Θέλω να καταφέρω να σου δώσω την εικόνα που βλέπω, ένα παράθυρο και ένας σκοτεινός ουρανός, ένα ντροπαλό φεγγάρι και εγώ μέσα σε ένα δωμάτιο, ποιανού είναι το δωμάτιο δεν έχει σημασία καμία, έτσι και αλλιώς από μικρός ακούω – όλα εδώ θα μείνουν – άρα γιατί να βάλω ταμπελάκι, τώρα δικό μου, αύριο δικό σου.
Μη με ρωτήσεις γιατί, αλλά είναι άδειο με μια βιβλιοθήκη άδεια και ένα ξύλινο ασήκωτο γραφείο από οξιά. Πολύ κάλο έπιπλο θα έλεγε ένας παλιός και θα το κοίταγε με δέος, μα λυπάμαι, εγώ το βλέπω και ανατριχιάζω, το μονό που σκέφτομαι είναι ποιος θα πλήρωνε για αυτό. Μα επιμένω, αν το έβλεπε κάποιος παλιός θα μίλαγε για αυτά τα σκαλισμένα κεφάλια λιονταριού που έχει πάνω μα, όχι εγώ, δεν ξέρω αν πρέπει να ζητήσω συγγνώμη μιας και μπορεί να προσβάλω την αισθητική σας, και αν το κάνω, λυπάμαι πραγματικά.
Πλησιάζω τη βιβλιοθήκη μιας και ό,τι είναι να δω είναι ακάλυπτο και δε θέλει να με κουράσει με γρίφους παλιών συρταριών. Άδικος κόπος, το μονό που φιλοξενεί αυτή η βιβλιοθήκη δεν είναι τίποτα άλλο πάρα σκόνη, σκέφτηκα να τη φυσήξω να δώσω ένα τόνο ακαταστασίας στη φαντασία σου, μα είμαι αλλεργικός, ας το σεβαστούμε λοιπόν και ας αφήσουμε τη βιβλιοθήκη στη μοναξιά του χρόνου. Παράξενο, είπα χρόνου, για σκέψου ο άτιμος παντού αφήνει τα σημάδια του. Χαράζει δέρματα, πληγώνει ψυχές και γεμίζει σκόνη τη μοναξιά. Λες να είμαι μονός μου, λες να φοβάμαι να δω τη μοναξιά μου; Μονό ένας τρόπος υπάρχει να το μάθω και αυτός είναι να φυσήξω τη βιβλιοθήκη του μυαλού μου, μα μην ξεχνάς, είμαι αλλεργικός και έτσι δε θα το κάνω, δε θέλω να το κάνω.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας δυνατός άνεμος που σήκωσε στο πέρασμά του πέτρες από την ξεραμένη γη που πάνω της χτίστηκε ένα δωμάτιο, σαν να είναι ο μανδύας που αγκάλιασε και προστάτεψε μια άδεια βιβλιοθήκη και ένα γραφείο. Έκανα δυο βήματά, τόσα με χώριζαν από το γραφείο, δυο βήματά είναι ικανά να χάσεις τα πάντα ή να κερδίσεις το τίποτα σκέφτηκα, και αν θες να μάθεις γιατί το σκέφτηκα αυτό είναι απλό, κοίτα τη βιβλιοθήκη και απάντα με ό,τι βρήκες εκεί.
Είμαι πλέον στο γραφείο, κάθομαι με μια μεγάλη αναστάτωση στα χέρια λες και δεν ήθελα, λες και με πίεσα να κάτσω, μα όπως και να έχει η φωνή στο μυαλό μου είναι δίκη μου, μου ανήκει άρα δε με διατάζει, σωστά δε λέω; Μπορείς να μου απαντήσεις σε αυτό μονό τουλάχιστον; Κανείς δεν απάντησε, μα πως περίμενα απάντηση, είμαι μόνο εγώ και ένα δωμάτιο, τόσο φτωχό που για φως έχει μια λάμπα που τρεμοσβήνει και έχουν σβηστεί τα πορτοκαλί γράμματα πάνω, που δήλωναν τη δύναμή της.
Άνοιξα το συρτάρι σιγά – σιγά, αυτός ο ήχος όταν το ξύλο τρίβεται σε άλλο ξύλο και υποφέρει σαν μεσήλικας που έχει αρθριτικά αλλά δε θέλει μέσα του να το παραδεχτεί και κάθεται όρθιος με μια περηφάνια στο σώμα και ένα πόνο στα μάτια, και έτσι το άνοιξα.
Το μονό που υπήρχε μέσα στο συρτάρι ήταν ένας καθρέπτης, πόσο παράξενο, μονό ένας καθρέπτης με μια λευκή λαβή άπλωσα το χέρι μου να τον σηκώσω και μια φωνή μέσα μου σχεδόν ουρλιάζοντας είπε, τι κάνεις; Μη σηκώσεις τον καθρέπτη δεν ξέρεις τι μπορεί να αντικρίσεις. Και με μεγάλη περίεργα τον ρώτησα μα τι άλλο μπορεί να αντικρίσω έκτος από εμένα; Τότε ξανά άκουσα την ίδια μου τη φωνή να λέει, και πως είσαι σίγουρος πως είσαι εσύ, έχεις ξαναδεί ποτέ τον εαυτό σου στο καθρέπτη; Ξέρεις πώς είσαι; Ή και ποιος είσαι; Το χέρι μου μούδιασε, πάγωσα ολόκληρος, ποιος είμαι; Άκουγα μέσα στο μυαλό μου σαν λούπα αυτή την πρόταση, ποιος μπορεί να είμαι; Εγώ είμαι εγώ αν και εγώ φαντάζομαι πως είμαι η καλύτερή εκδοχή μου, και αν είναι αλήθεια, πόσες εκδοχές δεν έχω δει; Πρέπει να με δω, πρέπει να μάθω ποιος είμαι, πρέπει να δω τον καθρέπτη, μα αν μου κρύβει και κάτι άλλο ο καθρέπτης κάτι που δεν πρέπει να δω; Μα δε γίνεται να υπάρχει κάτι και εγώ να μου το έκρυβα έτσι; Να κρύβω κάτι από εμένα; Να έχω μυστικά τα μυστικά μου;
Πρέπει να το κάνω, τέλος, ως εδώ, πρέπει να βρω το θάρρος να το δω, δικό μου το δωμάτιο, δικός μου ο καθρέπτης και άγνωστος ο εαυτός μου; Δε γίνεται. Σηκώνω τον καθρέπτη αψηφώντας τη φωνή μέσα μου, που κόντευε να μου σπάσει τα αυτιά μου από τις κραυγές του και τότε ακούγετε ένας κρότος και σκοτάδι, μόλις κάηκε η παλιά τρεμάμενη λάμπα.