,

Ο αναίτιος χαμός του σκύλου

«… Οι ιστορίες είναι για να λέγονται, όσο ακόμη μπορούμε να θυμηθούμε εκείνες τις μικρολεπτομέρειες, που τις κάνουν ξεχωριστές, μέσα στον συρφετό των γεγονότων που μας κατακλύζουν» είχα ακούσει κάποτε. Επέλεξα να ξεχάσω την ιστορία, όχι, όμως τις λεπτομέρειες. Δεν κατάφερα να διαγράψω κάποια μικρά λόγια, κάποιες στιγμές, κάποιες εικόνες που παρέμειναν, στην μνήμη μου, αναλλοίωτες, σαν φωτογραφίες που δεν ξεθώριασαν ποτέ.

«Σκύλο» τον φώναζαν τον Βάιο, σε κάθε στάδιο της ζωής του, ακόμη και στο τέλος. Σκύλος ήταν, για τον καθένα και περισσότερο για τον εαυτό του. Σκληρό παιδί. Συχνά γάβγιζε. Ενίοτε δάγκωνε. Έδειχνε τα δόντια του και την αγριεμένη του όψη. Μόνο που, για εκείνη που αγάπησε, ήταν ένα κουτάβι που ήθελε χάδια και αγκαλιές. Ξάπλωνε πάνω στα πόδια της και της τριβόταν. Ο σκύλος. Αυτός ο απίστευτος άνθρωπος.

Πατέρα δεν γνώρισε. Ένας ξεπεσμένος ναυτικός ήταν, μπεκρής και αληταράς, Χιλιανός, που πέρασε ένα τέρμινο και κάτι απ’ το λιμάνι. Ξεμπάρκαρε, έκανε ένα παιδί και ξαναμπάρκαρε, σβήνοντας τα ίχνη του στην ανταριασμένη θάλασσα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ η μάνα του. Όχι, δεν έφταιγε που της έλειπε εκείνος ο μαυριδερός τύπος με την ουλή στο μάτι. Ούτε και τον είχε μέσα στην καρδιά της. Τσάκισε η ψύχή της όταν την παράτησε με το μωρό στην αγκαλιά. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν έκανε, ούτε μια κάρτα δεν της έστειλε. Ούτε κι έμαθε ποτέ νέα απ’ το παιδί του.

Ήτανε δύσκολα τα χρόνια του Βάιου, σ’ εκείνο το παλιό παράπηγμα. Έτρεχε η μάνα του, όλη μέρα, από σπίτι σε σπίτι, πλύστρα και νοικοκυρά, οικιακή βοηθός όλα σ’ ένα, για να βγάλει το μεροκάματο. Δεν το είχε με το διάβασμα ο μικρός. Πετούσε η φαντασία του κι ο νους του χανόταν σε ταξίδια, σε μέρη μακρινά, σε θάλασσες και εικόνες. Με τα χρόνια άρχισε να αγανακτά. Στα δεκατρία έπιασε δουλειά και γράφτηκε στο νυχτερινό. Όσο κι αν δεν το ‘θελε η μάνα του.

Πρώτος στη δουλειά και στους καυγάδες. Νευρικός και ευερέθιστος. Δεν άφηνε κουβέντα να πέσει κάτω. Δεν άντεχε ούτε μύγα στο σπαθί του. Με τα χρόνια μαλάκωσε, μα η ρετσινιά του ‘χε μείνει. «Σκύλο» τον φώναξε κάποιος, αφηγούμενος έναν καυγά, που ο Βάιος τον είχε δαγκώσει άσχημα. Του έμεινε το παρατσούκλι. Δεν ήθελε παρτίδες μαζί του ο κόσμος, ούτε κι εκείνος γούσταρε να συναναστρέφεται μαζί τους. Μέχρι να βγάλει το σχολείο είχε κάνει ένα μικρό κομπόδεμα. Ύστερα έφυγε φαντάρος, χάθηκε για λίγο και ξεχάστηκε κι εκείνος και το παρατσούκλι του.

Την Ελπίδα την γνώρισε στα είκοσι ένα του. Τότε, εκείνη, ήταν δεκαεφτά. Κάποιο σούρουπο, μετά τη δουλειά, είχε καθίσει σ’ ένα πεζούλι, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του πάνω στην μεταχειρισμένη μηχανή που είχε αγοράσει. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνες τις τρείς κοπέλες που ψιθύριζαν και χασκογελούσαν, σ’ ένα παγκάκι. Η ντροπαλή Αλεξάνδρα, η πανέμορφη Χριστίνα και η καπάτσα Ελπίδα.

Κλεφτές ματιές τους έριχνε, κάνοντας ότι καπνίζει κι ότι παρατηρεί την μηχανή του. Έστειλαν την Χριστίνα να του ζητήσει τσιγάρο κι εκείνος, που ποτέ δεν είχε τρόπους, δεν χρειάστηκε να της μιλήσει για να την διώξει. Ίσα που την κοίταξε στα μάτια, για να την κάνει να χαμηλώσει το βλέμμα της και να επιστρέψει στην παρέα της. «Εγώ θα πάω» μουρμούρισε η Ελπίδα, τινάζοντας τα μαλλιά της, καθώς σηκονόταν από το παγκάκι, χαμογελώντας στην απογοητευμένη Χριστίνα. Έτσι κι έγινε.

Δύσκολος άνθρωπος ήταν ο Βάγιος, ήθελε γκέμι, πολλή μαεστρία για να του το περάσεις κι άλλη τόση για να καταφέρεις να το κρατήσεις. «Ένα τσιγάρο έχεις;» ρώτησε η Ελπίδα με τον κοφτό και επιτακτικό της τόνο κι εκείνος γύρισε προς το μέρος της, μισογελώντας. «Για ποιο κοριτσάκι από τα τρία;»

«Για εμένα».

«Και γιατί δεν ήρθες να  μου το ζητήσεις εσύ;»

«Έτσι».

«Δεν είναι απάντηση αυτό».

«Κουβέντα θ’ ανοίξουμε ρε ψηλέ; Τσιγάρο έχεις;»

«Έχω».

«Θα δώσεις;» ρώτησε η Ελπίδα σταυρώνοντας τα χέρια του κι εκείνος καμουφλάρισε καλά το χαμόγελό του, πριν βάλει το χέρι στην τσέπη κι ανασύρει ένα στραπατσαρισμένο πακέτο κι αναπτήρα. Της τα έβαλε στο χέρι. «Κάν’ την» της είπε κοφτά, γυρίζοντας προς τη μηχανή του.

«Δικιά σου;» ρώτησε η Ελπίδα, ανάβοντας τσιγάρο. Περίμενε απάντηση, μα ο Βάιος δεν είχε διάθεση για κουβέντες με την πιτσιρίκα. Έγνεψε απλώς καταφατικά.

«Πάει καλά;» συνέχισε, για να τον δει να την στραβοκοιτάζει.

«Θες να δεις;»

«Θέλω, ναι».

Έτριψε το αξύριστο μάγουλό του, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να διώξει την πιτσιρίκα, μα κάτι δεν του καθόταν καλά σ’ εκείνη την στιγμή. Ίσως να του έφταιγε το θρόισμα των φύλλων, ίσως να του άρεσε ο ζεστός αέρας του Σεπτέμβρη, ίσως να ήταν απλά μια μαγική στιγμή που κι ο ίδιος ήθελε να ζήσει. Κανείς δεν έμαθε τι τον οδήγησε να σηκωθεί όρθιος, να της δώσει το χέρι και να της πει «πάμε». Αυτό που μάθαμε, όλοι, κάποια στιγμή, λίγες μέρες πριν τον χαμό του, ήταν ότι εκείνη την στιγμή δεν θα την άλλαζε για τίποτα στον κόσμο.

Κατέληξαν σε κάποιο λόφο, έξω απ’ την πόλη. Αγνάντευαν. Εκείνη καθόταν ακόμη πάνω στην μηχανή κι εκείνος στεκόταν δίπλα της, αγέρωχος όπως πάντοτε, κρατώντας στις παλάμες του το χέρι της, γιατί του το είχε ζητήσει. Εκεί, πάνω στον λόφο, λίγα μέτρα δίπλα απ’ τον στενό δρόμο, έδωσαν το πρώτο κι ένα από τα τελευταία τους φιλιά. Εκεί γεννήθηκε κάτι υπέροχο, κάτι που ήταν καταδικασμένο να πεθάνει, γιατί κανένας από τους δύο δεν είχε αρκετή ψυχή για να το κρατήσει ζωντανό.

Χίλια χρόνια τους φάνηκε ότι είχε κρατήσει το φιλί κι όταν τελείωσε, το μόνο που μπορούσαν να δουν, ήταν τα φώτα της πόλης στην απόσταση, που έμοιαζαν με μυριάδες άστρα διαφορετικών αποχρώσεων. «Πήγε δέκα. Θα με σκοτώσουν» αναφώνησε η Ελπίδα, κοιτάζοντας το φτηνό ρολόι που ήταν σφιχτά δεμένο στον καρπό της.

«Φοβάσαι, αλάνι μου;» την ρώτησε εκείνος, γελώντας.

«Τίποτα».

«Τίποτα;»

«Τίποτα απολύτως».

«Να σε πάω σπίτι;»

«Όχι».

«Πού να σε πάω;»

«Να μη με πας πουθενά. Εδώ θέλω να μείνω».

«Δουλεύω το πρωί…»

«Έχω σχολείο το πρωί…»

Δεν άντεχε την βαβούρα του προαυλίου η Ελπίδα. Ήταν άυπνη και φαινόταν στα μάτια της και στο περπάτημά της. Χαιρέτισε τα κορίτσια από απόσταση, καθώς πήγαινε προς το μέρος τους.

«Λέγε!» είπαν και οι δύο, όταν έφτασε μπροστά τους.

«Τι να πω;» μουρμούρισε με αδιάφορο τόνο, μα το χαμόγελό της, μαρτυρούσε πολλά.

«Πού κοιμήθηκες;» ρώτησε η Αλεξάνδρα.

«Δεν κοιμήθηκα».

«Στους δικούς σου τι είπες;» πετάχτηκε η Χριστίνα.

«Ότι κοιμήθηκα στης Αλεξάνδρας».

«Πώς ήταν;» συνέχισε η Αλεξάνδρα.

«Απίστευτος είναι».

«Τι κάνατε;» άρχισε η μία

«Θα τον ξαναδείς;» ρώτησε η άλλη.

«Είστε μαζί;»

«Θα κάνετε σεξ;»

***

Μικρές ήταν οι μέρες τους κι ακόμη μικρότερες οι νύχτες τους. Έπρεπε να προσαρμοστεί στο πρόγραμμά της κι εκείνη στο δικό του. Μάθαιναν, με τον καιρό, ο ένας τον άλλο. Η Ελπίδα έπαιζε πιάνο. Ο Βάιος μαστόρευε τη μηχανή του και τις μηχανές των γνωστών του. Εκείνος δεν είχε φίλους κι εκείνη μόνο δύο κολλητές. Απομακρύνθηκαν περισσότερο από τον κόσμο για να περνάνε περισσότερο χρόνο μαζί.

Φύγανε τα χρόνια και τα άφησαν πίσω τους, χωρίς ποτέ να τα κοιτάξουν, όπως έκαναν πάντα στις ζωές τους. Μεγάλωσαν. Εκείνος πια είκοσι έξι, εκείνη είκοσι τρία. Μια πενταετία στο μαζί και συνέχιζαν. Ο Βάιος έμενε με την μάνα του, δούλευε διπλά μεροκάματα, προσπαθούσε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Η Ελπίδα στο πατρικό της. Προσπαθούσε κι εκείνη να τον βοηθήσει, όταν ήταν στις καλές της. Ζούσε πέρα απ’ τον εφηβικό της έρωτα, που πίστευε ότι πια δεν την κάλυπτε. Δεν μπορούσε όμως να τον αφήσει. Ο Βάιος ήταν πάντοτε εκεί. Κάθε στιγμή που τον είχε ανάγκη, κάθε δευτερόλεπτο που ήθελε μια αγκαλιά, κάθε που βράδιαζε και της αρκούσε να τον βλέπει κουρνιασμένο στην ποδιά της, να της φιλάει τα πόδια και να χαμογελάει.

Αλλάξανε οι εποχές, έγιναν περισσότερο σκοτεινές, γιατί έτσι ήθελαν να τις αντιλαμβάνονται. Εκείνος πάλευε με τον καρκίνο της μάνας του κι εκείνη με το μυαλό της και τα όσα ήθελε. Συνέχισε να κάνει παρέα με τα κορίτσια. Περισσότερο με την Αλεξάνδρα που ήταν φτερό στον άνεμο και λιγότερο με την Χριστίνα που είχε βολευτεί σε κάποια σχέση σοβαρή. Το συζητούσε συχνά – πυκνά με τον Βάιο. «Θέλει να κάνει παιδιά με τον πιτσιρικά» του είχε πει κάποιο βράδυ κι εκείνος, την κοίταξε με παράπονο.

«Κι εγώ θέλω να κάνω παιδιά μαζί σου».

«Κι εγώ, αλλά, εσύ δεν είσαι πιτσιρικάς».

«Γιατί τόση απέχθεια;»

«Γιατί μας ξέχασε. Εξαφανίστηκε. Από το σπίτι στη δουλειά κι απ’ τη δουλειά στο σπίτι» μουρμούρισε η Ελπίδα.

«Είναι ερωτευμένα, μωρέ…»

«Θα σου έλεγα τι είναι. Τη μισή μέρα πηδιούνται και την υπόλοιπη σκοτώνονται σαν τα σκυλιά. Έτσι είναι ο έρωτας;»

«Και πώς είναι ο έρωτας, αλάνι μου;»

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Ελπίδα, σηκώνοντας το φρύδι της.

«Είσαι απόμακρη το τελευταίο διάστημα…»

Η ίδια συζήτηση γινόταν ξανά και ξανά, μια συζήτηση που κατέληγε στον ίδιο μονόλογο του Βάιου. Πήγαινε καιρός που έβλεπε ότι η σχέση δεν πήγαινε πουθενά, ότι η Ελπίδα είχε όλο και λιγότερο χρόνο για εκείνον, ότι εξαφανιζόταν άνευ λόγου και αιτίας κι ότι εμφανιζόταν ξανά, μόνο όταν η ίδια ήθελε.

Στην αρχή της είχε δώσει χρόνο και χώρο. Ύστερα κάθισε να συζητήσει. Δεν τους έβγαλε πουθενά. Ούτε μάλωσαν, ούτε φώναξαν, ούτε κοιμήθηκαν μαζί, ούτε έβγαλαν κάποιο συμπέρασμα. Συνέχισαν να είναι όπως ήταν, συνέχισαν να ζουν σε κάτι που, μέρα με τη μέρα, έφθινε.

Μόνο εκείνο το βράδυ θα μπορούσαν να στραβώσουν τα πράγματα. Μόνο εκείνη την στιγμή που ο Βάιος σηκώθηκε όρθιος, άναψε τσιγάρο, την κοίταξε στα μάτια και της είπε ότι δεν είχε πια χρόνο για μαλακίες. Η στιγμή ήρθε και πέρασε και την επόμενη, η Ελπίδα είχε βάλει τα παπούτσια της κι είχε φύγει, δίχως να πει αντίο.

«Δε μας χέζεις ρε Ελπιδάκι;» μουρμούρισε ο Βάιος, κοιτάζοντας τα αμέτρητα άδεια μπουκάλια μπύρας που είχαν συσσωρευτεί στο δωμάτιό του. Κάθε φορά που έπιναν, τα κοίταζαν κι έλεγαν ότι θα τα έδιναν για ανακύκλωση. Το είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο. Κάποιο είχε ραγίσει, από μια τυχαία σύγκρουση. «Ραγισμένες υποσχέσεις» ψέλισσε, κοιτάζοντάς τα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, απόμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές κι ύστερα πήγε και βρήκε κάποια μαύρη σακούλα κι άρχισε να την γεμίζει μ’ εκείνα τα μπουκάλια, που του έφερναν αναμνήσεις από βαριές κουβέντες και μαγικές νύχτες.

Ο τελευταίος μονόλογος και ένα από τα τελευταία τους φιλιά, ήρθε λίγες μέρες αργότερα. Χτυπούσε το καμπανάκι κινδύνου ο Βάιος, μα η Ελπίδα, δεν ήθελε να το ακούσει. Την βρήκε στο πάρκο τους, όπως πάντοτε. Έκαναν την βόλτα τους και πήγαν ν’ αράξουν εκεί όπου έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Στο μέρος που, ό,τι κι αν είχε γίνει, σημαντικό ή ασήμαντο, μπορούσαν να το ξεφορτώσουν και να συνεχίσουν, μαζί, μπροστά.

«… Τα ίδια και τα ίδια… Σου είπα να κόψεις, δεν ακούς. Πάλι μαλακίες. Όπως τότε. Τότε που τα ‘χε μπλέξει, το τσόκαρο, με τον πρεζάκια. «Αλάργα απ’ τον Παύλο» έλεγα εγώ, εκεί η Αλεξάνδρα. «Θα μπλέξεις άσχημα» φώναζα, μαλλιά η Αλεξάνδρα. Κι όταν την βίασε, μαλάκας πήγε να με βγάλει. Λες και δεν ήξερα. Και της το ‘χα πει. Ήμασταν μαζί στο δημοτικό. Τυχαίο, ρε, που δεν του μιλάει ο κολλητός του; «Αλεξάνδρα, ο Παύλος είναι τελειωμένος, μην μπλέξεις». Τίποτα αυτή. Πόσα πέρασαν; Τρία χρόνια; Ό,τι σπασμένο έχει, το βγάζει πάνω στον Τασούλη. «Αλεξάνδρα, δεν φταίει το παιδί για το ότι την πάτησες», λέω και ξαναλέω, τίποτα η κολλητή σου. Και, δηλαδή, για στάκα λίγο ρε Ελπιδάκι; Τρεις την ώρα με το μουνί της Αλεξάνδρας θα ασχολούμαστε; Ζωή δικιά μας, δεν έχουμε; Καταπίνει σπαθιά, να πούμε, η Αλεξάνδρα, θα την βγάλω εγώ λάδι στον Τάσο; Και σαν να μην φτάνουν όλα τ’ άλλα, καθόμαστε και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, για τις μαλακίες της; Αν την είχε φυτρώσει κέρατα ο Τάσος, θα καθόμουν, πιστεύεις, να καλύψω τα σπασμένα του; Κολλητός, φίλος, αδερφός, αλλά μέχρι ένα σημείο και μέχρι εκεί που δεν μ’ επηρεάζει. Δεν θες να κόψεις; Δεκτό. Έχουμε, όμως, και δικά μας προβλήματα, κούκλα μου, δεν γίνεται να ασχολούμαστε συνέχεια με το τέτοιο της Αλεξάνδρας, το τι βάζει μέσα και το τι δεν βάζει…»

Δεν έσωσε να τελειώσει την σκέψη του ο Βάιος. Η σφαλιάρα που έφαγε ήταν τόσο δυνατή, που χτύπησαν τα δόντια του πάνω στη γλώσσα. Έφτυσε στο χώμα. Μάτωνε. «Έλα, πούλο. Πολύ ασχολήθηκα με την πάρτη σου» της είπε κοφτά, βάζοντας το κράνος του κι ανεβάινοντας στη μηχανή.

«Όχι, θα καθίσουμε να το συζητήσουμε!» φώναξε η Ελπίδα.

«Πάρε το κουβαδάκι που ‘χεις για αμάξι και πούλο λέμε!»

«Με παρατάς;»

«Θα έπρεπε να το έχω κάνει από καιρό. Νισάφι με τις μαλακίες!»

«Κάτσε να το συζητήσουμε, είπα!» επέμεινε εκείνη, τονίζοντας κάθε συλλαβή.

«Γεια» μουρμούρισε, σχεδόν βαριεστημένα ο Βάιος, πριν βάλει μπροστά τη μηχανή και φύγει.

Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ κι ο Βάιος δεν είχε όρεξη να κλειστεί στο σπίτι. Βολτάρισε άσκοπα, μέχρι που έπιασε βροχή. Βρήκε καταφύγιο στα σκαλιά κάποιας εκκλησίας, λίγο έξω απ’ το κέντρο της πόλης. Απόμεινε μόνος, μέσα στη νύχτα, να σκέφτεται ότι εκείνο το βράδυ είχε τελειώσει ένα από τα ομορφότερα πράγματα που είχε ζήσει. Ήθελε και δεν ήθελε να τελειώσει την κατάσταση με την Ελπίδα. Τον βασάνιζε από καιρό. Είχε κουραστεί με το να ακούει συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, είχε σιχαθεί να βλέπει επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, είχε απαυδήσει με εκείνη την τοξική φιλία που χωνόταν μέσα στη ζωή του. Έβγαινε ο τελευταίος του Νοέμβρης.

Τρείς μέρες του πήρε για να πάρει απόφαση ότι είχε τελειώσει η κατάσταση με την Ελπίδα. Τρείς αποφράδες μέρες, που τις πέρασε γυρνώντας άσκοπα, καπνίζοντας και μένοντας άυπνος και νηστικός. Μια βδομάδα αργότερα είχε αναθαρρέψει. Είχε αρχίσει να βάζει σε σειρά τις σκέψεις του, θέλοντας να κλείσει όλους του τους λογαριασμούς με την Ελπίδα και να φύγει μπροστά. Το παραμύθι εκείνου του εφηβικού έρωτα, είχε οριστικά τελειώσει. Η Ελπίδα, όμως, που δεν είχε καταλάβει τίποτα, δεν θα άφηνε τα πράγματα στην ησυχία τους.

Κυριακή ήτανε την προτελευταία φορά που βρεθήκανε. Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Εκείνος είπε τα ήδη χιλιοειπωμένα κι εκείνη δεν άκουσε τίποτα. Μόνο τον παρακάλεσε να μην φύγει, να της δώσει ακόμη μια ευκαιρία, να διαγράψουν τα όσα στραβά υπήρχαν πίσω τους και να χτίσουν πάνω σε κάτι νέο. Μπουχτισμένος ήταν ο Βάιος, απ’ τις μυριάδες φορές που είχε ακούσει ακριβώς τα ίδια λόγια. Έφυγε, για ακόμη μια φορά, λίγο αφότου της έδωσε το τελευταίο τους φιλί και της υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε να αρχίσουν ξανά από την αρχή. Ύστερα, οι καταστάσεις, πήραν έναν τόνο πιο σκοτεινό και μια τροχιά απ’ την οποία δεν θα υπήρχε επιστροφή.

Την παραμονή των Χριστουγέννων επέστεψε με άδεια απ’ τον στρατό ο Τάσος. Πλύθηκε, ντύθηκε, έβαλε την γραβάτα του, πήρε τη Αλεξάνδρα και βγήκαν έξω. Εκείνος, εκείνη, η Ελπίδα και ο Βάιος. Μόνο η ψυχή του Τάσου ήξερε πόσες φορές κρατήθηκε για να μην ανοίξει το στόμα του και τα ξεράσει όλα στο Βάϊο, για να τον βγάλει κι εκείνον από το αόρατο λούκι που είχε χωθεί. Ήπιαν πολύ, φύγαν αργά από το μαγαζί και γύρισαν στο σπίτι τους. Μόνο τότε παρατήρησε ο Τάσος πως η Αλεξάνδρα φορούσε το ένα σκουλαρίκι. Μόνο το ένα σκουλαρίκι από τα δύο.

«Κάπου το είδα το άλλο…» σκεφτόταν ο Τάσος και μουρμούριζε, μόνος του, στον καναπέ του σπιτιού, όσο η Αλεξάνδρα γδυνόταν και ετοιμαζόταν για ύπνο. «Πού το είδα όμως;» συνέχισε την σκέψη του ο Τάσος και γύρισε τις εικόνες στο μυαλό του, για να θυμηθεί που ήταν το άλλο σκουλαρίκι. Η μνήμη του θόλωνε άσχημα από το αλκοόλ, όλο το βράδυ ήταν ένας απόηχος μέσα στην ζωή του, δεν θυμόταν τις συζητήσεις, δεν θυμόταν τις σκηνές, δεν θυμόταν ούτε πόσο είχαν πιεί, ούτε πώς γύρισαν στο σπίτι. Μα, μέσα σ’ εκείνες τις θολές εικόνες, κάπου υπήρχαν και τα δύο σκουλαρίκια της Αλεξάνδρας.

Η Αλεξάνδρα βρήκε τον Τάσο σκυμμένο στον καναπέ να πιάνει το κεφάλι του. Πήγε δίπλα του. «Τι έχεις;» τον ρώτησε και εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με κόκκινα μάτια. «Πού είναι το άλλο σκουλαρίκι, Αλεξάνδρα;» την ρώτησε δακρύζοντας.

«Ποιο σκουλαρίκι;» τον ρώτησε, κάνοντας την ανήξερη.

Αναστέναξε ο Τάσος. «Το πλατινένιο σκουλαρίκι που σου έκανα δώρο το καλοκαίρι. Φοράς μόνο το ένα».

«Δεν ξέρω. Λογικά μέσα, λογικά θα το έβγαλα» του απάντησε εκείνη κι ο Τάσος σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και την έκανε άνω – κάτω, προσπαθώντας να βρει το σκουλαρίκι. Ταυτόχρονα έκανε το μυαλό του άνω – κάτω, παλεύοντας να θυμηθεί πού το είχε δει για τελευταία φορά. «Τα φορούσε όταν βγήκαμε» μουρμούρισε ο Τάσος ανακατεύοντας τα συρτάρια, χωρίς να δει πως η Αλεξάνδρα έστεκε στην πόρτα του δωματίου. «Όχι, δεν τα φορούσε και τα δύο, αλλά πού το είδα το γαμημένο;» ρώτησε ο Τάσος τον εαυτό του και τότε είδε την εικόνα μπροστά του. Τα δύο σκουλαρίκια σε δύο διαφορετικά κεφάλια.

«Έδωσες το σκουλαρίκι στην Ελπίδα;» βρυχήθηκε, τρέχοντας προς το μέρος της. Η Αλεξάνδρα δεν του απάντησε κι εκείνος άρχισε να την ταρακουνάει. «Πες μου ότι δεν έδωσες το άλλο σκουλαρίκι στην Ελπίδα!» συνέχισε να ωρύεται ο Τάσος.

«Ε, ναι! Το έδωσα!» του απάντησε εκείνη φωνάζοντας και ο Τάσος άρχισε να βρίζει με τα χειρότερα λόγια σε όποια γλώσσα ήξερε και δεν ήξερε. Είχαν μαζευτεί πολλά σπασμένα μέσα του και κάπως έπρεπε να τα βγάλει. Ο Τάσος έβριζε και έβριζε μέχρι που η Αλεξάνδρα τον χαστούκισε και εκείνη την στιγμή ξέσπασε το χάος μέσα στο σπίτι.

Το χέρι του Τάσου έφυγε με φόρα στον καθρέφτη, του έριξε μπουνιά και τον έσπασε, για να μην χτυπήσει την Αλεξάνδρα, που μέσα στον φόβο της δεν το κατάλαβε. Τρόμαξε, πήρε μια γόβα και τον χτύπησε στην πλάτη. Ο Τάσος έπεσε στο πάτωμα μην μπορώντας να πάρει ανάσα, είπε κάτι ψευδίζοντας, σηκώθηκε όρθιος και όταν η Αλεξάνδρα τον ξαναχτύπησε με την γόβα, την βούτηξε απ’ το λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο. Δεν είχε καταλάβει ότι την έπνιγε, του πήρε αρκετά δευτερόλεπτα για να το συνειδητοποιήσει. Κι όταν ήρθε η βαριά συνειδητοποίηση, ο Τάσος την άφησε, εκείνη έπεσε στο πάτωμα κι εκείνος πήρε τα κλειδιά από το σπίτι κι έφυγε. Ήταν η τελευταία φορά που πήγε σ’ εκείνο το σπίτι, μα την Αλεξάνδρα θα την έβλεπε ακόμη μια φόρα μπροστά του. Ξημέρωνε Δευτέρα.

***

Στο κλείσιμο του χρόνου, ο Βάιος και η Ελπίδα αποφάσισαν, από κοινού, να κάνουν έναν απολογισμό. Ήρεμη νύχτα ήτανε, με ξαστεριά, με κρύο, όχι πολύ τσουχτερό και με φασαρία. Η Ελπίδα πήγε νωρίτερα στο ραντεβού και τον περίμενε. Ο Βάιος έφτασε στο πάρκο και την κοίταξε από απόσταση. «‘Ξηγήσου και κάν’ την» είπε στον εαυτό του, καθώς πλησίαζε την Ελπίδα. Κανείς δεν ήξερε για εκείνο το ραντεβού και κανείς δεν νοιάστηκε να μάθει. Η Αλεξάνδρα είχε ήδη κάνει άνω – κάτω όλο τον κόσμο και κανένας δεν είχε διάθεση να χαλάει τις γιορτές του.

«Ακούω» είπε ο Βάιος μόλις κάθισε στο παγκάκι, δίπλα στην Ελπίδα κι εκείνη προσπάθησε να τον αγκαλιάσει. «Κομμένα αυτά. Ακούω» της είπε, σπρώχνοντάς την μακριά του. Η Ελπίδα άρχισε να μιλάει, να του εξηγεί την κατάσταση, να του λέει την δική της αλήθεια, μα εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να την πιστέψει.

«Πόσο καιρό έπαιζες θέατρο πίσω από την πλάτη μου;» την ρώτησε κοφτά κι εκείνη μαζεύτηκε στο παγκάκι.

«Τρία χρόνια» του απάντησε.

«Τρία χρόνια…» επανέλαβε ο Βάιος, κουνώντας το κεφάλι του κι έπειτα γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Και θες να μου πεις πως η άλλη έμπλεξε με τον Τασούλη για τα λεφτά και την καλοπέραση, πως ήταν ερωτευμένη μαζί σου και απειλούσε να μιλήσει στους πάντες για εσάς κι εσύ φοβόσουν κι έμενες μαζί της ενώ δεν ήθελες;» συνέχισε τον ειρμό του.

«Περίπου» απάντησε αναστενάζοντας η Ελπίδα.

«Και ακριβώς;» ρώτησε ο Βάιος.

«Ακριβώς δεν μπορώ να σου πω, γιατί δεν ξέρω. Ξέρω ότι η Αλεξάνδρα έχει πει ένα σωρό ψέματα, αλλά δεν μπορώ να σου πω αν τον αγάπησε τον Τάσο, αν έμπλεξε μαζί του για τα λεφτά, αν ήταν ένας συνδυασμός των δύο, ή κάτι άλλο» του είπε η Ελπίδα.

«Για μας μιλάω. Ακριβώς, πώς ήταν; Τι είχες στο μυαλό σου; Τι πίστευες;» συνέχισε ο Βάιος τις ερωτήσεις και η Ελπίδα ένιωθε πως στριμώχνονταν άσχημα.

«Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Δεν υπολόγιζα πως θα φτάσουμε εδώ» του απάντησε με όση ειλικρίνεια διέθετε κι εκείνος σηκώθηκε να φύγει.

«Μην φεύγεις!» του φώναξε επιτακτικά.

«Γιατί να μείνω; Δεν έχω να ακούσω κάτι άλλο. Δική σου είναι η ζωή, Ελπίδα, πάντα ήταν δική σου. Μια φορά να με πάρεις αγκαλιά έξω, δεν αξιώθηκες. Μία φορά να περπατήσουμε πιασμένοι χέρι – χέρι, δεν υπήρξε. Μια φορά να μείνεις και να παλέψεις γι αυτό που είχαμε, δεν υπάρχει. Έχω φτύσει αίμα τα τελευταία χρόνια και το ξέρεις. Εμένα δεν με σεβάστηκες, γιατί να με σεβαστείς άλλωστε; Ποιος ήμουν εγώ για να με σεβαστείς; Λίγο αυτοσεβασμό να είχες, θα με άφηνες. Τότε, πριν τρία χρόνια. Αλλά, όχι. Όχι. Ήμουν η τέλεια κάλυψη» της απάντησε ο Βάιος, σταυρώνοντας τα χέρια του.

«Όχι, δεν ήταν έτσι…» του απάντησε η Ελπίδα.

«Τότε; Με λυπόσουν που έβλεπα την μάνα μου ν’ αργοσβήνει μέρα με την μέρα και δεν ήθελες να προσθέσεις κι εσύ ένα βάρος σ’ αυτό; Μόνος μου το πέρασα, Ελπίδα. Ποτέ δεν ήσουν εδώ. Σε παραμύθιαζα εγώ ότι είσαι εδώ, ότι είσαι δίπλα μου. Όχι για να μην σε χάσω, αλλά γιατί δεν μπορούσες να καταλάβεις, όπως δεν το καταλαβαίνεις και τώρα, τι σημαίνει το να είσαι δίπλα σε κάποιον» συνέχισε ο Βάιος με μια φωνή που παλλόταν από την θλίψη και την οργή.

«Μου συμπεριφέρθηκες σαν να ήμουν η τελευταία πουτάνα του πεζοδρομίου… Μα τι λεω; Σ’ αυτή μπορεί να συμπεριφερόσουν καλύτερα. Χειρότερα κι από σκουπίδι μου φέρθηκες. Τώρα τι θες; Επανασύνδεση; Δεν πάω να πέσω στην θάλασσα καλύτερα;» κατέληξε κι ύστερα έφυγε χωρίς να την χαιρετήσει.

«Θα γυρίσει, έτσι κάνει πάντα» σκέφτηκε η Ελπίδα. Τον είδε να περπατάει αγέρωχα, με το κεφάλι ψηλά, να φεύγει και να πηγαίνει προς την μηχανή του. «Θα σταματήσει» καθησύχασε τον εαυτό της, μα ο Βάιος δεν σταμάτησε. Ανέβηκε πάνω στην μηχανή και της έριξε ένα τελευταίο βλέμμα. Εκείνη την στιγμή, η Ελπίδα, κατάλαβε πως τον έχασε οριστικά.

Σηκώθηκε από το παγκάκι κι έτρεξε προς το μέρος του, μα εκείνος είχε ήδη βάλει μπροστά και δεν σκόπευε να ζεστάνει την μηχανή. Έβαλε ταχύτητα και άνοιξε το γκάζι.

«Μην φεύγεις, βλάκα, σ’ αγαπάω!» φώναξε η Ελπίδα, ενώ έτρεχε προς τον δρόμο, αλλά ο Βάιος δεν την άκουσε ποτέ. Έβαλε δευτέρα, άνοιξε το γκάζι όσο πήγαινε, κοίταξε το πράσινο φανάρι, κι έβαλε τρίτη.

«Όχι» σκέφτηκε η Ελπίδα, όταν είδε εκείνο το μπλε αυτοκίνητο να παραβιάζει το φανάρι. Κάποιος σταμάτησε τον χρόνο γύρω της. Νόμιζε πως η ζωή της κόλλησε σε μια στιγμή, σε ένα παγωμένο καρέ ταινίας, χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν καρφωθεί ο Βάιος πάνω στο αυτοκίνητο.

«ΟΧΙ!» ούρλιαξε μια κοπέλα στο πάρκο κι έπειτα ακούστηκε το εκκωφαντικό μπαμ. Η μαύρη μηχανή καρφώθηκε στην πλευρά του αυτοκινήτου και πέταξε τον αναβάτη της στην παγωμένη άσφαλτο. Βγήκε κόσμος στα μπαλκόνια και κοιτούσε τον δρόμο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου έφυγε απότομα και εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα και η Ελπίδα έτρεχε στον δρόμο, προσπαθώντας να φτάσει τον Βάιο.

Αιώνες της φάνηκαν εκείνα τα πεντακόσια μέτρα. Έφτασε δίπλα του, έπεσε στην  άσφαλτο και προσπάθησε να τον αγκαλιάσει. Τα χέρια της γέμισαν με αίμα.

«Ένα ασθενοφόρο!» ούρλιαξε η Ελπίδα που ένιωθε ανήμπορη να κάνει το οτιδήποτε. Είδαν κι έπαθαν οι τραυματιοφορείς για να τον πάρουν από τα χέρια της, η Ελπίδα έστεκε δίπλα του, τον κρατούσε στην αγκαλιά της και φώναζε «μην φεύγεις». Τους πήγαν και τους δύο στο νοσοκομείο. Εκείνος στο χειρουργείο κι εκείνη σοκαρισμένη γύριζε σαν την άδικη κατάρα στους διαδρόμους.

Ακόμη το θυμάμαι εκείνο το βράδυ, όπως θυμάμαι και τα λόγια μου. «Η Αλεξάνδρα και τα ψέματά της. Κοίτα που μας έφερε. Έξω από χειρουργείο μας έφερε. Να μην ξέρουμε αν αύριο θα το σκεφτόμαστε και θα γελάμε ή αν θα έχουμε κηδεία χριστουγεννιάτικα. Η Αλεξάνδρα και τα ψέματά της».

Ακόμη και σήμερα, όταν γυρίζω πίσω και κοιτάζω τον αναίτιο χαμό του σκύλου, συνειδητοποιώ πως εκείνος ο άνθρωπος ήταν πολλά για μένα. Φίλος και κολλητός, ακόμη κι ο μεγάλος αδερφός που δεν είχα ποτέ. Ακόμη και τώρα θυμάμαι τα όσα μου δίδαξε ο χαμός ενός ανθρώπου που ήταν εκεί, μόνο όταν τον ήθελες.

Ακόμη θυμάμαι την πικρά και την συνειδητοποίηση. Χορεύουμε στους ξέφρενους ρυθμούς ενός παλαβού κόσμου, που δεν το ‘χει σε τίποτα να μας πάρει σβάρνα, ίσα για το καπρίτσιο του.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: