Το μπαρ ήταν γεμάτο με κόσμο που χόρευε και έπινε. Η μουσική εναλλασσόταν σε ρεμίξ, ενώ ο μπάρμαν γέμιζε τα ποτήρια με κέφι. Ήταν ένα μέρος στα προάστια της πόλης, όχι το πιο γνωστό που υπήρχε, αλλά για τους περισσότερους θαμώνες σίγουρα το πιο κοντινό. Ήταν βράδυ Παρασκευής, οι περισσότεροι μεσήλικες δεν είχαν όρεξη να τρέχουν στο κέντρο, ενώ οι πιο νέοι σκόπευαν να πάνε αργότερα.
Η Δήμητρα, τριάντα οχτώ χρονών, με μακριά μαύρα μαλλιά και έντονο μακιγιάζ, καθόταν σε ένα σκαμπό κοντά στη μπάρα. Το ποτό της (βότκα) ήταν ανέγγιχτο στο ποτήρι. Εκείνη το κοιτούσε με μεγάλο προβληματισμό και αδιαφορούσε για πολλά αντρικά βλέμματα που αγνάντευαν τα πόδια της και φαντάζονταν το υπόλοιπο κορμί κάτω από το πολύ κοντό μαύρο φόρεμα.
Ήταν σεναριογράφος ταινιών τρόμου μικρού μήκους, κατά κύριο λόγο. Οι παραγωγές στις οποίες έγραφε την πλοκή είχαν χαμηλό μπάτζετ. Ο πατέρας του παιδιού της, ο Αλέξανδρος, αποθανών εδώ και πέντε μήνες, ήταν ηθοποιός που είχε παίξει σε κάποιες από αυτές τις ταινίες. Ο γιος τους, τριών χρόνων πλέον, ρωτούσε συχνά για τον Αλέξανδρο («Πού είναι ο Μπαμπάς;»), αλλά η Δήμητρα άλλαζε θέμα αμέσως.
Ο άντρας που την πλησίασε λεγόταν Πέτρος. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τη Δήμητρα. Ήταν σεναριογράφος και κάποτε υποψήφιος εραστής της Δήμητρας. Την προσέγγιζε για πάνω από πέντε χρόνια, ακόμα και μετά την ιδιωτική σχολή που είχαν τελειώσει. Όταν έμαθε, όμως, πως εκείνη έκανε παιχνίδι με ταινίες τρόμου, την παράτησε.
Κάθισε στο διπλανό σκαμπό. Ο μπάρμαν τον πλησίασε, αλλά ο Πέτρος του είπε πως δεν θα καθόταν πολύ. Έπειτα, γύρισε προς τη Δήμητρα. Δεν είπε κάτι.
Εκείνη το σκέφτηκε λίγο. Το σκέφτηκε κι άλλο. Δεν τον συμπαθούσε. Γιατί ήξερε. Όχι με απόλυτη σιγουριά, αλλά ήξερε. Τα χέρια της ακουμπούσαν στην άκρη του φορέματός της και κινούνταν νευρικά. Εν τέλει, τον ρώτησε: «Τι θες;»
«Ακόμα τον πενθείς;»
«Πάντα θα τον πενθώ».
«Δεν το αξίζει. Ούτε εσύ θα το αξίζεις», της τόνισε και χαμογέλασε. «Ήρθα εδώ γιατί άφησα τη δουλειά στη μέση». Αυτό δεν ήταν απόλυτα ακριβές. Από τύχη τη βρήκε στο μπαρ. Όμως, εν τέλει αποφάσισε πως θα μπορούσε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με την οικογένειά της.
«Ο Αλέξανδρος ήταν καλός άνθρωπος. Καλύτερος από εσένα».
«Ο Αλέξανδρος ήταν σαν και εσένα, Δήμητρα. Ένα φρικιό. Έπαιζε σε ταινίες τρόμου, γαμώτο. Ταινίες που έγραφες εσύ. Είστε σαλταρισμένοι. Ο άντρας σου και εσύ είστε για το τρελοκομείο, το καταλαβαίνεις;»
«Δεν ήταν άντρας μου».
«Τι;»
«Δεν είχαμε παντρευτεί».
«Ο μικρός είναι μούλικο;» Γέλασε. «Δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται περίεργο. Του ταιριάζει γάντι».
«Άντε γαμήσου».
«Άκουσέ με καλά, Δήμητρα». Την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο, κάτι που τον ερέθισε. «Εδώ ήρθα για να σκοτώσω και εσένα, το καταλαβαίνεις; Ε; Ό,τι κάνω έχει απόλυτη σημασία. Δε γίνεται ο κόσμος να υπάρχει με φρικιά σαν εσάς. Έφυγε ένας, ο κόσμος έγινε λίγο καλύτερος. Θα φύγεις και εσύ, ο κόσμος θα γίνει δύο φορές καλύτερος. Αρκετά προβλήματα έχουμε σαν χώρα, δε χρειαζόμαστε και ψυχάκηδες να γυροβολάνε και να μας παίρνουν τις δουλειές. Χάρη σε εσένα, σεναριογράφοι σαν εμένα χάνουν καθημερινά ένα ακόμα μεροκάματο».
«Εδώ υπάρχει όντως κάποιος που έχει πρόβλημα, Πέτρο. Κι αυτός είσαι εσύ». Τον κοίταξε. «Είσαι κομπλεξικός και οπισθοδρομικός. Και τώρα άφησε το χέρι μου».
Ο Πέτρος δεν υπάκουσε, αλλά το έσφιξε κι άλλο.
«Άφησέ με». Η Δήμητρα τράβηξε απότομα το χέρι της.
«Έι», είπε ο μπάρμαν. «Υπάρχει πρόβλημα;»
Ο Πέτρος άφησε το χέρι της Δήμητρας.
Εκείνη ένευσε πως όχι και ο μπάρμαν, μετά από πέντε δευτερόλεπτα, απομακρύνθηκε.
«Έχεις κι άλλον που σε πηδάει, λοιπόν;» της είπε ο Πέτρος.
«Έχεις πρόβλημα, Πέτρο. Σκότωσες τον Αλέξανδρο. Σκότωσες έναν άνθρωπο». Κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. Τα μάτια της, κάτω από το μακιγιάζ, φαίνονταν έτοιμα να καταρρεύσουν. «Όσο σκέφτομαι ότι τα Χριστούγεννα ήσουν στο εμπορικό και παρίστανες τον Άη-Βασίλη… έχοντας όλα εκείνα τα παιδιά κοντά σου… Αηδιάζω και μόνο στη σκέψη. Ευτυχώς, δεν έφερα τον γιο μου».
«Ο γιος σου θα πεθάνει, Δήμητρα. Ελπίζω να μην έχετε καμιά νεαρή μπεϊμπισίτερ να τον φυλάει. Δεν θα ήθελα να σκοτώσω και εκείνη».
«Είσαι άρρωστος». Γύρισε ξανά προς το μπαρ.
Έκανε να πιάσει το ποτήρι της, αλλά ο Πέτρος την πρόλαβε, της το πήρε και το ήπιε όλο. Εκείνη είχε μείνει σαστισμένη.
Όταν αυτός άφησε το ποτήρι, είπε: «Ο γκόμενός σου έβαλε μπόμπα».
Εκείνη δεν απάντησε. Σκέφτηκε. Τελικά, άλλαξε θέμα: «Ο Αλέξανδρος πίστευε πως η πραγματικότητα μερικές φορές σταματάει. Πως κάποιες στιγμές κάτι παρεμβάλλεται στην πραγματικότητα και παύει τη λειτουργία της. Κάπου-κάπου. Για λίγο. Σαν παρένθεση σε παράγραφο». Κοίταξε φευγαλέα τον μπάρμαν. «Πιστεύω πως ο Αλέξανδρος είχε δίκιο και αυτό που ζούμε τώρα εδώ είναι μια παρένθεση, κάτι που έχει παρεμβληθεί στην πραγματικότητα».
«Ο Αλέξανδρος έπαθε ό,τι του έπρεπε. Θα ακολουθήσεις και εσύ απόψε».
Η Δήμητρα δεν μίλησε.
«Γράφεις παρανοϊκές ιστορίες, Δήμητρα. Ιστορίες γεμάτες θάνατο. Ιστορίες που δεν θα έπρεπε να δημοσιεύονται ή να γίνονται ταινία. Είδες τι έγινε το ’17 με τους ταξιτζήδες*. Μια ταινία ενέπνευσε ένα φονιά. Γιατί γι’ αυτό γράφετε εσείς οι ψυχάκηδες, γιατί το ευχαριστιέστε».
«Οι ιστορίες μου…» Κούνησε το κεφάλι της. «Αυτό νομίζεις, Πέτρο;» Τον κοίταξε χαμογελώντας σφιγμένα. «Νομίζεις ότι το ευχαριστιέμαι να πεθαίνουν άνθρωποι στις ιστορίες μου;»
«Μόνο γι’ αυτό μπορεί να γράφει κανείς τέτοια πράγματα». Γέλασε. «Μη μου πεις, στο κρεβάτι, για να του σηκωθεί του Αλέξανδρου, έπρεπε να έχετε μαχαίρια και να του ψιθυρίζεις τι θα του κάνεις αν δεν τα καταφέρει; Ε; Έτσι φτιαχνόσασταν;»
Η Δήμητρα σήκωσε το χέρι, αλλά ο Πέτρος το έπιασε πριν τον χτυπήσει. «Όχι, πουτάνα. Δεν θα έχεις αυτή την ευκαιρία».
«Οι δολοφόνοι στις ιστορίες μου έχουν περισσότερη αξιοπρέπεια από εσένα, μαλάκα».
«Μιας που το ανέφερες…» Την κοίταξε, καθώς είχε γυρίσει το σώμα της προς το μέρος του. Φάνηκε προβληματισμένος. «Αν θες να έχεις έναν αξιοπρεπή θάνατο, Δήμητρα, να εύχεσαι να μη σε πηδήξω πριν σε σκοτώσω. Μόνο αυτό να εύχεσαι». Της άφησε το χέρι και εκείνη το κατέβασε.
Ο μπάρμαν πλησίασε. «Άκου, φίλε, φύγε, μη σε πετάξω με τις κλοτσιές, εντάξει;»
«Αυτή η γυναίκα, φίλε…» Ο Πέτρος κατάπιε τα λόγια του και ένευσε καταφατικά. Σηκώθηκε. Απευθύνθηκε στη Δήμητρα. «Θα σε περιμένω έξω».
Η Δήμητρα βγήκε λίγο αργότερα, αφού το σκέφτηκε πολύ καλά.
Βρήκε τον Πέτρο σε ένα παράπλευρο δρομάκι. Ήταν πεσμένος στα γόνατα και βογκούσε. Το πρόσωπό του είχε πανιάσει, ενώ έφτυνε αίμα.
Η Δήμητρα κοίταξε γύρω της. Κανείς. Είπε στον Πέτρο: «Είχα έρθει απόψε εδώ σκεπτόμενη να αυτοκτονήσω. Να πιω το αγαπημένο μου ποτό, αφού το δηλητηριάσω. Αλλά όταν ήρθες, θυμήθηκα γιατί είχα διαλέξει τον Αλέξανδρο και όχι εσένα. Και αναθεώρησα. Και σε άφησα να πιεις το δηλητήριο, ξέροντας πως οι κάμερες δε δουλεύουν, γιατί ο μπάρμαν ποτέ δεν θυμάται ότι πρέπει να τις φτιάξει, και επίσης ξέροντας πως, και να πάρει καταθέσεις η αστυνομία από θαμώνες ενός μπαρ, αυτοί δύσκολα θα θυμηθούν. Κι όσο για τον μπάρμαν… θα έλεγα ότι δε σε συμπάθησε και πολύ». Κάτι σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Είχες παραστήσει τον Άη-Βασίλη. Ένας Άη-Βασίλης που έχει σκοτώσει άνθρωπο. Και τώρα πεθαίνεις με αυτόν τον τρόπο».
«Πού… είναι… το αστείο;…» τη ρώτησε με δυσκολία.
«Κάτι μου θυμίζει όλο αυτό». Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. «Μάλλον κάπου διάβασα για μια παρόμοια περίπτωση». Ανασήκωσε τους ώμους. «Αντίο, Πέτρο. Εύχομαι να καείς στην Κόλαση. Και μην ανησυχείς. Σίγουρα θα γραφτεί μια ιστορία και για εσένα».
Και έφυγε.
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/
*Αναφορά στην ταινία «Έτερος Εγώ», η οποία αποσύρθηκε από τους κινηματογράφους έπειτα από κάποια δυσάρεστα γεγονότα.