Έχουν έρθει οι πρώτες ημέρες της άνοιξης και μυρίζει όλη η φύση γύρω μου με τα αρώματά της. Καταπράσινα τα λουλούδια , γεμάτες οι αυλές με πασχαλιές και παπαρούνες και η θάλασσα φέρνει το αλάτι της στη δική μου αυλή, για να μου θυμίσει πως σε λίγο καιρό θα βουτάω μέσα της. Βγήκα στον ήλιο σήμερα για να πιώ τον καφέ μου , έγραψα και μια λίστα με τα τελευταία ψώνια πριν την Μεγάλη εβδομάδα… Χτύπησε το κινητό μου και στην άλλη γραμμή ακούστηκε η γιαγιά μου.
«Πού είσαι κοκόνα μου; Με ξέχασες;», έκανε τα παράπονά της, είπαμε τα νέα μας και κλείσαμε.
Δεν της είπα πως την ξέχασα. Πώς να το κάνω άλλωστε; Είδα τα ψώνια μου και όταν έγραψα την φράση “βαφή για τα αυγά” έκλεισα τα ματιά μου και θυμήθηκα , σκέφτηκα, νοστάλγησα.
Τέτοια μέρα στο χωριό θα τρέχαμε πανικόβλητοι .Η γιαγιά και ο παππούς θα άσπριζαν όλα τα πεζούλια. Η γιαγιά θα μαγείρευε ασταμάτητα, θα πήγαινε στην εκκλησία και ξανά στην κουζίνα της. Θα ήταν το σπίτι της γεμάτο κόσμο. Γεμάτο από εμάς. Θα φωνάζαμε, θα μαλώναμε, θα γελούσαμε και στο τέλος θα τρώγαμε όλοι μαζί ήρεμα. Είναι ωραία και εδώ το Πάσχα. Δεν πάμε πια κάθε χρόνο στο χωριό όπως κάποτε, αλλά κάνουμε και εμείς αυτές τις ημέρες όσο πιο χωριάτικες μπορούμε. Όμως ό,τι και να κάνω, τα καλοκαίρια μου ποτέ δεν θα είναι ιδιά με εκείνα του χωριού.
Εκείνα τα καλοκαίρια στις αυλές τις πέτρινες, στις επίσημες επισκέψεις με τη γιαγιά που φορούσε μαργαριταρένιο κολιέ και τα μπάνια στην θάλασσα με το παλιό αγροτικό του παππού. Ποτέ δεν θα απολαύσω ξανά με την ιδιά ευχαρίστηση την καραμέλα ούζου, ούτε θα κάνω ποδήλατο κρυφά κοντά στη λίμνη. Η θάλασσα κοντά στο σπίτι μου μυρίζει υπέροχα, αλλά δεν είναι η ίδια μυρωδιά με τη δική μου θάλασσα, στο χωριό… τα πάντα με έναν μαγικό τρόπο είναι διαφορετικά μακριά από τα βουνά μου, τα χωράφια μου και τα δρομάκια μου. Οι άνθρωποί του είναι αλλιώτικα χαρούμενοι. Το φαγητό είναι πιο νόστιμο και το νερό του πιο γλυκό. Όχι της βρύσης, ούτε αυτό που περνάει από εκατό φίλτρα. Εκείνο από το λάστιχο είναι το πιο ωραίο νερό. Ήταν πάντα εκεί, δροσερό και έμπαινε στη χούφτα μου καθαρό. Με έβγαζε και από την δύσκολη θέση να μπαινοβγαίνω στην κουζίνα και η γιαγιά δεν φώναζε να βγω έξω γιατί την ενοχλούσαν οι μύγες.
Άνοιξα τα ματιά μου και χαμογέλασα με τις όμορφες αναμνήσεις που έχουν μείνει από το χωριό. Είπα στον εαυτό μου ότι θα πάω σύντομα αλλά πάντα ονειρεύομαι να ζήσω ξανά όλα αυτά. Να έχουν τα παιδιά μου το χωριό μου και δικό τους. Να έχω μια πέτρινη αυλή και να φοράω τα καλά μου για να πηγαίνω στην εκκλησία και να ασπρίζω τα παρτέρια μου. Να τρώω τα λαχανικά μου και να βγαίνω τα καλοκαιρινά βραδιά στα δρομάκια να μιλάω με την γειτονιά . Και ίσως να πίνω ξανά νερό από το λάστιχο και στην τσέπη μου να έχω καραμέλες ούζου για τα δικά μου εγγόνια…