Η δωδεκάχρονη Άναμπελ κοίταξε από την κλειδαρότρυπα του δωματίου της. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Κάθε φορά που κλείδωνε, ένιωθε μια λανθασμένη αίσθηση ασφάλειας﮲ και κάθε φορά, η πραγματικότητα ερχόταν να τη διαψεύσει. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Άρχισε να χτενίζεται. Τα πλούσια μαλλιά της, είχαν το χρώμα του μελιού. Θύμιζαν πιο πολύ μαλλιά κούκλας, παρά ανθρώπου. Δεν ήταν πάντα έτσι. Παλιά ήταν θαμπά, αδύναμα κι έμοιαζαν με άχυρα. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να αποκτούν άλλη υφή. Η τρίχα σκλήρυνε. Το χρώμα τους άλλαξε κι έγινε μελί. Το σχήμα τους, από ατίθασο σπαστό, μεταμορφώθηκε σε σφιχτές, καλοσχηματισμένες μπούκλες.

Έσβησε το φως, κάθισε στο κρεβάτι και πήρε αγκαλιά την κούκλα της﮲ μια πορσελάνινη κούκλα με μαύρο, βελούδινο φόρεμα, λευκές κάλτσες με μαύρες ρίγες μέχρι το γόνατο και μαύρα λουστρίνια. Χάιδεψε τις λευκές, μακριές πλεξούδες της και βύθισε το βλέμμα της στα γυάλινα, καταγάλανα μάτια της. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε και πώς την απέκτησε. Είχε ρωτήσει πολλές φορές τους γονείς της, αλλά δεν πήρε ποτέ ξεκάθαρη απάντηση. Έτσι λοιπόν, πίστεψε, πως η κούκλα αυτή, υπήρχε πάντα μαζί της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στην ανάμνησή των γονιών της. Όλα ήταν διαφορετικά πριν﮲ και μετά… όλα άλλαξαν…

Ξάπλωσε. Οι σκιές των δέντρων που έμπαιναν από το παράθυρο, χόρευαν στους τοίχους. Αναστέναξε. Ήξερε ότι σήμερα θα έλειπαν και θα επέστρεφαν αργά. Κι ήλπιζε να την ξεχάσει. Ήλπιζε απλά να την ξεχάσει.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν ξύπνησε απότομα, έχοντας την αίσθηση πως κάποιος την κοιτούσε επίμονα. Ψηλάφισε μέσα στο σκοτάδι. Η κούκλα έλειπε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να συνηθίσει και την είδε να στέκεται ανέκφραστη απέναντί της, μπροστά από το κρεβάτι. Είδε την κούκλα της, να έχει μεταμορφωθεί και πάλι σε εκείνο το περίεργο κορίτσι με τις λευκές, μακριές πλεξούδες και τα καταγάλανα μάτια που εμφανιζόταν κάθε φορά, λίγο πριν ξεκινήσει ο εφιάλτης. Το όνομά της ήταν Λούσι. Δεν της είχε μιλήσει ποτέ, όμως το ήξερε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πώς. Η Άναμπελ έκλεισε σφιχτά τα μάτια κι ευχήθηκε να φύγει. Αν εξαφανιζόταν, ίσως να έβλεπε απλά ένα κακό όνειρο. Αρκούσε λοιπόν να ξυπνήσει. Όταν τα άνοιξε, η Λούσι στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι της. Ανακάθισε. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Κοίταξε προς την πόρτα. Η Λούσι χάθηκε. Η κούκλα, εμφανίστηκε πάνω στο μαξιλάρι της.

Ο ήχος γυαλιού που σπάει την έκανε να αναπηδήσει. Βαριά βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Εκείνη κουλουριάστηκε και τυλίχθηκε με το σεντόνι. Η ανάσα της έγινε κοφτή. Κρύος ιδρώτας την έλουσε και ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Τα χέρια της έτρεμαν. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και ο πανικός την είχε κυριεύσει.

«Βοήθησέ με!», παρακάλεσε με όλη της τη δύναμη. «Δεν θα το αντέξω ξανά. Βοήθησέ με…»

Έστρεψε το κεφάλι της στο πλάι. Η Λούσι στεκόταν και πάλι δίπλα στο κρεβάτι. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Κοιτάχτηκαν γι’ αρκετή ώρα. Το περίεργο κορίτσι, τράβηξε απότομα το σεντόνι από πάνω της.

***

Ο Νάιτζελ κλώτσησε την πόρτα κι εκείνη έκλεισε με ένα δυνατό κρότο. Οι μεντεσέδες τραντάχτηκαν. Δεν μπήκε στον κόπο να ανάψει το φως. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά ουϊσκι και πέταξε το μπουκάλι στο πάτωμα. Ο ήχος που έκανε καθώς έσπαγε, αντήχησε σε όλο το σπίτι. Το ποτό ξεχείλισε από το στόμα του και πασάλειψε τα γένια, τη φανέλα και το ξεκούμπωτο πουκάμισό του. Σκουπίστηκε με την ανάστροφη του χεριού του κι άρχισε να ανεβαίνει την παλιά ξύλινη σκάλα που έτριζε κάτω από το βάρος του. Τα στρόγγυλα, μαύρα μάτια του, που έμοιαζαν με αρουραίου λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Έφτασε στον πρώτο όροφο. Το παχύ χαλί έπνιξε τα βήματά του καθώς κατευθυνόταν προς το δωμάτιο της Άναμπελ. Έβαλε το χέρι στο πόμολο της πόρτας. Ήταν ξεκλείδωτη. Την άνοιξε με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Άναμπελ γλυκιά μου…», έκανε με προσποιητή ευγένεια στη φωνή του. «Τι βλέπω; Έβαλες μυαλό επιτέλους; Κατάλαβες πως μια κλειδωμένη πόρτα δεν μπορεί να με σταματήσει;»

Σιωπή.

«Πού είσαι ανόητο κορίτσι;», ρώτησε πιο άγρια καθώς δεν έπαιρνε απάντηση.

Άναψε το φως. Ένας μπόγος ήταν τυλιγμένος με το σεντόνι πάνω στο κρεβάτι. Το πρόσωπό του έλαμψε. Χαλάρωσε τη ζώνη από το παντελόνι και προχώρησε προς τα εκεί. Έγλειψε τα χείλη του.

«Άναμπελ…», ψιθύρισε

Τράβηξε απότομα το σεντόνι. Το κορίτσι δεν ήταν εκεί. Το μόνο που υπήρχε, ήταν αυτή η ηλίθια κούκλα της. Το πρόσωπό του συσπάστηκε με θυμό. Την άρπαξε με μανία και την πέταξε στην άλλη πλευρά του δωματίου. Έδεσε βιαστικά τη ζώνη του. Ξεφύσησε. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να εντοπίσει πιθανές κρυψώνες. Το βλέμμα του έπεσε στη  ντουλάπα. Ήταν μισάνοιχτη. Έφτασε με δυο δρακελιές και την άνοιξε διάπλατα. Τα ρούχα που κρέμονταν κουνήθηκαν. Βλαστήμησε. Έτρεξε προς την άλλη μεριά του δωματίου. Σταμάτησε απότομα και χαμογέλασε στραβά. Η κούκλα δεν ήταν στο πάτωμα.

«Ώστε έχεις όρεξη για παιχνιδάκια μικρή Άναμπελ;», έκανε και γονάτισε. «Κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι; Και πήρες και την κούκλα σου; Ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν τα παιχνιδάκια!», βροντοφώναξε κι έσκυψε.

Κάτι τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο. Ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο και σωριάστηκε μπρούμυτα. Έπιασε τη μύτη του μυξοκλαίγοντας. Αιμορραγούσε.

«Πανάθεμά σε παλιοκόριτσο!», φώναξε.

Το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν δυο παιδικά πόδια να μπουσουλούν έξω από το δωμάτιο· δυο παιδικά πόδια που απομακρύνονταν ασυνήθιστα γρήγορα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του.

«Τώρα θα δεις!», φώναξε και προσπάθησε να σηκωθεί.

Το αίμα λέκιασε τη φανέλα και το πουκάμισό του.

«Ίδια είσαι, ίδια η μάνα σου! Έπρεπε να το καταλάβω! Αχάριστες! Αχάριστες και άχρηστες! Θα σου δείξω εγώ!»

Έτρεξε προς τον διάδρομο παραπατώντας. Στήριξε τα χέρια στα γόνατά του και πήρε βαθιές ανάσες. Πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο και το φως άναψε. Κοίταξε δεξιά – αριστερά. Ένα παιδικό γέλιο έσπασε τη σιωπή. Στένεψε το βλέμμα. Έφτυσε στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Κράτησε την αναπνοή του και αφουγκράστηκε. Το γέλιο ακούστηκε ξανά. Άνοιξε αργά – αργά την πόρτα. Ένας μπόγος βρισκόταν κουλουριασμένος με το σεντόνι πάνω στο κρεβάτι. Ανασήκωσε το φρύδι και πλησίασε. Τον ξεσκέπασε απότομα. Δεν υπήρχε κανείς.

«Ηλίθιο κορίτσι!», βρυχήθηκε και γύρισε να φύγει. «Θα…»

Ένας θόρυβος ακούστηκε. Πάγωσε στη θέση του. Στράφηκε και πάλι προς το κρεβάτι και είδε ξανά τον μπόγο. Συνοφρυώθηκε. Άπλωσε το χέρι διστακτικά και τράβηξε το σεντόνι. Τα μάτια του γούρλωσαν. Το στόμα του άνοιξε σε μια ένδειξη βουβού ουρλιαχτού. Άρχισε να οπισθοχωρεί, σκόνταψε κι έπεσε στο πάτωμα. Σύρθηκε προς τα πίσω μέχρι που χτύπησε με δύναμη την πλάτη του στον τοίχο. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κρεβάτι. Ξαφνικά, δυο παιδικά πόδια κρεμάστηκαν. Φορούσαν λευκές κάλτσες με μαύρες ρίγες μέχρι το γόνατο και μαύρα λουστρίνια. Το κορίτσι στο οποίο ανήκαν, ανακάθισε. Πήδηξε στο πάτωμα. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε. Άρχισε να προχωράει προς το μέρος του. Οι κινήσεις της ήταν περίεργες﮲ ρομποτικές. Ο Νάιτζελ είχε παραλύσει. Κοιτούσε έντρομος το παράξενο κορίτσι με τις κατάλευκες, μακριές πλεξούδες και τα καταγάλανα μάτια που έμοιαζαν γυάλινα κι έλαμπαν στο σκοτάδι να τον πλησιάζει. Στο χέρι της, κρατούσε μια κούκλα με ξανθές μπούκλες στο χρώμα του μελιού. Κάτι του θύμιζαν. Κάπου είχε ξαναδεί το κορίτσι και την κούκλα, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει πού. Όλα στο μυαλό του έμοιαζαν συγκεχυμένα και θολά﮲ ακόμα και το ποιος ήταν﮲ ακόμα και το τι έκανε μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Μια αστραπή φώτισε το σκοτάδι. Στο φως της, και για ένα μόνο δευτερόλεπτο, το πρόσωπο του κοριτσιού μεταμορφώθηκε σε αυτό της Άναμπελ. Μια βροντή έσπασε τη σιωπή.

«Π… ποια… ποια είσαι;», τραύλισε, καθώς συνέχιζε να τον πλησιάζει.

Εκείνη σταμάτησε μπροστά του κι έσκυψε προς το μέρος του. Το βλέμμα της βυθίστηκε μέσα στο δικό του. Για μια στιγμή, για μια φευγαλέα στιγμή, θα ορκιζόταν πως τα μάτια της πέταξαν σπίθες. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και μπουσούλησε μακριά της. Σύρθηκε μέχρι το διάδρομο. Τα φώτα ήταν σβηστά. Ανασηκώθηκε σκουντουφλώντας και πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο. Σκοτάδι. Κοίταξε πίσω του. Δεν τον ακολουθούσε κανείς. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό του. Ξανακοίταξε προς την κρεβατοκάμαρα. Αναστέναξε ανακουφισμένος.

«Πρέπει να κόψω το ποτό…», μονολόγησε. «Θα τα πούμε αργότερα μικρή Άναμπελ!», φώναξε κι άρχισε να κατεβαίνει από τη σκάλα.

Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε απότομα. Ένα χαμηλό φως υπήρχε διάχυτο χώρο και μια απαλή μουσική έφτανε στα αυτιά του. Έτριψε τα μάτια του και στηρίχθηκε στο κάγκελο.

«Πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσω να πίνω…», μουρμούρισε και συνέχισε να κατεβαίνει.

Κοίταξε γύρω του αποσβολωμένος. Τα έπιπλα είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους, υπήρχε ένας πάγκος μπαρ. Πίσω του υπήρχαν ράφια γεμάτα μπουκάλια που φωτίζονταν αλλόκοτα μέσα στο σκοτάδι. Ένας άντρας στεκόταν μπροστά τους και του χαμογελούσε. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Φορούσε μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο, και μαύρο παπιγιόν και παντελόνι.

Ο Νάιτζελ κατέβηκε τρέχοντας τα υπόλοιπα σκαλοπάτια.

«Ποιος είσαι εσύ;!», ούρλιαξε χτυπώντας τα χέρια πάνω στον πάγκο.

Η φωνή του έτρεμε. Οι φλέβες κόντευαν να πεταχτούν έξω από τον λαιμό του. Τα μηνίγγια του πάλλονταν.

«Τι έκανες στο σπίτι μου;!»

Εκείνος συνέχιζε να παραμένει ατάραχος.

«Ηρεμήστε κύριε Μπλάκβιου…», έκανε μειλίχια. «Είμαι ο Ντέιβιντ και βρίσκομαι εδώ για να σας προσφέρω ένα δώρο. Βρίσκομαι εδώ, για να σας προσφέρω ότι τραβάει η ψυχή σας…»

Ένα λεπτό στρώμα ομίχλης απλώθηκε στο χώρο. Ο Νάιτζελ έκανε μια άτσαλη στροφή γύρω από τον εαυτό του.

«Τι συμβαίνει;», στράφηκε πάλι έξαλλος προς τον Ντέιβιντ.

Εκείνος συνέχιζε να χαμογελάει.

«Να σας προσφέρω ένα ουϊσκάκι;», ρώτησε.

Άρπαξε ένα μπουκάλι και το πέταξε στον αέρα. Με απίστευτα γρήγορες κινήσεις, έσπρωξε ένα μπολ με ξηρούς καρπούς προς το μέρος του. Το μπουκάλι προσγειώθηκε στο χέρι του. Εκείνος πήρε ένα ποτήρι, το γέμισε και το άφησε με δύναμη μπροστά του. Σταγόνες πετάχτηκαν παντού. Ο Νάιτζελ έτριψε ενοχλημένος τα μάτια του. Σκούντησε το ποτήρι κι εκείνο έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα. Σκαρφάλωσε πάνω στον πάγκο και τον έπιασε από τον γιακά.

«Ποιος σε έβαλε;», ούρλιαξε. «Λέγε ποιος σε έβαλε; Η Ναόμι; Κατάφερε να γλιτώσει και θέλησε να σπάσει πλάκα μαζί μου; Πες της ότι…»

«Ηρεμήστε κύριε Μπλάκβιου…», έκανε ατάραχος εκείνος.

Τραβήχτηκε ήρεμα προς τα πίσω και «ξέφυγε» από τη λαβή του Νάιτζελ. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα δάχτυλά του στον αέρα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Γλίστρησε από τον πάγκο και στάθηκε όρθιος.

«Έτσι μπράβο…», έκανε ο Ντέιβιντ. «Φαίνεται… πως δεν σας άρεσε το ουίσκι… σας έπεσε βαρύ… Τι θα λέγατε για μια ξανθιά;»

«Μια τι…;», σάστισε ο Νάιτζελ.

«Μια ξανθιά», ανασήκωσε τους ώμους ο Ντέιβιντ κι έσπρωξε μια μπύρα προς το μέρος του.

Ο Νάιτζελ αναστέναξε με ανακούφιση. Την άρπαξε και ήπιε λαίμαργα. Η τελευταία γουλιά χύθηκε από το στόμα και τα ρουθούνια του. Άρχισε να βήχει. Το μπουκάλι έπεσε από τα χέρια του. Έσπασε. Έπιασε το λαιμό του προσπαθώντας να πάρει ανάσα και γονάτισε. Κάτι του έφραζε την αναπνοή. Ο Ντέιβιντ είχε σταυρώσει τα χέρια μπροστά στο στήθος του και τον κοιτούσε ατάραχος. Εκείνος του έριξε μια ικετευτική ματιά, καθώς πάλευε να πάρει ανάσα. Και τότε, τη στιγμή που ο αέρας είχε αδειάσει από τα πνευμόνια του, άρχισε να ξερνάει άχυρα﮲ άχυρα που άρχισαν να μετατρέπονται σιγά – σιγά σε ξανθές, καλοσχηματισμένες μπούκλες στο χρώμα του μελιού. Όταν σταμάτησε, γούρλωσε τα μάτια του και σύρθηκε προς τα πίσω. Η πλάτη του χτύπησε πάνω σε κάτι σκληρό. Ο πόνος τον έκανε να δακρύσει. Τότε ο Ντέιβιντ έκανε ένα σάλτο πάνω από τον πάγκο και προσγειώθηκε μπροστά του. Έσκυψε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Μάλλον σας έπεσε βαριά η συγκεκριμένη ξανθιά…», έκανε. «Τι θα λέγατε να σας δώσω μια άλλη τότε;»

Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε μια μικροσκοπική κούκλα. Την πίεσε πάνω στο στήθος του Νάιτζελ. Εκείνος έσκυψε και την κοίταξε. Ήταν μια μινιατούρα της κούκλας της Άναμπελ﮲ εκείνης με τις λευκές, μακριές πλεξούδες και τα καταγάλανα μάτια. Και τότε, τη στιγμή που συνειδητοποίησε τι του θύμιζε το κορίτσι που είχε δει νωρίτερα, αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο στο μέρος της καρδιάς﮲ έναν αφόρητο πόνο λες και κάποιος την έσφιγγε με δύναμη. Ένιωσε το αίμα να πλημμυρίζει το στόμα του. Η μεταλλική του γεύση απλώθηκε στη γλώσσα και η μυρωδιά του γέμισε τα ρουθούνια του. Προσπάθησε να το φτύσει. Προσπάθησε να το βγάλει από μέσα του για να ξαλαφρώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Το αίμα συγκεντρωνόταν εκεί και τον έπνιγε. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να τελειώσει﮲ να τελειώσει με κάθε κόστος﮲ ακόμα κι αν αυτό το κόστος… θα ήταν η ίδια του η ψυχή﮲ και το ευχήθηκε. Το ευχήθηκε με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει. Ευχήθηκε να γλιτώσει κι εκείνος θα έδινε ακόμα και την ψυχή του. Μόνο να γλιτώσει…

Το αίμα ξεχείλισε από το στόμα του. Ένας κόκκινος λεκές απλώθηκε στο λευκό πάτωμα. Ένιωσε αμέσως καλύτερα. Σωριάστηκε ξέπνοος και ξάπλωσε ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια. Πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να ηρεμήσει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Δεν πονούσε πλέον.

«Η ευχή σας πραγματοποιήθηκε κύριε Μπλάκβιου», άκουσε μια ψυχρή φωνή.

Έμεινε ακίνητος για λίγο. Δεν γνώριζε τον άντρα που είχε μόλις μιλήσει. Γύρισε στο πλάι κι έκανε να σηκωθεί.

«Παρακαλώ», είπε εκείνος. «Μην σηκώνεστε».

Έμεινε σκυμμένος στο πάτωμα. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Δυο καλογυαλισμένα, μαύρα παπούτσια σταμάτησαν μπροστά στο πρόσωπό του. Ο Νάιτζελ σήκωσε αργά το κεφάλι του και είδε τον άντρα να τον κοιτάζει από ψηλά. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, το δέρμα και τα μαλλιά του ήταν λευκά και τα μάτια του καταγάλανα. Ακριβώς όπως…

«Δεν έχουμε συστηθεί», διέκοψε τις σκέψεις του εκείνος.

Ο Νάιτζελ γονάτισε και ανασηκώθηκε. Στάθηκε απέναντί του. Κάτι στο παρουσιαστικό του τον φόβιζε πολύ. Γύρω τους υπήρχε σκοτάδι.

«Damon HellWay», έκανε ο άντρας και του έδωσε το χέρι.

Ο Νάιτζελ το κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να ανταποκριθεί. Ο Damon ανασήκωσε το φρύδι. Τότε το χέρι του Νάιτζελ σηκώθηκε απότομα κι έσφιξε το δικό του. Εκείνος αναπήδησε. Ένιωσε αφόρητο κρύο να διαπερνάει το σώμα του﮲ αφόρητο κρύο που έκανε κάθε σπιθαμή του κορμιού του να μουδιάσει. Ο Damon χαμογέλασε. Άφησε το χέρι του να πέσει.

«Μου ζητήσατε κάτι. Κι εγώ το πραγματοποίησα. Ήρθε η ώρα να εισπράξω το αντάλλαγμά μου, δεν νομίζετε;»

«Τι… τι εννοείς; Τι συμβαίνει;»

«Ευχηθήκατε να τελειώσει ο εφιάλτης σας ακόμα κι αν αυτό θα σήμαινε πως θα δίνατε την ψυχή σας», ανασήκωσε τους ώμους. «Έγινε αυτό που ζητήσατε. Ήρθα να πάρω την αμοιβή μου».

«Τι; Πώς; Τι παιχνίδι είναι αυτό;», ξέσπασε ο Νάιτζελ. «Αν βρω τη Ναόμι θα…»

Τότε ο Damon άρχισε να γελάει. Άρχισε να γελάει δυνατά και το γέλιο του, ένα παγερό γέλιο χωρίς ίχνος συναισθήματος, αντήχησε στον άδειο χώρο, «χτύπησε» πάνω στους τοίχους κι επέστρεψε πολλαπλάσιο στα αυτιά του﮲ κι έτσι απότομα όπως ξεκίνησε, έτσι απότομα σταμάτησε, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

«Νομίζετε πως η Ναόμι, η γυναίκα σας είναι υπεύθυνη για το μαρτύριό σας; Κάνετε λάθος. Αν και στην πραγματικότητα, αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει. Εκείνη όμως αν και τα ήξερε όλα, αν και καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε, έκλεινε συνεχώς τα μάτια της μπροστά στην αλήθεια. Προτιμούσε να ζει σε ένα ψέμα﮲ ένα ψέμα που δεν ήταν καν καλοδουλεμένο. Είχε μάθει στη ζωή της να βασίζεται μόνο στους άλλους. Κι όταν έχασε τον άντρα της, έχασε το στήριγμά της. Ο θάνατός του τη συνέτριψε. Έψαχνε απελπισμένα από κάπου να πιαστεί και βρήκε… εσάς!», κάγχασε. «Και ήταν αποφασισμένη να κάνει οτιδήποτε για να σας κρατήσει κοντά της… Ποιος να της το έλεγε πως αυτό, θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος της; ένα λάθος, που θα κόστιζε την αθωότητα του παιδιού της κι εν τέλει την ίδια της τη ζωή… Να σας πληροφορήσω πως αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η αστυνομία μόλις ανακάλυψε το πτώμα της, στο χαντάκι που το ρίξατε».

«Εγώ…», πήγε να πει ο Νάιτζελ, αλλά ο Damon σήκωσε το χέρι και τον σταμάτησε.

«Δεν μου αρέσει να με διακόπτουν», έκανε ψυχρά. «Όπως έλεγα λοιπόν, το όνομα που ευθύνεται γι αυτό που περνάτε, δεν είναι το ‘Ναόμι’, αλλά το… ‘Άναμπελ’».

Ο Νάιτζελ γούρλωσε τα μάτια κι έσφιξε τις γροθιές του.

Ο Damon άπλωσε το χέρι του στο πλάι. Ένα κορίτσι βγήκε από το σκοτάδι, προχώρησε προς το μέρος του και το έπιασε﮲ ένα κορίτσι με λευκές, μακριές πλεξούδες και καταγάλανα μάτια. Στο χέρι της κρατούσε μια κούκλα με ξανθές μπούκλες. Την έφερε μπροστά στο στήθος της και την έστρεψε προς τον Νάιτζελ.

«Σας θυμίζει κάτι αυτή η κούκλα κύριε Μπλάκβιου;», ρώτησε με νόημα ο Damon.

«Δεν… δεν είναι δυνατόν…», σάστισε εκείνος.

Η κούκλα ήταν ίδια η Άναμπελ.

«Πώς…», ψέλλισε.

«Έτσι απλά», ανασήκωσε τους ώμους ο Damon. «Νομίζεις πως θα έμεναν για καιρό ατιμώρητες οι πράξεις σου Νάιτζελ;», τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. «Νομίζεις πως το να ασελγείς πάνω σε ένα ανήλικο κορίτσι δεν θα είχε επιπτώσεις; Επειδή η μάνα της τα καταλάβαινε όλα κι έκανε τα στραβά μάτια για να μη σε χάσει, αυτό δεν σημαίνει πως θα κάναμε το ίδιο κι εμείς! Εσύ ο ίδιος καταδίκασες τον εαυτό σου. Και για να γλιτώσεις από αυτή τη φυλακή, έπρεπε να δώσεις σαν αντάλλαγμα την ψυχή σου. Όχι ότι είχε μείνει και πολλή βέβαια μέσα σου!», ρουθούνισε. «Σε λίγο η αστυνομία θα έρθει να σε συλλάβει για τον φόνο της Ναόμι Μπρουκς. Εκείνο όμως που θα βρουν εδώ, δεν θα είναι παρά ένα άδειο κουφάρι. Η ψυχή σου, θα είναι καταδικασμένη να προσπαθεί συνεχώς να ξυπνήσει από τον εφιάλτη που εσύ ο ίδιος δημιούργησες!»

Τα φώτα άναψαν. Το σώμα του Νάιτζελ σωριάστηκε στο πάτωμα του σαλονιού. Οι σειρήνες «τσίριζαν» από μακριά. Εκείνος όμως δεν τις άκουγε. Βρισκόταν ακόμα στο σκοτεινό δωμάτιο περιτριγυρισμένος από κούκλες﮲ δεκάδες κούκλες με ξανθές μπούκλες και λευκές, μακριές πλεξούδες, που τον πλησίαζαν απειλητικά. Ο κλοιός γύρω του στένευε. Ούρλιαζε, αλλά δεν υπήρχε κανείς για να ακούσει την κραυγή του.

***

Ένας άντρας στεκόταν στο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι και παρακολουθούσε τα περιπολικά που είχαν μαζευτεί. Στα χέρια του κρατούσε μερικές χειρόγραφες σελίδες υπογεγραμμένες με το όνομα Τζέρεμι Σίγκουλ. O Damon τον πλησίασε.

«Τη βοήθησες», σχολίασε ο Τζέρεμι.

«Όχι χωρίς αντάλλαγμα», έκανε ο Damon.

«Δεν πήρες όμως τη δική της ψυχή…»

«Πήρα την ψυχή που της άξιζε να την πάρω».

«Τι θα απογίνει τώρα το κορίτσι;», ρώτησε ο Τζέρεμι τη στιγμή που η Άναμπελ καθόταν σε ένα παγκάκι τυλιγμένη με μια κουβέρτα.

Τα φώτα των σειρήνων αναβόσβηναν γύρω της.

«Θα την αναλάβει η αδερφή του πατέρα της. Η μητέρα της δεν είχε άλλους ζωντανούς συγγενείς», του απάντησε κοφτά.

«Θα είναι καλά;»

Ο Damon παρατήρησε το κορίτσι τη στιγμή που μια αστυνομικός τη βοηθούσε να σηκωθεί και την οδηγούσε στο περιπολικό.

«Θα είναι», είπε με σιγουριά. «Κι αν δεν είναι… θα έχει τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνει», πρόσθεσε τη στιγμή που η κουβέρτα γλιστρούσε από τους ώμους της.

Στην αγκαλιά της, έσφιγγε μια κούκλα με λευκές, μακριές πλεξούδες και καταγάλανα μάτια.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: