Η γιαγιά της Ζωής, πάντα επέμενε ότι ήταν αλαφροΐσκιωτη κι εντούτοις, μπορούσε να δει πράγματα που οι άλλοι, έχοντας τα μάτια τους κολλημένα στην πεζή καθημερινότητα, δεν μπορούσαν. Μάλιστα, ήταν πεπεισμένη ότι η ίδια η Ζωή είχε κληρονομήσει αυτό το χάρισμα, μιας και η κόρη της δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για αυτό. Δεν το είχε, ήταν ξεκάθαρο. Αλλά η μικρή Ζωή, πάντα την ρωτούσε, διψώντας να μάθει όλο και περισσότερα. Αυτό βέβαια, γινόταν εκείνα τα βράδια που οι γονείς της έλειπαν και εκείνη έμενε με την γιαγιά της, πράγμα που απολάμβανε αφάνταστα, καθώς σήμαινε, ζεστή ντοματόσουπα, συνοδεία “φρυγανάδας”, που ήταν ουσιαστικά φρυγανισμένο ψωμί, με λάδι, τυρί και ρίγανη. Και φυσικά, ιστορίες. Ιστορίες φυσικές και αφύσικες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε πάντα ένας άλλος κόσμος.
“Και που είναι αυτός ο κόσμος γιαγιά;” ρωτούσε η Ζωή μπουκώνο ντας την σούπα της, και χύνοντας στο πηγούνι της την μισή.
” Ακριβώς δίπλα στον δικό μας κοκκώνα μου” απαντούσε εκείνη, σκουπίζοντάς την προσεκτικά. “Κάποιοι μπορούν να τον δουν, και κάποιοι όχι. Αλλά πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική, αν μπορείς, και να μην δειξεις ποτέ ότι βλέπεις ή ξέρεις, αμα τύχει και πέσεις πάνω σε κάποιο πλάσμα από τα εκεί.”
“Γιατί;” με μάτια γεμάτα αγωνία πάλι η Ζωή.
“Γιατί τότε απειλούνται κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρω ακριβώς αλλά από την εμπειρία μου, δεν πρέπει να προσπαθήσεις να τα πλησιάσεις. Σου έχω πει για την φιγούρα με το μαντήλι;”
“Την ποια; Οχι, αλλά πες μου τώρα!”
“Κάποτε, όταν ήμουν μικρή, είχα μια φιλενάδα, την Λενιώ. Ήμασταν αχώριστες. Μαζί στο σχολείο, μαζί στο παιγνίδι και στην βόλτα. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε κάτω στην λίμνη, για κολύμπι, ειδικά τα καλοκαίρια, που μας έχανες, που μας έβρισκες, εκεί θα ήμασταν. Μια μέρα, στα τέλη του καλοκαιριού, η Λενιώ ήθελε να πάμε, αλλά ήταν ήδη αρκετά αργά, είχε πέσει το σκοτάδι. Επιπλέον, δεν είχα καλό προαίσθημα εκείνη την ημέρα.”
“Δηλαδή;” ρώτησε η Ζωή, με γουρλωμένα τα σκούρα καστανά μάτια της.
” Εκείνη την ημέρα, μύριζα θειάφι παντού γύρω μου, και λένε οτι το θειάφι είναι η μυρωδιά του διαβόλου. Όπως και να’ χει, δεν ήθελα να πάμε αλλά η Λενιώ επέμενε. Με τα πολλά, ξεκινήσαμε και όταν φτάσαμε είχε ήδη νυχτώσει.Ο αέρας ήταν ακίνητος και πνιγηρός, σαν σούπα. Ακόμη και τα πουλιά είχαν λουφάξει. Ξαφνικά, εκεί, στην απέναντι όχθη, την είδα. Μια φιγούρα σκοτεινή, στα μαύρα ντυμένη. Φορούσε ένα μαντήλι, που της έκρυβε τελείως τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Στεκόταν ακίνητη και μας κοιτούσε. ”
” Και μετά;”
“Πάγωσα κοκκώνα μου, μέχρι τα μέσα μου. Δεν έβλεπα το βλέμμα της, αλλά ήταν, λες και μου ρίχνανε παγάκια στην πλάτη. Είπα στην Λενιώ να φύγουμε. Εκείνη, πεισματάρα απο τα γεννοφάσκια της, δεν άκουσε και της φώναξε. Μεγάλο λάθος, αλήθεια.”
“Γιατί, τι συνέβη;”
” Η φιγούρα δεν απάντησε, και την τράβηξα να φύγουμε αμέσως μετά. Στον δρόμο για το σπίτι, την μάλωσα, αλλά εκείνη με κορόϊδεψε, άπιστος Θωμάς, ίδια η μάνα σου. Είπαμε καληνύχτα και πήγαμε σπίτια μας. Ήταν η τελευταία φορά, που την είδα, ζωντανή ή νεκρή. Το επόμενο πρωί, είχε εξαφανιστεί. Και μια γριά, που έμενε κοντά στην λίμνη, βρέθηκε πνιγμένη. ”
” Δεν το πιστεύω! ” φώναξε η Ζωή και πετάχτηκε πάνω.
“Να το πιστέψεις. Είναι η αλήθεια.”
“Η φ… φιγούρα την πήρε την φίλη σου και την γριά;”
“Πιστεύω οτι ήταν εκεί, για να πάρει την γριά. Ίσως ήταν η ώρα της να φύγει. Όμως, όταν η Λενιώ φώναξε, τράβηξε την προσοχή της και έτσι σφράγισε την μοίρα της. Έπρεπε να με είχε ακούσει.”
“Μα γιαγιά, οι άνθρωποι δεν χάνονται έτσι. Δεν την ψάξατε;”
“Εσύ τι λες; Οι γονείς της και όλο το χωριό ξεσηκώθηκαν. Την ψάχναμε για χρόνια. Δεν βρέθηκε ποτέ ούτε ένα ίχνος της. Μόνο εγώ ήξερα τι είχε συμβεί.”
“Τους είπες;”
“Όχι βέβαια. Δεν θα με πίστευαν. Όπως δεν με πίστεψαν και μερικά χρόνια μετά, που τους έλεγα ότι έβλεπα στον ύπνο μου μια θολή μαύρη φιγούρα με μαντήλι. Λίγο καιρό μετά, ένα θείος μου σκοτώθηκε σε ατύχημα. Αλλά τι τα θες κοκκώνα μου, οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να δούνε πέρα από την μύτη τους, αν δεν θέλουνε.”
Συνήθως μετά τους διέκοπταν οι γονείς της Ζωής, που γύριζαν από την έξοδό τους και γκρίνιαζαν ότι τρόμαζε την μικρή.
“Βρε μάνα, σου έχω πει, δεν είναι αυτές ιστορίες για μικρά παιδιά.” γκρίνιαζε η κόρη της.” Και την ιστορία με την Λενιώ, τι την ήθελες; Είδα κι έπαθα να την βάλω για ύπνο.”
“Εσύ μπορεί να μην θες να δεις μπροστά σου, αλλά η Ζωή είναι διαφορετική. Θέλω να είναι ξύπνια κι όχι χαζή σαν εσένα.”
Κάπου εκεί, η κόρη της σήκωνε απηυδισμένη τα μάτια στον ουρανό κι άφηνε την μάνα της να λέει τα δικά της.
Η Ζωή ήταν πολύ προσεκτική, όταν ήταν μπροστά οι γονείς της και μόνο στην γιαγιά της εξομολογιόταν τα παράξενα που έβλεπε κατά καιρούς. Όπως, όταν είδε την κυρά Αγγέλω, την μανάβισσα να περπατάει στον δρόμο μια μέρα και από πάνω της αιωρείτο μια θηλιά από σκοινί. Η Ζωή στάθηκε κι έτριψε τα μάτια της. Ξανακοίταξε. Ναι, καθώς η γυναίκα περπατούσε, μια θηλιά, αόρατη σε όλους εκτός από την ίδια φαινόταν να την ακολουθεί. Της φάνηκε πολύ περίεργο και λίγο τρομακτικό. Το είπε στην γιαγιά της κι εκείνη την συμβούλεψε να παραμείνει ήσυχη.
“Καλύτερα μην ανακατευτείς κοκκώνα μου.”
Μετά από λίγες ημέρες, η κυρά Αγγέλω βρέθηκε κρεμασμένη, στο υπόγειο του σπιτιού της. Η αστυνομία έκανε λόγο για αυτοκτονία. Η Ζωή έτρεξε στην γιαγιά της και κούρνιασε στην αγκαλιά της τρέμοντας.
“Γιαγιά, δεν θέλω να τα βλέπω άλλο αυτά.”
“Ησύχασε μικρή μου. Συνήθως αυτοί που είναι κοντά μας μας επηρεάζουν και πιο πολύ. Μπορεί να ήταν τυχαίο.”
“Εσύ την είδες; Την φιγούρα;”
“Ναι, την είδα. Στον ύπνο μου, αλλά δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται. Ήξερα ότι είχε έρθει να πάρει κάποιον. Να εισπράξει.”
Και όταν, μετά από αρκετά χρόνια, η γιαγιά της ήταν στα τελευταία της, μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό, της έγνεψε να πάει κοντά της και της ψιθύρισε, σιγανά, για να την ακούσει μόνο εκείνη:
” Την είδα κοκκώνα μου…Είναι έξω από το παράθυρο…Με περιμένει.”
Η Ζωή πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω, στο υγρό, σκοτεινό βράδυ.
Στην αρχή είδε μόνο σκοτάδι, αλλά μετά την διέκρινε: μια σκοτεινή φιγούρα, που φαινόταν να ξεφυτρώνει μέσα από τους θάμνους του κήπου. Φορούσε ένα μαντήλι εξίσου μαύρο με τα ρούχα της, και στεκόταν σιωπηλή και απειλητική, περιμένοντας υπομονετικά. Ανατρίχιασε και έκλεισε τις κουρτίνες.
6 χρόνια μετά
Η Ζωή δοκίμασε το φαγητό, να δει, αν ήταν καλό από αλάτι και μετά χαμήλωσε την φωτιά. Χαρούμενες φωνές ακούγονταν από το σαλόνι , όπου τα μικρά τερατάκια της, τεσσάρων και δύο χρονών, έπαιζαν κάνοντας ένα μικρό χαμό. Κοίταξε το ρολόι και είδε ότι ο άντρας της είχε αργήσει να γυρίσει. Την είχε ειδοποιήσει ότι θα αργούσε λίγο, γιατί θα είχαν μίτινγκ μετά την δουλειά, αλλά ήταν ήδη αρκετά αργά.
Πήρε το κινητό της κι αφού τσέκαρε τα μικρά, πάτησε τον αριθμό του Νίκου.
“Έλα Ζωίτσα μου, ξέρω ότι άργησα αλλά μας πήρε πιο αργά απ’ ότι περιμέναμε.” ακούστηκε η φωνή του οικεία και ανακουφιστική.
“Εντάξει, απλά αγχώθηκα λίγο, γιατί είπαν για παγετό στον δρόμο.”
“Ναι, είναι χάλια ο δρόμος σήμερα και πολύ επικίνδυνος, πρέπει να προσέχουν όσοι…Ωππ τι είναι αυτό;”
“Αυτό ποιο;”
“Δεν ξερω, κάτι σαν φιγούρα στον δρόμο, άνθρωπος είναι; Παραλίγο να την χτυπήσω, σε κλείνω λίγο βρε Ζωίτσα μου.”
Φιγούρα; Στον σκοτεινό δρόμο; Η καρδιά της Ζωής άρχισε να βαράει στα στήθη της, ίδια με ταμπούρλο που κοντεύει να σκάσει. Ένιωσε τα μηνύγγια της να πονάνε με τρομακτική πίεση, καθώς, στο μυαλό της ήταν τα λεγόμενα της γιαγιάς της και το θέαμα της φιγούρας εκείνο το βράδυ, να καραδοκεί για να εισπράξει ψυχές. Άρπαξε το τηλέφωνο και άρχισε να καλεί τον Νίκο και εκείνος, σαν να το έκανε επίτηδες, δεν το σήκωνε.
Αφού το άφησε να χτυπάει, μέχρι να πάει στον τηλεφωνητή, το έκλεισε και σκέφτηκε να βγει να τον βρει. Αλλά που; Που να τον ψάξει; Και τα παιδιά που να τα αφήσει;
Μετά από, ούτε που ήξερε πόση ώρα, ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα και η Ζωή πετάχτηκε σαν την παλαβή. Αφού περίμενε να χαιρετήσουν τα παιδιά τον μπαμπά τους, τον πήρε μέσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα:
“Που ήσουν; Ξέρεις πόσο φοβήθηκα;”
“Συγνώμη Ζωίτσα μου αλλά δεν έγινε τίποτα. Απλά, είδα στον δρόμο, μια φιγούρα που εμφανίστηκε ξαφνικά και παραλίγο να πέσω πάνω της. Μετα ,πήγα να σε πάρει τηλ αλλά μου έκλεισε από μπαταρία.”
“Ποια ήταν;” ρώτησε η Ζωή, με την ψυχή στο στόμα.
“Δεν ξέρω. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και φορούσε ένα μαντήλι, που έκρυβε το πρόσωπό της, ξέρεις σαν αυτά που φοράνε οι γιαγιάδες.”
” Δεν της μίλησες ε;” είπε η Ζωή, και τον πλησίασε.
“Όχι, απλά συνέχισα τον δρόμο μου. Για μια στιγμή, σκέφτηκα να σταματήσω, μήπως ήθελε να την πάω πουθενά. Αλλά μέχρι να το αποφασίσω δεν την έβλεπα πλέον.”
“Οκ, πάλι καλά.” μουρμούρισε σχέδον από μέσα της, η Ζωή.
” Έλα, το φαγητό είναι έτοιμο. Πήγαινε να πλυθείς ”
Το επόμενο πρωί, μετά από ένα άγρυπνο βράδυ, η Ζωή ετοίμασε ανόρεχτα τα παιδιά, για το σχολείο και καθώς έβαζε το κολατσιό τους στην τσάντα, άκουσε στο ραδιόφωνο, που άκουγε πάντα κάθε πρωί , να λένε για ένα ατύχημα. Ανέβασε αμέσως την φωνή:
“Το τραγικό ατύχημα σημειώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες, στην εθνική οδό. Μέχρι στιγμής, δεν είναι γνωστές οι αιτίες που το προκάλεσαν. Νεκροί είναι και οι δύο επιβαίνοντες, ένας 38χρονος άνδρας και η σύζυγός του, 35 ετών. Η αυτοψία αναμένεται…”
Η Ζωή έκλεισε το ραδιόφωνο κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της.
“Ο φόρος αίματος δόθηκε”
Έπειτα, σηκώθηκε, ” ελάτε, θα αργήσουμε”, φώναξε και μάζεψε τα πράγματά της.
Μετά από λίγο, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, και βγήκαν στην λιακάδα, που μόλις άρχιζε να ζεσταίνει την ημέρα.