Τη νύχτα που πλημμύρισε το ποτάμι…
«Πάμε, μάνα, σου λέω!»
«Παιδί μου, ηρέμησε! Πώς κάνεις έτσι; Το ποτάμι έχει πλημμυρίσει τόσες φορές. Να κοίτα, είμαστε έτοιμες. Ανεβάσαμε όλα τα πράγματα ψηλά και τα στερεώσαμε», είπε με ηρεμία και του δείξε πίσω της το φτωχικό δωμάτιο, που ίσα που φωτίζονταν από μια μικρή λάμπα λαδιού. Πάνω στο τετράγωνο σανιδένιο τραπέζι, που βρίσκονταν στο μέσον του δωματίου υπήρχαν δυο τρεις μισοσαραβαλιασμένες καρέκλες και μια στοίβα με κιλίμια και κεντίδια. Το σιδερένιο κρεβάτι καθόταν πάνω σε ψηλούς τάκους. Η θεία του, μια μαυροντυμένη, ευτραφής γυναίκα, του χαμογελούσε μειλίχια από εκεί, καθώς τα πόδια της αιωρούνταν. Ένιωσε τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν. Οι σκέψεις γίνηκαν ένα κουβάρι στο κεφάλι του. Ήθελε να κλάψει, να θρηνήσει, να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας του κι εκείνη, όπως όταν ήταν μικρός, να του ψιθυρίσει λόγια παρηγοριάς, με ΄κείνη τη γλυκιά φωνή της ακολουθώντας με τα δάκτυλα της τη γραμμή των φρυδιών του αργά, καθησυχαστικά ξανά και ξανά.
«Πάει πέρασε! Πέρασε!» να του λέει. Να σβήσουν όλα όσα έζησε την τελευταία ώρα. Να σβήσει ο τρόμος, η αγωνία, ο πόνος. Μα πώς περνά ο πόνος για το χαμό του πατέρα του; Άστραψε η νωπή θύμηση, διαυγής. Το μουσκεμένο του πρόσωπο φωτισμένο από μια αστραπή τραβηγμένο αφύσικα, από την αγωνία, να χειρονομεί και να του φωνάζει “Το κορίτσι!”, λίγο πριν τον τυλίξει η κατεβασιά, που έκανε το ποτάμι. Ο τρόμος τον κυρίευσε, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, μόνο έτρεχε πλάι πλάι με τη Μαρία, που ΄χε γεννήσει μόλις λίγη ώρα πριν, κατά το φράγμα για να σωθούν. Η αγωνία, σαν την έχασε και `κείνος απέμεινε μόνος πάνω στο ψηλό φράγμα να κρατά σφιχτά μια ξύλινη βαλιτσούλα, από όπου έφθανε το αδύναμο κλάμα του μωρού ως τ`αυτιά του, σαν μάλωμα. Η χαρά του, σαν την είδε ν΄ αναδύεται. Οι προσπάθειες του να την τραβήξει πάνω. Δε θα τον συγχωρούσε ο πατέρας του αν πάθαινε τίποτα το κορίτσι. Το κορίτσι, που την ασφάλεια της τους είχε εμπιστευτεί ο αφέντης τους.
«Το κορίτσι!» επανέλαβε φωναχτά κι αλαφιάστηκε. Κοίταξε γύρω του. Η Μαρία δεν ήταν εκεί, θα πρέπει να φύγε. Να πήγε ως την εκκλησία ή την Επισκοπή, για πιο ασφάλεια; Η μητέρα του κάτι του ΄λέγε, που ΄φτανε ως τ΄αυτιά του, σαν αχνό μουρμουρητό. Τι έπρεπε να κάνει; Τι μπορούσε να κάνει; Να την ψάξει; Ακόμα κι αν έπεφτε το δεύτερο φράγμα, το ποτάμι τόση ώρα θα ΄χει ξεδώσει, είχε δίκιο η μάνα του. Το σπίτι ήταν αρκετά μακριά, θα΄ταν ασφαλείς. Θα ΄ταν; Ο πατέρας του το ανέφερε συχνά πυκνά, παρόλο που όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν να το ΄χουν ξεχάσει, ότι πριν μερικά χρόνια είχαν ξεσηκωθεί οι γραμματιζούμενοι του χωριού τους και των γύρω χωριών, για τις επικίνδυνες επεμβάσεις, που ΄χαν κάνει στον τόπο οι χωριανοί, τόσο στην Υψηλή, όσο και στο Κατούχι. Η Υψηλή ήταν σκαρφαλωμένη ανατολικά, κοντά στην κορυφή του βουνού από όπου ξεκινούσε ένας παραπόταμος, που κατέληγε στο μεγάλο ποτάμι. Οι Υψηλιώτες είχαν φτιάξει ένα φράγμα στον παραπόταμο μειώνοντας αρκετά την ροή του, προς εκνευρισμό των καμπίσιων του οροπεδίου και δημιουργώντας μια μικρή λίμνη. Το Κατούχι δε ήταν χτισμένο νοτιανοτολικά, στις παρυφές των σκληροτράχηλων βουνών, που περιέκλειαν το, σα χωνί, κάμπο του οροπεδίου και το τελευταίο χωριό του οροπεδίου, που συναντούσε το ποτάμι προτού χαθεί στο μεγάλο φαράγγι και ξαναβγεί στον κάμπο των παράλιων. Στην προσπάθεια τους οι Κατουχιότες ν΄αποκτήσουν περισσότερα χωράφια είχαν σηκώσει αναχώματα στις όχθες του ποταμού κι είχαν μικρύνει την κοίτη του. Ο πατέρας του αναθεμάτιζε συχνά την αμυαλιά των ανθρώπων. Τον είδε ολοζώντανο μπροστά του, να στέκεται δίπλα του και να κοιτά με βλέμμα στοχαστικό, απ΄το νεόκτιστο ψηλό καμπαναριό, τα σπαρμένα χωράφια του κάμπου και τη φιδίσια πρασινογάλαζη γραμμή, που σέρνονταν νωχελικά ανάμεσα τους.
“Το ποτάμι θέλει το χώρο του κι αν δεν του τον δίνουμε, θα τον πάρει μόνο του. Αυτό ήταν εδώ πριν από μας και θα `ναι εδώ, αφού εμείς χαθούμε!” μουρμούρισε κάτω από τα μουστάκια του, έπειτα γύρισε και πολύ σοβαρός του είπε. “Σώζων, ζούμε σ΄ένα τόπο ευλογημένο, μα και πολλές φορές επικίνδυνο. Από παιδάκι σου μαθαίνουμε τι να κάνεις σε κάθε περίπτωση, μα κάθε φορά τυχαίνει κάτι, που δεν είχε πάει ο νους μας. Εκεί πρέπει να βάλεις το δικό σου το μυαλό να δουλέψει. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ εγώ, είναι πως όταν βρέχει πολύ και είναι επικίνδυνο να πλημμυρίσει το ποτάμι καλύτερα να μη μείνεις στο σπίτι μας. Να έρθεις εδώ ή ακόμα καλύτερα στην Επισκοπή. Μα πρόσεχε, μη βρεθείς στο διάβα του αφύλακτος, γιατί αν ανέβει πάνω από τους γοφούς το νερό η ορμή του μπορεί να σε παρασύρει”. Πρέπει να προλάβουμε, πριν ανέβει κι άλλο η στάθμη! Η σκέψη τον έκανε να τιναχτεί. Ασυναίσθητα άρπαξε τη μάνα του από το μπράτσο και έκανε να τη σύρει, μα ΄κείνη τραβήχτηκε και πήρε το πρόσωπο του στα τραχεία δουλεμένα της χέρια.
«Ηρέμησε, είμαστε ασφαλείς. Και το φράγμα να πέσει, μέχρι να φτάσει εδώ το νερό θα ‘χει ξεθυμάνει η οργή του. Είμαστε…»
«Δεν καταλαβαίνεις!» την έκοψε απεγνωσμένος και `κείνη την ώρα συρίζοντας τρομακτικά όρμησε, ίδιος εσμός φιδιών, το νερό στο μικρό σπιτάκι.
«Σήκω θειά, πάμε τώρα!» ούρλιαξε και πλατσουρίζοντας έφθασε ως αυτή και έκανε να την τραβήξει από το μπράτσα. «Πάμε τουλάχιστον ως την εκκλησία. Είναι το πιο γερό κτίσμα κι έχει και το γυναικωνίτη!»
«Πού να πάω παιδί μ΄, στην κατάσταση μ΄;» έκανε παραπονιάρικα εκείνη. Τόσα χρόνια ως εσώκλειστη υπηρέτρια είχαν τσακίσει το κορμί και το μυαλό της. Με τα πρώτα σημάδια αδυναμίας την έδιωξαν. Ευτυχώς είχε μαζέψει λίγα λεφτά, για να πάρει αυτό το σπιτάκι και να ναι κοντά στην αδερφή της.
«Ωχ παιδάκι μου, μας σκότισες! Πού ΄ναι ο πατέρας σου;» τον σταμάτησε μπαίνοντας στη μέση η μάνα του.
«Στην εκκλησία!» ούρλιαξε ο Σώζων και μπερδεμένος ξαναγύρισε κατά τη μάνα του.
«Τι κάνει στην εκκλησία;» τον ρώτησε ήσυχα η κυρά Πηνιά.
«Δεν εννοούσα. Ο πατέρας…» κόμπιασε ο Σώζων και πάγωσε.
«Ναι, τι έπαθε ο πατέρας σου; Τι κάνει στην εκκλησία;»
«Σε περιμένει!» άκουσε τον εαυτό του να λέει ξεψυχισμένα.
«Και τώρα μου το λες!» ούρλιαξε η κυρά Πηνιά. Το νερό πλησίαζε ήδη τον αστράγαλο κι ανέβαινε γοργά, ενώ οι φωνές μικρών μαλλιαρών τρωκτικών πνίγονταν από τη βοή του ποταμού και της βροχής, που μαστίγωνε ανελέητα τα παλιά κεραμίδια. Η κυρά Πηνιά έριξε μια απολογητική ματιά στην αδερφή της ισιώνοντας ασυναίσθητα τα γκρίζα μαλλιά της περνώντας τις παλάμες της από πάνω τους.
«Σύρε!», την παρότρυνε εκείνη. «Μια χαρά θα ΄μαι. Έχουμε ζήσει πλημμύρες και πλημμύρες σ’αυτόν τον τόπο». Της έγνεψε καταφατικά. Με γρήγορες κινήσεις άναψε ένα φανάρι και το δώσε στο γιο της. Ο Σώζων άνοιξε διάπλατα την πόρτα και πέρασε το πόδι του πάνω από τα τσουβάλια, ενώ εκείνη έδενε το μαντίλι της. Βυθίστηκε ως τη γάμπα, μα δεν μίλησε, μόνο προσπάθησε με το αχνό φως από το μικρό φαναράκι να τρυπήσει την ασημιά κουρτίνα και το σκοτάδι πίσω της. Ένας κεραυνός φώτισε το μικρό χωριό με τα χαμηλά φτωχόσπιτα και το αφρισμένο νερό, που κυλούσε ορμητικό ανάμεσα τους. Γύρισε και κοίταξε τη μάνα του. Είχε σταθεί με το πόδι μετέωρο, διστακτική.
«Πάμε!» την διέταξε με σκληρή φωνή, που δεν δέχονταν αντιρρήσεις και άρχισε να σέρνει το βήμα του τραβολογώντας την. Η εκκλησία δεν ήταν μακριά, μα το να βρεις τον δρόμο σου μες στο σκοτάδι, ακούγοντας τη θυμωμένη κραυγή του ποταμού, με τα μουσκεμένα σου ρούχα να έχουν μετατραπεί σε μολύβδινη πανοπλία, που κολλά πάνω στο κορμί σου και τα πόδια σου να βαραίνουν όλο και πιο πολύ έχοντας, ως μόνο όπλο ένα ταπεινό φαναράκι, που τρεμόσβηνε μπορούσε να λυγίσει και τον πιο γενναίο. Ο Σώζων άρχισε να πανικοβάλλεται. Που πήγαιναν; Ήταν τρελός; Έσερνε τη μάνα του μέσα στο σκοτάδι. Ένα της στραβοπάτημα στο ορμητικό νερό, που κόντευε να φθάσει ως τους μηρούς, θα μπορούσε ν΄ αποβεί μοιραίο. Λιγοψύχησε και κοντοστάθηκε, μα η κυρά Πηνιά παρανόησε το λόγο του δισταγμού του.
«Καλά είμαι!» του φώναξε για ν ακουστεί πάνω από τον χαλασμό και χτύπησε καθησυχαστικά το μπράτσο του. Το βουητό δυνάμωσε. Γύρισε και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να διακρίνει τι κρύβονταν στο σκοτάδι. Κάπου πέρα, μακριά προς την Επισκοπή, έβλεπε μια ασθενική φλόγα, σαν κεράκι, να τρεμοσβήνει. Το νερό ανέβαινε και τους βοηθούσε σπρώχνοντας τους, μα κλαδιά και πάσης φύσεως πράγματα, που ΄χε παρασύρει στο διάβα του, τους χτυπούσαν γρατσουνώντας τους ή μωλωπίζοντας τους. Η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του. Στηρίζοντας ο ένας τον άλλον προχωρούσαν, μάνα και γιος, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν με χέρια πλεγμένα. Δεν υπήρχε πια επιστροφή. Μόνο μπροστά μπορούσαν να πάνε.
***
Η κυρία Πηνιά ένιωθε την ακατανόητη αγωνία του γιου της, μα η δική της υπερτερούσε. Πού ΄ναι ο άντρας της; Πώς έφθασε στην εκκλησία; Πώς άφησε το γιο τους μόνο; Να πληγώθηκε; Εκείνη η μάγισσα να φταίει; Να του κάνε κακό πάλι, όπως τότε που τον μαστίγωσε με λύσσα; Έτρεμε κάθε φορά που έλειπε το αφεντικό τους και τους άφηνε μόνους με την κυρά. Πόσο μάλλον τώρα, που το έπαιζε έγκυος κι είχε σκαρφιστεί όλο αυτό για να πάρει το μωρό της Μαρίας. Η κακόμοιρη η Μαρία τι να ΄γίνε; Πού να πήγε με την κοιλιά στο στόμα; Αυτοί πού πάνε; Κάτι τη χτύπησε δυνατά στη γάμπα. Κοίταξε πίσω της μηχανικά. Το να πάνε ενάντια στο ρεύμα, για να γυρίσουν στην ασφάλεια του σπιτιού, θα ήταν μεγάλη αποκοτιά. Μες στο σκοτάδι ένιωθε τελείως αποπροσανατολισμένη, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρίσκονταν, μα ο Σώζων την οδηγούσε σταθερά ακολουθώντας τη γραμμή ενός ασβεστωμένου πέτρινου φράχτη. Έστριψαν στη γωνία, όπου το νερό δημιουργούσε ένα μικρό ορμητικό πίδακα και έπειτα ξεκόλλησαν και κινήθηκαν προς το πηχτό σκοτάδι.
«Σέρνε το βήμα σου!» φώναξε ο Σώζων «Κάπου εδώ πρέπει να ΄ναι κάτι, σαν σκαλοπάτι και ο χαμηλός φράχτης». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της ότι τον κατάλαβε και άρχισε να πασπατεύει με το πόδι της. Ο ουρανός φωτίστηκε στιγμιαία. Η άλλοτε φιλόξενη και όμορφη, κιτρινωπή, πετρόκτιστη, σταυροειδή εκκλησία με το δίλοβο μακρόστενο παράθυρο, σαν μάτια, πάνω από τη βαριά επιβλητική πόρτα και τα μικρότερα σαν πολεμίστρες γύρω από τον τρούλο, τώρα φάνταζε απειλητική και τρομακτική. Το νιόχτιστο ψηλό καμπαναριό έστεκε άγαρμπο στα δεξιά της. Κατάφεραν να εντοπίσουν τα τρία σκαλοπάτια και ν΄ανεβούν ως τη μεγάλη βαριά πόρτα. Το έδαφος σείστηκε και ένα άγριο βουητό, όμοιο με ατμομηχανή που ξεφυσά, πλησίαζε μουγκρίζοντας. Ο Σώζων έσπρωξε τη βαριά πόρτα και πήδηξε πάνω από τα σακιά, που μάταια την έφραζαν, αφού το νερό είχε ήδη διεισδύσει και καλύψει τις μεγάλες πλάκες. Τα καντήλια στο ιερό μαλάκωναν το σκοτάδι, που σέρνονταν τρεμουλιαστό στο πάτωμα και στους τοίχους κρύβοντας τ΄αυστηρά πρόσωπα των αγίων και παραμονεύοντας την παραμικρή τους αδυναμία.
Βοήθησε τη μητέρα του να περάσει και οι δυο τους στάθηκαν αναποφάσιστοι, στο τι έπρεπε να πράξουν. Το βουητό δυνάμωνε από έξω. Κοίταξαν το χώρο γύρω τους. Δεν υπήρχε ψυχή. Τα χέρια τους κρέμασαν, οι ώμοι έγειραν, ο νους έπεφτε σε μια επικίνδυνη χαύνωση.
Τη σιωπή έσπασε η κυρά Πηνιά, που κοιτώντας γύρω της σήκωσε το φανάρι της και άρχισε να φωνάζει «Παναή! Παναή!», μα απάντηση δεν έπαιρνε.
«Μαρία!» φώναξε εκείνος, μα τίποτα. Ταράχτηκε και για ν΄ αποφύγει το ερωτηματικό βλέμμα της μάνας του, της γύρισε την πλάτη, ασφάλισε την πόρτα κι επανατοποθέτησε ένα πεσμένο σακί άμμου. Η κυρά Πηνιά τον κοίταξε παραξενεμένη και ξετύλιξε το μουσκεμένο της μαντίλι από το κεφάλι της.
«Πού ΄ναι ο πατέρας σου;» τον ρώτησε στραγγαλίζοντας το μαντήλι, για να το στραγγίξει. Ο Σώζων δε μίλαγε, μόνο είχε στηρίξει τις παλάμες στην πόρτα με χέρια ανοικτά, σαν τον εσταυρωμένο. Ανοιγόκλεισε το στόμα, σαν ψάρι, μην μπορώντας να βγάλει μιλιά. Τα δάκρυα του μπλέχτηκαν με τις χοντρές σταγόνες, που κυλούσαν στο μουσκεμένο του πρόσωπο.
Η κυρία Πηνιά έκανε να τον ακουμπήσει, μα μετάνιωσε και τραβήχτηκε. Δεν ήταν έτοιμη. Δεν μπορούσε ν ακούσει οτιδήποτε αυτή την ώρα, δεν ήθελε ν΄ ακούσει, δεν ήθελε να μάθει. Κοίταξε το ιερό. Τα καντήλια φώτιζαν γλυκά τα γνώριμα αυστηρά πρόσωπα, τους συμπαραστάτες της από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Έμεινε μόνη πολύ νωρίς σ΄αυτό τον άκαρδο κόσμο. Σαν πέθαναν οι δικοί της, ήταν μόλις δέκα χρονών παιδάκι. Η αδερφή της μπήκε εσώκλειστη υπηρέτρια σε σπίτι και ΄κείνη έμεινε με τη γιαγιά της. Δυο κατσικούλες είχαν και τις θέριζε η πείνα. Από μικρή, κάθε φορά που φοβόταν, σ΄αυτούς προσέτρεχε. Κάθε φορά που στεναχωριόνταν, αυτούς επιζητούσε. Κάθε φορά που απογοητεύονταν, αυτοί της έδιναν κουράγιο. Κάθε φορά που απελπίζονταν, αυτοί τη στήριζαν. Πλησίασε τη μεγάλη εικόνα της Παναγίας και προσκύνησε μ΄ευλάβεια κάνοντας το σταυρό της αργά, σκύβοντας κι ακουμπώντας το βρεγμένο πάτωμα.
«Πόσες φορές σ΄ευχαρίστησα Παναγιά μου, που μου΄στείλες αυτόν τον άνθρωπο στο δρόμο μου; Σ`ευχαριστώ, ακόμα μια φορά. Σ`ευχαριστώ και για τον γιο μου και σε παρακαλώ να μου τους κρατάς ασφαλείς», ψέλλισε και ξανάκανε το σταυρό της. Μόνες κι απελπισμένες ήταν με τη βάβα της, όταν μια μέρα ήρθε η προξενήτρα στο κατώφλι τους. Απόρησαν οι δυο γυναίκες. Τι μπορεί να ΄θέλε απ΄αυτές; Για προίκα ούτε λόγος. Την είχε δει, λέει, ο γαμπρός, που πουλούσε κάτι χόρτα στο παζάρι και την ερωτεύτηκε. Ακόμα απορεί τι της βρήκε έτσι μικροκαμωμένη που ήταν, όλο κόκαλα και μάγουλα ωχρά ρουφηγμένα από την πείνα, ντυμένη μ`ένα τριμμένο και χιλιομπαλωμένο καβάδι. Μα ο Παναής, καλός άνθρωπος, δουλευταράς και μετρημένος δεν έκανε πίσω, δεν τρόμαξε από τη φτώχεια της και παντρεύτηκαν. Πέρασαν δύσκολα στην αρχή, μα ήταν μαζί. Έπειτα έπιασε δουλειά στο υποστατικό και σύντομα έγινε επιστάτης. Τα χρόνια περνούσαν και η μόνη τους πίκρα ήταν που δεν κατάφερνε να στεριώσει παιδί στα σπλάχνα της. Εφτά είχε χάσει, προτού φέρει στον κόσμο τον Σώζοντα της. Καλό παιδί και δουλευταράς, σαν τον πατέρα του. Γύρισε και τον κοίταξε, όπως είχε μείνει ακίνητος στην πόρτα. Ξαφνικά τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένη. Η πόρτα σείστηκε ολόκληρη κάνοντας ένα υπόκωφο θόρυβο και ένας ανατριχιαστικός τριγμός ακολούθησε. ΟΣώζων τινάχτηκε πίσω τρομαγμένος. Κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια την πόρτα να τραντάζεται από χτυπήματα, που έκαναν το ξύλο να στριγγλίζει, σαν να ΄χε ξαμοληθεί κατά πάνω της κάνα στρατός με δαιμόνια και τη βροντούσαν με τις σιδερένιες γροθιές τους.
«Άνοιξε!» ψιθύρισε αρχικά και έπειτα ούρλιαξε, για ν΄ ακουστεί πάνω από τον ορυμαγδό η κυρά Πηνιά. «Άνθρωποι είναι, θέλουν να μπουν!»
Ο Σώζων την κοίταξε και ξαφνικά συνήλθε από την κατάπληξη. Με το ένα χέρι άρπαξε το φανάρι από ένα στασίδι και με το άλλο την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε άτσαλα δεξιά, πίσω από το προσκυνητάρι.
«Τρέξε!» έκρωξε μην μπορώντας να κρύψει τον πανικό του, οδηγώντας την προς μια χαμηλή πόρτα. Εκείνη έκανε ν΄ αντισταθεί, να πάει κατά την εξώπορτα, μα μια σανίδα τινάχτηκε μακριά αφήνοντας να εισβάλει ένας μικρός πίδακας. “Νερό!” πέρασε η σκέψη στο ζαλισμένο της νου και έκπληκτη αφέθηκε να την οδηγεί ο Σώζων. Ανέβαιναν δυο δυο τα στενά ψηλά σκαλιά, που γλιστρούσαν κάτω από τα βρεγμένα τους παλιοπάπουτσα ,σχεδόν μπουσουλώντας. Ο ξερός ήχος ξύλου, που σπάει, ακολουθήθηκε από τον εκκωφαντικό ήχο ορμητικού νερού, που όμοιο κοπάδι αφηνιασμένα άλογα χίμηξε να ποδοπατήσει, να σαρώσει, να γκρεμίσει και να ξεχαρβαλώσει οτιδήποτε βρισκόταν στην πορεία του, σκάζοντας με δύναμη πάνω στους χοντρούς πέτρινους τοίχους, που άφησαν ένα παραπονεμένο βογκητό. Πριν το καταλάβουν, η ορμή του νερού τους κόλλησε πάνω στον τοίχο, για μερικά δεύτερα, καλύπτοντας την Πηνιά και έπειτα υποχώρησε για λίγο, πριν τους ξαναορμήσει. Μη χάνοντας την ψυχραιμία του, τράβηξε τη μάνα του σηκωτή στα τελευταία σκαλιά και η κυρά Πηνιά σωριάστηκε ξέπνοη πάνω στις πέτρινες πλάκες του γυναικωνίτη. Ο Σώζων κοιτούσε αλαφιασμένος γύρω του προσπαθώντας να φωτίσει με το αδύναμο φως του φαναριού το μεγάλο χώρο. Κοίταξε πάνω από το μπαλκόνι του γυναικωνίτη τα νερά, που κυλούσαν από κάτω τους και έπειτα γύρισε κατά τη σκάλα. Το νερό ανέβαινε γοργά. Είχαν παγιδευτεί!
***
Παγιδευμένοι! Ήταν παγιδευμένοι! Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Άκουγε το θεριό να φριμάζει, ξύλα να σπάνε, πέτρες να χτυπάνε, ανθρώπους και ζώα να ουρλιάζουν προτού χαθούν και ΄κείνο ανέμελο συνέχιζε το δρόμο του κλοτσώντας και σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Όρμησε και διέλυσε οτιδήποτε βρίσκονταν μέσα στην πετρόκτιστη εκκλησία και έπειτα αχόρταγο σύρθηκε και χώθηκε σε κάθε πτυχή και σχισμάδα του κορμού της, σα λεπίδα μοβόρου πολεμιστή πληγιάζοντας τη. ΄Κείνη βόγκαγε, μοιρολογούσε, παρακαλούσε τον κατακτητή της να τη λυπηθεί, επιθυμούσε να ελευθερωθεί από το σφιχταγκάλιασμα του, μα ΄κείνος αδιάφορος εξερευνούσε κάθε γωνιά της. Μέσα στο χαλασμό, μια φιγούρα πεσμένη στα τέσσερα παλεύει για ανάσα και ένας νέος άντρας κάνει σβούρες γύρω από τον εαυτό του, σα σκύλος που κυνηγά την ουρά του φωτίζοντας μ`ένα μικρό φανάρι το χώρο γύρω του, γυρεύοντας μια διέξοδο απ΄αυτό τον τάφο, που γεμίζει συνεχώς με το ζωοδότη υγρό. Ο νεαρός άντρας κοιτά την τρύπα, από όπου ανέβηκαν στο μικρό γυναικωνίτη και τραβιέται αμέσως πίσω απελπισμένος. Τα σκαλοπάτια έχουν χαθεί. Το κεφάλι του κοντεύει να σπάσει! Πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν το νερό να έχει ανέβει ως εκεί και να συνεχίσει ν΄ ανεβαίνει; Τώρα θα ΄πρέπε να ΄χει χάσει την ορμή του. Θα πρεπε να ΄χε ανέβει το πολύ κάνα μέτρο, τόσο όσο να κάνει τον κάμπο του οροπεδίου πιο γόνιμο και να χαθεί στο φαράγγι, για να ξεχυθεί λίγο μετά στον κάμπο των παράλιων. Όχι, δεν είναι δυνατόν θα σταματήσει, φτάνει! “Να τώρα θ΄ αρχίσει να υποχωρεί”, σκέφτεται και στέκεται πάλι πάνω από το μικρό μπαλκονάκι ρίχνοντας το αχνό φως πάνω στο σκοτεινό θεριό, που πάλλεται γεμάτο ζωή από κάτω τους.
«Ο πατέρας σου; Πού ΄ναι ο πατέρας σου;» τον ρωτά μια φωνή που σκληρίζει.
Ο Σώζων γυρνά και βλέπει τη μάνα του μουσκεμένη, κατάκοπη με τα γκρίζα μαλλιά της ξέπλεκα κολλημένα πάνω στο απότομα γερασμένο πρόσωπο της, να πασκίζει να σηκωθεί. Στερεώνει το φανάρι και τρέχει να τη σηκώσει.
«Ο πατέρας σου;» ξαναρωτά με ικεσία και προσπαθεί να ορθωθεί, να βρει το κουράγιο να τον κοιτάξει. Ξέρει. Ο γιος της δεν απαντά. Δεν ήταν ποτέ άσπλαχνος, δε θα την άφηνε ποτέ να περιμένει. Κουνά το κεφάλι της αργά, μοιρολατρικά. Ξαφνικά νιώθει άδεια. Τα πάντα γυρίζουν σε μια δίνη, το κορμί της τρέμει. Ο Σώζων την αγκαλιάζει από τους ώμους και την καθίζει σε μια καρέκλα μαλακά. Αρχίζει να της τρίβει τα χέρια και τους ώμους προσπαθώντας να τη ζεστάνει. Μα η καρδιά έχει παγώσει. Κάθονται ώρα εκεί, αγκαλιασμένοι, βουβοί, ανίκανοι να σκεφτούν. Κάποια στιγμή ο Σώζων πνίγεται, το κορμί τρέμει καθώς κλαίει βουβά. Η κυρά Πηνιά σηκώνει τα χέρια της και χαϊδεύει μηχανικά το μουσκεμένο του κεφάλι, ακολουθεί τη γραμμή των φρυδιών ξανά και ξανά, μα οι λέξεις σκαλώνουν στα μελανιασμένα της χείλη. Δεν μπορεί να τον παρηγορήσει. Πολύ το θέλει, μα δεν μπορεί.
Ξαφνικά ο γιος της τινάζεται πάνω κι αρχίζει ένα τρελό χορό, τσαλαβουτά στα νερά με τα χέρια του να τινάζονται πέρα δώθε προς την πλάτη του. Η Πηνιά τον κοιτά ξαφνιασμένη με τα θολωμένα μελιά της μάτια. Το θέαμα την τρομάζει. “Πάει του σάλεψε του παιδιού μου!” σκέφτεται απελπισμένη και χτυπά τις παλάμες της, τις φέρνει στο πρόσωπο σε θέση ικεσίας κι ετοιμάζεται ν΄ αρχίσει το μοιρολόι, που τόση ώρα έπνιγε.
«Να πάρει! Ουστ! Ουστ!» φωνάζει ο Σώζων, βγάζει την πουκαμίσα του και αρχίζει να την τινάζει με μανία. Κάτι μαλλιαρό τινάχτηκε πέρα μακριά κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
«Τι έπαθες παιδί μου;» τον ρωτά με λαχτάρα η μάνα του βλέποντας τον να ηρεμεί.
«Ένα ποντίκι σκαρφάλωσε στην πλάτη μου! Πώς…» δεν απόσωσε μόνο κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τη φωτεινή μπάλα που τους τύλιγε.
Έφερε απελπισμένος τα χέρια του στο πρόσωπό του και τα τράβηξε προς τα κάτω κάνοντας μια γκριμάτσα.
«Το νερό…» ψέλλισε «Το νερό ανεβαίνει συνέχεια! Πώς είναι δυνατόν;»
Η κυρά Πηνιά κοίταξε γύρω της. Τα πόδια της βυθίζονταν ήδη μέχρι τον αστράγαλο. Ανασήκωσε τους ώμους φανερά μπερδεμένη.
Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο;
«Ποτέ» ψέλλισε.
Αφουγκράζονται. Η βροχή έχει στήσει γλέντι τρικούβερτο με κρουστά. Τιπ τιπ, ταπ, ταπ, πλατς πλατς και ΄κείνη χορεύει ακούραστη. Που και που κάποια παραφωνία την καλύπτει για λίγο, μα ΄κείνη δεν πτοείται. Ένας αργόσυρτος ανατριχιαστικός τριγμός τη συνοδεύει πότε πότε. Ο Σώζων βάζει το χέρι του στη μικρή αγιογραφημένη κολόνα, που στηρίζει το γυναικωνίτη. Η κολόνα δονείται και ένα ελαφρύ βογκητό φτάνει στα τεντωμένα αυτιά τους. Η Πηνιά φέρνει το χέρι της στο στήθος, η καρδιά της αρχίζει πάλι να χορεύει σε ξέφρενο ρυθμό. Το πρόσωπο του Σώζοντα μοιάζει, σαν να ζωντάνεψε μια εικόνα, χλωμό, αυστηρό με τα φρύδια του ενωμένα, σαν μονοκονδυλιά, μόνο η απελπισία στα μάτια του μοιάζει παράταιρη με τον ιερό χώρο. Παίρνει το φανάρι και προχωρά προς τα μοναδικά παράθυρα, που βρίσκονται σε μια φαρδιά εσοχή του εξωτερικού τοίχου. Σπρώχνει το σκουριασμένο μάνταλο και με μεγάλη δυσκολία το ανοίγει. Χώνει το κεφάλι του και κοιτά έξω. Πηχτό σκοτάδι. Κάπου πέρα μακριά μια άηχη αστραπή στέλνει το αχνό φως της. Θα γελάστηκε, δεν μπορεί! Μαζεύει το κεφάλι του τρομαγμένος.
«Τι είναι, παιδί μου;» τον ρωτά η μάνα του ακουμπώντας τον ελαφρά, σαν πεταλούδα, στον ώμο προσπαθώντας να συγκρατήσει την ανησυχία της. Φως τους τυφλώνει και η κυρά Πηνιά βγάζει μια κραυγή. Το χωριό εξαφανίστηκε, το μόνο που υπάρχει γύρω τους είναι νερό. Τα γόνατα της λύγισαν, μα ο Σώζων τη συγκράτησε.
«Μάνα, πρέπει να φύγουμε από εδώ!»
«Πού να πάμε παιδάκι μου τρελάθηκες; Πώς να φύγουμε; Να κάτσουμ΄ εδώ!»
Οι πέτρες βόγκηξαν παραπονιάρικα κάτω από τα πόδια τους.
«Μάνα η εκκλησία γεμίζει νερό και έφτασε ήδη στο γόνα. Δεν ξέρω αν θ΄ αντέξει ο γυναικωνίτης και δεν πέσει. Πρέπει να πάμε στο καμπαναριό και να παρακαλάμε μη γκρεμιστεί η εκκλησία και το παρασύρει».
«Δε γκρεμίζεται η εκκλησία! Κοίτα τοίχους που ΄χει! Σχεδόν μισό μέτρο» είπε και στριμώχτηκε κι αυτή στην εσοχή. «Έπειτα πώς να φύγουμε από εδώ;» έκανε και έσκυψε έξω από το στενό παράθυρο. «Εγώ μπάνιο δεν ξέρω, μήτε ΄σύ και…»
«Η απόσταση ως την χαμηλότερη σκεπή δίπλα είναι μικρή» την έκοψε.
«Είσαι τρελός!»
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
«Μια χαρά είμαστε εδώ!» είπε και τραβήχτηκε πίσω έτοιμη να γυρίσει στην καρέκλα. «Δεν… αααααα», στρίγκλισε έντρομη η Πηνιά, καθώς ένιωσε το πάτωμα να καταρρέει και να χάνει την ισορροπία της.
***
Ίσα που πρόλαβε και συγκράτησε ο Σώζων τη μάνα του, για να μην παρασυρθεί μαζί με την πρόχειρη κατασκευή του γυναικωνίτη, που ΄χε γίνει ως προσθήκη στο αρχικό σχέδιο της εκκλησίας και κατέρρευσε μέσα στα παγωμένα νερά. Με το άλλο χέρι κρατιόταν από το κάσωμα του παραθύρου, το οποίο βρίσκονταν στην εσοχή, που σχημάτιζε ο κύριος τοίχος του ναού.
«Κρατήσου!» της φώναζε πανικόβλητος γερμένος από πάνω της προσπαθώντας να στηρίξει
το κορμί του, που ΄χε λυγίσει από το ξαφνικό βάρος.
Προσπάθησε και ΄κείνη ενστικτωδώς να πιαστεί από τις πελεκημένες ολόισες πέτρες γρατσουνώντας τες, χωρίς αποτέλεσμα, ψάχνοντας ταυτόχρονα πάτημα με τα πόδια της. Ο Σώζων χτύπησε με την πλάτη του το ανοικτό παράθυρο. Το τζάμι έγινε κομμάτια πληγιάζοντας τον. Ούρλιαξε από τον πόνο και ταυτόχρονα η Πηνιά στρίγκλισε νιώθοντας να βυθίζεται στο νερό. Κόλλησε την πλάτη του πίσω αγνοώντας τα τζάμια κι αντιστήριξε καλά τα πόδια του. Έπειτα με μια απότομη κίνηση την τράβηξε μέσα στη μικρή εσοχή. Αγκαλιάστηκαν βαριανασαίνοντας.
«Πάμε!» πρόσταξε και η κυρά Πηνιά έντρομη δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση. Εκείνος βγήκε προσεκτικά έξω από το στενό δίλοβο παράθυρο και ΄κείνη κλαψουρίζοντας τον κρατούσε σφιχτά από το πουκάμισο του ξέροντας ότι ήταν μάταιο, δε θα μπορούσε να τον συγκρατήσει αν έπεφτε. Ψηλάφισε και πιάστηκε από το γείσο. Σύρθηκε και τέντωσε, όσο μπορούσε τα πόδια του, όταν ένιωσε να πατά πάνω στα κεραμίδια από το χαμηλότερο κλίτος. Ασφάλισε το πόδι του στα γλιστερά κεραμίδια και έπειτα έσυρε προσεκτικά και το υπόλοιπο κορμί του χαλώντας με το χέρι του μια εγκαταλελειμμένη φωλιά περιστεριών, που βρίσκονταν πάνω στο γείσο.
Η Πηνιά μουρμούριζε ικεσίες προς την προστάτιδα της, την προστάτιδα όλων των μητέρων, την Παναγία. «Φύλαγε τον σε παρακαλώ! Φύλαγε τον!»
«Έλα, μάνα!» ακούστηκε η φωνή του νευρική.
«Δεν μπορώ, γιε μου! Εγώ θα κάτσω εδώ! Μια χαρά θα ΄μαι. Εσύ φύγε!»
«Έλα, μπορείς, προσπάθησε!»
«Άσε μ΄εμένα, παιδί μου! Σύρε ΄σύ! Να ΄σαι καλά!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Ή έρχεσαι τώρα ή πέφτω μέσα!»
Η ψυχή της βόγκηξε, σαν να την τρυπούσαν μυριάδες βελόνες.
«Τι λες, καρδιά μου; Τι λες, ψυχή μου; Μην το ξαναπείς αυτό!» τον μάλωσε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τρόμο στον τόνο της φωνής της και να κατευνάσει το ανατριχιασμένο της κορμί.
«Έλα τώρα! Δεν έχουμε χρόνο!» ούρλιαξε ο Σώζων.
Η Πηνιά μοιρολογούσε και οικτίρε τον εαυτό της, που βρέθηκε σ΄αυτή τη θέση.
«Μάνα!» ούρλιαξε ανυπόμονος.
«Καλά, καλά, έρχομαι! Μα να ξέρεις ότι και να συμβεί, δε θα φταις εσύ. Να μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ήταν να γίνει…»
«Μάνα, άσε τις βλακείες και έλα, τώρα!» Η φωνή του ήταν επιτακτική και η αγωνία του έκδηλη. Η Πηνιά βγήκε έξω από το παράθυρο, τα χέρια της έτρεμαν. Προσπάθησε να βρει το γείσο, μα δεν το ΄φτάνε. Αιωρήθηκε για λίγο και ξαναμπήκε μέσα απελπισμένη.
«Φύγε!» του φώναξε «Φύγε ΄σύ!»
«Δε σ΄αφήνω!» ούρλιαξ, για ν΄ακουστεί πάνω από τη βροχή, ο Σώζων αποφασισμένος. Έβγαλε το πουκάμισο του, το σχίσε στα δυο μέχρι λίγο πριν το γιακά, έκανε ένα κόμπο εκεί και άρχισε να το στριφογυρνά, για να τυλιχτεί σα σχοινί. Έπειτα το έδεσε στη μέση του και έκανε την αντίστροφη πορεία, ως τη μάνα του.
«Φύγε μάνα μ΄! Φύγε ΄σύ, ψυχή μου! Εγώ μια χαρά θα ΄μαι!» Μα σαν έβαλε μέσα το πόδι του ο Σώζων βυθίστηκε στο νερό, που ΄χε φθάσει τώρα ως το παράθυρο.
«Το νερό ανέβηκε κι άλλο!» Ξεφώνισε.
«Δεν πειράζει, καρδιά μου, καλά θα είμαι! Πόσο ν΄ανέβει; Σύρε ΄σύ!»
«Δε σ`αφήνω μάνα! Τέλος!»
«Μα δεν μπορώ! Είμαι κοντή. Δεν έχω που να πιαστώ».
«Αυτό άστο πάνω μου! Εσύ υποσχέσου ότι θα προσπαθήσεις! Υποσχέσου ότι δεν θ΄ αφήσεις το ζωνάρι! Ειδάλλως δεν πάω πουθενά!» της είπε με σταθερή φωνή. Η Πηνιά χάιδεψε με τα δουλεμένα της χέρια το αμούστακο πρόσωπο του γιου της και χαμογέλασε αχνά μες στο σκοτάδι.
«Είμαι περήφανη για σένα, γιε μου! Έχεις γίνει ένας υπέροχος άνθρωπος. Σ΄αγαπώ πολύ!»
«Υποσχέσου μου μάνα!» είπε προσπαθώντας να πνίξει τη συγκίνηση του και να συγκρατήσει το τρέμουλο της φωνής του.
«Υπόσχομαι!» του ψιθύρισε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Έπειτα τον φίλησε στο μέτωπο.
«Να ΄χεις την ευχή μου, παιδί μου!»
Ο Σώζων πήρε μια κοφτή ανάσα για να συγκρατήσει τα δάκρυα του, έδεσε σφιχτά τη μια άκρη του πουκαμίσου του στην κορυφή του διακοσμητικού κίονα του παράθυρου και κρατώντας γερά την άλλη άκρη, τεντώθηκε πάλι και σύρθηκε ως τα κεραμίδια. Σαν έφθασε έκανε κόμπο την άκρη, τη διπλοτύλιξε στο χέρι του, το τέντωσε και φώναξε στην μάνα του
«Έβγα και κρατήσου από το πανί!»
Η καημένη η Πηνιά στριμώχτηκε στο στενό παράθυρο, πιάστηκε από το πανί και τέντωσε το πόδι της, όσο μπορούσε, μα καθώς ήταν κοντότερη και κάποιας ηλικίας δεν έφθανε.
«Τεντώσου!»
«Τεντώνομαι! Τι κάνω; Τεντώνομαι!» απάντησε φανερά εκνευρισμένη προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Το βλέμμα της ξεστράτισε στο νερό, που αναδεύονταν σκοτεινό από κάτω της. Η βροχή τη χτυπούσε αλύπητα και οι μακρινοί κεραυνοί την τύφλωναν στιγμιαία. Αιωρούνταν πάνω από το νερό με τη μύτη του ποδιού ίσα που ν΄ακουμπά πάνω στην ποδιά του παραθύρου και δεν τ΄αποφάσιζε να πάει παραπέρα. Ήχος σκισίματος ακούστηκε κι απάνω στην απελπισία της, σχεδόν πήδηξε. Το πανί χαλάρωσε επικίνδυνα και ένιωσε να πέφτει, μα το στιβαρό χέρι του Σώζοντα τη γράπωσε, από τον πήχη. Χωρίς να το καλοκαταλάβει βρέθηκε πάνω στα γλιστερά κεραμίδια προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία της και σπάζοντας μερικά, που έπεσαν μ΄ενα υπόκωφο θόρυβο στο νερό.
«Πάμε!» διέταξε ο Σώζων μην αφήνοντας την να πάρει ανάσα. Το κτίριο τρεμούλιασε κάτω από το κορμί της και τότε συνειδητοποίησε το λόγο της βιασύνης του. Μπουσουλώντας σχεδόν τράβηξαν προς το ψηλό καμπαναριό, που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα χτισμένο κολλητά στο κυρίως σώμα της εκκλησίας. Ο Σώζων σηκώθηκε και γραπώθηκε πάνω στο κτίσμα τεντώθηκε και κατάφερε να σπάσει το τζάμι του μακρόστενου παραθύρου κλοτσώντας το. Έπιασε τη σταυρόσχημη σιδεριά και άρχισε να την ταρακουνά με δύναμη. Προσπάθησε ξανά και ξανά κουνώντας την, μα η σιδεριά δεν έλεγε να λασκάρει. Ξεκίνησε να την κλοτσά με λύσσα. Η Πηνιά είχε γίνει ένα κουβαράκι δίπλα του. Σκιάζονταν να κουνηθεί, μην και γλιστρήσει. Η βροχή έπεφτε χωρίς σταματημό και το νερό ανέβαινε πιο αργά, μα σταθερά. Σε μια κλοτσιά η σιδεριά ξεκόλλησε ξαφνικά και πετάχτηκε πίσω με δύναμη και βυθίστηκε με ένα δυνατό πλοπ στο νερό. Έγειρε πάνω από τη μάνα του και τη σήκωσε προσεκτικά, την τράβηξε και την έσπρωξε προς το παράθυρο. Σα βρέθηκαν στην ασφάλεια του στενού ψηλού κτιρίου, πήραν ν΄ ανεβαίνουν την απότομη σκάλα, ώσπου ξεθεωμένοι σωριάστηκαν λίγο χαμηλότερα από το άνοιγμα, που κανονικά κρέμεται η καμπάνα, την οποία δεν την είχαν παραλάβει ακόμα για να την τοποθετήσουν. Οι δυο τους στριμωγμένοι κι αγκαλιασμένοι κάθονταν και περίμεναν. Τι περίμεναν; Δεν ήξεραν.
***
Πόσες μέρες πέρασαν; Η πείνα τους θέριζε, καθώς είχαν αποκλειστεί στο ψηλό καμπαναριό μην μπορώντας να πάνε πουθενά. Το νερό ανέβαινε αργά, μα σταθερά και μέρα τη μέρα ανέβαιναν και κείνοι πιο ψηλά. Αγκαλιασμένοι, για να ζεσταίνονται, πάνω στα άβολα σκαλοπάτια πότε θρηνούσαν, πότε ευχαριστούσαν το θεό και πότε έπεφταν σε μια χαύνωση. Που και που ανέβαιναν και ως το κωδωνοστάσιο, για να ξεμουδιάσουν και να κοιτάξουν τον ορίζοντα. Η σκεπή, από τα κλίτη της εκκλησίας, είχε πέσει και μόνο η κορυφή του θόλου της με τον κάτασπρο σταυρό και τη μισοχαλασμένη φωλιά των πελαργών εξείχε από το νερό, που ρυτίδιαζε στο άγγιγμα από το ελαφρύ αεράκι. Πέρα μακριά, πάνω στο μικρό λόφο της Επισκοπής στέκονταν το μικρό ξωκλήσι και δυο κυπαρίσσια. Ο Σώζων αναρωτιόταν συχνά αν η Μαρία με το μωρό της τα είχαν καταφέρει. Οι τύψεις τον βασάνιζαν. Το είχαν συζητήσει πολλές φορές με τη μάνα του, μα αν και παρηγοριώνταν κάπως από την παρουσία της δεν μπορούσε ν΄απομακρύνει το αγκάθι από την καρδιά του. Έτσι και κείνο το δειλινό στέκονταν οι δυο τους και θαύμαζαν την πύρινη σφαίρα, που καθρεφτίζονταν στα ήσυχα νερά βάφοντας τα σε αποχρώσεις του κατιφέ προτού κάνει την καθιερωμένη της βουτιά, όταν είδαν ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στο εκκλησάκι της Επισκοπής. Η καρδιά τους πετάρισε από χαρά. Άνθρωποι! Κάποιοι τα είχαν καταφέρει! Η Πηνιά έκανε το σταυρό της και ευχαρίστησε την Παναγία. Παρακολουθούσαν όλη αυτή την κινητικότητα με τις φιγούρες να μπαινοβγαίνουν στο ξωκλήσι κι ασυναίσθητα είχαν αγκαλιαστεί. Λίγο μετά είδαν κάτι ν΄ απομακρύνεται.
«Βάρκα!» αναφώνησε ο Σώζων, που την αναγνώρισε από μια παλιά φωτογραφία, που ΄χε δει στο αρχοντικό.
«Φεύγουν!» ψέλλισε η Πηνιά και ξαφνικά ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Κοιτούσε τις ακίνητες φιγούρες, που στέκονταν έξω από το ξωκλήσι και ένιωθε την απελπισία να φουντώνει.
«Ναι, πάνε να ειδοποιήσουν και τους άλλους!»
Κούνησε το κεφάλι της με συγκατάβαση, μα μαύρες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Κι αν δεν γυρνούσαν; Κι αν έρχονταν, ‘παίρναν τους άλλους κι αυτούς δεν τους έβλεπαν;
Σαν να απαντούσε στη σκέψη της ο Σώζων είπε
«Σαν έρθουν οι βάρκες, θα τους ειδοποιήσουμε!»
«Μμμ… » συμφώνησε και ΄κείνη παρακολουθώντας τη βάρκα να γίνεται μια μικρή κουκίδα.
Την επόμενη μέρα με το πρώτο φως του ήλιου στήθηκαν και περίμεναν.
Τους φάνηκε ότι πέρασαν ώρες, προτού δουν τρία σημαδάκια να πλησιάζουν κατά αυτούς. Οι βάρκες πήγαιναν ολοταχώς προς την Επισκοπή. Η Πηνιά ξεκίνησε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη, μα κανείς δεν έκανε καμία κίνηση ότι τους άκουσε. Ο Σώζων άρχισε να φωνάζει κι αυτός. Οι βάρκες πλησίασαν το λόφο και άρχισαν να φορτώνουν τον κόσμο. Ήδη η μια είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ξάφνου ο Σώζων βγήκε έξω από το μπαλκόνι του καμπαναριού, πάτησε στα κάγκελα και πιάστηκε στο γωνιακό κολονάκι. Η Πηνιά τον κοίταξε έντρομη, ανίκανη να πάρει ανάσα. Στηρίχθηκε από το γείσο και προσπάθησε ν΄ ανέβει πάνω, μα ήταν αδύναμος μετά από τόσες μέρες αφαγίας και ταλαιπώριας. Η Πηνιά προέβαλε τον ώμο της.
«Πάτα εδώ!»
«Μάνα!»
«Πάτα!» του είπε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.
Εκείνος πάτησε στην αρχή μαλακά.
«Σε πονώ;»
«Ανέβα!»
Έδωσε ώθηση στο κορμί του και τινάχτηκε πάνω. Ίσα που πρόλαβε να πιαστεί από το μικρό σταυρό στην κορυφή του θολωτού καμπαναριού. Τα πόδια του έχασαν το στήριγμα τους και τινάχτηκαν ανεξέλεγκτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Πηνιά τραβήχτηκε πίσω για να μην τη χτυπήσει. Η καρδιά του βροντούσε στο στήθος του και τα χέρια του κόβονταν από το μεταλλικό σταυρό, που ΄χε αρχίσει να λυγίζει. Τότε η Πηνιά όρμησε και άρπαξε τα πόδια του και τα στήριξε, με τα χέρια της, για να του δώσει ώθηση. Ούτε κατάλαβε, πως τα κατάφερε και βρέθηκε πάνω, να παλεύει να βρει πάτημα, να μην πέσει. Η δεύτερη βάρκα βρίσκονταν ήδη μακριά και η τρίτη ετοιμάζονταν να φύγει. Ο Σώζων πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ουρλιάζει μέσα από τις χούφτες του, που ΄χε φέρει στο στόμα του, με όλη του τη δύναμη.
«Δε σ΄ακούν!» έκανε απελπισμένη η Πηνιά και άρχισε να φωνάζει κι αυτή. Tράβηξε ένα κεραμίδι και το πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε, μα κόντεψε να πέσει και ο ίδιος.
Στην Επισκοπή η Κώσταινα, μια μεσόκοπη γυναίκα ετοιμάζονταν να μπει στη βάρκα, όταν κάτι θυμήθηκε κι επέστρεψε με κουρασμένο βήμα στο ξωκλήσι. Μπήκε μέσα στο εκκλησάκι, προσκύνησε άλλη μια φορά κι ευχαρίστησε για τη σωτηρία τους, βρήκε το σάλι της, που της είχε πλέξει η γιαγιά της, η συνονόματη και βγήκε τυλίγοντας το γερά γύρω από τους ώμους της. Κοίταξε με βουρκωμένα μάτια το μέρος, όπου κάποτε βρίσκονταν το σπίτι της, την εκκλησία, το νέο καμπαναριό και στάθηκε αποσβολωμένη.
«Καλέ! Κοιτάτε ΄κεί! Καλέ άνθρωπος δεν είναι;» φώναξε στους άλλους. Όλοι γύρισαν κατά κει που έδειχνε. Η Κώσταινα ήδη κούναγε τα χέρια της.
«Μας είδαν!» αναφώνησε ο Σώζων. Σύντομα η βάρκα βρίσκονταν κάτω από το καμπαναριό και με μεγάλη προσοχή οι δυο τους επιβιβάζονταν ανακουφισμένοι, μην μπορώντας να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
«Πού πάμε;» ρώτησε ο Σώζων το μελαψό βαρκάρη, αφού χαιρετήθηκαν συγκινημένοι με τους άλλους.
«Στο Κατούχι. Μεγάλη καταστροφή!» είπε δίνοντας του ένα κομμάτι ψωμί και δείχνοντας με το βλέμμα του γύρω τους. Ο Σώζων συμφώνησε μασουλώντας λαίμαργα.
«Εμείς ήρθαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε».
«Από που;» ρώτησε η Κώσταινα κοιτώντας με απορία τον βαρκάρη.
«Από το Λυχάδι. Μόλις μάθαμε την καταστροφή, φορτώσαμε τις βάρκες στις άμαξες και τις φέραμε από γύρω».
«Μα τι έγινε;» ρώτησε τώρα μια μαυροφορεμένη γριά. «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράγμα!»
«Η βλακεία του ανθρώπου έγινε, κυρά! Αυτό έγινε! Με τις βροχές παρασύρθηκαν τ΄αναχώματα στο Κατούχι και προκάλεσαν κατολίσθηση, που έκλεισε το πέρασμα στο φαράγγι και, έτσι το νερό παγιδεύτηκε. Έσπασε και το φράγμα της Υψηλής και ήρθε όλο αυτό το νερό με δύναμη στο ήδη πλημμυρισμένο ποτάμι, παρέσυρε τα πάντα στο, σαν χωνί οροπέδιο και λίμνασε». Ο Σώζων κούνησε το κεφάλι του θλιμμένος θυμούμενος τον πατέρα του “Το ποτάμι θέλει το χώρο του κι αν δεν του τον δίνουμε θα τον πάρει μόνο του…”. Η σιωπή τους τύλιξε.
Σαν έφθασαν στο Κατούχι τους οδήγησαν στο δημοτικό σχολείο του χωριού, όπου είχαν στήσει ένα πρόχειρο ξενώνα, για όσους κατάφεραν να σωθούν από τη φονική πλημμύρα. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, με βλέμμα σβηστό βρίσκονταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Τους έδωσαν κουβέρτες και τους έδειξαν ένα χώρο για να ξαπλώσουν.
«Θα περάσει σε λίγο ο γιατρός, να σας εξετάσει», είπε μια γυναίκα με κάτι μεγάλα μελιά μάτια, που τους κοίταγαν με συμπόνια.
Απίθωσαν τα πράγματα και η Πηνιά μηχανικά πήρε να τα στρώσει. Ο Σώζων κοίταγε τους ανθρώπους γύρω του σαστισμένος. Ήταν τόσοι λίγοι. Από τρία χωριά, ζήτημα αν είχαν σωθεί καμιά πενηνταριά ψυχές. Μια ψηλή μελαχρινή γυναίκα, με ένα μικρό να κρέμεται από τον κόρφο της, τους πλησίασε.
«Κυρία Πηνιά;»
«Αρετή! Κοπέλα μου!» έσπασε η φωνή και άνοιξε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει. Συγκινημένοι ήρθαν και κάναν ένα μικρό κύκλο γύρω τους και οι άλλοι συγχωριανοί τους. Ο Σώζων τους χαιρέτησε διστακτικά προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση του, που έβλεπε γνωστούς, όταν πάγωσε. Το αφεντικό στέκονταν πίσω τους. Έδειχνε χλωμός και κουρασμένος, με μάτια βαθουλωμένα από την αϋπνία και μαλλιά ανακατωμένα, μα ένα χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του. Τους προσπέρασε όλους κι αγκάλιασε σφιχτά το Σώζων. Τα χέρια του κρέμασαν. Δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει. Μια θλίψη ήρθε και τον έπνιξε. Έπειτα τον άφησε κι αγκάλιασε το ίδιο σφιχτά την κυρά Πηνιά.
«Πόσο χαίρομαι που είστε καλά!» της είπε και την ξαναγκάλιασε. Εκείνη είχε σαστίσει και δεν μπορούσε να βγάλει άχνα.
«Θα χαρεί τόσο η Μαρία, μόλις το μάθει!»
«Ζει η Μαρία;» αναφώνησε ο Σώζων. Μια σκιά έπεσε στα μάτια του Νίκου. Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και το χαμόγελο έσβησε.
«Είναι πολύ άσχημα» ψέλλισε και έσκυψε το κεφάλι « Έχει πνευμονία».
«Μια χαρά θα είναι!» αναφώνησε η Αρετή «Μην τη φοβάστε, είναι αγωνίστρια! Είναι η ώρα για το μωρό;» τον ρώτησε με ζωηράδα. Εκείνος της έγνεψε θετικά.
«Άντε πάμε να σας δει, να χαρεί!» είπε και άρχισε να τους σπρώχνει προς ένα μικρό δωμάτιο. Η κατάχλωμη Μαρία βρίσκονταν ξαπλωμένη σ΄ένα μικρό ράντζο και με το χέρι της χάιδευε το χεράκι από ένα μικρό ροζουλί πλασματάκι, που βρίσκονταν στο λίκνο δίπλα της. Ο Σώζων κοίταξε τη σκηνή και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Ήταν τόσο χαρούμενος που τις έβλεπε και τις δυο ζωντανές, σαν να σηκώθηκε ένα μεγάλο βάρος από το στήθος του και μπόρεσε ν΄ ανασάνει και πάλι. Ο Νίκος τον χτύπησε μαλακά στην πλάτη και τον έσφιξε πάλι πάνω του χαμογελώντας συγκινημένος. Η Μαρία άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της και τους χαμογέλασε πλατιά. Το δωμάτιο φωτίστηκε ξαφνικά, σαν να κατάφερε επιτέλους να ξεφορτωθεί ο ήλιος τον μπαμπακένιο μανδύα, που τον τύλιγε. Η Πηνιά δεν άντεξε, έτρεξε και την αγκάλιασε κλαίγοντας γοερά. Πιο πέρα η Αρετή χαμογελούσε συγκινημένη και σβήνοντας ένα δάκρυ, σήκωσε μαλακά το μωρό και κάθισε, για να το θηλάσει. Οι δυο άντρες βγήκαν έξω αθόρυβα. Κατέβηκαν τα σκαλιά του σχολείου και στάθηκαν ν΄ ατενίζουν τη γαλήνια λίμνη, που στραφτάλιζε, σαν να της είχαν ρίξει ασημόσκονη, στο φως του μεσημεριού. Μερικά απομεινάρια δέντρων και χαλάσματα σπαρμένα εδώ κι εκεί ήταν οι μοναδικοί μάρτυρες μιας ζωής, που κρύφτηκε κάτω από το υδάτινο χαλί. Κάποιοι ξεφόρτωναν μια άμαξα με υλικά για χτίσιμο. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν και συνεννοήθηκαν βουβά, ανασήκωσαν τα μανίκια τους και πήγαν να βοηθήσουν. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, η ζωή προχωρά κι αυτοί έπρεπε να φτιάξουν ξανά τη ζωή τους από την αρχή…