,

Η ψυχοθεραπεύτρια

Η Νάντια κοιτάχτηκε για μια ακόμη φορά στον μεγάλο επιδαπέδιο καθρέφτη που βρισκόταν δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία του δωματίου της. Παρά τα σαρανταπέντε της χρόνια, παρέμενε μια άκρως σεξουαλική και πανέμορφη γυναίκα. Πέρασε τα χέρια της μέσα απ’ τα μαλλιά της και χτένισε προσεκτικά τις βαριές ολοκόκκινες μπούκλες της. Τα χέρια της χάιδεψαν το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη ώστε να ισιώσει το λευκό φουστάνι της και διόρθωσε το μακιγιάζ της. Πάντα ελαφριά βαμμένα τα μαύρα μάτια της, λίγο ρουζ στα μάγουλά της και μια ελαφριά κόκκινη απόχρωση κραγιόν στα σαρκώδη χείλη της. Φόρεσε τις λευκές τις μπαλαρίνες και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη μπλε πολυθρόνα που βρισκόταν στη μέση του δωματίου.

Στο δωμάτιό της επικρατούσε μια μίνιμαλ διακόσμηση. Μια μεγάλη μπλε πολυθρόνα στη μέση του δωματίου και σε μικρή απόσταση από την πολυθρόνα ένας διθέσιος καναπές σε γήινες αποχρώσεις. Το δάπεδο ήταν καλυμμένο μ’ ένα ολόλευκο χαλί, μια μεγάλη καφέ βιβλιοθήκη βρισκόταν δίπλα στην πόρτα, ενώ ένα καφέ γραφείο υπήρχε ακριβώς απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Σήμα κατατεθέν του δωματίου ήταν μια τεράστια τζαμαρία που έλουζε με φως το μικρό λευκό δωμάτιο. Στους τοίχους κρεμασμένοι μερικοί πίνακες μεσαίου μεγέθους, που απεικόνιζαν τοπία σε γήινα χρώματα και δίπλα από κάθε πίνακα βρισκόταν μια λευκή πόρτα.

Ο ήχος της μιας πόρτας, την ξάφνιασε αν και ήταν έτοιμη για το ραντεβού της. Περίμενε μια κυρία εν ονόματι Τζούλια, ώστε να μιλήσουν για ένα πρόβλημα που τη βασανίζει, αλλά η συγκεκριμένη κυρία είχε καθυστερήσει, γεγονός που ενοχλούσε την Νάντια. Δεν της άρεσαν οι καθυστερήσεις! Κάθισε στη μεγάλη μπλε πολυθρόνα και με την πιο γλυκιά της φωνή προσκάλεσε να μπει στο δωμάτιο τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από την πόρτα.

Μια κοπέλα κοντά στα τριάντα έκανε την εμφάνισή της. Ήταν ψηλή, με λεπτά άκρα, αλλά άκρως χυμώδης, με μια μακριά αλογοουρά. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της άμμου και τα μάτια της ήταν πράσινα, όπως τα φύλλα της άνοιξης. Το δέρμα της λευκό σαν το χιόνι και τα νύχια της βαμμένα στο χρώμα του βύσσινου. Φορούσε μια μακριά μαύρη παντελόνα, ένα ολόλευκο πουκάμισο και ένα ζευγάρι άσπρα αθλητικά παπούτσια. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ένα χρυσό ρολόι, ενώ το αριστερό ήταν φορτωμένο με μια μαύρη τσάντα. Χαμογέλασε στη Νάντια και έκατσε απέναντί της στον διθέσιο καναπέ.

“Καλησπέρα σας! Ονομάζομαι Νάντια Κόλινς. Είστε η κυρία Τζούλια;”, ρώτησε με αμείωτο ενδιαφέρον την αιθέρια ύπαρξη απέναντί της.

Η Τζούλια κούνησε καταφατικά το κεφάλι και την κοίταξε στα μάτια. “Με λένε Τζούλια Νίκολς!”.

Η Νάντια ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι μόλις τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια της Τζούλια, αλλά προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Η Τζούλια, για να έρθει σε εκείνη, χρειαζόταν τη βοήθειά της και η Νάντια θα έπρεπε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Για να μπορέσει να συμπεριφερθεί άκρως επαγγελματικά, θα έπρεπε να ξεκολλήσει τα μάτια της από το χυμώδες κορμί της κοπέλας απέναντί της, αλλά ήταν αδύνατο.

“Πες μου! Τι μπορώ να κάνω για σένα;’, ρώτησε με σταθερή αλλά γλυκιά φωνή η Νάντια.

“Θέλω να κάνω συνέχεια σεξ και ήρθα σε εσάς για να με βοηθήσετε!”, απάντησε η Τζούλια έχοντας κατεβασμένο το κεφάλι, ενώ τη φωνή της σκέπασε το αίσθημα της ενοχής.

Η Νάντια ανασηκώθηκε και προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή της. Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα απ’ το φυσιολογικό κι ένιωθε το φουστάνι να την πνίγει.
“Και πώς νιώθεις γι’ αυτό;”, τη ρώτησε ξανά.

“Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Εσείς πως νιώθετε κυρία Νάντια όταν θέλετε να κάνετε σεξ;”, ανταπέκρουσε η Τζούλια κοιτώντας τη Νάντια στα μάτια αυτή τη φορά.

Η Νάντια πριν απαντήσει την ερώτησή της, την παρατήρησε προσεκτικά. Το πλούσιο στήθος της Τζούλια εξείχε από το σουτιέν, με αποτέλεσμα μέσα από το λευκό της πουκάμισο να διαγράφονται οι υπέροχες ρώγες της. Κάθε φορά που κοιτούσε το στήθος της Τζούλια, το στόμα της στέγνωνε και η υγρασία που υπήρχε ανάμεσα στα πόδια της γινόταν όλο και πιο έντονη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στον εαυτό της να αφεθεί.

“Νιώθω, όπως όλοι φαντάζομαι, μια έξαψη στο σώμα. Η ανάσα μου να γίνεται πιο γρήγορη και οι σκέψεις μου να γεμίζουν με εικόνες που, δυστυχώς στην παρούσα φάση, δεν μπορούν να λεκτικοποιηθουν!”, της απάντησε η Νάντια χειραγωγώντας τις σκέψεις της.

“Μα γιατί δεν μπορούν να λεκτικοποιηθούν;”, ανταπάντησε η Τζούλια.

Η Νάντια σταύρωσε τα πόδια της ώστε να ελέγξει την έξαψη ανάμεσά τους, ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη της μπλε πολυθρόνας που καθόταν και πήρε μια μεγάλη ανάσα ώστε να προλάβει τις σκέψεις πριν γίνουν λέξεις. Η σεξουαλική της επιθυμία αυτή τη στιγμή είχε χτυπήσει κόκκινο. Ήθελε η νεαρή γυναίκα απέναντί της να γίνει δική της. Να κάτσει δίπλα της στον καναπέ, να της ξεκουμπώσει το πουκάμισο και να φιλήσει αυτό το στήθος που τη βασανίζει απ’ τη στιγμή που η Τζούλια πέρασε την πόρτα. Ήθελε να της ξεκουμπώσει το παντελόνι και να εξερευνήσει τον κόσμο ανάμεσα απ’ τα πόδια της. Ήθελε να την κατακτήσει με χίλιους δυο τρόπους, αλλά και να καταπολεμήσει τις δικές της ορμές που την κατέκλυζαν.

Η Νάντια, πριν απαντήσει, έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να διώξει αυτές τις σκέψεις μακριά. Πήρε ελάχιστο χρόνο μέσα στην ηρεμία της και αφού ανέκτησε πλήρως τον έλεγχο, χωρίς να κοιτάξει τη Τζούλια, βρήκε τις κατάλληλες λέξεις για να απαντήσει.

“Γιατί έχω απέναντί μου μια άκρως ελκυστική γυναίκα, η οποία χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα, μου ξύπνησε μια πρωτόγονη σεξουαλική επιθυμία. Δε θα ήθελα λοιπόν να μεταφέρω σε εσένα τις σκέψεις μου αυτή τη στιγμή γιατί δε θα σε άφηνα να βγεις απ’ αυτό το δωμάτιο. Τουλάχιστον ντυμένη! Θα μου επιτρέψεις όμως να σταματήσουμε εδώ αυτή τη συνεδρία διότι δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω και αν κι εσύ το επιθυμείς, μίλα με τη γραμματέα μου ώστε να ορίσουμε ένα ραντεβού για κάποια άλλη στιγμή! Τώρα όμως, σε παρακαλώ, πρέπει να αποχωρήσεις!”.

Η Τζούλια χαμογέλασε, πήρε τα πράγματά της, σηκώθηκε από τον καναπέ και χωρίς να πει λέξη κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κατάλαβε πως ο χρόνος της τελείωσε και έπρεπε οπωσδήποτε να αφήσει την Νάντια μόνη της. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, περίμενε μερικά λεπτά και άκουσε τη Νάντια να φτάνει στην κορύφωση. Χαμογέλασε ξανά και άρχισε να περπατάει στον μεγάλο γκρι διάδρομο με τις πολλές πόρτες.

————————————————————————————————————————

“Κυρία Νίκολς! Σήμερα μείνατε λίγο παραπάνω με την Νάντια ή είναι ιδέα μου; Είναι καλύτερα;”, ρώτησε τη Τζούλια η διευθύντρια της κλινικής. Μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας με αυστηρό χαμηλό κότσο στα μαύρα της μαλλιά, άβαφη, ντυμένη με ένα μαύρο ταγέρ και μαύρες γόβες που περίμενα τη δρ. Νίκολς να βγει από το ασανσέρ.

“Η Νάντια είναι πραγματικά πολύ καλύτερα. Δεν έχει σταθεί πλήρως στα πόδια της αλλά το προσπαθεί. Έμαθε να συγκρατείται και να ελέγχει τις ορμές της και το γεγονός ότι σήμερα αυνανίστηκε μόλις έκλεισα την πόρτα κι όχι όσο ήμουν μέσα, είναι πολύ θετικό στοιχείο!”, απάντησε με επαγγελματικό αλλά γεμάτο ενδιαφέρον τόνο η Τζούλια.

“Σε πόσο καιρό δηλαδή πιστεύετε πως θα έχει αναρρώσει πλήρως;”, ρώτησε ξανά γεμάτη αγωνία η διευθύντρια της κλινικής.

“Δεν μπορώ να σας απαντήσω αυτή την ερώτηση. Έχουμε να κάνουμε με μια ευρέως γνωστή ψυχοθεραπεύτρια, η οποία παλεύει με μια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή σε συνδυασμό με στοιχεία μητρομανίας. Ο ευρωπαϊκός σύλλογος ψυχοθεραπευτών έκανε έκκληση για νοσηλεία και η Νάντια χρήζει φαρμακευτικής αγωγής. Έχει κάνει μεγάλη πρόοδο στον έλεγχο της μητρομανίας της, αλλά ακόμα χρειάζεται τη βοήθειά μας!”, είπε η Τζούλια σε αυστηρό τόνο.

“Φυσικά, κυρία Νίκολς! Η Νάντια είναι πελάτισσά σας καιρό και κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε. Ήδη διαμορφώσαμε το δωμάτιό της, όπως μας ζητήσατε, ώστε να μοιάζει με το γραφείο της για να νιώθει οικεία. Προσέξαμε να μην υπάρχουν μοτίβα και γραμμές λόγω της ιδεοψυχαναγκαστικής της διαταραχής και διατηρήσαμε το λευκό χρώμα σε μεγάλο βαθμό. Φυσικά, έχουμε περιορίσει τις επισκέψεις, ώστε να ελέγχουμε και τα επεισόδια μητρομανίας. Δεν αφήνουμε κανέναν να μπει για να μην ξυπνάει η αχόρταγη επιθυμία της για σεξ και ούτε πλέον καταγράφουμε τις προσωπικές τις στιγμές. Ακολουθούμε πλήρως τις δικές σας εντολές, απλά ρώτησα από περιέργεια. Συγχωρέστε με!”, απολογήθηκε, άθελά της, η διευθύντρια της κλινικής.

Η Τζούλια της χαμογέλασε, την ευχαρίστησε, ορίσανε το ραντεβού τους για την άλλη εβδομάδα και προχώρησε προς την έξοδο. Μόλις έκλεισε η πύλη της κλινικής πίσω της, γύρισε και κοίταξε το παράθυρο της Νάντιας. Ήταν σίγουρη πως μέσα στο σκοτάδι του λευκού της δωματίου η Νάντια θα αφηνόταν ξανά στις ορμές της έχοντας στο μυαλό της την εικόνα της Τζούλια.

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


%d