Λονδίνο, πολλά χρόνια πριν.
Η νύχτα ήταν υγρή. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Τα βήματά του αντηχούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο μετά την καταρρακτώδη βροχή. Περπατούσε σκυφτός. Το καπέλο έκρυβε το πρόσωπό του. Η μακριά καπαρντίνα του ανέμιζε. Η σκιά του απλωνόταν στους τοίχους κι έμοιαζε με μια αλλόκοτη, ψηλόλιγνη σιλουέτα. Διέσχισε ένα στενό, πλακόστρωτο δρομάκι. Ένα ρυθμικό τικ – τικ άρχισε να φτάνει στα αυτιά του. Όσο προχωρούσε, τόσο δυνάμωνε. Έστριψε δεξιά. Ένας άντρας με μαύρα, μακριά, λιγδιασμένα μαλλιά μέχρι τους ώμους, κάλυμμα στο ένα μάτι, κι ένα μπαλωμένο παλτό που σερνόταν, πηγαινοερχόταν χτυπώντας το μπαστούνι του στο έδαφος. Μόλις τον είδε χαμογέλασε. Τα περισσότερα δόντια έλειπαν από το στόμα του. Ήταν ένας «φύλακας».
«Ποιος είσαι;», τον ρώτησε.
«Ένας απλός διαβάτης», έκανε ήρεμα.
Ο ρακένδυτος άντρας ανασήκωσε τα φρύδια.
«Το ξέρεις πως πρέπει να πληρώσεις για να περάσεις έτσι δεν είναι;»
Ένευσε. Ο άντρας κράτησε το μπαστούνι με το άλλο του χέρι και άνοιξε την παλάμη. Εκείνος ακούμπησε πάνω της ένα μεγάλο, ασημένιο νόμισμα. Ο «φύλακας», το έφερε στο ύψος των ματιών του και στένεψε το βλέμμα. Το πλησίασε στο στόμα του και το δάγκωσε με όσα δόντια του είχαν απομείνει.
«Ανάθεμα!», βόγκηξε μόλις ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό κρακ.
Μαζί με το νόμισμα, έφτυσε στη χούφτα του κι ένα δόντι. Βλαστήμησε.
«Μπορείς να περάσεις», έκανε πικρόχολα νεύοντας αδιάφορα προς τον πέτρινο τοίχο που βρισκόταν πίσω του.
Συνέχιζε να βλαστημάει και να χτυπάει νευριασμένος το μπαστούνι του κάτω. Ο διαβάτης τον προσπέρασε. Η φωνή του έμοιαζε μακρινή στα αυτιά του. Εστίασε την προσοχή του στον τοίχο. Μέτρησε τα τούβλα. Τρία δεξιά, τέσσερα αριστερά… Όχι. Όσες φορές και να το έκανε, πάντα μπερδευόταν. Πάντα μετρούσε ανάποδα τα νούμερα και κινδύνευε να τραβήξει λάθος τούβλο. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Ένα λάθος και θα έχανε την ευκαιρία του. Αυτό θα κόστιζε άλλο ένα ασημένιο νόμισμα σε αυτόν και… άλλο ένα σπασμένο δόντι στον φύλακα. Το σωστό ήταν: Τέσσερα δεξιά, τρία αριστερά, δύο κάτω. Το τράβηξε. Ο τοίχος άρχισε να γκρεμίζεται. Ένα άνοιγμα εμφανίστηκε μπροστά του. Το δρασκέλισε με βήμα σταθερό. Σκοτάδι τον περικύκλωσε. Ησυχία απόλυτη επικρατούσε. Άκουσε τα τούβλα να μπαίνουν στη θέση τους. Και τότε… φώτα άρχισαν να εμφανίζονται σιγά σιγά﮲ φανοστάτες και προβολείς. Η σιωπή άρχισε να «σπάει», καθώς φωνές και παιδικά γέλια γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Σχήματα άρχισαν να παίρνουν μορφή και άυλες φιγούρες να αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση. Τα φώτα δυνάμωσαν και η σκηνή, «ζωντάνεψε» και πάλι μπροστά στα μάτια του: ένα υπαίθριο λούνα παρκ, παιδιά που έτρεχαν χαρούμενα, καρουζέλ, συγκρουόμενα αυτοκίνητα και κάθε λογής παιχνίδια.
Κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα έφτανε η ώρα. Πέρασε μέσα από ένα πλήθος παιδιών, χωρίς να τους δώσει σημασία. Άλλωστε, άλλος ήταν ο προορισμός του. Στάθηκε λίγα μέτρα μακριά από τη μεγάλη ρόδα και περίμενε.
«Μπαμπά! Έλα μαζί μου!», άκουσε την παραπονιάρικη φωνή ενός αγοριού μέσα στη φασαρία.
Η καρδιά του σκίρτησε. Άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ένιωθε πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος του.
«Περίμενέ με εδώ Τζίμι!», του απάντησε εκείνος. «Έχει ένα θάλαμο εδώ κοντά. Πρέπει να κάνω ένα σημαντικό τηλεφώνημα. Δεν θα αργήσω!»
Το αγόρι κοιτούσε μια τον πατέρα του που απομακρυνόταν, μια τη ρόδα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει και μια το εισιτήριο που κρατούσε.
«Ξεκινάμε!», ακούστηκε η φωνή του εισπράκτορα.
Ο Τζίμι άρχισε να μετατοπίζει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, νευρικά.
«Πού είσαι μπαμπά;», έκανε ανυπόμονα.
«Τελευταίες θέσεις!»
«Μισό λεπτό!», φώναξε τελικά και του έδωσε το εισιτήριο.
Ο διαβάτης τότε ένιωσε την παρόρμηση να το σταματήσει. Ένιωσε την παρόρμηση να το αρπάξει και να φύγουν τρέχοντας από εκεί. Ήξερε όμως πως δεν έπρεπε να το κάνει. Γνώριζε, πως δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Βγήκε από την κρυψώνα του, προχώρησε προς το μέρος τους κι έδωσε το δικό του εισιτήριο. Πλησίασε το αγόρι τη στιγμή που έμπαινε μέσα στο βαγόνι. Γύρισε και τον κοίταξε. Εκείνος έβγαλε το καπέλο και το πρόσωπό του αποκαλύφθηκε. Ο Τζίμι χαμογέλασε πλατιά.
«Μπαμπά!», αναφώνησε κι έπεσε στην αγκαλιά του. «Πρόλαβες!»
Τον έσφιξε με λαχτάρα. Μπήκαν στη ρόδα.
«Όλα καλά με το τηλεφώνημα;», τον ρώτησε καθώς έδεναν τη ζώνη τους.
Είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν.
«Όλα καλά γιε μου», χαμογέλασε συγκινημένος εκείνος. «Όλα είναι πλέον καλά».
Και η ρόδα ανέβαινε, ανέβαινε, μέχρι που το βαγόνι τους έφτασε στο ψηλότερο σημείο. Σταμάτησε εκεί για μερικά λεπτά.
«Μπαμπά!», φώναξε ο Τζίμι ενθουσιασμένος. «Κοίτα τι όμορφα που είναι! Κοίτα πόσο ψηλά είμαστε!»
Εκείνος χαμογέλασε.
«Βλέπεις τι μικρά που φαίνονται όλα αγόρι μου; Μοιάζουν σαν παιχνίδια… Όλη η ζωή είναι ένα παιχνίδι﮲ ένα παιχνίδι, που μπορείς είτε να χάσεις είτε να κερδίσεις. Δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει από στιγμή σε στιγμή. Πολλές φορές όμως, ακόμα και να χάσεις, ίσως σου προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία, όχι για να ανατρέψει την ήττα σου, αλλά για να την απαλύνει, για να μπορέσεις να την αντέξεις…»
Ο Τζίμι τον κοίταξε μπερδεμένος. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Εκείνη τη στιγμή όμως, τραντάχτηκαν απότομα. Τον αγκάλιασε σφιχτά. Ουρλιαχτά ακούστηκαν από τα υπόλοιπα βαγόνια.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε με δάκρυα στα μάτια, μετά από ακόμα ένα δυνατό τράνταγμα.
Εκείνος τον έσφιξε ακόμα πιο πολύ.
«Μη φοβάσαι», του έλεγε. «Είμαι εδώ, δεν θέλω να φοβάσαι. Σε κρατάω».
Τον απομάκρυνε και τον κοίταξε στα μάτια. Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά του. Η ρόδα τώρα τρανταζόταν συνέχεια.
«Τι..», τραύλισε το αγόρι.
Τον αγκάλιασε ξανά.
«Όλα θα πάνε καλά Τζίμι! Δεν είσαι μόνος σου αγόρι μου! Ακούς;! Δεν είσαι μόνος σου, σε κρατάω!», επανέλαβε προσπαθώντας να ακουστεί μέσα από τις φωνές των άλλων επιβατών και τους λυγμούς του γιού του.
Ένας ανατριχιαστικός θόρυβος ακούστηκε. Έμοιαζε με λαμαρίνες που τρίβονταν μεταξύ τους.
«Τζίμι», συνέχισε. «Θέλω να κλείσεις τα μάτια σου, εντάξει αγόρι μου;»
Εκείνος ένευσε. Ακόμα ένας ανατριχιαστικός θόρυβος, ο ήχος αλυσίδας που σπάει, κι ένα δυνατό κρακ. Η ρόδα ξέφυγε από τη θέση της. Άρχισε να γυρίζει ανεξέλεγκτα και να κατρακυλάει σε όλη την έκταση του λούνα παρκ. Ο Τζίμι έκλαιγε.
«Σε κρατάω!», του επαναλάμβανε συνεχώς ο πατέρας του καθώς τον έσφιγγε πάνω του. «Δεν θα σε αφήσω ποτέ μόνο σου! Σε κρατάω!»
Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να ξεφύγουν. Φωνές, ουρλιαχτά, αίματα, διαμελισμένα κορμιά σκορπίστηκαν παντού. Η γιορτή μετατράπηκε σε ένα πανηγύρι θανάτου.
Μέσα στα θύματα ήταν και ο μικρός Τζίμι Μάνγκους που βρισκόταν πάνω στη ρόδα. Ο πατέρας του, Γκαστόν Μάνγκους, βρισκόταν σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, αρκετά μακριά από το λούνα παρκ, κι έτσι παρέμεινε ζωντανός.
***
Τριάντα χρόνια αργότερα…
«Κάθι, πάλι δεν ήπιες τα γάλα σου;»
Ο παππούς της, καθόταν στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα και την κοίταζε πάνω από τα στρόγγυλα γυαλιά του. Η σβησμένη πίπα του στηριζόταν στην άκρη του στόματός του, από συνήθεια, καθώς εδώ και καιρό είχε σταματήσει να καπνίζει.
«Δεν μου αρέσει παππού», γκρίνιαξε ενώ το ανακάτευε ανόρεχτα.
Καθόταν οκλαδόν πάνω στο ζεστό, χειμωνιάτικο χαλί, μπροστά από το τζάκι. Ακούμπησε την κούπα μπροστά της και τον κοίταξε με τα μεγάλα, γαλανά μάτια της. Εκείνος άφησε την πίπα στο τραπεζάκι δίπλα του, σηκώθηκε και γονάτισε με κόπο μπροστά της.
«Κι αν σου πω μια ιστορία; Θα μπορέσεις να το πιείς τότε;»
Εκείνη ένευσε ζωηρά.
«Θέλω να μου πεις για το νόμισμα που φυλάς στο γραφείο σου!», αναφώνησε.
«Το νόμισμα;», απόρησε εκείνος. «Και πού ξέρεις εσύ για το νόμισμα…;», τη ρώτησε αργόσυρτα δήθεν θιγμένος.
Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και περίμενε.
«Έγώ…», κόμπιασε η Κάθι… «εγώ το είδα μια μέρα και… και μου φάνηκε περίεργο παππού… αυτό είναι όλο», χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν έχω ξαναδεί νόμισμα που να έχει ζωγραφισμένο πάνω του μια ρόδα από λούνα παρκ…», έκανε σιγανά.
Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει.
«Μικρό μου κοριτσάκι», χαμογέλασε εκείνος και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Θα σου πω, αλλά θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα πιείς όλο σου το γάλα, σύμφωνοι;»
Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Η ιστορία αυτού του νομίσματος, ξεκινάει πολλά χρόνια πριν. Κάποτε, σε αυτό το σπίτι ζούσε ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Η ζωή τους ήταν ονειρεμένη. Την ευτυχία τους ήρθε να ολοκληρώσει ο ερχομός ενός παιδιού. Μόνο που… μόνο που η χαρά, γρήγορα μετατράπηκε σε λύπη. Βλέπεις… τα πράγματα, δεν πήγαν καλά. Η κοπέλα πέθανε στη γέννα και ο σύντροφός της, έμεινε μόνος με το αγοράκι. Έπρεπε να φροντίσει να τον μεγαλώσει όσο πιο σωστά μπορούσε, ενώ παράλληλα πάσχιζε να ξεπεράσει τον χαμό της. Αφιέρωσε λοιπόν όλη τη φροντίδα και την αγάπη του στον μικρό Τζίμι. Το παιδί πλέον, ήταν όλη του η ζωή. Μια μέρα, το αγόρι τον παρακάλεσε να το πάει στο λούνα παρκ. Εκείνος δεν μπόρεσε να του αρνηθεί. Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να ανέβουν στη μεγάλη ρόδα, ο πατέρας απομακρύνθηκε για να κάνει ένα σημαντικό τηλεφώνημα. Ενώ όμως είπε στον μικρό Τζίμι να τον περιμένει, εκείνος δεν τον άκουσε. Ανέβηκε μόνος του. Και τότε, μια δεύτερη τραγωδία τον χτύπησε. Ένα τρομακτικό ατύχημα συνέβη. Η ρόδα ξεκόλλησε από τους μεντεσέδες, κι άρχισε να κατρακυλάει ανεξέλεγκτη. Το παιδί, όλοι όσοι επέβαιναν, καθώς και πολλοί επισκέπτες του λούνα παρκ σκοτώθηκαν. Εκείνος βρισκόταν αρκετά μακριά κι έτσι έμεινε ζωντανός. Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό του που δεν ήταν δίπλα στο γιο του».
«Ήθελε να πεθάνει κι συτός;», απόρησε η Κάθι και κατάπιε μια μεγάλη γουλιά από το γάλα της.
«Ήθελε να είναι δίπλα στο γιο του και να του δίνει κουράγιο τη στιγμή που θα πέθαινε. Ήθελε να τον αγκαλιάζει σφιχτά, να του λέει να μη φοβάται και πως όλα θα πάνε καλά. Δυστυχώς όμως δεν ήταν και δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του γι’ αυτό… Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη. Δεν μπορούσε να την αντέξει. Το σπίτι δεν τον χωρούσε. Τριγυρνούσε στην πόλη σαν χαμένος. Αν και είχε πάρα πολλά χρήματα, ζούσε σαν ερημίτης στους δρόμους. Σε μια από αυτές τις περιπλανήσεις του, συνάντησε έναν άντρα﮲ έναν περίεργο άντρα, με κατάλευκα μαλλιά και δέρμα, και καταγάλανα μάτια. Το όνομά του ήταν Damon HellWay. Εκείνος διάβασε τον πόνο στα μάτια του και θέλησε να τον βοηθήσει. Του έδωσε ένα κουτί γεμάτο ασημένια νομίσματα: ένα για κάθε χρόνο της ζωής του, που του απέμενε. Σε κάθε επέτειο του θανάτου του γιου του λοιπόν, εκείνος θα πήγαινε στο σημείο που του είχε υποδείξει, θα πλήρωνε τον «φύλακα» που θα έβρισκε εκεί, και θα άνοιγε μια πύλη στον χρόνο. Όταν δρασκέλιζε την πύλη, θα βρισκόταν και πάλι στο λούνα παρκ. Θα περίμενε να απομακρυνθεί ο παρελθοντικός του εαυτός και τότε θα ανέβαινε εκείνος μαζί με τον γιο του στη ρόδα. Έτσι ο Τζίμι δεν θα πέθαινε μόνος, αλλά στη σιγουριά της αγκαλιάς του πατέρα του».
«Γιατί δεν προσπάθησε να αρπάξει το γιο του από εκεί και να επιστρέψουν μαζί στην εποχή του;», ρώτησε η Κάθι ρουφώντας μια ακόμα μεγάλη γουλιά γάλα.
Σκούπισε τα χείλη με την ανάστροφη του χεριού της και τον κοίταξε όλο αγωνία.
«Η συμφωνία ήταν ρητή. Δεν έπρεπε να αλλάξει τίποτα από όσα συνέβησαν. Το δοκίμασε όμως. Δοκίμασε όλες τις εκδοχές που υπήρχαν για να σώσει τον γιο του. Δοκίμασε να μείνει μαζί του σε εκείνη την εποχή, αλλά κάθε φορά που έφευγαν από τα όρια του λούνα παρκ, το αγόρι εξαφανιζόταν από δίπλα του. Το ίδιο συνέβαινε και όταν προσπαθούσε να περάσει την πύλη μαζί του. Μόλις βρίσκονταν στο παρόν, ο Τζιίμι χανόταν. Έπρεπε λοιπόν να αφήσει τα πράγματα να γίνουν όπως τότε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να είναι δίπλα στον γιο του για να μην φοβάται».
Η Κάθι δεν μίλησε για λίγο. Ήπιε μονορούφι το γάλα που είχε απομείνει κι άφησε την κούπα μπροστά της. Τον κοίταξε στα μάτια.
«Αυτό είναι το τελευταίο νόμισμα που σου έμεινε παππού;»
Εκείνος σάστισε. Ένευσε καταφατικά.
«Και πότε είναι η επέτειος;», συνέχισε το κορίτσι.
«Απόψε», της απάντησε ήρεμα.
«Είπες ότι κάθε νόμισμα ήταν για κάθε χρόνο ζωής που απέμενε… Αυτό σημαίνει πως…», βούρκωσε.
Ο Γκαστόν ένευσε.
Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε.
«Μα είσαι πολύ νέος ακόμα παππού!», ξέσπασε σε λυγμούς. «Μην πας! Σε παρακαλώ μην πας!»
«Κάθι…», έκανε ήρεμα εκείνος και την χάιδεψε στην πλάτη. «Δεν θέλω να φοβάσαι. Η μαμά και ο μπαμπάς θα γυρίσουν από στιγμή σε στιγμή. Δεν θα είσαι μόνη σου. Αν έμαθα κάτι μέσα από όλο αυτό, είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε ότι είναι γραμμένο για εμάς. Πολλές φορές μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά μόνο για να κάνουμε τα πράγματα πιο υποφερτά για εμάς, μα όχι χωρίς τίμημα. Είμαι πολύ νέος ακόμα όπως είπες… Έχεις δίκιο… Το αντίτιμο όμως για κάθε νόμισμα, ήταν μερικοί μήνες ζωής… Πλέον έχει μείνει μόνο ένα νόμισμα… και πρέπει να πληρωθεί απόψε. Βλέπεις… το όνομα του άντρα που μου έδωσε τα νομίσματα, δεν ήταν τυχαίο…. Κάποια στιγμή, όταν θα έχεις μεγαλώσει αρκετά, θα καταλάβεις την πραγματική του σημασία».
Λίγη ώρα αργότερα, η Κάθι είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Εκείνος την ακούμπησε απαλά στο κρεβατάκι της. Κάθισε στο γραφείο του, έβγαλε το νόμισμα από το συρτάρι και το έσφιξε στη χούφτα. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος﮲ έναν πόνο αφόρητο, αβάσταχτο που του τρυπούσε τα σωθικά. Γλίστρησε από την καρέκλα. Γονάτισε στο πάτωμα και πίεσε με το χέρι του το μέρος της καρδιάς.
«Πρέπει να προλάβω….», μονολογούσε. «Πρέπει να προλάβω… Πρέπει… Η ρόδα… δεν πρέπει να είναι μόνος του… όχι…»
«Μπαμπά…», άκουσε μια φωνή.
Σήκωσε το κεφάλι. Ο Τζίμι στεκόταν απέναντί του και τον κοιτούσε. Εκείνος ανακάθισε με κόπο. Το αγόρι του χαμογέλασε και τον πλησίασε.
«Μην φοβάσαι μπαμπά…», του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Τόσο καιρό δεν με άφησες μόνο μου. Ήρθε η σειρά μου να σε κρατήσω…», του ψιθύρισε.
Ο πόνος σταμάτησε αμέσως.
«Μην φοβάσαι…», επανέλαβε ο γιος του. «Σε κρατάω. Εγώ είμαι εδώ. Δεν είσαι μόνος σου… Δεν είσαι μόνος σου, σε κρατάω… Κλείσε τα μάτια… Όλα θα πάνε καλά…»
Λευκό φως τους τύλιξε.
***
Μετά από δύο μέρες…
Η μικρή Κάθι έσφιγγε στη χούφτα της το ασημένιο νόμισμα που βρήκαν στο πάτωμα, δίπλα στον παππού της. Λίγο πριν ξεκινήσουν να πετούν χώμα πάνω στο φέρετρο, πλησίασε κι ετοιμάστηκε να το ρίξει πάνω του. Σταμάτησε όμως αμέσως. Ένιωσε το βλέμμα κάποιου, καρφωμένο πάνω της. Αρκετά μέτρα μακριά της, δίπλα σε ένα μεγάλο γέρικο δέντρο, με χοντρό κορμό γεμάτο ρόζους, στεκόταν ένα αγόρι με κατάλευκα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Την κοιτούσε έντονα.
«Κάθι, πρέπει να φύγουμε…», της ψιθύρισε η μητέρα της.
Το μικρό κορίτσι απέστρεψε το βλέμμα. Ενώ η μητέρα την έσπρωχνε απαλά στην πλάτη, έριξε το νόμισμα στο μνήμα χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Τη στιγμή που απομακρύνονταν κι εκείνο βρισκόταν ακόμα στον αέρα, το αγόρι σήκωσε το χέρι κι άρπαξε κάτι αόρατο. Γύρισε την πλάτη και στράφηκε προς δύο άντρες που στέκονταν μερικά μέτρα μακριά του. Ο ένας είχε κατάλευκα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Ο άλλος, ήταν ένας γοητευτικός άντρας που κρατούσε μερικές χειρόγραφες σελίδες, υπογεγραμμένες με το όνομα Τζέρεμι Σίγκουλ. Το αγόρι τους πλησίασε. Άνοιξε την χούφτα. Ο Damon πήρε το ασημένιο νόμισμα που βρισκόταν μέσα της και το έσφιξε στο χέρι του.
«Το τελευταίο νόμισμα πληρώθηκε», είπε κοφτά.