,

Η πιστή σύζυγος

Ο Γιώργος σήκωσε τα μάτια του και αντίκρυσε τον ήλιο, που μόλις εκείνη την στιγμή ξεμυτούσε σιωπηλά, πίσω από τα βουνά. Αυτή η ώρα ήταν η αγαπημένη του, το ξημέρωμα, η στιγμή που οι λαμπρές ακτίνες άρχιζαν να του χαϊδεύουν το πρόσωπο, διακριτικά στην αρχή, ζεσταίνοντας το σώμα του, βαρύ ακόμη από τον ύπνο και σταδιακά, ενώ η θερμοκρασία αυξάνεται και η μέρα μεγαλώνει, αυτός να βγάζει την μπλούζα του και να βουτάει από την βάρκα, στα γαλάζια δροσερά νερά, κολυμπώντας αργά, μόνο η θάλασσα κι εκείνος. Έπειτα, μόλις κουραζόταν, ανέβαινε στην βάρκα κι άφηνε τον ήλιο να τον στεγνώσει, ενώ έπινε τον παγωμένο καφέ που είχε φέρει μαζί του, ετοιμάζοντας συγχρόνως τα δολώματα και το καλάμι του, για να πιάσει την ψαριά της ημέρας. Ηρεμία. Αυτό που αποζητούσε όλη του την ζωή και μόλις τα τελευταία χρόνια κατάφερε να βρει.

Ο Γιώργος ήταν 27 χρονών, όταν γνώρισε την Έλλη. Εκείνη 19 χρονών, μόλις είχε δώσει για δεύτερη φορά εξετάσεις και είχε περάσει σε μια σχολή ιχθυολογίας. Γνωρίστηκαν μέσω κοινών φίλων και στην αρχή, δεν φάνηκαν να έχουν πολλά κοινά σημεία. Εκείνος δούλευε σαν φύλακας στο λιμάνι κι εκείνη ξεκινούσε την φοιτητική της ζωή. Εκείνος συγκρατημένος, ήρεμος και διακριτικός. Εκείνη φωνακλού, τσαχπίνα και χωρίς καθόλου τακτ. Από εμφάνιση ήταν μέτρια, αρκετά ψηλή και υπερβολικά αδύνατη. Η μόνη καμπύλη πάνω της ήταν ο κώλος της, αλλά ομολογουμένως, ήταν φοβερός κώλος. Στρογγυλός, όσο έπρεπε και πολύ ζουμερός. Αλλά δεν ήταν ο κώλος της που έκανε την ζημιά (όχι εκείνη την στιγμή τουλάχιστον). Εκείνο που έκανε την ζημιά, ήταν τα μάτια της. Τα μάτια της εξέπεμπαν φοβερή αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση και μια πρόκληση που δεν τον άφησε αδιάφορο, καθόλου μάλιστα. Ίσως γι’ αυτό αγνόησε το γεγονός πως για 19 χρονών φαινόταν να έχει μεγάλο παρελθόν πίσω της, κάτι που του το επεσήμανε ο κολλητός του, ο Βασίλης, αλλά και αρκετοί από την παρέα. Όμως η αλήθεια είναι ότι δεν τον πείραζε αυτό. Δεν ήταν στενόμυαλος, το θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό να έχει σχέσεις πριν από αυτόν. Απλά στην μικρή κωμόπολη που ζούσαν, οι άνθρωποι λάτρευαν το κουτσομπολιό και δεν άφηναν τίποτα να πέσει κάτω. Εξάλλου, δεν ήξερε καν πού θα πήγαινε η σχέση. Δεν ήθελε κάτι σοβαρό εκείνη την εποχή.

Να όμως, που έγινε σοβαρό. Από εκεί που το είχε πάρει χαλαρά, βρέθηκε να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο να την βρει στην πόλη που σπούδαζε, μέχρι που μετά από λίγους μήνες, η Έλλη πήρε μεταγραφή στην διπλανή πόλη, για να είναι κοντά του.

Ήταν τα δύο άκρα αντίθετα, όμως του άρεσε αυτό. Τον ξεκουνούσε από την ρουτίνα του, τον προκαλούσε συνέχεια, είχε ένα δυνατό γέλιο όλο ζωντάνια, που του έφτιαχνε το κέφι, ακόμη κι όταν ήταν στα κάτω του. Δεν του χαλούσε ποτέ χατήρι. Και το σεξ, ήταν σπουδαίο. Ήταν αχόρταγη και δεν έλεγε ποτέ όχι. Σε ποιον άντρα δεν θα άρεσε αυτό;

Από την άλλη, ήταν φανερό ότι είχε πολλά θέματα. Ευθύς εξαρχής του μίλησε για την οικογένειά της. Η μάνα της είχε εξωσυζυγική σχέση με έναν άλλο άνδρα, ενώ ο πατέρας της, (στον οποίο η Έλλη είχε τρομερή αδυναμία) είχε μπαρκάρει και έλειπε για μεγάλα διαστήματα. Αυτό την είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό, γιατί παραλίγο να διαλυθεί η οικογένειά της. Είχε ξεσπάσματα νεύρων και κάποιες φορές, όταν καυγάδιζαν για κάποιο λόγο, εκείνη πάθαινε υστερία και ούρλιαζε με μανία, λούζοντάς τον με βρισιές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχε πάει στο κέντρο υγείας, για να της κάνουν ηρεμιστική ένεση. Μετά, όταν ένιωθε καλύτερα, του ζητούσε συγνώμη με κλάματα και ικεσίες. Όταν μετά από ένα παρόμοιο σκηνικό, του πέταξε ένα ποτήρι στο κεφάλι, εκείνος είπε “ως εδώ, τελειώσαμε”, η Έλλη πήρε ένα κουτί ασπιρίνες (ή έτσι ισχυρίστηκε στο τηλέφωνο) κι εκείνος έτρεξε σαν τον τρελό να την προλάβει. Εκεί ήταν που σφραγίστηκε η μοίρα του, όπως το συλλογιζόταν πολλές φορές.

Μετά τον γάμο, τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν. Για χάρη της απομακρύνθηκε από φίλους, συγγενείς και γνωστούς, γιατί εκείνη ισχυριζόταν ότι την μισούσαν και ζήλευαν. Η αλήθεια είναι ότι απλά προσπάθησαν να του ανοίξουν τα μάτια, ακόμη και την τελευταία στιγμή. Όμως εκείνος την υπερασπίστηκε. Απέναντι σε όλους. Γιατί κατά την γνώμη του, ένας άντρας δεν αφήνει την γυναίκα του εκτεθειμένη σε λόγια και φήμες. Ειδικά όταν ήρθαν τα παιδιά, πρώτα η αγαπημένη του Βάλλια και μετά από τρία χρόνια ο Αντωνάκης, ένιωσε μέσα του πρωτόγνωρα συναισθήματα αγάπης, αλλά και προστατευτικότητας. Δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να καταστρέψει την οικογένειά του.

Τα παιδιά του τα άξιζαν όλα. Άξιζαν να μείνει σε έναν γάμο, που σταδιακά άρχιζε να μοιάζει με θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Άξιζαν τις φορές που την είχε πιάσει να φλερτάρει προκλητικά με διάφορους άσχετους, γνωστούς και άγνωστους. Τα χυδαία σχόλια που έκανε, χωρίς καμία αίσθηση ευπρέπειας. Τα ζευγάρια με τα οποία γινόταν “κολλητή” κατά καιρούς και στα οποία ο σύζυγος ήταν, κατά διαβολική σύμπτωση, πολύ γοητευτικός. Τα βίντεο και τις γυμνές φωτογραφίες που έστελνε δεξιά κι αριστερά και που μια μέρα, ένας θείος του τού πέταξε στα μούτρα. Εκείνος τα κοίταξε και είπε “να μην σε νοιάζει τι κάνει η γυναίκα μου!”. Αλλά τα κράτησε.

Ήξερε ότι για την μικρή κοινωνία στην οποία ζούσε, ήταν μαλάκας, κερατάς και δαχτυλοδειχτούμενος. Όλοι τον θεωρούσαν βλάκα και μα τω Θεώ, έτσι ένιωθε κάποιες φορές. Όμως κάθε φορά που εκείνη τον πρόδιδε, που πηδιόταν με φίλους, με γνωστούς ή άσχετους, εκείνος κοίταζε τα παιδιά του κι έλεγε”υπομονή”. Όταν εκείνη ούρλιαζε στα παιδιά και στον ίδιο ότι την εκμεταλλεύονται όλοι, ενώ κάνει τα πάντα για αυτούς, συγκρατιόταν, γιατί έβλεπε μπροστά του μια άρρωστη γυναίκα. Ένα άτομο που ήθελε βοήθεια.

Αυτό ήταν το τελευταίο που της είπε όταν την χώρισε τρία χρόνια πριν. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστεί το θέατρο. Μόλις εκείνη το άκουσε, στην αρχή δεν το πήρε σοβαρά. Μετά, μόλις είδε ότι εκείνος ήταν αποφασισμένος, άρχισε τα ουρλιαχτά και τις ικεσίες. Σταμάτησε μόνο, όταν τις έδειξε τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχε συγκεντρώσει.

“Θέλω μέχρι να γυρίσω, να έχεις φύγει. Και σε συμβουλεύω να ζητήσεις βοήθεια, έστω και τώρα!”. Κι έφυγε. Ελεύθερος πλέον. Είχε εκτίσει την ποινή του.

Ο Γιώργος, τράβηξε με δύναμη το καλάμι. Σίγουρα κάτι καλό είχε πιάσει. Θα ήταν ό,τι έπρεπε για το βράδυ, με λίγο κρασάκι.Η Ελένη, η αρραβωνιαστικιά του, ήταν ειδική στο ψήσιμο.

Ώρα για μια βουτιά ακόμη.

Παναγιώτα Σούρλα

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: