Αϊβαλί, 1915
Κοίταξε γύρω του ο Ιωακείμ και χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Τι όμορφο μέρος το Αϊβαλί! Τι πλούσιο! Τι ήθελα στην Αργεντινή! Εδώ είναι πλούτος και προκοπή!», σκέφτηκε.
Η δουλειά του στο εργοστάσιο είναι πολύ καλή και με τις δουλειές που παίρνει εκτός εργοστασίου στον ελεύθερο χρόνο του, κοντεύει να τελειώσει τα έπιπλα του σπιτιού τους. Όλοι οι παραγιοί του αγαπούν τον εξάχρονο Γιώργο και του ζητούν να τον πάρουν βόλτα, στα κέντρα και στις παραλίες, έτσι όμορφος με τις καστανόξανθες μπουκλίτσες του είναι αγαπητός.
Ευτυχώς που τον απασχολούν, σκέφτηκε σκοτεινιάζοντας. Η Σοφία γέννησε πρόσφατα το μικρό Μανωλάκη όπως βιαστικά τον βάπτισαν, αλλά το μωρό δεν αναπτύσσεται σωστά. Χάνει βάρος και είναι αδύναμο. Η Σοφία κάθε εβδομάδα πηγαίνει με το βαποράκι το μωρό στο Γραικικό Νοσοκομείο στη Σμύρνη. Στα εξωτερικά ιατρεία, ο γιατρός δυστυχώς δεν τους έδωσε ελπίδες! Η καρδιά του παιδιού είναι αδύναμη και ώρες ώρες μελανιάζει. Ο Ιωακείμ δεν τολμά να προετοιμάσει τη Σοφία…
Κοίταξε τη θάλασσα για τελευταία φορά και συνέχισε το δρόμο του βιαστικά, για την έπαυλη του Τούρκου αξιωματούχου.
Τελικά λίγο καιρό μετά και ενώ τα γεγονότα με τους Νεότουρκους του Κεμάλ έχουν πάρει το δρόμο τους, η οικογένεια θρηνεί για τον δεκαπέντε μηνών Μανωλάκη της. Η επιστήμη ήταν ακόμα ανίσχυρη να τον βοηθήσει!
Ο Ιωακείμ και η Σοφία αναλογίζονταν συχνά, πως οι μέρες της ευημερίας τους εναλλάσσονταν με μέρες απώλειας και θλίψης.
20 Ιουλίου 1915, ταραχές στο Αϊβαλί.
Ο Ιωακείμ είναι απελπισμένος! Έχει ξανακούσει για Αρμένιους ή Έλληνες να εξαφανίζονται ή να δολοφονούνται από τους Τσέτες, αλλά αυτά γίνονταν στα βάθη της Αρμενίας και της Μ.Ασίας. Τώρα βλέπει το χαμό γύρω του! Λεηλασίες, φωτιές, φονικά! Ευτυχώς οι Τούρκοι γείτονες τους δέχτηκαν έναντι αδρής αμοιβής να τους περάσουν απέναντι στη Σμύρνη με το καΐκι τους κρυφά.
Η Σοφία με το Γιωργάκη απ’ το χέρι, τα παιδία από ένα μπογαλάκι, ότι μπορούν να σηκώσουν μόνο, και ο Ιωακείμ με ένα μεγαλύτερο. Κοιτάζει δίπλα του την κατάχλωμη Σοφία, που είναι έγκυος, αυτή τη φορά πρέπει να πάνε όλα καλά!
Γυρίζουν και κοιτούν όλοι το όμορφο σπίτι τους. Τα πράγματά τους έπιπλα ρουχισμός , τα πάντα τα έχει ασφαλίσει σε γερά κιβώτια. Μακάρι να μην λεηλατηθεί το σπίτι και να μπορέσει να γυρίσει να πάρει το βιός τους!
Ο μικρός Γιωργάκης από το Αϊβαλί αυτό θυμόταν, δεκαετίες μετά, όχι τις βόλτες και τις χαρές! Τα σφραγισμένα κιβώτια που αφήσαν πίσω τους, μαζί με τις χαρούμενες αναμνήσεις, να τους περιμένουν μάταια να γυρίσουν.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που είχαν από το πλούσιο αυτό μέρος! Η βάρκα τους περιμένει…
Σμύρνη ξανά!
Όλη αυτή τη χρονιά το Πανισλαμικό Κίνημα, έχει σκοπό να εκκενώσει τα παράλια από τους Έλληνες. Οι διωγμοί Ελλήνων και Αρμενίων είναι άγριοι. Ίσως όχι μέσα στη Σμύρνη, υπό τα όμματα των Διεθνών Προξενείων. Αλλά στην ενδοχώρα η γενοκτονία είναι κτηνώδης!
Στην Σμύρνη η οικογένεια ακολουθεί τη μοίρα όλων των Ελλήνων. «Επιστράτευση», συλλήψεις για όσους αντιστέκονταν και πολλά άλλα…
Κάθε Έλληνας Οθωμανός υπήκοος, δηλ. με επώνυμο σε –ογλου, ή άλλο τουρκοποιημένο, έπρεπε να παρουσιαστεί και να εκπατριστεί για τα «Αμελέ Ταμπουρού» στην «Πέτρα», τα τάγματα εργασίας. Συνήθως μόλις απομακρύνονταν από τις κατοικημένες περιοχές, εξοντώνονταν και εκτελούνταν οι πιο αδύναμοι οι άλλοι ακολουθούσαν μια εξαντλητική πορεία βασανιστηρίων και πείνας όπως έχει περιγραφή από ελάχιστους που επέζησαν.
Έτσι και ο Ιωακείμ παρουσιάστηκε, αλλά έχοντας την φήμη καλού μαραγκού, κατάφερε να κρατηθεί στη Σμύρνη στο Τούρκικο Νοσοκομείο στο δρόμο για το Κικάργιαλι . Λόγω του πολέμου είχαν πολλούς νεκρούς από το μέτωπο και εκείνος με μερικούς βοηθούς κατασκευάζει τα φέρετρα.
Όσοι είχαν χρήματα, δωροδοκούσαν Τούρκους αξιωματούχους για τα γλυτώσουν. Έτσι έφεραν και στον Ιωακείμ μαζί με τους άλλους βοηθούς και δυο τρεις που κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν άνθρωποι της δουλειάς, ούτε τα εργαλεία δεν ήξεραν! Ήταν διανοούμενοι η εργοστασιάρχες που πλήρωναν αδρά για την διατροφή τους στο μάγειρα του Νοσοκομείου. Ο Ιωακείμ δεν είπε τίποτα, αλλά και ο μάγειρας που τον συμπαθούσε τον βοηθούσε με το συσσίτιο για την οικογένεια. Του έβαζε παραπάνω φαγητό και μια κουτάλα λάδι από πάνω και το βράδυ στο σπίτι η Σοφία το κρατούσε για τα παιδιά , τόσα στόματα είχαν να χορτάσουν .
Ακόμα όμως και ο άντρας της Δέσποινας, της αδερφής του Ιωακείμ, προσπάθησε να πληρώσει για να σωθεί! Όσο είχε χρήματα! Μετά κρυβόταν σε φίλους και συγγενείς, μέχρι που τον συνέλαβαν και δεν τον ξαναείδαν ξανά…
Η Δέσποινα προσπάθησε να κρατήσει μόνη τα μπακάλικα με τα παιδιά της. Αργότερα μεγαλώνοντας ο νεαρός πια Κώστας βοηθούσε στο ένα από αυτά .
Μέσα στο 1916 γεννήθηκε η Ελευθερία Σαράφογλου. Η οικογένεια μένει πάλι στην παλιά γειτονιά στον Αγ. Νικόλαο κοντά στους Γρηγορίου όπου τα ξαδέρφια μεγαλώνουν μαζί. Κάποιες φορές ο Γιωργάκης και ο ξάδερφός του Χρήστος Γρηγορίου, πουλάνε παστέλια μαζί για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Η Φωτώ πάντα βοηθός και στήριγμα της Σοφίας που έχει εύθραυστη υγεία. Ο Νίκος Γρηγορίου, σαν Έλληνας υπήκοος, είναι ασφαλής προς το παρόν.
Η μητέρα της Σοφίας η Γαρυφαλλιά χήρα και αυτή πια με την κόρη της Χρύσα και το Νίκο Καραμιχάλη τα νεότερα παιδιά της μένουν ακόμα πίσω από την Αγ. Φωτεινή .
Η λειτουργεία των Ελληνικών σχολείων έχει περάσει στον έλεγχο των Τούρκων με την τοποθέτηση Τούρκων επιθεωρητών. Ανώτερη παιδεία αναγνωρίζεται μόνο από δημόσιο Τουρκικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Οι διακρίσεις και οι διωγμοί, ήπιοι ή άγριοι συνεχίζονται μέχρι το 1919. Η ζωή τους δυσκόλευε συνέχεια.
Ο Ιωακείμ κάποια φορά έλλειψε για δυο εβδομάδες με ένα σφυρί και ένα πριόνι μακριά στο εξοχικό ενός Τούρκου για να του δουλέψει όπως τον διέταξε.
Κάπου εκεί και μετά και τη γέννηση του Ηλία Γρηγορίου, πέθανε και ο Νίκος Γρηγορίου ή Γρηγόρης, από ξυλοδαρμό που έγινε από παρεξήγηση.
Τα δύσκολα αυτά χρόνια πέρασαν αργά, αλλά φτάνοντας το 1919, συμβαίνουν γεγονότα στην οικογένεια, άλλα καλά και άλλα κακά. Πεθαίνει η αδερφή της Σοφίας, η Χρύσα πιθανόν από Ισπανική γρίπη.
Τον Μάρτιο γεννιέται η Μαρίτσα Σαράφογλου όπου μαζί με την Ελευθερία τις βαπτίζουν δυο αδερφές φίλες παλιές της Σοφίας από τον Αγ. Τρύφωνα. Την ίδια χρονιά γεννιέται και η Χρύσα Παπάζογλου. Προφανώς η Καλομοίρα έβγαλε το όνομα της αδερφής της που μόλις είχαν χάσει.
Ο Ιωακείμ είναι πάντα πολύ εργατικός, αρκετά αυστηρός με τα παιδία του, όσο μπορεί προστατευτικός με τη Σοφία και τόσο, όσο εριστικός με τη Γαρυφαλλιά. Μα έχει ελπίδες ακόμα για το μέλλον.
Η ζωή της ευρύτερης οικογένειας πορεύεται ανάμεσα σε αγώνες και αγωνίες, ανάμεσα σε χαρές και απώλειες μέχρι τον Μάϊο το 1919. Μέχρι τότε μικροί και μεγάλοι έχουν βιώσει την αρκετά σκληρή όψη της ζωής, αλλά κανείς τους δεν ξέρει πόσα έχουν ακόμα μπροστά τους….
Μάϊος 1919
Απέναντι από το σπίτι της Δέσποινας έμεναν τρία αδέρφια,(ο Γιώργος, ο Δημήτρης και η αδερφή τους), που είχαν γίνει αδερφικοί φίλοι με τον Ιωακείμ και τη Σοφία από τότε που ήταν νιόπαντροι. Είχαν φύγει για τη Χίο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί είχαν τυπογραφείο και διώροφο σπίτι, και ο ένας ήταν βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου.
Με την απόβαση των Ελληνικών στρατευμάτων στις 16 Μαΐου (2 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο), έρχεται και εκείνος σαν μέλος επιτροπής παρατηρητών της Βουλής. Έτσι κάθε Κυριακή τον φιλοξενούν και τον περιποιούνται.
Οι Έλληνες της Σμύρνης και των περιχώρων από τις 7.30 το πρωί κατακλύζουν το Κέ έτοιμοι να υποδεχτούν τα στρατεύματα σαν ελευθερωτές και όχι σαν ειρηνευτική δύναμη αστυνόμευσης της περιοχής!
Ο μικρός Γιώργος Σαράφογλου, σχεδόν 11 χρονών, ήταν μέσα στο πλήθος που παραληρούσε μεθυσμένο και σε όλη τη ζωή του θυμόταν αυτό το πανηγύρι χαράς.
Η οικογένεια ανάσανε και άρχισε να ευημερεί ξανά. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια ο Ιωακείμ κατάφερε να βελτιώσει τα οικονομικά τους και να αγοράσει οικόπεδο στον Αγ. Τρύφωνα όπου χτίστηκε διώροφο σπίτι. Τα σπίτια εκεί είχαν κοινή αυλή με το πίσω σπίτι και έτσι οι κήποι φάνταζαν μεγαλύτεροι. Ο Ιωακείμ στην στέρνα που υπήρχε κάτω από μια βυσσινιά έβαλε παπάκια για τα παιδιά και κατασκεύασε ένα καραβάκι για το Γιώργο . Τα έπιπλά του έγιναν και αυτά με πολύ μεράκι.
Η αδερφή του Μαρίκα αρραβωνιασμένη πια με το Ιωάννη Συρινίδη , είναι μια πολύ καλή μοδίστρα στην οποία ράβονται οι κυρίες της Σμύρνης για του χορούς στις λέσχες και τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες. Μαζί της μαθαίνει και η Σταυρία την τέχνη. Έχει γίνει μια όμορφη κοπελίτσα πιά και όλες μαζί στολίζουν το νέο σπίτι με υπέροχα εργόχειρα.
Οι εξοχικές κατοικίες Ελλήνων και ξένων αξιωματούχων χρειάζονται κομψά έπιπλα και η δουλειά του Ιωακείμ είναι περιζήτητη πάλι. Τώρα μαζί του μαθαίνει και ο μεγάλος του γιός ο Κώστας. Η μόρφωσή του είχε διακοπεί και η Δέσποινα, χήρα πια, τα δυο μπακάλικα και φεύγει με τα παιδιά της για την Αργεντινή, στις αδερφές τους.
Ο Χαράλαμπος Παπάζογλου βρίσκει δουλειά σαν μηχανικός στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας και φεύγουν από τη Σμύρνη.
Η οικογένεια ελπίζει ξανά, πιστεύει σαυτό το μεθύσι της Μεγάλης Ιδέας, εμπιστεύεται τον Βενιζέλο και όπως οι περισσότεροι Σμυρνιοί αγνοούν τα έκτροπα που γίνονται και από τις δυο πλευρές, αρκετά χιλιόμετρα μακριά, που οδηγούν εκατοντάδες πρόσφυγες προς τα παράλια της Σμύρνης.
Το 1921 η Σοφία είναι έγκυος στο τελευταίο παιδί της οικογένειας Σαράφογλου τον Μιχάλη που γεννιέται αρχές του 1922.
Όλοι τους και η οικογένεια του Ιωακείμ και οι αδερφές της Σοφίας και η χήρα μητέρα της η Γαρυφαλλιά, προσπαθούν να είναι αισιόδοξοι ξανά. Όσο μπορούν ευτυχισμένοι μέσα στις ατυχίες τους αγνοώντας τα σύννεφα που πλησιάζουν….