,

Το μαντίλι και η νεράιδα

Τα λαϊκά παραμύθια και οι δοξασίες του τόπου μας λένε πως αν κανείς καταφέρει να κλέψει το μαντήλι που φορά μια νεράιδα στο κεφάλι της, τότε την κάνει γυναίκα του μεμιάς και είναι ευλογημένος να ζήσει μαζί της την υπόλοιπη ζωή του. Όμως, αλίμονο, αν αυτό βρεθεί ξανά στα χεριά της. Τότε εκείνη χάνεται και είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Με αυτές τις ιστορίες μεγάλωσε ο Γιάννος, όμως δεν τις πίστεψε φυσικά. “Παραμύθια με μπένγκα για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά” τις αποκαλούσε.

Όλη αυτή η αμφισβήτηση της λαϊκής σοφίας από μεριάς του Γιάννου καταγόταν από μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση μέσα του. “Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα αρσενικός” συνήθιζε να λέει. Και ο ανδρισμός αυτός βασιζόταν σε ορισμένα χαρακτηριστικά που φαινόταν να έχουν στο μυαλό τους πολλά άλλα αγόρια της ηλικίας του, που συναγωνίζονταν στο σήκωμα της φούστας ανυποψίαστων κοριτσιών, στο μέτρημα του πέους τους με τις μεζούρες των μανάδων τους ή ακόμα και στο ποιος θα κατουρήσει ή θα φτύσει μακρύτερα. Μεγαλώνοντας τα ίδια αγόρια -και ο Γιάννος μαζί – ,στο πλαίσιο της ίδιας ανδρικής φιλοσοφίας , έπιναν το τσίπουρο τους χωρίς πάγο, κάπνιζαν άφιλτρο τσιγάρο και δεν έκλαιγαν ποτέ ακόμα και όταν κάποιο κορίτσι ράγιζε την καρδιά τους. Ήθελαν να είναι τόσο άντρες όσο οι λαϊκοί μάγκες της παλιάς εποχής με το τσιγκελωτό μουστάκι και τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους.

Ο τέλειος άντρας, βέβαια, σύμφωνα με το μανιφέστο του Γιάννου πρέπει να είναι και ατρόμητος και να επιδίδεται σε διάφορες άλλες ασχολίες και δραστηριότητες, όπως είναι το κυνήγι, κανένα τσιγαριλίκι στα κρυφά και αραλίκι με τη συνοδεία κάποιου οινοπνευματώδους στα πιο απόμερα σημεία του χωριού, όπως ήταν το παλιό στρατιωτικό νεκροταφείο, όπου κείτονται άγνωστοι Έλληνες και Ιταλοί φαντάροι από τη δεκαετία του ’40. Στη συνέχεια, μάλιστα, το νεκροταφείο έγινε η βάση του ιταλικού ιππικού με αποτέλεσμα μαζί με τους σκελετούς τόσων αγνώστων να είναι θαμμένα εκεί και πλήθος από πέταλα αλόγων που προκαλούσαν με θράσος την οργή των κεραυνών για χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το στρατιωτικό νεκροταφείο να είναι η πηγή έμπνευσης για πολλές ιστορίες με μπένκα, βουρκόλακες, καλλικάτζαρους και ανεράιδες.

 Μια νύχτα πριν την ενηλικίωση του πήρε τα τσιγάρα του, ένα φλασκί με τσίπουρο και κίνησε για το νεκροταφείο προκειμένου να γίνει ο άντρας που πάντα ήθελε να είναι. Η θέα του νεκροταφείου του δημιούργησε μια αίσθηση ανατριχίλας και ένα ρίγος στη ραχοκοκκαλιά του σαν αυτό που αισθάνεται κανείς όταν η βροχή μπαίνει μέσα από τα ρούχα του. Μολαταύτα ανασκουμπώθηκε και ήπιε μια γουλιά τσίπουρο για να ζεσταθεί. Άλλωστε, δεν πίστευε σε αυτά τα παραμύθια, ούτε και θα έπρεπε να τον επηρεάζουν οι φήμες που ήθελαν τα πτώματα των νεκρών ακόμα ζεστά να διψούν για αίμα ή άλλες που μιλούσαν για τον ίδιο το Σατανά που αποπλανώντας κοπέλες του χωριού τις παρέσερνε μέχρι τα μνήματα και κυλιόταν μαζί τους ακόλαστα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες, γελώντας σε βάρος του ίδιου του Θεού.  Το μόνο που είχε να κάνει είναι να βρει ένα βολικό σημείο ώστε να περάσει τη νύχτα του. Έτσι και έκανε, όταν ξαφνικά άκουσε τον ήχο ενός μελαγχολικού κλαρίνου, που μέχρι και ο Γιώργος Μάγγας θα ζήλευε. Τότε ήταν που η ζωή του θα άλλαζε για πάντα.

Μέσα στο χορταριασμένο νεκροταφείο, ανάμεσα από τα μνήματα και τα κυπαρίσσια που κοσμούσαν την αυλή των νεκρών εμφανίστηκε μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί ούτε στο χωριό, αλλά ούτε και στον ύπνο του. Ήταν ξανθιά, ντυμένη στα άσπρα και με μάτια κατάμαυρα φτιαγμένα από νύχτα. Έμοιαζε όχι μόνο να μην ανήκει στο δικό του αιώνα, αλλά ούτε και στον κόσμο του και το κεφάλι της κοσμούσε ένα χρυσοκέντητο μαντήλι με κόκκινα και μπλε λαχούρια. Χόρευε στον ήχο του κλαρίνου και τραγούδαγε ένα πανέμορφο δημοτικό τραγούδι που τον ταξίδεψε σε αλλοτινές εποχές. Τριγύρω της στον ίδιο ρυθμό μικροσκοπικά ανθρωπάκια, σαν νάνοι, συνέθεταν την πιο απόκοσμη πολυφωνική ορχήστρα. Τότε του ήρθαν στο μυαλό οι ιστορίες της γιαγιάς του και ήξερε πως να κάνει τη γυναίκα αυτή δική του. Σκέφτηκε τον τρόπο που θα τον αντιμετώπιζαν οι συγχωριανοί του, τον εαυτό του να περπατά το 15Αύγουστο στην κεντρική πλατεία με τη γυναίκα του στο πλάι του και όλοι να τον θαυμάζουν για το τρόπαιο αυτό. Αυτή, λοιπόν, ήταν η δοκιμασία που του επιφύλασσε εκείνο το στοιχειωμένο μέρος. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και όρμησε προς το μέρος της με στόχο να κλέψει το μαντήλι της. Μεμιάς οι καλλικάτζαροι εξαφανίστηκαν και το τραγούδι τους σταμάτησε. Η Νεράιδα είχε γίνει Γυναίκα και μάλιστα του άνηκε. 

Χρόνια πολλά πέρασαν από εκείνη τη νύχτα. Ο Γιάννος ήταν ο πιο χαρούμενος και περήφανος άντρας του χωριού και όλοι ζήλευαν την καλοτυχία του. Στα 30 του χρόνια είχε ήδη αποκατασταθεί οικονομικά διευθύνοντας μια μάντρα αυτοκινήτων, ήταν τοπικός παράγοντας του χωριού  και είχε μια σύζυγο με φήμη που απλωνόταν σε όλα τα Ζαγόρια. Η ευτυχία του ολοκληρώθηκε με τη γέννηση της κόρης του, της Νάστως, η οποία επισφράγιζε την πετυχημένη ζωή του. Από την άλλη μεριά, η γυναίκα του φαινόταν να μαραζώνει μέρα με τη μέρα. Σπάνια, πλέον, της έπαιρνε κανείς κουβέντα και το βλέμμα της φαινόταν να πλανιέται ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και εκείνο τον ξωτικών και των καλλικατζάρων. Κάθε πρωί έβγαζε μια κούπα με γάλα και ζάχαρη έξω από το παράθυρο για καλή τύχη και τρατάρισμα των περιπλανώμενων αερικών , ενώ μια φορά το μήνα εξαφανιζόταν για να λιαστεί κάτω από το φως της πανσέληνου. Ο Γιάννος γνώριζε πως όσο έχει το μαντήλι της ήταν δική του, η εμφανής νοσταλγία της γυναίκας του όμως και η δειλή επανασύνδεση της με τον παλιό τρόπο ζωής της τον έκαναν να ανησυχεί.

Το άγχος κυρίευσε τη ζωή του και μίκρυνε τον ύπνο του. Απειλητικά όνειρα έρχονταν από το υποσυνείδητό του και παντού στο χωριό έβλεπε πιθανούς συμμάχους της γυναίκας του στην αναζήτηση της ελευθερίας της. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να κρύψει το μαντήλι σε ακόμα καλύτερη κρυψώνα από πριν. Περίμενε να νυχτώσει και πήγε στο στρατιωτικό νεκροταφείο, όπου 12 χρόνια πριν άλλαξε η ζωή του. “Ο δολοφόνος γυρνά στον τόπο του εγκλήματος” σκέφτηκε και ένιωσε την ίδια ανατριχίλα που τον είχε διαπεράσει πριν τόσο καιρό. Έσκαψε όσο πιο βαθιά μπορούσε και έθαψε μέσα στο χώμα, ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων και τα σαπισμένα από καιρό πτώματα, το χρυσοκέντητο μαντήλι με τα μπλε και κόκκινα λαχούρια. Ύστερα πήρε το δρόμο της επιστροφής γεμάτος αισιοδοξία. Το μέλλον του ανήκε.

Η ζωή είχε, όμως, άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Λίγο καιρό μετά το συμβάν στο νεκροταφείο, έγινε ένα μεγάλος σεισμός που θα χαραζόταν στη μνήμη όλων. Η Γη άνοιξε το μεγάλο της στόμα και κατάπιε χώμα, σπίτια, ανθρώπους και ζωντανά, παρασύροντάς τα στα ζυμωτήρια των σπλάχνων της και αποκαλύπτοντας τα μυστικά που ήταν θαμμένα μέσα της. Όταν ο Γιάννος πανικόβλητος πήγε στο σπίτι του προκειμένου να βεβαιωθεί για την ασφάλεια της οικογένειας του δε βρήκε πουθενά τη γυναίκα του. Είχε γίνει καπνός και ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ πάνω σε αυτή τη Γη. Η μόνη υπενθύμιση της ύπαρξης της ήταν η μικρούλα Νάστω που έκλαιγε κουλουριασμένη κάτω από ένα ξύλινο τραπέζι. Η ίδια βεβαιότητα πλημμύρισε την ψυχή και την καρδιά του, απαράλλακτη με εκείνη που είχε νιώσει όταν αποφάσισε να κάνει την Νεράιδα δική του. Ήξερε ότι εκείνη είχε φύγει και δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Όμως, ακόμα και εκείνη την ώρα της υπέρμετρης δυστυχίας και του απόλυτου μεγαλείου ο Γιάννος δεν έκλαψε. Λίγο αργότερα εξαφανίστηκε και η Νάστω, όπως ακριβώς η μητέρα της.

Είχαν περάσει χρόνια δέκα, όταν ένας συγχωριανός του τον πλησίασε στο καφενείο του χωριού. Του μίλησε για φήμες ότι κάποιοι είδαν την Νάστω να χορεύει πάνω από την ομιχλώδη λίμνη των Ιωαννίνων μελαγχολικές μελωδίες του Μισσισιπί και rock n’roll ρυθμούς κάποιου Jim Morrison και ενός άλλου Ιρλανδού που δεν θυμόταν το όνομα, φορώντας ένα χρυσοκέντητο μαντήλι με μπλε και κόκκινα λαχούρια στο κεφάλι και προκαλώντας τα μαγεμένα βλέμματα των περαστικών που πίστευαν ότι πρόκειται για κάποια τουριστική ατραξιόν του δήμου. Στο άκουσμα αυτών των νέων, ο Γιάννος χαμογέλασε συγκρατημένα και έκανε νόημα στο σερβιτόρο να του φέρει λίγο πάγο για το τσίπουρο του. “Δε βαριέσαι, μόνο για σήμερα” σκέφτηκε και ένιωσε μια κρυφή χαρά να φωλιάζει μέσα του σαν σπουργίτι στην κουφάλα κάποιου δέντρου εν μέσω βαρυχειμωνιάς.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: