Το ρολόι έδειχνε δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν η ώρα που η Μαργαρίτα επέστρεφε εξουθενωμένη στο σπίτι της, έπειτα από μια κουραστική ημέρα. Είχε σηκωθεί από τις πέντε το χάραμα και ξεκίνησε να καθαρίζει τα μαγαζιά. Τα χέρια της είχαν σκάσει από το τρίψιμο και τα πόδια της ήταν γεμάτα από πληγές, αλλά αυτό δεν έδειχνε να την πτοεί. Τουναντίον, αισθανόταν μια ιδιαίτερη αίσθηση ελευθερίας, πρώτη φορά ένιωθε να πατάει γερά στα πόδια της. Αδιαφορούσε ακόμη για το γεγονός πως εργαζόταν σκληρά πάρα πολλές ώρες και ανασφάλιστη, ικανοποιούταν που κατάφερνε να βγάζει κάποια χρήματα μόνη της. Βυθισμένη στις σκέψεις της ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στο σπίτι της, σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην οδό Αγίου Μελετίου και Πατησίων γωνία.
Ήταν σωματικά ένα ράκος, ωστόσο εκείνο το βράδυ αισθανόταν μια πρωτόγνωρη υπερδιέγερση και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το σπίτι της δεν την χωρούσε και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην οδό Πατησίων, στον αγαπημένο της δρόμο. Την γοήτευε η Πατησίων, ο δρόμος με τα καταστήματα, αλλά ταυτόχρονα της κέντριζαν το ενδιαφέρον οι περιθωριακοί άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στο δρόμο εκείνες μεταμεσονύχτιες ώρες. Κατά κάποιον τρόπο αισθανόταν κι εκείνη περιθωριακή. Καθώς περπατούσε στην Πατησίων, σταμάτησε σε ένα από τα μαγαζιά στα οποία καθάριζε, εκεί συνάντησε έναν συνάδελφο της, ο οποίος μάζευε το μαγαζί και κλείδωνε. Τον συμπαθούσε πολύ, γιατί ήταν ένα πονεμένο και βασανισμένο παιδί, ο οποίος δούλευε σκληρά από τα 15 του, μιας και είχε χάσει τους γονείς του σε αυτήν την τρυφερή ηλικία Η ζωή φανέρωσε σ’ εκείνον το πιο σκληρό της πρόσωπο χωρίς να κατορθώσει να τον σκληρύνει. Ο ίδιος παρά τα όσα είχε περάσει, διατηρούσε την ευγένεια και την καλοσύνη του. Ήταν ένα πολύ γοητευτικό άτομο.
Εκείνο το βράδυ κατέληξαν να πίνουν μαζί μπύρες στη Φωκίωνος Νέγρη και να αφηγείται ο ένας στον άλλον τη ζωή του. Κάτι το αλκοόλ, κάτι η έναστρη νύχτα, η Μαργαρίτα κατάφερε να λυθεί και να αρχίσει να μιλάει για την προηγούμενη ζωή της, προτού βρεθεί στην Αθήνα.
Η Μαργαρίτα ζούσε σε ένα χωριό κάπου στην ορεινή Αρκαδία και είχε πολλά όνειρα για τη ζωή της. Η ίδια ήταν άριστη μαθήτρια, είχε έφεση στις ξένες γλώσσες και ήταν βιβλιόφιλη και φιλότεχνη. Το όνειρό της ήταν να σπουδάσει φιλολογία και να καταφέρει να ξεφύγει από τη μιζέρια της επαρχίας. Οι γονείς της, όμως, είχαν άλλα σχέδια για εκείνη. Ήθελαν να την παντρέψουν μ’ έναν τριαντάρη ευκατάστατο και να μείνει στο χωριό για να την έχουν υπό τον έλεγχο τους. Δεν ήθελαν η κόρη τους να μορφωθεί και να καταλήξει μια ανύπαντρη σπιτωμένη στα σπίτια των Αθηναίων, όπως της έλεγαν.
Όταν της ανακοίνωσαν με ποιον ήθελαν να την παντρέψουν, η Μαργαρίτα έγινε έξαλλη και άρχισε να ωρύεται. Έκλαιγε με λυγμούς και σπάραζε, σπάραζε και έκλαιγε και προσπαθούσε να τους αλλάξει γνώμη. Μάταια εκείνοι ανένδοτοι, δεν την άκουγαν δεν θα την άφηναν να περάσει το δικό της. Δυο φορές είχε προσπαθήσει να το σκάσει από το σπίτι της, αλλά την πήραν χαμπάρι κι έγιναν πιο πιεστικοί. Μερόνυχτα σπάραζε στο δωμάτιο της, είχε λιώσει από τη στενοχώρια της, αλλά εκείνοι αμετάκλητοι στη θέση τους. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως οι δικοί της άνθρωποι της ψαλίδιζαν τα φτερά και ήθελαν να την αιχμαλωτίσουν. Προσπάθησε μετά από ημέρες οδυρμών να πάει με τα νερά τους μήπως και μεταβληθεί η στάση τους. Έτσι, αποφάσισε να βγει ραντεβού με τον τύπο που της προξένευαν.
Το ραντεβού μαζί του έμελλε να εξελιχθεί σε εφιάλτη για εκείνη. Εκείνος δεν είχε μάθει ποτέ στο όχι, ο, τι ήθελε το έπαιρνε και κανείς δεν του έφερνε αντίρρηση. Ούτε μπορούσε να διανοηθεί πως η κοπέλα που επρόκειτο να παντρευτεί, δεν τον ήθελε και είχε άλλα σχέδια για τη ζωή της. Καμιά γυναίκα δεν του είχε πει ποτέ όχι, κι εκείνος είχε όποια ήθελε. Έτσι, την οδήγησε σε μια απόμερη γωνιά του δάσους και παρά τη θέλησή της, όρμησε πάνω της σαν ένας λύκος που ορμά με λύσσα στο ανυποψίαστο θήραμά του. Την βίασε και γεμάτη αίματα όπως ήταν την επέστρεψε στους δικούς της.
«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή, αφού χαλάστηκες παλιοθήλυκο θα τον παντρευτείς. Τέτοια πόρνη που είσαι κανείς άλλος δε θα σε πάρει. Δε θα μας κρεμάσουν εμάς κουδούνια στο χωριό, επειδή εσύ ανοίγεις τα πόδια σου όπου βρεις». Έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας της.
Εκείνο το εφιαλτικό βράδυ, η Μαργαρίτα από την ταραχή της ξερνοβολούσε. Το επόμενο πρωί την βρήκε χλωμή και αποδυναμωμένη. Τότε ήταν που αποφάσισε να φύγει οριστικά από αυτήν την αγέλη. Περίμενε υπομονετικά να φτάσει το βράδυ, ώστε να κοιμηθούν οι γονείς της και να καταφέρει να εκτελέσει το σχέδιο διαφυγής της. Όταν κοιμήθηκαν οι δικοί της, η Μαργαρίτα άρπαξε ό, τι λεφτά είχαν στο κομοδίνο τους και έφυγε κρυφά από το σπίτι. Με το πρώτο λεωφορείο βρέθηκε στην Αθήνα, άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους και ξεκίνησε από το μηδέν τη ζωή της.
Το τέλος της αφήγησης την βρήκε να κλαίει στην αγκαλιά του παιδιού, την βρήκε να κλαίει για αυτά που κουβαλούσε μέσα της, για το άδειασμα που δέχθηκε από τους δικούς της, για τον βιασμό της, για όσα της στέρησαν, για το γεγονός πως αναγκάστηκε να κλέψει για να ξεφύγει από τους βασανιστές της.
«Και τώρα ποια είναι τα σχέδιά σου;», την ρώτησε εκείνος
«Θα γραφτώ σε εσπερινό σχολείο και θα δώσω πανελλαδικές, θα σπουδάσω και το ξέρω πως θα τα καταφέρω» απάντησε η Μαργαρίτα. «Τώρα ας πάμε στο σπίτι μου, πήγε αργά»
Αγκαλιασμένοι και οι δυο επέστρεψαν στο διαμέρισμα στην Αγίου Μελετίου και Πατησίων γωνία. Εκείνο το βράδυ ενώθηκαν οι δυο τους. Ενώθηκαν δυο άνθρωποι, οι οποίοι αντίκρισαν τη σκληρότητα αυτού του κόσμου, ενώθηκαν δυο άνθρωποι στους οποίους δεν χαρίστηκε ποτέ τίποτα.
Η Μαργαρίτα ξεγραμμένη από τους δικούς της, βρήκε στο πρόσωπο εκείνου του παιδιού την στοργή που επιζητούσε και τη δύναμη να συνεχίσει να κυνηγά τα όνειρά της. Το σπίτι στην οδό Αγίου Μελετίου και Πατησίων γωνία έδωσε στέγη όχι μόνο σε εκείνη, αλλά και σε όλους τους ανεκπλήρωτους πόθους της.