,

Θλίψη νούμερο 25, πράσινο χρώμα

Νωρίς το πρωί, κάθε μέρα βγαίνει στο μπαλκόνι για να δροσιστεί και να δει αν θέλουν κάτι τα φυτά. Ένα νεράκι, δυο λόγια, να τους βγάλει τα ξερά φύλλα, κάποια είναι μικρά ακόμα, δεν μπορούν μόνα τους, ίσως να τα ψεκάσει πάλι με νερό. Αφότου επέστρεψε στην δουλειά, ξυπνάει κάθε μέρα μεταξύ 6 και 7 το πρωί, είτε δουλεύει είτε όχι. Έχει μια ησυχία απίστευτη και χάνεται στις σκέψεις.

Άραγε η θλίψη έχει χρώμα και αριθμό; Σκέφτεται καθώς προσπαθεί να ντυθεί για την δουλειά. Διακόπτει για λίγο το ντύσιμο να ανοίξει τον ανεμιστήρα. Η μεγαλύτερη ταλαιπωρία, είναι τα παπούτσια και συγκεκριμένα τα κορδόνια. Ρυάκια ιδρώτα, κυλάνε αν ξεχαστεί και δεν βάλει το κουμπί στο νούμερο δυο. Μετά, φτιάχνει το τσαντάκι με το φαγητό, μπολ μεγαλύτερο , μεσαίο, μικρό, σετ πιρούνι ,κουτάλι, μαχαίρι. Θέλει να πληρώσει και το τηλέφωνο αλλά δεν φτάνει ο χρόνος.

Όταν ξυπνάει το τελευταίο διάστημα, δεν έχει όρεξη ούτε πρωινό να φτιάξει. Ένα μισάωρο βασανίζεται να αποχωριστεί το κρεβάτι. Πάντα ένιωθε ασφάλεια, εκεί ανάμεσα στα μαξιλάρια. Στην τουαλέτα αργεί, μέχρι να πλύνει πρόσωπο, δόντια, να χτενιστεί. Κάθεται λίγο, παρατηρεί το πρόσωπο, τα μάτια, κάτι λίγες ρυτίδες έχουν εμφανιστεί. Μια φίλη λέει ότι μοιάζει με ηθοποιό, δεν βλέπει όμως την ομοιότητα. Μέχρι να κλειδώσει και να φύγει διαβάζει βιβλία, ταξιδεύει σε άλλες ζωές, σε άλλες πόλεις , βλέπει εικόνες όμορφες. Κοιτάει το ρολόι, ένα μισάωρο ακόμα, διαβάζει πιο γρήγορα, ένας τελευταίος έλεγχος αν τα έκλεισε όλα και γίνεται καπνός.

Συνήθως κατεβαίνοντας τις σκάλες  έχει μαζί μια σακούλα σκουπίδια, κάποια έξτρα τσάντα, έχει φορέσει τα ακουστικά, έχει διαλέξει μουσική, πάντα μουσική, προσπαθεί να βάλει τα κλειδιά στην τσάντα και ο σκύλος του ισογείου πάντα γαυγίζει. Βαδίζει πανηγυρικά προς τον κάδο σκουπιδιών. Η πρώτη πράξη πέτυχε, βγήκε από την πόρτα του σπιτιού.

Όλα τα παραπάνω σταματάνε, με το που θα κατέβει από το λεωφορείο. Συγκεκριμένα, την στιγμή που θα γυρίσει το κλειδί, για να ανοίξει την πόρτα του καταστήματος. Εκεί έχει άλλη ρουτίνα. Να φέρει εμπορεύματα από την αποθήκη, να καθαρίσει τις επιφάνειες , πάγκους, να ξεσκονίσει τα ράφια, να δει αν έχει αποδείξεις το φωτοτυπικό, χαρτί το μηχάνημα για τις κάρτες, να σφουγγαρίσει , να ανοίξει τον υπολογιστή και τέλος τα φώτα.

Πριν ένα χρόνο περίπου, άρχισε να αγοράζει κάποια φυτά. Στην αρχή θυμόταν τον τηλέγραφο της γιαγιάς , το ωραίο φύλλο που είχαν στο μπαλκόνι, τις τριανταφυλλιές τις κόκκινες . Ηρεμούσε με το να τα μεταφυτεύει , να ψάχνει να βρει τις κατάλληλες γλάστρες και την θέση που θα τους άρεσε να μεγαλώνουν.

Θυμόταν τις όμορφες αυλές που είχε πάντα μια φίλη στην Αθήνα και πόσο όμορφα ένιωθε, κάθε φορά ανάμεσα σε όλα αυτά τα φυτά.

Έβλεπε μια ομορφιά που δυσκολευόταν πλέον να δει τριγύρω. Αλλά τελικά αυτό αρκούσε από μόνο του για να βγει από την σκουληκότρυπα;; Οι σκέψεις δεν σταματούσαν ούτε στο σπίτι, ούτε στην δουλειά, ούτε στο λεωφορείο. Εκείνες οι στιγμές που τα φρόντιζε, ήταν βάλσαμο κρατούσαν το μυαλό στην θέση του.

Για κάθε φορά τον τελευταίο χρόνο που ένιωθε εκείνο το αβάσταχτο συναίσθημα που ήταν πολλές λέξεις μαζί, είχε αποφασίσει να παίρνει και από ένα φυτό και να το φροντίζει. Εκείνο το βράδυ μέτρησε 25 γλάστρες . Εικοσιπέντε φορές είχε νιώσει κάτι που δεν περνούσε με ένα τηλέφωνο , με ένα μήνυμα, με μια βόλτα .

Στα ακουστικά έπαιζε εκείνος ο τραγουδιστής που αρεσκόταν να ακούει τις μικρές ώρες . Πολλές από εκείνες τις στιγμές, που τα παρατηρούσε τα φυτάκια σκεφτόταν, πόσοι φίλοι ήρθαν πόσοι έφυγαν, ακόμα και τώρα που δεν μιλούσαν σκεφτόταν που και που τι να κάνουν. Οι  καινούργιοι φίλοι, είχαν μέσα τους κάτι από παράδεισο και ήταν η απόδειξη πως η θλίψη είχε αριθμό 25 και χρώμα όλη την παλέτα του πράσινου.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: