνα. Δεν είχε καμία σχέση με τις γυναίκες που είχαν περάσει απ’ τη ζωή του. Τον δεχόταν όπως ακριβώς ήταν, και δεν του ζητούσε τίποτα περισσότερο απ’ όσα είχε να δώσει. Έκαναν έρωτα μέχρι που έφεξε έξω κι ύστερα κούρνιασε στην αγκαλιά της ο Βασίλης κι έριξε το κεφάλι του στο στήθος της. Χτυπούσε δυνατά η καρδιά της. Την κοιτούσε με ονειροπόλο ύφος κι εκείνη του χαμογελούσε, βουρκωμένα. Την έκαιγαν τα μάτια απ’ την αϋπνία, μα δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον Βασίλη μόνο και να κοιμηθεί.

«Είχα να κάνω πολλά χρόνια έρωτα με κάποιον που να είναι πραγματικά ερωτευμένος. Πάρα πολλά» του ψιθύρισε βουρκωμένη.

«Δεν είμαι…»

«Είσαι. Δεν θα σταματήσεις να είσαι. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά την αγαπάς τόσο πολύ, αυτή την μικρή σου πριγκίπισσα, που είσαι διατεθειμένος να υποστείς τα χειρότερα πράγματα στον κόσμο, σ’ αυτή σου την αναζήτηση προς εκείνη. Μακάρι…» είπε κι ύστερα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Την κοίταξε με θλίψη ο Βασίλης. «Πάω να βγάλω τους φακούς, με καίνε τα μάτια μου» απολογήθηκε η Νίνα.

Όταν γύρισε στο δωμάτιο και προσπάθησε να χαμογελάσει στον Βασίλη, εκείνος πάγωσε. «Ναι, ξέρω, είναι άσχημο, κάποτε με πυροβόλησαν» σχολίασε η Νίνα για τις ουλές στο στομάχι της, μα ο Βασίλης έγνεψε αρνητικά και κόλλησε στην γωνία του κρεβατιού. «Τα μάτια… Τα μάτια…» τραύλισε ο Βασίλης. Τον έπιασε τρέμουλο. Κόλλησε το στόμα του. Βούτηξε το παντελόνι που είχε πετάξει δίπλα από το κρεβάτι και έπιασε το πορτοφόλι του.

«Φορούσα φακούς, Βασίλη» του είπε η Νίνα, κάνοντας υπερπροσπάθεια να σβήσει την θλίψη από μέσα της και να γελάσει. Έπιασε μια φωτογραφία εκείνος απ’ το πορτοφόλι και την έδωσε με τρεμάμενα χέρια στην Νίνα. Το ύφος της νευριασμένης πιτσιρίκας της θύμιζε πολλά, μα εκείνο το μάτι, το ιριδίζον χρώμα του, ήταν ακριβώς ίδιο με το δικό της. Εκείνες τις στιγμές που θλιβόταν ή που νευρίαζε, τα μάτια της Νίνας ιρίδιζαν. Όπως ιρίδιζαν και τα μάτια της κόρης του Βασίλη. Πήρε βαθιά ανάσα η Νίνα πριν αρχίσει να μιλάει.

«Ντιλμπέροβιτς την λένε στο πατρικό της την γυναίκα σου;» ρώτησε κοφτά η Νίνα.

«Ναι» τραύλισε ο Βασίλης.

«Με την λάθος αδερφή έμπλεξες, αγόρι μου» σχολίασε πικρόχολα η Νίνα.

Κόλλησε στην γωνία του κρεβατιού ο Βασίλης τρέμοντας και μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. «Σου ‘χα πει πως κάποτε επιστρέφουν ακόμη και οι νεκροί, δεν στο είπα;» τον ρώτησε με τον ίδιο πικρόχολο τόνο κι ύστερα κάθισε δίπλα του.

«Είσαι… Είσαι… Τι…» έκανε ο Βασίλης μέσα στην σαστιμάρα και τον τρόμο του.

«Νεκρή; Ναι. Με σκότωσαν οι Σέρβοι στον πόλεμο; Ναι. Αυτό δεν σου είπε; Ναι. Απαντάω μόνη μου; Ναι. Είχε ένα άσχημο τραύμα στον ώμο, πρέπει να της έχει αφήσει σημάδι, τι σου έχει πει γι αυτό; Παλιά ουλή; Χτύπησε; Κόπηκε; Τι;» συνέχισε νευριασμένα εκείνη.

«Νίνα…» τραύλισε λαχανιασμένα ο Βασίλης.

«Πάρε αργές, βαθιές ανάσες από το διάφραγμα. Παθαίνεις κρίση πανικού» του είπε ήρεμα κι εκείνος έγνεψε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του αμέτρητες φορές. Του έπιασε τα χέρια που έτρεμαν. Τον κοίταξε στα μάτια. Δεν το ‘χε ξαναδεί εκείνο το βλέμμα ο Βασίλης. Όσο κι αν είχε δει ένα παρόμοιο ζευγάρι μάτια, να τον κοιτάζουν μ’ ένα εκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους, εκείνο το θλιμμένο βλέμμα που έκρυβε στοργή και γαλήνη, δεν το είχε ξαναδεί. «Άκουσέ με» του ψιθύρισε κι εκείνος, ασθμαίνοντας, κατάφερε να ψελλίσει ένα «ναι».

«Δεν έχω πεθάνει. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Δεν κατάφεραν να με σκοτώσουν. Ναι, με πυροβόλησαν. Έχω ακόμη το σημάδι και την πίκρα. Το μίσος. Τέλος πάντων, πες το όπως εσύ θέλεις. Νεκρή, πάντως, δεν είμαι. Αναγκάστηκα να αλλάξω όνομα, να αλλάξω ταυτότητα, να αλλάξω ζωή, να αλλάξω τα πάντα γύρω μου. Δεν ήξερα, Βασίλη. Σου ορκίζομαι. Στην ίδια μου την ζωή σου ορκίζομαι. Δεν είχα ιδέα ότι αυτή η Ναταλία που μου περιέγραφες… Τέλος πάντων, αδερφή μου, αυτό το γυναικάκι, αυτό το άθλιο πλάσμα, δεν είναι. Αν ήξερα κι αν σου μιλούσα, δεν θα φτάναμε ως εδώ. Καταλαβαίνω την ταραχή σου και τον πανικό σου. Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας σου. Πες μου κάτι. Την μικρή την είπατε Νίνα, προς τιμή μου;»

Έγνεψε καταφατικά ο Βασίλης. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Είχε παγώσει ολόκληρος και το κορμί του είχε μουδιάσει. Καθόταν δίπλα σε μια γυναίκα που μέχρι και πριν λίγες στιγμές, θεωρούσε νεκρή από χρόνια. Νόμιζε ότι κάποιος του ‘χε στήσει μια κακόγουστη φάρσα, μα όχι, όπως έβλεπε την Νίνα, άβαφτη, χωρίς τους φακούς της και με τα μαλλιά μαζεμένα, τόσο του έφερνε στην γυναίκα του. Έπιασε το κεφάλι του. Πήγε να πει κάτι, μα δεν του βγήκε.

«Δική σου ιδέα, να φανταστώ. Τη οποία, συνεχίζω να φαντάζομαι, πρέπει να έδωσες μάχη για να την επιβάλλεις στην πολυαγαπημένη μου αδερφή».

Δεν απάντησε ο Βασίλης. Κούνησε το κεφάλι της η Νίνα. Βούτηξε το παντελόνι του, ανέσυρε από μέσα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, του έχωσε ένα στο στόμα και του το άναψε. Την κοίταζε με απορία ο Βασίλης. «Ριξ’ τη στάχτη κάτω» του είπε, κρυφογελώντας κι όταν είδε το απορημένο ύφος του, τον αγκάλιασε. «Στο ξανάπα. Με την λάθος αδερφή έμπλεξες».

«Γιατί ρε Νίνα;» τραύλισε ο Βασίλης.

«Γιατί… Αχ, γλυκέ μου Βασίλη, ερωτεύτηκα το παιδί που υπάρχει μέσα σου κι όχι το άτομο που προσπαθείς να αποδείξεις ότι είσαι. Βασικά… Δεν σ’ ερωτεύτηκα. Δεν μπορώ να ερωτευτώ. Απλά νιώθω πολλά για σένα και δεν μπορώ, αυτή τη στιγμή, να τα κατατάξω κάπου. Είσαι, ίσως, το μοναδικό μου φιλαράκι. Το μοναδικά πραγματικό μου φιλαράκι. Νιώθω όμορφα όταν είμαστε μαζί, μ’ αρέσουν οι ιστορίες σου, μου δίνεις μια άλλη προοπτική για τη ζωή, με κάνεις, άθελά σου, να θέλω να ζήσω και να μην ζω απλώς για να ζω. Δεν ξέρω, Βασίλη. Μπερδεμένη είμαι. Ίσως πιο μπερδεμένη από εσένα. Βέβαια, εσύ είσαι σοκαρισμένος και ερωτευμένος και έχεις μπλέξει την ζωή σου με μια απλή πουτάνα. Από πείσμα δεν γυρνάς πίσω και δεν ζητάς συγγνώμη. Γιατί αυτομαστιγώνεσαι;»

«Δεν έχει νόημα… Δεν…»

«Όχι, Βασίλη, έχει. Έχει. Προσπαθείς, τόσο καιρό, να μου αποδείξεις ποιος είσαι. Δεν είσαι αυτός ο άνθρωπος που έχεις στο μυαλό σου. Πρέπει να σου κάνουν κακό για να το ανταποδώσεις και πάλι, θα το γυρίσεις μόνο όταν έχεις ξεπεράσει κατά πολύ τα όριά σου. Δίνεις ευκαιρίες, ακούς, συγχωρείς, δεν ξεχνάς αλλά κρατάς, κρατάς τα παθήματά σου. Μπορεί, κάποτε, να ήσουν φοβητσιάρης και φυγάς. Ίσως και να ήσουν, μα τότε, Βασίλη μου, ήσουν παιδί. Δεν είχες επιλογές, γιατί δεν ήσουν ικανός να τις δεις. Ούτε εγώ ήμουν ικανή να δω τις δικές μου επιλογές. Αν, τότε, έβλεπα καθαρά, δεν θα το έπαιζα νεκρή, ούτε θα οικειοποιούμουν την ταυτότητα κάποιας άλλης. Θα γύριζα στο σπίτι μου. Με τύφλωνε το μίσος και γι’ αυτό δεν έβλεπα. Θεωρούσα ότι έτσι θα έπαιρνα το αίμα μου πίσω. Μετά ήρθε η κατάσταση και έδεσε, έγινα δέσμιά της, δεν είναι δυνατό, πλέον, να της ξεφύγω. Εσύ όμως… Εσύ…»

«Δεν μπορώ να ξεφύγω. Εδώ δεν κατάφερα να ξεφύγω απ’ τους νεκρούς…» ψιθύρισε ο Βασίλης.

«Πότε θα γυρίσεις στο σπίτι σου, Βασίλη; Όταν πεθάνουν οι γονείς σου κι όταν σταματήσει να σε κυνηγάει το παρελθόν με την Βικτωρία;»

«Όχι».

«Τότε;»

«Θα το βρω το κουράγιο».

«Εσύ, ο ίδιος, είχες πει ότι έφυγες για να ξεφύγεις από έναν κόσμο που κατέρρεε. Απ’ τη μάνα σου, απ’ τον πατέρα σου, απ’ τις αδερφές σου, ανάθεμά τες, απ’ τα φίδια που ‘χες για φίλους. Θα γυρίσεις όταν πάρεις την απόφαση να τους σκοτώσεις, ή θα περιμένεις να πεθάνουν;»

Τον είχε κολλήσει η Νίνα στον τοίχο και τον χτυπούσε με τα λόγια της. Τον νοιαζόταν και τον αγαπούσε πραγματικά, άσχετα αν τον ήξερε μόνο τρεις μήνες κι αν είχαν μιλήσει λίγες φορές. Τον ένιωθε σαν πραγματικά δικό της άνθρωπο, περισσότερο από φίλο, περισσότερο από αδερφό. Ήταν πολλά πράγματα για εκείνη. Ίσως να έφταιγε που ήταν ο μόνος που την εμπιστεύτηκε, που της άνοιξε ένα παράθυρο μέσα στον κόσμο του, που της επέτρεψε να δει μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό μέρος, χωρίς να φοβηθεί ότι θα την σακατέψει. Σιχαινόταν τον κόσμο η Νίνα, γιατί είχε σιχαθεί το ψέμα του και την στρεβλή νοοτροπία του. Ο Βασίλης, όμως, ήταν αλλιώς. Ήταν αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «φευγάτος».

«Ξέρεις τι μου απέδειξες σήμερα;» τον ρώτησε, παίρνοντας το τσιγάρο απ’ τα χέρια του.

«Τι;»

«Ότι είμαστε αλεξίσφαιροι, Βασίλη. Καμία σφαίρα δεν θα μπορέσει να μας σκοτώσει, καμία μαχαιριά δεν θα μας κάνει να πέσουμε κάτω, δεν υπάρχουν τραύματα που δεν θα καταφέρουμε να επουλώσουμε. Κι αυτά τα λόγια έχουν μεγάλη αξία, γιατί προέρχονται απ’ το στόμα μιας νεκρής…»

«Μπορείς να μην αστειεύεσαι μ’ αυτό το θέμα; Ρίγος μ’ έχει πιάσει» μουρμούρισε ο Βασίλης, μελαγχολικά.

«Δεν το κάνω επίτηδες. Μου βγαίνει η πίκρα. Βλέπεις, εμένα, τα άτομα που νοιαζόμουν, με κέρασαν μια σφαίρα. Εσένα, πάλι…»

«Εμένα;» ρώτησε ο Βασίλης, σηκώνοντας το κεφάλι του για να την κοιτάξει τα μάτια. Την είδε να δακρύζει. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πήγαζε ο δικός της πόνος. «Εσένα, γλυκέ μου, σε μαχαίρωσαν στην ψυχή» του απάντησε, με απόκοσμο ύφος, πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι αρχίσει να ντύνεται.

Άρχισε να την παρατηρεί. Έγειρε το κεφάλι του προς τα αριστερά. Περπατούσε κι εκείνη στις μύτες όταν ήταν ξυπόλητη. Αργό το βήμα της, σχεδόν περιπαικτικό. Νευρικό τίναγμα της αλογοουράς. Άρχισε να παίζει με το γένι του. Του έριξε μια ματιά η Νίνα κι έπειτα έβαλε τα γέλια με το ύφος του. «Δεν θα σταματήσεις ποτέ να την αγαπάς» σχολίασε, πριν βγει απ’ το δωμάτιο.

Λίγο αργότερα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι ο Βασίλης. Ντύθηκε, πήγε στο σαλόνι, στάθηκε δίπλα απ’ το παράθυρο και άρχισε να ρεμβάζει. Του έφτιαξε καφέ η Νίνα. Στάθηκε δίπλα του. Ξεκίνησε, πάλι, να απολογείται. Της εξήγησε κάποια πράγματα ο Βασίλης, βιαστικά, λίγο πριν φύγει. Η Νίνα ήθελε να δει την ανιψιά της, σαν γιατρός αυτή τη φορά κι ο Βασίλης δεν ήθελε να μπλέξει παραπάνω την ζωή του και να χάσει ένα άτομο που θεωρούσε πραγματικά δικό του. Τα ξεκαθάρισαν. Ό,τι συνέβη μεταξύ τους, δεν θα ξαναγινόταν. Ήταν εκείνη η μία φορά.

«Μόνο σήμερα» μονολόγησε ο Βασίλης όταν βγήκε στο δρόμο. Γύρισε στο σπίτι του κι έπαιξε θέατρο, δήθεν ότι τον είχε πάρει από κάτω, δήθεν ότι είχε βγει μόνος, δήθεν ότι έπινε όλο το βράδυ. Είπε στην Ναταλία, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ότι κοιμήθηκε με την αδερφή της. Έβαλε τα γέλια εκείνη. Ξάπλωσαν. Έκλεισε τα μάτια του ο Βασίλης. «Σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε.

«Κι εγώ, κοριτσάρα. Κι εγώ».

***

Το μεσημέρι άνοιξε τα μάτια του ο Βασίλης. Μύριζε κάτι όμορφα στο σπίτι. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε προς την κουζίνα. «Μαγειρεύει το κορίτσι μου;» ρώτησε, νυσταγμένα, την Ναταλία. Γύρισε και του χαμογέλασε. «Καφέ έχουμε;» συνέχισε ο Βασίλης, πριν πάει προς την τουαλέτα.

«Να σου φτιάξω;»

«Να μου φτιάξεις».

Γύρισε στο σαλόνι, αφού έκανε μπάνιο και συνήλθε το μυαλό του κι έπιασε τον υπολογιστή. Άνοιξε το αρχείο που έγραφε το ημερολόγιό τού. Διάβαζε, βιαστικά, την τελευταία εγγραφή, πίνοντας καφέ. «Το μαφιοζάκι μας, όλη μέρα κοιμάται;» ρώτησε, σχεδόν ψιθυριστά, την Ναταλία.

«Πρέπει ν’ αρρώστησε» απάντησε η Ναταλία. Γύρισε προς το μέρος της ο Βασίλης. Αδιάφορο ήταν το ύφος της. «Ρε, λες;» συλλογίστηκε, πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα. Πήγε στο πάρκο της μικρής. Του φαινόταν ζεστή. «Τον γιατρό δεν σκέφτηκες να τον πάρεις τηλέφωνο, ε;» ρώτησε ο Βασίλης, μα δεν πήρε απάντηση. Ξεφύσηξε, έβγαλε την μικρή απ’ το πάρκο και την ξύπνησε. Τον κοιτούσε νυσταγμένα και γκρίνιαζε. «Νυστάζεις, μάτια μου;»

«Μαμ!» απάντησε, σκούζοντας, η μικρή.

«Χαλάω εγώ χατίρια;» της έκανε, παιχνιδιάρικα, ο Βασίλης. Πήγαν μαζί στην κουζίνα κι έβαλε να της φτιάξει το γάλα της. Έριχνε κλεφτές ματιές στην Ναταλία, που ετοίμαζε μια σούπα. «Την τάισες καθόλου;»

«Δεν την ξύπνησα για να φάει».

«Από χθες το βράδυ το ‘χεις νηστικό το παιδί;» αγρίεψε ο Βασίλης.

Έσκυψε το κεφάλι η Ναταλία. Δεν απάντησε. «Τέλος πάντων» μουρμούρισε ο Βασίλης, για να μη ρίξει λάδι στη φωτιά κι αρχίσει καυγά. Γέμισε το μπιμπερό με γάλα και κάθισε στον καναπέ για να ταΐσει την Νίνα.

«Σιγά, παιδί μου, θα ρουφήξεις και το μπουκάλι!» αναφώνησε ο Βασίλης, πριν γυρίσει προς την κουζίνα, για να αγριοκοιτάξει την Ναταλία. Προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του, αλλά η κατάσταση δεν τον βοηθούσε. Τις αποφάσεις του, τις είχε πάρει από καιρό. Να τις υλοποιήσει δεν μπορούσε, γιατί ακόμη περίμενε. Η προηγούμενη μέρα κι όσα διαδραματίστηκαν μέσα σ’ αυτή, ήταν η εξιλέωσή του και το εισιτήριο για να κυνηγήσει όλα όσα ήθελε.

«Βγαίνω με την μικρή» είπε στην Ναταλία, ώρα αργότερα, αφού έντυσε καλά την Νίνα. Την πήρε απ’ το χέρι και βγήκαν μαζί στο δρόμο. Βάδισαν για λίγο, για να ξεμακρύνουν απ’ το σπίτι κι ύστερα, ο Βασίλης πήρε τηλέφωνο τον Τάσο. «Πού ρε πατρίδα;»

«Πού ρε φευγάτε; Τι κάνουν τα κορίτσια σου;»

«Το μικρό μου, κάνει νάζια, το μεγάλο, το ίδιο. Κορίτσια είναι, τι περιμένεις να κάνουν. Το δικό σου;»

«Το δικό μου έχω να το δω κανένα μήνα, γιατί δουλεύουμε ανάποδα ωράρια. Χέσε μέσα. Πώς πας;»

«Βουτηγμένος στα σκατά είμαι, κοντέ».

«Από γκαφρά, τουλάχιστον, είσαι καλά. Στέλνω, σιγά – σιγά, και τα δανεικά στον κουμπάρο σου. Με το βιβλίο τι κάνεις;»

«Με το βιβλίο, Τάσο, τελείωσα. Κάτι τελευταία, διαδικαστικά, έμειναν. Θα βγει με τ’ όνομα της Βίκυς. Το έχουμε συμφωνημένο. Το ‘χω ρίξει και μετάφραση στα αγγλικά, θα το δω πώς θα γίνει και αυτό. Έχω τετρακόσια πράγματα στο κεφάλι μου. Ευτυχώς έχω καλό λογιστή και ακόμη καλύτερο δικηγόρο» σχολίασε, γελώντας, ο Βασίλης.

«Ανέγγιχτα τα έχεις τα λεφτά» μουρμούρισε ο Τάσος.

«Ναι. Δεν μπορώ να τα εμφανίσω, ούτε καν να τσοντάρω στα έξοδα. Υποτίθεται ότι ξεχρεώνω τα του Βαγγέλη. Σ’ έχω πει, είναι μυστήρια η φάση».

«Βαστάς;»

«Έτσι λέω, Τάσο. Έτσι λέω. Η ψυχή μου το ξέρει τι, πώς και πόσο βαστάω».

«Αν το πας όπως το πας, πώς το βλέπεις;»

«Ξεχρεώνω όποτε, εκδίδεται και το βιβλίο, λέω ότι έχω έσοδα από εκεί… Βλέποντας και κάνοντας…»

«Μεγάλο λάθος, αδερφέ μου».

«Η επιλογή γυναίκας; Ναι. Είμαι επιρρεπής στις παρανοϊκές».

«Μ’ αυτή;»

«Άσε, Τάσο, μη με κρανιώνεις. Ξέχασε να ταΐσει το παιδί. Ρε μαλάκα, άκου να τρελαθείς! Ξέχασε, η ηλίθια, από εχθές, να ταΐσει το παιδί!»

«Τι να πω;»

«Να μην πεις τίποτα. Κάνε τα κουμάντα σου να μην μας κλείσουν φυλακή και να υπάρχει μπαγιόκο για όταν γυρίσω…»

«Επιστρέφεις, φευγάτε;» τον διέκοψε ο Τάσος.

«Όλα επιστρέφουν, Τάσο. Όλα. Τίποτα δεν τελειώνει. Κάποια στιγμή, ναι, θα επιστρέψω. Αργεί ακόμη αυτή η στιγμή. Προς το παρόν, παραμένω. Για πόσο; Άγνωστο. Θα δείξει».

«Πώς θα το πεις το βιβλίο;»

«Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις».

«Βαθύ».

«Δε με χέζεις ρε Τάσο;» μουρμούρισε ο Βασίλης, πριν βάλουν, ταυτόχρονα τα γέλια.

***

Έφυγε ο καιρός. Χειμώνιασε ξανά. Κλείστηκε στο σπίτι ο Βασίλης. Είχε την κόρη του, τις δουλειές του και το γράψιμό του. Ο ξεπεσμός με την Ναταλία είχε πια παρέλθει. Συγκάτοικοι είχαν καταντήσει και την ρουτίνα την έσπαγε, ενίοτε, η γκρίνια της. Εκείνη τελείωνε με το μεταπτυχιακό της κι εκείνος μετέφραζε κι έκανε μαθήματα, για τα προς το ζην. Αγγλικά κι ελληνικά. Ελάχιστος ήταν ο χρόνος του. Είχε σταματήσει, όμως, να αγχώνεται για το οικονομικό. Πήρε και μηχανή. Καψούρα την είχε κι όταν την πούλησε για να μεταναστεύσει, ένιωθε πως του είχαν κόψει το ένα χέρι.

Η Ναταλία τον είχε ρωτήσει πού είχε βρει τα λεφτά, κι εκείνος, αόριστα, της είχε απαντήσει ότι τον είχε βοηθήσει η αδερφή του. Μετακόμισαν σε μεγαλύτερο σπίτι. Βρήκαν ένα με την ίδια διαρρύθμιση. Το κρεβάτι, το γραφείο η κουζίνα και το σαλόνι σ’ ένα δωμάτιο. Ένα μικρό μπάνιο κι ένα παιδικό δωμάτιο για την Νίνα. Ο Βασίλης στο γραφείο κι η Ναταλία στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν τις συνήθειές τους. Η μικρή έτρεχε πάνω κάτω. Η Ναταλία φώναζε κι ο Βασίλης την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε παραμύθια. Έτσι πήγαινε η ζωή τους κι έτσι θα συνέχιζε να πάει.

Οι σχέσεις των ανθρώπων δεν είναι σταθερές. Μεταβάλλονται, μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή. Όμως, έχουν μια προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Είναι πανεύκολο να αλλάξεις την πορεία ή την τροχιά τους, μα όχι το καταληκτικό τους σημείο. Βλέπεις, φταίει που οι άνθρωποι, συνήθως, δεν είναι διατεθειμένοι να δουν, να ακούσουν ή να ενσυναισθανθούν το άτομο που έχουν απέναντί τους. Έτσι κι ο Βασίλης με την Ναταλία. Εκείνος πήγαινε ολοταχώς για διαζύγιο, εκείνη έκανε τα πάντα για να τον κρατήσει δίπλα της. Το καταληκτικό τους σημείο, ήταν το τέλος εκείνης της σχέσης. Βέβαια, συχνά – πυκνά, ανάλογα τα κέφια και τις περιστάσεις, η διαδρομή προς το τέλος, μίκραινε ή μεγάλωνε. Υπήρχαν οι μέρες που το τέλος ήταν προ των πυλών κι άλλες που δεν φαινόταν ούτε με το τηλεσκόπιο.

Μια τυχαία πλάκα του Βασίλη, ένα αθώο αστείο, φούντωσε έναν καυγά, που λίγο έλειψε να είχε τραγική κατάληξη. Ένα απόγευμα που ήταν μαζί στην κουζίνα και τον έψελνε η Ναταλία, βρήκε να κάνει πλάκα ο Βασίλης. Τον είχε δει μαζί με την Νίνα, να γελάνε στο δρόμο. Της είχε πει ότι ήταν η παιδίατρος της κόρης τους, ότι θα την γνώριζε αν αξιωνόταν να την πήγαινε κάπου – κάπου, ότι δεν έτρεχε τίποτα μεταξύ τους, μα η Ναταλία δεν ήταν διατεθειμένη να τον πιστέψει. Της εξήγησε την κατάσταση, μόνο και μόνο για να την δει να φουντώνει περισσότερο. «Βρε ζηλιάρικο πλάσμα, ειλικρινά, πες μου γιατί δεν με πιστεύεις;» την ρώτησε, χαμογελώντας.

«Πες μου την αλήθεια» επέμεινε η Ναταλία.

«Ποια αλήθεια, ψυχή μου; Αλήθεια σου λέω, δεν συμβαίνει κάτι. Μαθήματα της κάνω της κοπέλας! Είπαμε να πιούμε ένα καφέ έξω για να κάνει εξάσκηση τα ελληνικά της!» συνέχισε, αγανακτισμένα, ο Βασίλης.

«Δεν σε πιστεύω!»

«Ωραία. Τι θες να σου πω για να με πιστέψεις;» την ρώτησε, πηγαίνοντας δίπλα της. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Σπίθες πέταγε το βλέμμα της. «Την πηδάς;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της. Κάτι πήγε να απαντήσει ο Βασίλης, μα δεν πρόλαβε. Η Ναταλία άνοιξε με τόση δύναμη ένα ντουλάπι, και κοπάνησε τον Βασίλη στο πρόσωπο.

Ήταν τόσο δυνατό το τράνταγμα, που ο Βασίλης κόντεψε να πέσει κάτω. Άκουσε η Νίνα τον θόρυβο και έτρεξε στην κουζίνα. Είδε τον Βασίλη να κρατάει το πρόσωπό του. Τον κοίταξε φοβισμένα. «Δεν είναι τίποτα, μικρή πριγκίπισσα. Ο μπαμπάς είναι απρόσεχτος» της είπε, με ήρεμο και σταθερό τόνο. Ζαλιζόταν, αλλά κατάφερε να πάει προς το μέρος της και να την πάρει αγκαλιά. Πήγε και κάθισε στον καναπέ. «Πονάει;» ρώτησε η Νίνα, μα ο Βασίλης δεν της απάντησε, μόνο χαμογέλασε. Γύρισε προς στην Ναταλία. «Το ντουλάπι έπρεπε να το φάω στο κεφάλι;» την ρώτησε γαλήνια, στα αγγλικά, για να μην τους καταλάβει η μικρή.

«Προληπτικά ή αναδρομικά» του απάντησε, στα αγγλικά κι εκείνη.

«Θα το συζητήσουμε;» συνέχισε ο Βασίλης.

«Σου έκανα μια ερώτηση».

«Ναι, είναι η απάντηση» της είπε, χαμογελαστά κι ύστερα στράφηκε προς την Νίνα. Εξοργίστηκε η Ναταλία με την αδιαφορία του, αλλά ήξερε ότι δεν την έπαιρνε να κάνει σκηνή μπροστά στο παιδί. Τον είχε ικανό να την πετάξει με τις κλωτσιές απ’ το σπίτι και να την στείλει στο πατρικό της. Μία φορά είχε κάνει καυγά μπροστά στην Νίνα. Ήταν έξω, την έπιασε κρίση ζήλιας, αρπάχτηκε μόνη της κι ο Βασίλης, που δεν είχε διάθεση να ξαναζήσει τέτοιες σκηνές, της πήρε τα κλειδιά και της είπε να πάει να κοιμηθεί στη μάνα της. Όλο το βράδυ τον παρακαλούσε, τηλεφωνικώς, να την αφήσει να γυρίσει στο σπίτι, μα εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να της κάνει το χατίρι. «Όταν ξεθυμώσεις και το συζητήσουμε, ναι, θα γυρίσεις. Μέχρι τότε, τις μαλακίες αυτές, κάν’ τες στη μάνα σου. Όχι σ’ έμενα».

Άφησε την κουτάλα στην κατσαρόλα και πήγε προς τον Βασίλη. Κάθισε δίπλα του. Τον κοίταξε μυστήρια. «Μόνο την κόρη σου παίρνεις αγκαλιά;» του παραπονέθηκε κι εκείνος, μέσα στα νεύρα και την ζαλάδα του, κατάφερε να αστειευτεί. «Η κόρη μου, μου ζήτησε αγκαλιά. Η γυναίκα μου, όχι ακόμα» της απάντησε, κάνοντας μια υποσημείωση στο πίσω μέρος του μυαλού του. Γύρισε προς την Νίνα. «Καλά είναι ο μπαμπάς. Θα πας να παίξεις;» την ρώτησε κι η μικρή κατέβηκε απ’ την αγκαλιά του Βασίλη κι εξαφανίστηκε σαν σίφουνας. «Πρόσεχε!» φώναξαν και οι δύο, αλλά η Νίνα δεν τους άκουσε.

«Είσαι σοβαρή;» ρώτησε ο Βασίλης, ανάβοντας τσιγάρο. Τον αγριοκοίταξε η Ναταλία. «Όχι, δεν βγαίνω στο μπαλκόνι. Πες μου λίγο, είσαι σοβαρή;»

Κοκκίνισε η Ναταλία κι έσκυψε το κεφάλι της. «Συγγνώμη» μουρμούρισε. Του έριξε μια κλεφτή ματιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει το ύφος του. «Ξέρεις ότι ζηλεύω. Είναι ανάγκη να με τσιγκλάς;»

«Πού την έμαθες αυτή τη λέξη;»

«Απ’ τον Βαγγέλη, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας».

«Σου έχει κολλήσει ότι σε απατάω με την παιδίατρο της Νίνας».

«Ναι».

«Ωραία».

«Θα μου πεις ή θα συνεχίσεις να παίζεις;»

«Τι θες να σου πω;»

«Έχετε κοιμηθεί μαζί;» άρχισε την ανάκριση η Ναταλία.

«Ναι» απάντησε ο Βασίλης, ανέκφραστα.

«Πόσες φορές;»

«Μία».

«Πότε;»

«Πριν κανένα χρόνο».

«Ήταν καλή;»

«Καλή».

«Καλύτερη από εμένα;»

«Αν ήταν καλύτερη από εσένα, δεν θα ξανακοιμόμουν μαζί της;» την ρώτησε, κοιτάζοντάς την πάνω απ’ τα γυαλιά του.

«Έχεις ένα δι- Πάλι με δουλεύεις!» του γκρίνιαξε. Την αγκάλιασε. «Χαζό, χαζό κορίτσι, δεν σε δουλεύω. Ναι έχω κοιμηθεί μαζί της μία φορά και σου το είπα κιόλας, όταν γύρισα, εκείνο το πρωί, στο σπίτι» της είπε. Τον κοίταξε ύποπτα η Ναταλία. Προσπαθούσε να θυμηθεί εκείνο το περιστατικό. Έβαλε τα γέλια. «Είσαι χαζός, αντρούλη».

«Ζηλιάρικο πλάσμα» της απάντησε εκείνος.

«Συγγνώμη μωρέ…»

«Έχουμε θέμα;»

«Ναι».

«Να το ακούσω».

«Δεν κάνουμε σεξ».

«Όχι. Λάθος. Δεν κάνουμε σεξ όταν θες μόνο εσύ. Γιατί κι εγώ, όταν θέλω…»

«Στις έξι το πρωί, καλέ μου, είναι κομματάκι δύσκολο να ξυπνήσω γιατί έχεις ορέξεις» τον διέκοψε η Ναταλία, σταυρώνοντας τα χέρια της.

«Με την ίδια λογική, κοριτσάρα, μετά από μια μέρα που τρέχω απ’ τις εφτά το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ και μέχρι να δω την κόρη μου πάει έντεκα, και για μένα είναι δύσκολο να μη σύρω το κουφάρι μου και να ξημερωθούμε κάνοντας σεξάκι. Μην ξεχνάς ότι δεν είμαι πια φοιτητής κι ότι έχω να φροντίσω και τα κορίτσια μου».

«Ναι μωρέ Βασίλη, το καταλαβαίνω, αλλά…» άρχισε την γκρίνια η Ναταλία.

«Δεν το καταλαβαίνεις. Αν το καταλάβαινες, δεν θα είχες βλακείες στο μυαλό σου. Έλα, πες, το σκέφτηκες».

«Ποιο;»

«Ότι δεν κάνουμε σεξ γιατί σ’ απατάω με την παιδίατρο».

«Ναι».

«Έχεις, ποτέ, σκεφτεί, ότι απλά μπορεί να είμαι πολύ κουρασμένος;»

«Όχι».

«Μπορεί να συμβαίνει αυτό;»

«Ναι».

«Να το καταλάβεις, μπορείς;»

«Μπορώ».

«Δεν μπορείς. Αν μπορούσες, δεν θα μου κοπανούσες το ντουλάπι στο κεφάλι. Αν μπορούσες δεν θα σκεφτόσουν καν ότι σ’ απατάω με την παιδίατρο. Αν είναι δυνατόν, ρε Ναταλία, έχεις φτάσει σε σημείο να ζηλέψεις μέχρι και την Μαρία, γιατί, στη γιορτή μου, με φίλησε σταυρωτά. Αν είναι δυνατόν».

«Βασίλη μου…» άρχισε εκείνη.

«Νάγια; Να κοιμηθεί πρώτα το παιδί» της απάντησε ο Βασίλης.

«Πολύ μ’ αρέσει όταν με λες έτσι» του ψιθύρισε σκανταλιάρικα.

Κάθισε να γράψει ο Βασίλης κι η Ναταλία συγύριζε το σπίτι. Έβαλαν την Νίνα για ύπνο κι ύστερα ξάπλωσαν. Άρχισε να την πειράζει, μα της είχε φύγει η όρεξη. Φόρεσε την μάσκα του και έβαλε όλη του την μαεστρία. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί όλο το βράδυ. Είχε στην αγκαλιά του την Ναταλία, που κοιμόταν γαλήνια. Κοίταζε το ταβάνι και σκεφτόταν διάφορα. Είχε πνίξει να νεύρα του, μα ολοένα κι ερχόντουσαν στην επιφάνεια. Υπήρχαν στιγμές που ήθελε να της ρίξει μια σφαλιάρα που θα ήταν όλη δική της.

Άυπνος πήγε στην δουλειά. Ακύρωσε τα μαθήματά του για να ξεκλέψει ύπνο. Γύρισε σπίτι κι είχε την μικρή να τον παρακαλάει να βγουν έξω. Δεν μπορούσε να της χαλάσει χατίρι. Ντύθηκαν χοντρά, την έβγαλε και περπάτησαν, μέχρι που κουράστηκε η Νίνα και γύρισαν στο σπίτι. «Χεράκια, για να φάμε» της είπε ο Βασίλης, καθώς την ξέντυνε. Μπήκαν μαζί στο μπάνιο. Την ανέβασε σ’ ένα σκαμνί για να φτάνει τον νιπτήρα. Περνούσε την φάση που ήθελε να τα κάνει όλα μόνη της. Τους χάζευε η Ναταλία απ’ την πόρτα του μπάνιου. «Ίδιοι είναι» συλλογίστηκε, πριν πάει στην κουζίνα για να στρώσει τραπέζι.

«Ναταλία; Δεν σου είπα. Θα έρθει η Βικτωρία για καμιά βδομάδα» φώναξε ο Βασίλης απ’ το μπάνιο.

«Επιτέλους, θα γνωρίσουμε την συγγραφέα!» του απάντησε εκείνη, πρόσχαρα.

«Μου έφαγε τ’ αυτιά, κοριτσάρα. Δεν κατάφερα να την ξεφορτωθώ».

«Γιατί, μωρέ, η κοπέλα; Να έρθει και να μείνει όσο θέλει».

«Ποια είναι η Βικτωρία;» ρώτησε η Νίνα κι ο Βασίλης κάγχασε, ενώ την κατέβαζε απ’ το σκαμνί. «Η τρελή η θεία σου» της απάντησε, κι ύστερα πήγαν μαζί στην κουζίνα.

«Πολύ ήθελα να την γνωρίσω την αδερφή σου. Κρίμα που δεν κατάφερε να έρθει στον γάμο» μονολόγησε η Ναταλία, καθώς γέμιζε τα πιάτα τους με μακαρόνια.

«Πολύ θα ήθελα να μην ήξερα ότι υπάρχει».

«Αμάν μωρέ Βασίλη!» τον μάλωσε γλυκά.

«Είναι κι αυτή γκρινιάρα σαν εσένα. Κατάλαβες ε; Κόμμα θα κάνετε και θα σας ξαποστείλω και τις δύο» την πείραξε εκείνος.

«Πότε έρχεται;»

«Απόψε. Μου έστειλε email το τούβλο, ότι ήθελε να μας κάνει έκπληξη. Το ‘δα στη δουλειά κι ύστερα το ξέχασα, μέσα στην νύστα μου και το τρέξιμο» απολογήθηκε ο Βασίλης.

«Με αεροπλάνο;»

«Ναι».

«Να πας να την πάρεις απ’ το αεροδρόμιο».

«Να πάρει ταξί».

«Σοβαρέψου, αντρούλη! Πώς θα συνεννοηθεί;»

«Νάγια;»

«Τι ώρα φτάνει, είπαμε;» ρώτησε, χαμογελώντας, η Ναταλία.

«Δώδεκα και κάτι».

«Να πας να την πάρεις. Προλαβαίνουμε».

«Θα πάω» μουρμούρισε ο Βασίλης, που ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει την μεταμεσονύκτια βόλτα.

***

«Πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι, μικρέ; Πού θα την φορτώσω την βαλίτσα;» ρώτησε η Βικτωρία, όταν βγήκε απ’ το αεροδρόμιο και είδε τον Βασίλη πάνω στη μηχανή, να καπνίζει και να την κοιτάζει αδιάφορα.

«Θα την βάλουμε σ’ ένα ταξί και θα την στείλουμε στο σπίτι» της απάντησε ο Βασίλης.

«Πόσα χρόνια έχεις να με δεις;»

«Απ’ το 2002».

«Τεσσεράμισι χρόνια. Μια αγκαλιά, δεν θα κατέβεις να με πάρεις;»

Αναθεμάτισε άηχα ο Βασίλης. Πέταξε μακριά το τσιγάρο του και ξεκαβάλησε. Την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του. Τον αγκάλιασε σφιχτά η Βικτωρία. «Μαλάκα, μου έλειψες» του ψιθύρισε. Δεν απάντησε ο Βασίλης. «Εγώ… Δεν σου έλειψα;»

«Μιλάμε στο τηλέφωνο, Βίκυ. Δεν μου έλειψες».

«Το τσουλάκι σου, δεν σου έλειψε;»

«Άρχισες, ακόμη δεν ήρθες;»

«Αμάν μωρέ Βασίλη!»

«Τι αμάν;»

«Δεν το αγαπάς πια το τσουλάκι σου, και το κάνεις έτσι;»

«Έχω γυναίκα και παιδί».

«Γυναίκα που σε κερατώνει συστηματικά, απ’ ότι μου ‘χεις πει».

«Πρόβλημά της».

«Οφθαλμός αντί οφθαλμού, μικρέ. Στο πιάτο το ‘χεις».

«Το ξέρεις ότι σε στέλνω πακέτο στην Ελλάδα, αυτή, ακριβώς, τη στιγμή, αν θέλω, έτσι;»

«Θα μου κλείσεις την πόρτα;»

«Ναι, Βίκυ. Ναι. Κατάμουτρα κιόλας. Σοβαρέψου. Δεν είναι ώρα για να καρφωθούμε, ειδικά εδώ που μπορεί να μας δει ο οποιοσδήποτε. Αν βρούμε ευκαιρία, καλώς. Αν δεν, sorry, αλλά δεν θα γαμήσω τον γάμο μου για το καπρίτσιο σου».

«Δεκτό».

«Φερ’ τη μαλακία σου, να την φορτώσω στη μηχανή. Ούτε ταξί, ούτε τίποτα» της είπε ο Βασίλης, δείχνοντας την μικρή βαλίτσα της. Την βόλεψε όπως μπορούσε, ανέβηκε κι έβαλε μπροστά. «Ορίστε, θα σε κάνω βόλτα με τη μηχανή που μου έκανες δώρο» αστειεύτηκε, πριν ξεκινήσει. «Την σκαπουλάραμε απόψε. Άντε να δούμε πως θα πάει το δεκαήμερο» συλλογίστηκε καθώς επέστρεφαν στο σπίτι.

Την ώρα που μπήκαν μέσα, η Νίνα νύσταζε και γκρίνιαζε. Απόμεινε να την κοιτάζει η Βικτωρία. «Ματάρες έχεις κορίτσι μου, θα κάψεις πολλές καρδιές» σχολίασε εκείνη και η μικρή, που δεν την κατάλαβε, έτρεξε πάνω στον Βασίλη κι άρχισε να γκρινιάζει. «Έλα, μικρή πριγκίπισσα, να πάμε για ύπνο» της είπε εκείνος, χωρίς να κάνει τις συστάσεις.

«Ναταλία, χάρηκα. Ο αδερφός μου είναι λίγο άξεστος» σχολίασε η Βικτωρία, βγάζοντας το παλτό της, πριν δώσει το χέρι της στην Ναταλία.

«Ο αδερφός σου έχει ένα σκασμό ελαττώματα. Αυτά αγαπάω πάνω του» απάντησε εκείνη. Παραξενεύτηκε η Βικτωρία με τα ελληνικά της. «Σ’ έμαθε και την γλώσσα ο ψυχοβγάλτης. Μπράβο, αντοχές, Ναταλία. Απορώ πως τον αντέχεις τόσα χρόνια».

«Σχεδόν πέντε» σχολίασε η Ναταλία.

«Πέντε χρόνια με τον μικρό; Ηρωίδα!» αναφώνησε η Βικτωρία.

«Θα πιείς κάτι;»

«Οτιδήποτε».

Είχε φουντώσει η κουβέντα όταν γύρισε στο σαλόνι ο Βασίλης. Βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε τσιγάρο. Γύρισε και τις κοίταξε. «Ταίριαξαν» συλλογίστηκε. Κάπνισε το τσιγάρο του, χωρίς να δίνει σημασία στην συζήτηση. Έβαλε ένα ποτό και κάθισε δίπλα απ’ την Ναταλία. Προσπαθούσε να κρύψει την πίκρα της η Βικτωρία και το κατάφερνε καλά. Μόνο ο Βασίλης την είχε καταλάβει. Χαμογελούσε αινιγματικά. Μέχρι τις μία κάθισε μαζί τους. «Κορίτσια, σέρνομαι. Ύπνο νωρίς κι εσείς. Ναταλία, το πρωί έχεις να πας την μικρή στον παιδικό, Βίκυ, εσύ έχεις ξενάγηση στην πόλη» τους είπε, πριν συρθεί μέχρι το κρεβάτι. Μόνο τα παπούτσια του έβγαλε κι έπεσε σαν το τσουβάλι.

Δεν ήξερε τι ώρα μπορεί να ήταν όταν ένιωσε εκείνο το χάδι στο στέρνο. Τινάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. Γύρισε και κοίταξε ποια ήταν δίπλα του. «Με κοψοχόλιασες!» μάλωσε, ψιθυριστά, την Ναταλία.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε, ψιθυριστά κι εκείνη.

«Εφιάλτη έβλεπα, μάτια μου» της είπε, ψάχνοντας να βρει τα γυαλιά του. Έτριψε τα μάτια του. Προσπάθησε να ελέγξει τον σφυγμό του. «Πόσο ήπιατε; Το τελειώσατε το μπουκάλι;» την ρώτησε, όταν χτύπησε τα ρουθούνια του η μυρωδιά της βότκας.

«Αμέ».

«Ναταλία;»

«Νάγια» τον διόρθωσε με νάζι.

«Είσαι τρελή; Πού κοιμάται η Βίκυ; Την έστειλες, τουλάχιστον, στο παιδικό;»

«Στον καναπέ της έστρωσα κι αν κάνεις λίγο ησυχία, θα συνεχίσει να κοιμάται».

«Ναταλία σοβαρέψ-»

«Αφού θες!» του ψιθύρισε, νευριασμένα.

«Έχω επιλογές;»

«Όχι».

«Νάγια; Ήρεμα».

«Να μου δώσεις φιλάκι για να είμαι ήρεμη».

«Θεόμουρλη!»

***

Δεν κατάφερε να ευχαριστηθεί ύπνο ο Βασίλης. Σηκώθηκε κατά τις δέκα και σύρθηκε μέχρι την κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Κοίταξε τον καναπέ. «Σβαρνιάρα» μουρμούρισε, όταν συνειδητοποίησε ότι η Βικτωρία είχε σηκωθεί και δεν είχε μπει στον κόπο να μαζέψει τίποτα. Κάθισε στο τραπέζι κι έπιασε το κεφάλι του. Τον τσάκιζε. Πέθαινε για τσιγάρο, μα δεν είχε κουράγιο να φτάσει μέχρι το μπαλκόνι. Ούτε που θυμόταν τι μέρα είχε ξημερώσει. «Ναταλία;» φώναξε, πριν πιει μια τζούρα καφέ. «Στο μπάνιο θα ‘ναι» σκέφτηκε. Άκουγε το νερό που έτρεχε, απ’ την ώρα που ξύπνησε, μα δεν έδωσε σημασία. «Η άλλη, η ηλίθια, πού διάολο να ‘ναι;» μουρμούρισε. Δεν είχε κουράγιο ούτε να το σκεφτεί.

Πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος ξανά, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην παλάμη του, όταν άκουσε την φωνή της Βικτωρίας. «Νάγια την φωνάζεις στο κρεβάτι;» τον ρώτησε κι εκείνος μισάνοιξε το ένα μάτι. «Σαν το σπίτι σου» της είπε, ειρωνικά, όταν την είδε να φοράει το μπουρνούζι του.

«Μα… Νάγια; Ντιπ κακόγουστος!» συνέχισε η Βικτωρία, πηγαίνοντας προς το μέρος του.

«Επαρχιωτάκι; Μην διανοηθείς ν’ αγγίξεις τον καφέ μου. Είμαστε στον έκτο» την προειδοποίησε ο Βασίλης.

«Τέτοιος είσαι κι εσύ… Την άλλη την ξεθέωσες χθες, και στην Βίκυ σου, ούτε ένα φιλί πεταχτό».

«Κοφ’ το, πρωινιάτικο, γιατί θα σε στείλω» αγρίεψε εκείνος.

«Εντάξει ρε μικρέ. Δεκτό. Πιες τον καφέ σου με την ησυχία σου».

«Νέα απ’ την πατρίδα;»

«Τίποτα. Όπως τα ξέρεις».

«Πώς πάει το βιβλίο;»

«Ούτε που ξέρω».

«Οι επενδύσεις του κοντού;»

«Ούτε και με νοιάζει».

«Οι δικοί σου;»

«Βασίλη; Έχεις όρεξη να με νευριάσεις;»

«Μου τα σπάνε να κατέβω για να δούνε την εγγονή τους».

«Και εμένα με ζαλίζει η μαμά για να σε ψήσω, αλλά της λέω ότι δεν μπορείς, ότι τρέχεις, ότι δεν γίνεται να πάρεις άδεια. Τέτοια πράγματα. Ευτυχώς που φοβούνται τα αεροπλάνα, αλλιώς θα σου ‘ρχοντουσαν τρείς την ώρα».

«Μακάρι… Θα το έριχνα το αεροπλάνο για να ησύχαζα μια και καλή από δαύτους».

«Γίνεσαι κακός, μικρέ».

«Απλά ρεαλιστής».

«Οι αδερφές σου;» ρώτησε η Βικτωρία κι ο Βασίλης κάγχασε. Σηκώθηκε, άναψε τον απορροφητήρα, χώθηκε από κάτω κι άναψε τσιγάρο. «Με την Κλειώ μιλάμε, αραιά και πού, βέβαια. Στον Καναδά είναι. Η Χριστίνα δεν έχω ιδέα τι κάνει, αν ζει η αν πέθανε».

«Η Νάγια;» συνέχισε η Βικτωρία, χαμογελώντας σαρδόνια.

«Ίδια μ’ εσένα είναι. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό».

«Της μιλάς κι εκείνης σιχαμένα ρομαντικά κι εκνευρίζεται;»

«Κάπως έτσι» απάντησε ο Βασίλης.

«Φευγάτος είσαι πάλι».

«Φευγάτος ήμουν πάντα, Βίκυ. Δεν άλλαξα ποτέ. Άσχετα αν ζω ό,τι ζω» μουρμούρισε ο Βασίλης. Πήγε και πήρε το τηλέφωνο απ’ το κομοδίνο του. «Έμπλεξα. Έχεις χρόνο για καφέ;» έγραψε βιαστικά και το έστειλε. Διέγραψε το μήνυμα όταν του ήρθε η απάντηση. «Πέρνα το μεσημέρι απ’ το ιατρείο».

Η ψυχή του βγήκε μέχρι να φτάσει το μεσημέρι. Άφησε την Βικτωρία και την Ναταλία στο σπίτι, πήρε τη μηχανή κι εξαφανίστηκε. Προφασίστηκε ότι είχε κανονισμένο ένα μάθημα που το ‘χε ξεχάσει και δεν μπορούσε να το αναβάλλει. Του γκρίνιαξε, λίγο, η Βικτωρία, μα δεν της έδωσε σημασία. Πάρκαρε την μηχανή κι ανέβηκε πάνω. Χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε η Νίνα. Χαμογέλασε όταν είδε την απεγνωσμένη όψη του. «Διπλό το κακό, ε;» αστειεύτηκε κι ο Βασίλης έγνεψε καταφατικά.

«Τι κοιτάω την αδερφή σου, τι την δικιά μου… Ίδιες είναι. Ολόιδιες. Θέλουν το παιχνίδι τους, για όσο το θέλουν, όποτε το θέλουν, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Θα τις φουντάρω και τις δύο απ’ τον έκτο».

«Υπομονή, Βασίλη».

«Πόση νομίζεις ότι μου απόμεινε;»

«Τι θα κάνεις;»

«Πού ξέρω; Ειλικρινά, πες μου, την μυρίστηκε την άδεια κι ανέβηκε πάνω;»

«Ίσως να της το είπανε».

«Ποιος, Νίνα; Ποιος; Εσύ και η Ναταλία ξέρατε ότι είχα άδεια. Ο μόνος τρόπος να το έμαθε… Μπα… Όχι… Δεν παίζει…»

«Τι;»

«Να το ‘πε η Ναταλία στην μάνα μου, στο τηλέφωνο και αυτή να το σφύριξε στην Βίκυ».

«Μπορεί και να είναι έτσι».

«Τώρα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Βασίλης.

«Τώρα υπομονή. Δεν είσαι και κοριτσάκι να ισχυριστείς γυναικολογικούς λόγους» αστειεύτηκε η Νίνα, προσπαθώντας να φτιάξει το κέφι του Βασίλη.

«Εννιά μέρες στην κόλαση» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Δεν την δίνεις κι αυτή στον κουμπάρο σου;»

«Το σκέφτηκα».

«Τελικά, Βασίλη, αναλογίσου αν εμείς είμαστε οι κακοί, ή οι άλλοι».

«Οι κακοί, Νίνα, είναι στην φυλακή».

«Όχι, αγόρι μου. Στην φυλακή είναι οι εγκληματίες. Οι κακοί είναι εδώ έξω. Το είπες και μόνος σου. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν το παιχνίδι τους. Θέλουν να τους ανήκει κάτι και να μπορούν να το σπάσουν όποτε οι ίδιοι γουστάρουν. Μην γίνεσαι παιχνίδι…»

«Τι προτείνεις;»

«Το καλύτερο είναι πάντα το χειρότερο. Δικά σου λόγια, Βασίλη».

«Να στρέψω την μία ενάντια στην άλλη; Ωραίο ακούγεται».

«Ανέφικτο όμως. Η Βικτωρία, από όσα μου έχεις πει, συμβιβάζεται με το να σε μοιράζεται, απλά σε θέλει, ενίοτε, δικό της. Η Ναταλία, απ’ την άλλη, δεν το έχει αυτό».

«Δεν σε καταλαβαίνω, Νίνα κι όσο πάει και με θλίβει η συζήτηση».

«Ή θα ξεκαθαρίσεις τα πράγματα ή θα κάνεις υπομονή. Με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Το να ξεκαθαρίσεις είναι δύσκολο έως αδύνατο. Το να κάνεις υπομονή είναι κάτι που ήδη κάνεις… Κάτσε να σου φτιάξω καφέ».

«Κι αν γίνει στραβή;» ρώτησε ο Βασίλης, με σκεφτικό ύφος.

«Θα χωρίσεις μια ώρα αρχύτερα, αλλά…»

«Θα πάει στράφι το σχέδιο, ναι, ξέρω. Τζάμπα ο κόπος, τζάμπα ο πόνος, τζάμπα τα σχέδια» σχολίασε εκείνος.

«Άρα;»

«Εσύ, Νίνα, τι θα έκανες;»

«Εγώ, παιδί μου, αν σε ήθελα, δεν θα σε είχα. Δεν θα άντεχα να ξέρω ότι το μυαλό σου είναι αλλού, ούτε θα μπορούσα να παλέψω για να αλλάξω τα συναισθήματά σου. Θα σε ήθελα μόνο αν ήσουν εδώ. Πρωταγωνίστρια σε τέτοιο παραμύθι, λυπάμαι, αλλά όχι, δεν θα το ξανακάνω. Η Ναταλία, όμως, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Θέλει αυτό που θέλει και δεν λογαριάζει τα συναισθήματα του άλλου. Ίσως και γι’ αυτό να μην έχει καταλάβει τίποτα, ίσως γι’ αυτό να μην βλέπει που είναι δοσμένη η καρδιά σου. Το ίδιο κι η αδερφή σου. Είναι για τρελογιατρό και οι δύο, το ξέρεις;»

«Το ξέρω».

«Κάνε κάτι, Βασίλη. Κάνε κάτι όσο μπορείς. Θα ξεφύγει η κατάσταση απ’ τα χέρια σου και δεν θα μπορέσεις να την συμμαζέψεις. Στο λέω, γιατί το ξέρω» του είπε, δείχνοντας εκείνη την ουλή που είχε στο μάγουλο.

«Δεν ξέρω…»

«Είχες αναφέρει έναν ψυχίατρο, κάποτε. Ή κάνω λάθος;»

«Ναι, τον Λάμπρο. Τον πατέρα της Μελίνας».

«Γιατί δεν του μιλάς;»

«Τι να του πω;»

«Ξέρεις».

«Σοβαρέψου, Νίνα…»

«Η αδερφή σου, Βασίλη, χρειάζεται βοήθεια. Όσο κι αν προσπαθήσεις εσύ, δεν θα καταφέρεις τίποτα. Ή, να στο πω απλά… Βασικά, άφησε το. Είσαι μέσα στην κατάσταση, το ζεις, δεν θα το καταλάβεις. Οι αλήθειες, είχες πει…»

«Έρχονται όταν μπορείς να τις καταλάβεις και να τις αποδεχτείς» την διέκοψε ο Βασίλης.

«Δυστυχώς, αυτή την αλήθεια, δεν έχει έρθει η ώρα να την αποδεχτείς. Είμαι σίγουρη ότι την έχεις καταλάβει. Ξέρεις γιατί η γυναίκα σου είναι ίδια με την αδερφή σου;»

«Ναι» μουρμούρισε, θλιμμένα ο Βασίλης.

«Το έχεις αποδεχτεί;»

«Άφησέ το».

«Πονάει, ε;»

«Απίστευτα».

«Μέχρι να αποδεχτείς την αλήθεια, πρέπει να κάνεις υπομονή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Την ίδια υπομονή που κάνω κι εγώ».

«Ο γέγραφε, γέγραφε…» μουρμούρισε ο Βασίλης, παίρνοντας τον καφέ στα χέρια του. «Ευχαριστώ ρε».

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν αλλάζει. Πρέπει να αποδέχεσαι το παρελθόν».

«Κάτι που κανένας απ’ τους δύο μας δεν κάνει».

«Νίνα; Γιατί μου απαντάς στα Βοσνιακά; Αφού καταλαβαίνεις τι σου λέω».

Έκλεισε τα μάτια της και αναστέναξε. «Η προφορά μου…» σιγοψιθύρισε στα ελληνικά. Της χαμογέλασε ο Βασίλης. «Αν δεν την δουλέψεις…»

«Θα προσπαθήσω».

«Ξέρεις πόσα χρόνια είμαι εδώ;»

«Σχεδόν πέντε» απάντησε, ντροπαλά, η Νίνα.

«Έμαθα να μιλάω, να διαβάζω και να γράφω, γιατί προσπάθησα. Δούλεψα και μάλιστα πολύ. Δεν γίνεται αλλιώς, στο έχω ξαναπεί».

«Είναι δύσκολο».

«Ποτέ δεν σου είπα ότι θα είναι εύκολο. Τίποτα δεν είναι εύκολο στην ζωή, Νίνα. Τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα κατακτιούνται».

«Τι κατακτήσαμε, Βασίλη;»

«Εσύ μια σφαίρα στο στομάχι κι εγώ μια μαχαιριά στην ψυχή. Παραμένουμε αλώβητοι. Παραμένουμε στο απυρόβλητο» της είπε, πριν της κλείσει το μάτι και συνεχίσει. «Γράφε άγνωστες λέξεις».

Έβαλε τα γέλια η Νίνα με το ύφος του. Έπιασε ένα χαρτί κι άρχισε να γράφει. Χάζευε το μουσάτο παιδί που την είχε κάνει να αλλάξει την οπτική της γωνία για τον κόσμο. «Το βράδυ να βρεις χρόνο και να ‘ρθεις απ’ το σπίτι. Σου χρωστάω μια ιστορία».

«Εκείνη του κοριτσιού με το σπασμένο φτερό;»

«Ναι. Θα βρεις χρόνο;»

«Με σώζεις, το ξέρεις;»

«Προσπαθώ, Βασίλη. Προσπαθώ. Γι’ αυτό υπάρχουν τα φιλαράκια».

«Μη το λες σ’ έμενα. Πες το στους βαλέδες».

«Σε ποιους;» απόρησε η Νίνα.

«Άλλη ιστορία, για άλλη στιγμή, περισσότερο κατάλληλη» απάντησε ο Βασίλης, πριν βγει στο μπαλκόνι της για να ανάψει τσιγάρο και να ρεμβάσει, προσπαθώντας να καθαρίσει τον ταραγμένο του νου. Σκεφτόταν τα όσα είχε ν’ αντιμετωπίσει και τις δύσκολες μέρες που, αναπόφευκτα, θα βίωνε. Έκανε μια τζούρα και χαμογέλασε στο κενό. «Δε γαμιέται;» μουρμούρισε, πριν σβήσει το τσιγάρο σε μια γλάστρα. Μπήκε στο γραφείο της Νίνας, κάθισε ξανά στην θέση του κι άλλαξε την κουβέντα σε κάτι πιο ανάλαφρο. Είχε μπουχτίσει με τα επώδυνα. Έπρεπε να κάνει ένα μικρό διάλλειμα απ’ τον δικό του πόλεμο, για να ανακτήσει κουράγια και να συνεχίσει να μάχεται. Έτσι ήτανε ο φευγάτος. Έφευγε όταν έπρεπε, γύριζε για να κλείσει υποθέσεις κι ύστερα άραζε και περίμενε τα όσα είχε να κλωτσήσει μπροστά του η ζωή.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο κεφάλαιο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: