Ήταν φθινόπωρο. Έξω έβρεχε πολύ. Το κρύο ήταν διαπεραστικό και την έκανε να τουρτουρίζει. Το τραμ δεν έλεγε να φτάσει ώστε να κουρνιάσει στη ζεστασιά του και να χαθεί ανάμεσα στους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν.
«Μα να το, έρχεται!», αναφώνησε όλο χαρά κι ελπίδα ενώ κοίταζε γύρω της.
Ένας κύριος που φορούσε καπέλο και καπαρντίνα στεκόταν πίσω της και σφύριζε ασταμάτητα έναν χαρούμενο σκοπό. Της χαμογέλασε.
«Και να χάσουμε αυτό, θα έρθει άλλο έτσι δεν είναι;», της είπε.
Εκείνη δεν απάντησε. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, κούμπωσε το πορφυρό παλτό της, έσκυψε το κεφάλι κι έκρυψε το βλέμμα πίσω από το καπελάκι της. Ανέβηκε και βρήκε μια θέση. Εκείνος κάθισε αμέσως απέναντί της και συνέχισε να σφυρίζει.
«Χμ… τι τυχερός…», σκέφτηκε ειρωνικά. «Βρήκε θέση ακριβώς απέναντί μου… Έχει όρεξη φαίνεται…»
Οι στάσεις περνούσαν και ο κόσμος κατέβαινε. Πλέον είχαν μείνει πολύ λίγοι επιβάτες. Συνέχισε να τον παρατηρεί. Εκείνος ήταν βρεγμένος. Τα ρούχα του έσταζαν. Η ομπρέλα ήταν κλειστή δίπλα του.
«Δεσποινίς», άκουσε τη φωνή του.
Εκείνη ταράχτηκε.
«Παρακαλώ, σε μένα μιλάτε;»
«Ναι, σας έπεσε το φουλάρι σας».
Η καρδιά της επανήλθε στη θέση της. Έσκυψε να το μαζέψει και παρατήρησε τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ. Της φάνηκε γνώριμος. Κάπου τον είχε ξαναδεί.
«Να σας ρωτήσω κάτι;», τον ρώτησε με μια ανάσα αφού πρώτα οπλίστηκε με θάρρος.
«Παρακαλώ», απάντησε εκείνος.
«Πείτε μου, σας ξέρω από κάπου;»
«Φυσικά και με ξέρετε».
«Αλήθεια; Μπορείτε να μου πείτε από πού;»
«Ναι φυσικά θα σας πω. Θέλετε πρώτα να κατεβούμε γιατί νομίζω ότι εδώ είναι η στάση σας».
«Πού το ξέρει;», αναρωτήθηκε εκείνη.
Άρχισε πάλι να φοβάται.
«Μην ανησυχείτε. Δεν σας παρακολουθώ. Θα σας εξηγήσω», την καθησύχασε κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του για να περάσει πρώτη.
Κατέβηκαν. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Φυσούσε πολύ. Το κρύο είχε σφίξει και η βροχή είχε δυναμώσει.
«Εγώ ξέρετε μένω εδώ κοντά», του είπε.
«Αλήθεια;», της χαμογέλασε.
Άνοιξε την ομπρέλα του και την άπλωσε προς το μέρος της.
«Παρακαλώ, μου επιτρέπετε;», τη ρώτησε.
«Μα… μα δεν είναι σωστό…»
«Αν δεν νιώθετε καλά, κρατήστε εσείς την ομπρέλα. Εγώ θα περπατήσω στη βροχή και θα σφυρίζω».
«Ευχαριστώ», του είπε και την πήρε.
Κρύωνε πάρα πολύ. Η βροχή και ο αέρας δυνάμωναν όλο και περισσότερο. Περπατούσαν. Εκείνος της χαμογελούσε συνέχεια. Εκείνη δεν μπορούσε να βγάλει το όμορφο πρόσωπό του από το μυαλό της. Ένιωθε ότι άρχιζε να τον ερωτεύεται.
«Φτάσαμε. Εδώ μένω», του είπε.
Εκείνος έβγαλε αμέσως μια αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη του και της άνοιξε την πόρτα.
«Μα… κύριε πώς είναι δυνατόν να έχετε κλειδιά για το σπίτι μου;», σάστισε εκείνη.
«Πέρασε μέσα… πρέπει να κοιμηθείς. Πρέπει να είμαι σίγουρος ότι θα κοιμηθείς και ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει και σήμερα», της είπε ήρεμα.
Μόλις μπήκαν, εκείνη στάθηκε φοβισμένη δίπλα στην πόρτα. Εκείνος άναψε το τζάκι, γέμισε ένα ποτήρι με νερό, και πήρε ένα κουτάκι στο χέρι του. Την πλησίασε.
«Έλα Αμελί. Πιες το και σιγά σιγά θα τα θυμηθείς όλα. Θα θυμηθείς ότι είμαι ο άντρας σου. Σε αγαπώ τόσο πολύ που δεν θα σε αφήσω ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα είμαι εδώ πάντα για να σου θυμίζω ποια είσαι…».
The BluezGuest