Για πρώτη φορά μέσα σ ’αυτή τη μέρα ο πυραγός Τζέι Τζόνας ένιωσε την απόλυτη ησυχία να κυριαρχεί γύρω του. Καθάρισε λίγο το μυαλό του. Ίσως όχι πρώτη, όχι… Πρώτη φορά που γύρω του δεν υπήρχε ούτε ψίθυρος, ήταν το πρωί όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι του, νωρίτερα όπως πάντα από την γυναίκα του, την Τζούντι, την φίλησε, βγήκε από το δωμάτιο νυχοπαντώντας, κοντοστάθηκε λίγο στην πόρτα του παιδικού δωματίου, μέτρησε τα τρία κεφαλάκια που ήταν κουκουλωμένα με τα σκεπάσματα και κατέβηκε γρήγορα κάτω να φτιάξει έναν καφέ και να φύγει για την δουλειά του στον πυροσβεστικό σταθμό 6 της Τσάιναταουν στη Νέα Υόρκη. Όντως, αυτή ήταν η πρώτη στιγμή απόλυτης ησυχίας μέσα στην μέρα του. Εκείνα τα 30 περίπου λεπτά, στο σπίτι του με όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα να κοιμούνται γαλήνια γύρω του. Αυτού του είδους την ησυχία όμως την ξεχνάς. Γίνεται ρουτίνα σου. Ίσως δεν την εκτιμάς πια. Αυτή τη στιγμή όμως η ησυχία, είναι πολύ διαφορετική. Τριγύρω επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι. Η αναπνοή του δυσκολεύεται από παχιά σκόνη η οποία τον πνιγεί. Μυρίζει φωτιά και τσιμέντο. Σκέφτεται ξανά τα τρία κεφαλάκια στα κρεβάτια τους. «Μπιλ! Μπιλ! Είσαι καλά;» φωνάζει με όλη την δύναμη των πνευμόνων του, η σκόνη μπαίνει στο λαρύγγι του, τον πνίγει. Βήχει δυνατά και περιμένει με αγωνία. Καμία απάντηση και τώρα ψάχνει μανιασμένα τον φακό του.
Όλα είχαν ξεκινήσει τόσο φυσιολογικά εκείνη τη μέρα. Έφτασε στον πυροσβεστικό σταθμό και ο Ντανόφριο που είχε την βάρδια στην κουζίνα εκείνο το πρωί, είχε φτιάξει τηγανίτες με σιρόπι σφενταμιού και ξεροψημένο μπέικον. Το αγαπημένο του. Είχε φάει με ευχαρίστηση, μοίρασε καθαριότητες και έκατσε στο γραφείο του να κάνει δουλειά ρουτίνας, όταν ήρθε κλήση για φωτιά στο κέντρο του Μανχάταν, στο Διεθνές Κέντρο Εμπορίου. Το σήμα είχε σταλεί από τον αρχηγό Τζόζεφ Φάιφερ του πυροσβεστικού σταθμού 1, αλλά δεν είχε λεπτομέρειες. Αμέσως μαζί με τέσσερα ακόμα συνάδελφους, μεταξύ αυτών και ο καλύτερος του φίλος Μπιλ Μπάτλερ, μπήκαν στο πυροσβεστικό όχημα και ξεκίνησαν για το σημείο. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του μόλις βγήκαν από τον σταθμό. Σκέφτηκε την πρόληψη που υπήρχε στους παλιότερους από αυτόν πυροσβέστες: όταν για πολύ καιρό δεν συμβαίνει τίποτα, ετοιμάσου γιατί έρχεται κάτι πολύ κακό. Όντως είχαν να δουν σοβαρό περιστατικό, τουλάχιστον τρεις μήνες. Πράγμα ασυνήθιστο για μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη. Έδιωξε βιαστικά αυτή την σκέψη από το μυαλό του και επικεντρώθηκε στην κίνηση της πόλης.
Πλησιάζοντας στο σημείο, τίποτα απ’ όσα είχε δει στα 22 χρόνια του στο Σώμα δεν έμοιαζε με αυτό που αντίκρισε: οι δυο ψηλότεροι ουρανοξύστες στου Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου είχαν τεράστιες τρύπες στο κέντρο τους, οι οποίες ξερνούσαν φωτιές και μαύρο πυκνό καπνό. Ήταν ακόμα τουλάχιστον έξι τετράγωνα μακριά και πάνω στο πυροσβεστικό έπεφταν χαρτιά, σταχτή μικρά συντρίμμια. Οι πέντε τους κοιτάχτηκαν στα μάτια και ο Μπιλ ξεκίνησε να μιλάει στον ασύρματο. «Οι πύργοι χτυπήθηκαν από αεροπλάνα!» τους ανακοίνωσαν από την άλλη γραμμή. «Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και ο καιρός σχεδόν καλοκαιρινός! Πώς;» αναφώνησε ο Μπιλ για να πάρει την απάντηση «Τρομοκρατικό χτύπημα! Ελατέ όσο πιο γρήγορα μπορείτε! Χρειαζόμαστε όσες δυνάμεις είναι διαθέσιμες!».
Πρέπει να κατέβηκαν από το όχημα πριν καν ο Μίκυ που οδηγούσε προλάβει να φρενάρει και αμέσως ξεκίνησαν να φοράνε τον φουλ εξοπλισμό τους. Ο καθένας τους τώρα ζύγιζε τουλάχιστον 15 κιλά παραπάνω και η μόνη σκέψη του Τζέι ήταν να λειτουργούν έστω τα ασανσέρ για το Sky Lobby που βρισκόταν περίπου στη μέση των 110όροφων κτιρίων που είχαν μπροστά τους. Πλησιάζοντας, είδαν στο πεζοδρόμιο νοσοκομειακούς να σκεπάζουν με λευκά σεντόνια κάτι μεγάλες κόκκινες κηλίδες πάνω στις πλάκες. Του Τζέι του φάνηκε ότι ένα χέρι με ρολόι εξείχε από ένα σεντόνι, δεν μπορούσε όμως να κάνει την σύνδεση μεταξύ αυτού που είδε με το ανθρώπινο χέρι. Μέχρι που ο Μπιλ γύρισε και του είπε με τρόμο δείχνοντας τον ουρανό «Δες! Οι άνθρωποι πηδάνε από τα παράθυρα Τζέι! Πηδάνε στο κενό!». Η καρδιά του σφίχτηκε αναλογιζόμενος την απελπισία τους. Την άδικη επιλογή του ή να καείς ζωντανός ή να πνιγείς από πυκνό καπνό ή να ζήσεις μερικά δευτερόλεπτα ακόμα στον καθαρό αέρα πριν πεθάνεις.
Ο αρχηγός Χάιντεν τους περίμενε στο λόμπι του ισογείου, ο Τζέι έτρεξε κοντά του για ενημέρωση. «Πυραγέ Τζόνας, και οι δυο πύργοι χτυπήθηκαν με διαφορά περίπου είκοσι λεπτών από επιβατικά αεροπλάνα. Φοβόμαστε ότι είναι τρομοκρατικό χτύπημα. Υπάρχουν εγκλωβισμένοι σε όλο σχεδόν το ύψος των κτιρίων αλλά κυρίως στα σημεία των εκρήξεων και πάνω. Δεν έχουμε σαφή εικόνα για τα σημεία αυτά, κανένας δικός μας δεν έχει καταφέρει να ανεβεί μέχρι εκεί. Εσείς θα πάτε στον Βόρειο Πύργο, χτυπήθηκε πρώτος. Το αεροπλάνο διαπέρασε τους ορόφους 93 έως 99. Με τις μέχρι τώρα μαρτυρίες ξέρουμε ότι δεν υπάρχει εμφανής διέξοδος από τα κλιμακοστάσια. Το αεροπλάνο μάλλον κατέστρεψε και τα τρία κόβοντας τις εξόδους κινδύνου από τον 93ο όροφο και κάτω. Τα ασανσέρ δεν λειτουργούν και όσα λειτουργούν είναι παρακινδυνευμένο να χρησιμοποιηθούν. Δεν ξέρουμε τη ζημιά που υπέστησαν. Σκέψου ότι η πύρινη μπάλα από την έκρηξη, βγήκε από τα φρεάτια του ασανσέρ του ισογείου. Θα πάτε από το κλιμακοστάσιο Β. Προσοχή στους εργαζόμενους που κατεβαίνουν. Καλή επιτυχία και δύναμη.»
Ο Τζέι τον χαιρέτησε και γύρισε την πλάτη του, με την σκέψη ότι αυτή τη στιγμή οδεύει προς τον θάνατο του. Το ήξερε. Γι’ αυτό εκπαιδεύεται, γι’ αυτό δουλεύει, γι’ αυτό πληρώνεται 22 χρόνια τώρα από το Πυροσβεστικό Σώμα: για να βάζει το καθήκον πρώτο και μετά τη ζωή του. Οι υπόλοιποι τον κοιτάνε και περιμένουν οδηγίες. «Λοιπόν παιδιά, προσπαθούν να μας σκοτώσουν» τους είπε «πάμε!».
Ανέβαιναν με δυσκολία τα σκαλιά. Από τη μια ο βαρύς εξοπλισμός και από την άλλη οι δεκάδες εργαζόμενοι που προσπαθούσαν να διαφύγουν από το φλεγόμενο κτίριο, η ανάβαση τους ήταν αργή αλλά σταθερή. «Να σας φυλάει ο θεός!» τους έλεγαν, και ο Τζέι που γενικά δεν ήταν θρήσκος, ένιωθε πραγματικά ότι ένας θεός τώρα θα ήταν πολύ χρήσιμος. Για κάθε όροφο που ανέβαιναν, η θερμοκρασία γινόταν υψηλότερη, ο καπνός πιο πυκνός. Μόνο οι άνθρωποι λιγόστευαν. Είδε ανθρώπους με κοστούμια και γραβάτες δεμένες σφιχτά να κατεβαίνουν έντρομοι. Με γόβες στο χέρι και ταγιέρ σκονισμένα και φιρμάτες τσάντες στο χέρι να τρέχουν μην δίνοντας σημασία στο ακριβό ρούχο που σκίστηκε, ούτε στις τεράστιες πληγές στα πόδια από τα γυαλιά. Ανθρώπους κάθε ηλικίας. Νέους, μεσήλικες, ηλικιωμένους, ανθρώπους κάθε κοινωνικού στάτους, να βοηθάνε ο ένας τον άλλο. Να έχουν περασμένα τα χεριά τους στην μέση του διπλανού τους για να σταθεί και να καταφέρει να συνεχίσει να κινείται.
Ήταν ήδη στον 34ο όροφο. «Τι θα αντικρίσουμε άραγε στον 93ο;» αναρωτήθηκε σιωπηλά, όταν ένας τρομακτικός θόρυβος διέκοψε τις σκέψεις του. Ένας θόρυβος απόκοσμος που ένιωσε ότι έρχεται από ψηλά, ότι έφτασε σε αυτούς και τώρα προχωράει προς τα κάτω. Όλο το κτίριο δονήθηκε. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία του και κρατήθηκε από την κουπαστή της σκάλας. Δέκα δευτερόλεπτα περίπου διήρκεσε και μετά ξαφνικά τίποτα. «Τι ήταν αυτό;» ακούστηκε ο Μπιλ. «Μήπως ήταν ασανσέρ;;;» απάντησε ο Μίκυ. «Πηγαίνετε τώρα και πείτε μου ποια είναι η κατάσταση του Νότιου Πύργου» τους είπε ο Τζέι με την ελπίδα ότι αυτό που σκέφτηκε ήταν ηλίθιο. Ο Μπιλ και ο Μίκυ μπήκαν σε ένα εκκενωμένο γραφείο να βρουν παράθυρο. «Τζέι! Τζέι! Δεν… Δεν μπορεί να συμβαίνει! Τζέι!» ακούστηκε η φωνή του Μίκυ, «Τζέι ο Νότιος Πύργος δεν υπάρχει πια! Δεν υπάρχει! Τζέι κατέρρευσε!». Ο Τζέι έκλεισε τα μάτια του… έπρεπε να φύγουν από εκεί. Τα κτίρια ήταν χτισμένα πανομοιότυπα. Αν κατέρρευσε ο Νότιος Πύργος, δεν θα αργούσε να καταρρεύσει και αυτός εδώ. «Όλοι κάτω! ΤΩΡΑ! Όλοι!» φώναξε.
Ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τρέχοντας το κλιμακοστάσιο. Ένιωθαν ότι κάθε βήμα που έκαναν μέσα σε αυτό το κτίριο ήταν ο θάνατος τους και η σωτήρια τους ταυτόχρονα. Έπρεπε να κινηθούν γρήγορα. Να φτάσουν το λόμπι. Να βγουν έξω. Να σωθούν! Ο Τζέι μετρούσε κάθε όροφο που κατέβαιναν. Όσο μειώνονταν τα νούμερα ένιωθε ανακούφιση και έναν κόμπο που από το στομάχι του έφτανε στο λαρύγγι, από τον φόβο και την αγωνία. 20ος… 18ος… 16ος… «Είμαστε κοντά! Είμαστε κοντά! Μπορεί και να τα καταφέρουμε!» σκέφτηκε «λίγο ακόμα!». Κι εκεί, σε ένα σκαλί του 15ου ορόφου την είδαν: μια γυναίκα κοντά στα 60, με σκονισμένο καφέ ταγιέρ από αυτά που πουλάνε τα πολυκαταστήματα φθηνά για τις υπάλληλους που πρέπει να τα φοράνε επειδή το dress code τους το επιβάλει, όχι επειδή έχουν σημαντικά ραντεβού με επιφανείς πελάτες. Μια γυναίκα που το πρόσωπο της και τα μαλλιά της καλύπτονταν από στάχτη, καθισμένη στο σκαλί, έκλαιγε. Ο Τζέι την πλησίασε, «Κυρία μου δεν πρέπει να είσαστε εδώ! Πρέπει να συνεχίσετε να κατεβαίνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε! Σας παρακαλώ! Σηκωθείτε!». Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, «Δεν μπορώ!» του είπε. Ο Τζέι ένιωσε να πνίγεται, ένας θυμός άρχισε να τον κυριεύει. Ήδη έχασε πολύτιμα δευτερόλεπτα για να της κάνει σύσταση, και τώρα έπρεπε να κάτσει να μεταπείσει αυτή γυναίκα που την έπιασαν τα ψυχολογικά της στην μέση ενός κτιρίου που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο θα τους πλάκωνε; «Κυρία μου πρέπει να συνεχίσετε να κατεβαίνετε! Ακολουθείστε μας αν θέλετε αλλά πρέπει να συνεχίσετε! Δεν είναι τώρα η στιγμή να σας καταβάλλει ο φόβος! Πρέπει να κατεβείτε και να βγείτε από το κτίριο!» της φώναξε σχεδόν. Η γυναίκα έβγαλε έναν λυγμό «Δεν καταλαβαίνετε! Δεν μπορώ! Το πόδι μου! Είναι χειρουργημένο! Έχει λάμες! Πονάω! Δεν μπορώ να κατέβω! Θα πεθάνω εδώ έτσι;» είπε και κοίταξε τον Τζέι στα μάτια. Ο Τζέι ένιωθε κάθε κύτταρο του οργανισμού του να ουρλιάζει «Φύγε! Τώρα!». Έχανε πολύτιμο χρόνο εκείνη τη στιγμή. Το ήξερε. Αν έφευγε, αν την άφηνε εδώ, κάνεις δεν θα τον κατηγορούσε. Πιθανότατα να μην το μάθαινε και κάνεις ποτέ. Θα το ήξερε ο ίδιος όμως. «Κυρία μου, ποιο είναι το όνομα σας;» , «Τζοζεφίν Χάρις» απάντησε η γυναίκα, «Λοιπόν Τζοζεφίν, δεν θα πεθάνεις σήμερα, θα σε κατεβάσουμε εμείς. Μπιλ! Έλα! Βοήθησε με!»
Ο Μπιλ και ο Τζέι έπιασαν την Τζοζεφίν από τη μέση και ξεκίνησαν να κατεβαίνουν. Ο ρυθμός τους πλέον ήταν εμφανώς πιο αργός. Ξεκίνησαν να της κάνουν ερωτήσεις για να την ηρεμήσουν και για να ξεχνάει τον πόνο στο πόδι της. Δούλευε στον 73ο όροφο, ήταν μια εξάμηνη υπάλληλος στο λογιστήριο της Λιμενικής Αρχής του Μανχάταν. Είχε μια κόρη και τρία εγγόνια, πριν δυο μήνες την χτύπησε αυτοκίνητο και έπρεπε να βάλει λάμες στο καλάμι του ποδιού γιατί το κάταγμα ήταν συντριπτικό. Όταν χτύπησε το αεροπλάνο στον Πύργο, μόλις είχε φτιάξει καφέ και ξεκινούσε να ανοίξει την αλληλογραφία της. Μέχρι τον 20ο όροφο περίπου, την βοήθησε να κατέβει ο προϊστάμενος της, πήγαιναν πολύ αργά και όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Νότιος Πύργος έπεσε, ο καημένος ο άνθρωπος που είχε τρία παιδιά τρομοκρατήθηκε και η Τζοζεφίν του είπε να φύγει και ότι θα τα καταφέρει. «Ξέρετε, σίγουρα δεν θα τα κατάφερνα αν δεν με βρίσκατε» είπε στους πυροσβέστες που την κουβαλούσαν τώρα σχεδόν στα χέρια. Αυτοί της χαμογέλασαν, αλλά ο Τζέι ήξερε ότι είχαν όλοι τον ίδιο κόμπο στο στομάχι: Πάμε πολύ αργά.
Στον 5ο όροφο η Τζοζεφίν κατέρρευσε. Δεν είχε πλέον δυνάμεις ούτε να κρατάει τους σβέρκους των πυροσβεστών. Ο Τζέι θυμάται ξεκάθαρα να φλερτάρει ξανά με την ιδέα να την αφήσει, κι αυτήν και όλους και να τρέξει απλά έξω. Ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται. Προσπάθησε να πάρει ανάσα και να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από το «Πρέπει να βγούμε έξω!». Ήξερε ότι ο χρόνος τους μετρούσε αντίστροφα. Ο Νότιος Πύργος κατέρρευσε μετρά από μια ώρα και ήταν ο δεύτερος που χτυπήθηκε από το αεροπλάνο. Πόσος χρόνος άραγε τους απέμενε εδώ μέσα; «Μπιλ! Μπες σε ένα γραφείο, βρες μια καρέκλα! Θα την βάλουμε πάνω και θα την κατεβάσουμε στα χέρια!» είπε και ο Μπιλ εξαφανίστηκε μέσα σε έναν διάδρομο. «Χάνουμε χρόνο… Χάνουμε χρόνο… Πρέπει να φύγουμε… Πρέπει να βγούμε έξω!». «Τζοζεφίν κάτσε εδώ, εγώ και ο Τζέι θα σε κουβαλήσουμε.» διέκοψε τις απελπισμένες σκέψεις του ο Μπιλ, τοποθετώντας μια καρέκλα μπροστά της. «Αφήστε με! Φύγετε! Θα πεθάνετε κι εσείς!» έλεγε η καημένη γυναίκα που πλέον δεν είχε δυνάμεις ούτε να σηκωθεί. «Έλα! Θα τα καταφέρουμε!» της είπε ο Μπιλ όταν μια δόνηση άρχισε να ταράζει όλο το κτίριο. Όλοι τους πάγωσαν. Η δόνηση άρχισε να συνοδεύεται από διαδοχικούς γδούπους. Σαν κάτι να πέφτει πάνω σε κάτι άλλο και να το παρασέρνει. Ξεκίνησε από πάνω τους αλλά τώρα ακούν τους γδούπους να τους πλησιάζουν. Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Τζέι ήταν τον Μίκυ να μαζεύεται σε εμβρυακή στάση στη γωνία κρατώντας το κράνος του, τον Μπιλ να αγκαλιάζει την Τζοζεφίν με το σακάκι του και μετά σκοτάδι.
Και τώρα ο Τζέι ψάχνει τον φακό του… είναι άραγε ζωντανός ή μήπως είναι κάποια επιθανάτια ψευδαίσθηση; Το δεξί του χέρι πέφτει σε κάτι πλαστικό, το πιάνει, ο φακός! Ευτυχώς! Τον ανάβει και προσπαθεί να καταλάβει πού είναι. Η παχιά τσιμεντόσκονη δεν του επιτρέπει να δει τίποτα. Φωνάζει ξανά: «Μπιλ!», «Εδώ!» ακούει τη φωνή του να απαντάει και ηρεμεί. «Είσαι καλά;», «Έτσι νομίζω! Είμαι με την Τζοζεφίν!», «Οι υπόλοιποι; Μίκυ! Ρέι! Τζο!» ένας-ένας του απαντούν όλοι. Όλοι είναι καλά. Ξεκινά να προσπαθεί να επικοινωνήσει με την μονάδα του από τον ασύρματο: «Μονάδα 6 Τζέι Τζόνας είμαστε εγκλωβισμένοι, λαμβάνει;». Καμία απάντηση. Συνεχίζει να στέλνει μηνύματα εμμονικά. Κάποιος θα το ακούσει. Κάποιος! Κι αν όχι; Αν είναι θαμμένοι τόσο βαθιά κάτω από τόσους τόνους μπετό που μέχρι να τους βρουν θα έχουν πεθάνει; Προσπαθεί να διώξει αυτές τις σκέψεις. Είναι ζωντανοί. Σώθηκαν μετά από την κατάρρευση ενός κτιρίου 110 οροφών. Δεν γίνεται να σώθηκαν για να πεθάνουν από δίψα. Δεν ξέρει πόση ώρα έχει περάσει, απλά συνεχίζει: «Μονάδα 6 Τζέι Τζόνας, είμαστε εγκλωβισμένοι, λαμβάνει;» «Μονάδα 6 εδώ Γκλεν Ρόχαν από μονάδα 43, δώσε μας θέση», ο Τζέι ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπάει μέσα στο στήθος του από χαρά, «Είμαστε στον Βόρειο Πύργο, Κλιμακοστάσιο Β, όροφος 5» «Ελήφθη Τζέι, σας ψάχνουμε!» απάντησε ο Ρόχαν από τον ασύρματο, ενώ ο Τζέι άκουσε καθαρά κάποιον από το βάθος του ασυρμάτου να ρωτάει «Πού σκατά είναι ο Βόρειος Πύργος;».
Η ώρα περνούσε, ο Τζέι συνέχισε να μιλάει με τον Γκλεν, ο οποίος προσπαθούσε να τον ηρεμήσει και να βεβαιωθεί ότι όλοι είναι καλά. Μέχρι που ξαφνικά, μέσα στο τσιμέντο και το λιωμένο ατσάλι, είδαν να μπαίνει μια αχτίδα φωτός. «Μονάδα 6 με ακούτε; Τζέι;» άκουσαν αυτή τη φορά, όχι από τον ασύρματο, αλλά κοντά τους. Επιτέλους, τους είχαν βρει.
Ο απεγκλωβισμός κράτησε κάμποση ώρα. Μαζί τους βρέθηκαν άλλοι 7 πυροσβέστες, ένας αστυνομικός και ένας μηχανικός που εργαζόταν στον Πύργο. Όπως φαίνεται, το κλιμακοστάσιο Β δημιούργησε από τους ορόφους 1-22 την μόνη σωτήρια κοιλότητα στα χαλάσματα που θα μπορούσε να φιλοξενήσει επιζώντες. Η μονάδα 6 του πυραγού Τζέι Τζόνας, αν δεν είχε καθυστερήσει για να βοηθήσει την Τζοζεφίν Χάρις, θα είχε καταπλακωθεί από τόνους τσιμέντου στο ισόγειο ή κάπου έξω. Όπως άλλωστε καταπλακώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι πυροσβέστες, αστυνομικοί, τραυματιοφορείς και πολίτες που είχαν την ατυχία να βρίσκονται γύρω από τον Βόρειο Πύργο, την στιγμή της κατάρρευσης. 2.606 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα, εκ των οποίων οι 343 ήταν συνάδελφοί τους, και αυτοί βγήκαν χωρίς γρατζουνιά μέσα από έναν τρομακτικό σωρό ατσάλινων δοκών και τόνων τσιμέντου, από ένα παιχνίδι της τύχης. Από μια 60χρονη γυναίκα που τους καθυστέρησε αρκετά για να μην βρίσκονται στην ζώνη θανάτου, αλλά στο μοναδικό ασφαλές σημείο που θα μπορούσαν να επιβιώσουν: Τον 5ο όροφο του κλιμακοστάσιου Β.