,

Η Σμύρνη, το Παρίσι του Λεβάντε…

Η Σμύρνη, το Παρίσι του Λεβάντε…

Ο Αγ. Τρύφωνας ήταν μια λαϊκή Ελληνική συνοικία, που κατοικούσαν κυρίως τεχνίτες, μικρέμποροι και κάθε λογής επαγγελματίες. Η περιοχή ονομαζόταν Τσικουδιά από τις ομώνυμες οσμές. Ήταν γεμάτο ουζερί ταβέρνες και καφενέδες με ζωντανή μουσική, που γέμιζαν με το σχόλασμα του εργατόκοσμου. Ενός εργατόκοσμου που ήξερε να χαίρεται τη ζωή. Παντού στον αέρα ήχοι ζεϊμπέκικου, καρσιλαμά και χασάπικου και μυρωδιά ρακής.
Παραδίπλα ξεδιπλωνόταν η Ελληνική συνοικία, με την Ευρωπαϊκή οδό μέχρι την προκυμαία του «Κε». Είχε κατασκευαστεί η προκυμαία από Γαλλική εταιρία με τέσσερα χιλιόμετρα πλακόστρωτο με πέτρες Νάπολης. Το Τελωνείο ήταν κατασκευή του διάσημου μηχανικού Γ. Άϊφελ.
Από εκεί ξεχύνονταν ευρωπαϊκές μουσικές και οπερέτες, από τα εστιατόρια και τα θέατρα. Ήταν σημείο συνάντησης ανδρών και γυναικών, Ελλήνων και ξένων. Στις λέσχες, ελληνικές και ευρωπαϊκές, γίνονταν φιλανθρωπικοί χοροί.
Η πνευματική ζωή της Σμύρνης, έντονη, με πολλά τυπογραφεία, εφημερίδες και έντυπα κάθε τύπου. Θέατρα και πλήθος κινηματογράφων, διασκέδαζαν τους Σμυρνιούς κάθε τάξης
Εκτός από το Ομήρειο που φοίτησε η Καλομοίρα, τη φημισμένη Ευαγγελική σχολή με το παρθεναγωγείο, κάθε ενορία είχε το σχολείο και το παρθεναγωγείο του (γιατί ακόμα η μόρφωση των Ελλήνων ήταν υπό τον έλεγχο του Πατριαρχείου). Όλα τα σχολεία βασίζονταν στην ελληνική παιδία.
Σε αυτή την πνευματική ζωή συμμετείχε και η οικογένεια της Σοφίας και του Ιωακείμ.
Λίγο μετά τη γέννηση της Σταυρίας , του δεύτερου παιδιού τους, η Φωτώ η αδερφή της Σοφίας παντρεύτηκε τον Νίκο Γρηγόρη ή Γρηγορίου από τη Λευκάδα.
Είχε ξεκινήσει από τον τόπο του με προορισμό την Αίγυπτο. Όταν όμως έφτασε στην Σμύρνη και είδε την εμπορική της κίνηση, τον πλούτο και την έντονη ζωή της, έμεινε και νοίκιασε ένα δωμάτιο στο σπίτι της Γαρυφαλλιάς. Εκεί γνώρισε την 20 χρονη Φωτώ και παντρευτήκαν. Το 1906 γεννήθηκε ο Χρήστος Γρηγορίου, μετά ο Μήτσος (Δημήτρης), η Σοφία και ο Ηλίας.
Μετά τη Φωτώ, η Καλομοίρα γνώρισε και παντρεύτηκε τον μηχανικό Χαράλαμπο Παπάζογλου.
Η οικογένειά του είχε περιβόλια και ένα κινηματογράφο στο προάστιο Κοκάγιαλη που ανέλαβε να τον διευθύνει ο ίδιος. Αλλά και οι δύο θείες του είχαν έναν καλοκαιρινό και έναν χειμερινό που λειτουργούσε και σαν αίθουσα πατινάζ. Απέναντι ήταν το διώροφο σπίτι τους, όπου αργότερα ο Γιώργος Σαράφογλου με το Γιώργο Παπάζογλου, που ήταν συνομήλικοι το επισκέπτονταν συχνά. Οι Παπάζογλου απέκτησαν εκτός από το Γιώργο, τον Βαγγέλη και τη Χρύσα.
Η οικογένεια μεγαλώνει και απλώνεται. Βολτάρει στις παραλίες του Κοκάργιαλι και της Σμύρνης. Η μικρή Μαρίκα μεγαλώνει και μαθαίνει μοδιστρική τέχνη. Φαινομενικά τίποτα δεν ταράζει την κοσμοπολίτικη καθημερινότητά τους, αλλά κάτι έχει αλλάξει…
Το κίνημα των Νεότουρκων από ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη που διακήρυττε το 1908 και έδινε ελπίδα στους Έλλληνες, στο 3ο συνέδριο το 1911, στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, διακηρύσσει την εξόντωση των «άγριων χόρτων», των Ελλήνων. Ο Γερμανός αρχιστράτηγος του Τουρκικού στρατού, Λύμμαν φον Σάντερς, παρακινεί για βίαιο εξισλαμισμό της Τουρκίας.
Τώρα το νέο σχέδιο του Ιωακείμ δεν είναι να μαζέψει χρήματα για δικό του σπίτι, αλλά για νέα ζωή στην Αργεντινή. Η Αργεντινή που γνώρισε στα ταξίδια του έμοιαζε κλιματικά με το μεσογειακό. Ήταν μια χώρα που αναπτυσσόταν ραγδαία και είχε μάθει ότι ήθελαν μαραγκούς και επιπλοποιούς για τα βαγόνια του πολυτελούς σιδηρόδρομου που ξετυλιγόταν στην ενδοχώρα.
Χρειάστηκαν δυο χρόνια σχεδόν για να βρει τα μέσα και να ετοιμάσει το ταξίδι. Μαζί του φεύγουν οι οικογένειες των δυο αδερφών του με τις οικογένειές τους και η δεκαεξάχρονη πια Μαρίκα. Η Σοφία μόλις είχαν μάθει ότι ήτα έγκυος και με τα τρία παιδιά στην κατάστασή της το ταξίδι είναι απαγορευτικό. Θα ταξίδευαν αργότερα όταν όλα ήταν έτοιμα για την οικογένειά του στο νέο τους σπίτι.
Έφυγαν τον Αύγουστο του 1913, γεμάτοι ελπίδες για μια νέα ζωή μακριά από τους Οθωμανούς τους Νεότουρκους και τα Ελληνοτουρκικά.

Αργεντινή-Σμύρνη 1914

Μέρες τώρα διαρκεί η φουρτούνα και η διάθεση του Ιωακείμ δεν είναι καλή. Είχε πολλή δουλειά στα αμπάρια. Σαν μαραγκός πρέπει να ασφαλίσει τα εμπορεύματα ξανά και ξανά στα μεγάλα κασόνια τους.
Αυτό το ταξίδι είναι πιο εύκολο και πιο δύσκολο από τα άλλα. Εύκολο γιατί είναι μαραγκός πια και όχι θερμαστής, άρα οι συνθήκες καλύτερες. Στα ταξίδια του είχε μάθει την σημασία της συνεργασίας και αλληλεγγύης του πληρώματος γιατί ήταν στο έλεος του εκάστοτε καπετάνιου για μήνες μέχρι το επόμενο λιμάνι. Ευτυχώς αυτός ο καπετάνιος είναι καλός! Του επένδυσε την καμπίνα όπως στα βαγόνια της Αργεντινής όπου ήταν εργοδηγός, και θέλει να τον κρατήσει μόνιμα. Αλλά το ταξίδι είναι και από τα πιο δύσκολα και για άλλο λόγο. Βιαζόταν σαν τρελός, μπάρκαρε με αντίτιμο τα ναύλα του μέχρι Σμύρνη. Το τηλεγράφημα της κυρα Γαρυφαλλιάς ήταν λακωνικό. «Αν θες λεφτά κάτσε αν θες γυναίκα έλα». Τρελάθηκε! Η Σοφία του! Τα νέα φτάνουν αργά στην ξένη χώρα. Τι να έχει γίνει; Η Μαρίκα έφυγε πίσω σχεδόν αμέσως γιατί δεν την σήκωσε το κλίμα και αρρώστησε. Αν και ο Ιωακείμ υποψιάζεται ότι ένας Κύπριος είναι ο λόγος της ασθένειας. Δεν θα έχει φτάσει καλά καλά. Αν ήταν όλα καλά η Σοφία θα γεννούσε κοντά στο Πάσχα. Άφησε στη θέση του σαν εργοδηγό τον γαμπρό του το μαραγκό και έφυγε με το πρώτο καράβι που βρήκε. Λογικά φτάνει τέλη Ιουνίου, άραγε τι θα βρέι;

Προκυμαία Σμύρνης

Μετά τις διατυπώσεις χαιρέτησε τον καπετάνιο, όχι δεν συνεχίζει, μένει του ξαναλέει. Τουλάχιστον ο καπετάνιος του είπε για δουλειά στο Αϊβαλή σε φίλο του επιπλοποιό.
Πήρε την άμαξα ανυπόμονος, τώρα που είναι τόσο κοντά δεν αντέχει άλλο. Να πάει στο σπίτι: Να πάει από το σπίτι της Δέσποινας; Εκεί λογικά θα είναι τέτοια ώρα γιατί σχολάνε τα παιδιά από τα σχολεία τους στην Αγ. Φωτεινή. Εκεί γύρω θα είναι όλοι τέτοια ώρα. Η άμαξα ανέβηκε την Ευρωπαϊκή οδό, έστριψε στην οδό Υαλοπωλείων για να φτάσει στο στην Αγ. Παρασκευή στης Δέσποινας.
Περνώντας από το νηπιαγωγείο τον είδε ο μικρός Γιώργος και έκανε φασαρία να πάει μαζί του. Συνεννοήθηκε με τη δασκάλα και τον πήρε. Ο μικρός είναι όλο χαρά και του λέει τα νέα του. Ευτυχώς αν τα πράγματα ήταν άσχημα..
Επιτέλους έφτασε, κατέβασε τον Γιώργο και μέχρι να κατεβάσει τα πράγματά του, άνοιξε η πόρτα και ξεχύθηκαν γυναίκες και παιδιά. Τις κοίταξε! Η Σοφία του φανερά εύθραυστη και πιο θλιμμένη, αλλά στα μάτια του το ίδιο όμορφη σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά. Και η μάνα πόσο γερασμένη. Κοίταξε την κυρία Ιωάννα και χαμογέλασε αλλά πήρε στην αγκαλιά του τη Σοφία πρώτα, καταλάβαινε η μάνα. Η Ιωάννα του είπε τα νέα της Σοφίας. Το παιδί γεννήθηκε πρόωρα νεκρό και η μητέρα κινδύνεψε με σηψαιμία.
– Τι σου είπε για μένα ρώτησε η Σοφία που δεν καταλάβαινε Τούρκικα.
– Ότι είσαι κακονοικοκυρά και δεν την προσέχεις . Την πείραξε εκείνος.
– Γιαλάν, γιαλάν.(Ψέματα, ψέματα) είπε η Ιωάννα που καταλάβαινε ελληνικά αλλά δεν τα μιλούσε.
Στο τραπέζι όταν ήρθαν η Δέσποινα και ο άνδρας της από τα μπακάλικά τους, αντάλλαξαν για τους δικούς τους. Όλοι όμως ανησυχούσαν για την δολοφονία στο Σεράγεβο. Θα ήθελε ο Ιωακείμ να ήταν μακριά από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη που έβραζε, αλλά ότι έγινε έγινε. Θυμήθηκε τον μορφωμένο πατέρα του τον Μιχάλη, που έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για την οικογένειά του. Το ίδιο έκανε και αυτός και ήταν ανοικτόμυαλος άνθρωπος, αλλά κάπου κάπου θυμόταν το «Μάλαμα να πιάνεις, στάχτη να γίνεται». Ας είναι ο χρόνος θα δείξει…..

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: