,

43 δευτερόλεπτα

Η ζωή δεν του είχε φερθεί καλά. Όπως άλλωστε στους περισσότερους ανθρώπους εκείνη την εποχή. Δεν είχε οικογένεια, ούτε φίλους. Κανείς δεν του είχε απομείνει. Περπάτησε περισσότερα από δώδεκα χιλιάδες χιλιόμετρα, χωρίς σκοπό αλλά με μια άγνωστη ελπίδα. Διέσχισε βουνά, πεδιάδες και μεγάλες εκτάσεις ερήμου επί οκτώ μήνες κι επιβιβάστηκε λαθραία, κρυμμένος ανάμεσα σε τεράστια σακιά με τρόφιμα, σε ένα μικρό εμπορικό πλοίο για να φτάσει ως εδώ. Τα ρούχα του ήταν πια κουρέλια και τα παπούτσια του είχαν λιώσει. Όμως τώρα, είχε ένα φθαρμένο γιουκάτα και ήταν ευγνώμων γι αυτό. Μπορεί να είχε χάσει τα πάντα εκτός από τη ζωή του, μπορεί να ήταν κυνηγημένος ή φυγάς από τη φρίκη του πολέμου, ίσως ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό τα βράδια που τον κυνηγούσαν οι ερινύες. Αλλά μέσα στο υγρό σπιτικό του, ήταν ελεύθερος. Και είχε μία ακόμη ευκαιρία στη ζωή.

Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να ανατέλει όταν ξύπνησε. Οι πρώτες ηλιαχτίδες πέρασαν ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων και μπήκαν στη μικρή σπηλιά όπου είχε βρει καταφύγιο τα τελευταία δύο χρόνια. Το ξαφνικό δυνατό φως πόνεσε τα μάτια του. Οι κόρες τους συστάλθηκαν και τα έκλεισε απότομα. Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, παρακολουθώντας τις φλέβες που σχημάτιζαν ματωμένα ποτάμια πάνω στις πορτοκαλί κουρτίνες που κρύβονταν στα βλέφαρά του. Στιγμές όπως αυτή, τις εκτιμούσε περισσότερο από ποτέ άλλωτε. Μέσα τους έβρισκε μια γαλήνη από καιρό χαμένη.

Η μέρα ήταν ήδη αρκετά ζεστή. Φόρεσε  το βρώμικο γιουκάτα κι ένα ταλαιπωρημένο κωνικό καπέλο από ξύλο μπαμπού, ρίχνοντάς το χαμηλά στο πυκνότριχο πρόσωπό του. Η όψη του ήταν εσκεμμένα ασθενική και περπατούσε πάντα καμπουριαστά. Στην Ιαπωνία είχε από καιρό επιβληθεί η στρατιωτική φορεσιά στους άνδρες κι αυτός ήταν ένας τρόπος να κρύβεται από το νόμο. Η ηλικία του και οι κακουχίες που είχε περάσει, βοηθούσαν την εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει στους ντόπιους. Φυσικά, δεν είχε πέσει λίγες φορές θύμα νεαρών που τον ξυλοκοπούσαν και τον έφτυναν για την απαράδεκτη εμφάνιση στην ιαπωνική κοινωνία. Πήρε το αυτοσχέδιο καλάμι του και ακολούθησε ευλαβικά τη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Κατέβηκε το μικρό λόφο, διέσχισε περίπου εκατό μέτρα πυκνού δάσους κι έφτασε σε μια απόμερη βραχώδη ακτή. Κάθησε στην άκρη, βυθίζοντας τα γυμνά του πόδια στο νερό. Το έδαφος ήταν ακόμα δροσερό ενώ οι μικροί κυματισμοί της θάλασσας έβρεχαν τις γάμπες του. Τοποθέτησε στο αγκίστρι ένα σκουλίκι για δόλωμα, περνώντας τη μυτερή του άκρη μέσα από το ζωντανό του σώμα. Έγειρε το καλάμι πίσω και με μια γρήγορη κίνηση το εξφενδόνησε προς τα εμπρός. Ακούστηκε ένας λεπτός και διαπεραστικός ήχος καθώς ο αέρας σχιζόταν στα δύο. Το δόλωμα βρέθηκε στο νερό, λίγα μέτρα μπροστά, με τη βοήθεια μιας μικρής πέτρας για βαρύδι. Πέρασαν μόλις μερικά λεπτά, μα το μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να ταξιδεύει. Ψιθύριζε ολόκληρες προτάσεις στα ιαπωνικά και άνοιγε κουβέντα με τον εαυτό του. Δύο χρόνια στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου δεν είχε πει μιλιά σε κανέναν για να μη διακινδυνεύσει την αποκάλυψη της ταυτότητάς του σε αυτόν τον ξενοφοβικό τόπο. Όλον αυτό το χρόνο παρατηρούσε τον κόσμο προσπαθώντας καθημερινά να τον μιμηθεί, με αποτέλεσμα να μάθει πολλά για τη γλώσσα τους αλλά και τις συνήθειές τους. Όσο για τη μητρική του γλώσσα, είχε τόσο καιρό να τη χρησιμοποιήσει που την είχε σχεδόν ολότελα ξεχάσει.

Όταν η ψαριά της ημέρας ήταν καλή, πήγαινε στην αγορά της πόλης και στεκόταν σε μια άκρη. Κρατούσε πάντα το βλέμμα του χαμηλά για να κρύβει τα χαρακτηριστικά του και η πλάτη του συνήθως πονούσε από το πολύωρο καμπούριασμα. Συχνά τον προσέγγιζαν οι πιο ευκατάστατοι πολίτες για να αγοράσουν από αυτόν. Πολλοί τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά εξ αιτίας της βρώμας στα ρούχα του και της λάσπης στα πόδια του. Το γεγονός πως δεν μιλούσε ποτέ, δεν διευκόλυνε τη θέση του. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί του πετούσαν επιδεικτικά ελάχιστα γιεν στα πόδια, αρπάζοντας περισσότερα προϊόντα από όσα θα αγόραζαν από οποιονδήποτε άλλο ψαρά με τα ίδια χρήματα. Το υπέμενε σιωπηλά και έκανε μια μικρή υπόκλιση. Μερικοί άλλοι, για καλή του τύχη, ήταν πιο τυπικοί. Με αυτό τον τρόπο, όταν δεν τον έδιωχνε κάποιος ένστολος από την αγορά, κέρδιζε ένα μικρό ποσό που διευκόλυνε την επιβίωσή του κατά τους χειμερινούς μήνες. Ήταν και μια γυναίκα, γύρω στα σαράντα πέντε, πάντα ευγενική και γλυκομίλητη. Παρά τον τρόπο που του μιλούσε, την χαρακτήριζε μια αυστηρή ομορφιά στο επιβλητικό της πρόσωπο. Καθαρή και καλοντυμένη, χωρίς την παραμικρή ατέλεια επάνω της, με την ηλικία της να δίνει μεγαλύτερο κύρος στο ήδη δυνατό παρουσιαστικό της. Του έδινε τα χρήματα προτάσσοντάς τα και με τα δυο της χέρια. Κι αυτός με τη σειρά του, αργά και απαλά, άγγιζε τους κόμπους των δακτύλων της στρέφοντας τις άκρες τους προς τις παλάμες της, κλείνοντας εκεί όλα τα γιεν που του πρόσφερε. Δεν τολμούσε να δεχτεί τα λεφτά αυτής της γυναίκας. Και σαν αυτό να μην ήταν αρκετό, της έδινε κάθε φορά περισσότερα ψάρια από όσα χρειαζόταν αποχαιρετόντας την με την πιο βαθιά υπόκλιση.

Όταν είχε πρωτοεμφανιστεί στον τόπο αυτό, ήταν εξασθενημένος. Δε γνώριζε τίποτε για το νέο αυτό κόσμο και κρυβόταν στα δάση. Έτσι είχε ανακαλύψει τη σπηλιά όπου αποφάσισε να κατοικίσει. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα και ξεχώριζαν από μακριά τα περισσότερα κόκκαλα στο σώμα του εξ αιτίας της πείνας. Τα πόδια του ήταν λεπτά κι έτρεμαν. Τις πρώτες μέρες έτρωγε καρπούς από δέντρα, βρώσιμες ρίζες ή χόρτα και κυνηγούσε σκίουρους τους οποίους έψηνε στη φωτιά που άναβε στη σπηλιά του. Οι δυνάμεις του όμως ήταν λιγοστές. Το κυνήγι δύσκολο και η αναζήτηση τροφής χρονοβόρα. Εννέα μέρες αργότερα, περπάτησε βαθιά στο πυκνό δάσος ανηφορίζοντας σε ένα λόφο. Μετά από δεκαοκτώ λεπτά πορείας βόρεια, βρέθηκε στην κορυφή του, σε ένα ξέφωτο. Εκεί είδε για πρώτη φορά έναν αρχαίο σιντοϊκό ναό. Μπροστά από το ναό υψωνόταν μία κόκκινη πύλη φτιαγμένη από ξύλο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και δημιούργησε μία σχεδόν μυστικιστική ατμόσφαιρα που τον ταξίδεψε αιώνες πίσω. Στην αρχή πλησίασε διστακτικά μέσα από τις σκιές. Η περιέργειά του γι αυτό το μέρος μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Καιροφυλακτούσε για ώρα σαν αγρίμι που παραμόνευε το θήραμά του. Αποσύρθηκε από την προστασία την βλάστησης μόνο αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Διέσχυσε αθόρυβα την ξύλινη πύλη με τα γυμνά του πόδια, ανέβηκε τρία σκαλοπάτια και εισήλθε στο ναό. Το εσωτερικό του φωτιζόταν από το αχνό φως επιμελλώς τοποθετημένων κεριών που έκαιγαν ήδη αρκετές ώρες. Στο βάθος, ξεχώρισε στο ξύλινο πάτωμα μερικά φρούτα αφημένα προσεκτικά, μάλλον στα πλαίσια κάποιας τελετής που έγινε νωρίτερα. Μια μάχη με συνεχώς αυξανόμενη ένταση έλαβε χώρα μέσα του για το αν θα έπρεπε να πάρει τα φρούτα ή όχι. Το σώμα του απέκτησε δική του βούληση και κατευθύνθηκε προς αυτά. Σαν μαγεμένος και σε απόλυτη αρμονία με το χώρο, άπλωσε το χέρι του να τα πιάσει. Όταν άγγιξε τη βελούδινη ράχη ενός ροδάκινου, αποτραβήχτηκε αμέσως και πισωπάτησε. Εγκατέλειψε το ναό με γρήγορες και μεγάλες δρασκελιές. Περνώντας όμως ξανά κάτω από τη πύλη συνειδητοποίησε πως μια γυναίκα τον παρακολουθούσε καθόλη τη διάρκεια που βρισκόταν εκεί χωρίς να πει κουβέντα. Σήκωσε απότομα τον αγκώνα του κι έκρυψε πίσω του το πρόσωπό του, τρέχοντας προς το σημείο από όπου είχε βγει από την ασφάλεια του δάσους.

Μέρες πέρασαν και δε φάνηκε να τον αναζητά κανείς. Ένα απόγευμα, αρκετά πριν το σούρουπο, ξεκίνησε πάλι για το ναό. Κάποια δύναμη που δεν κατανοούσε πλήρως τον έλκυε ξανά στο ιερό εκείνο μέρος. Όταν έφτασε, αντίκρυσε γι ακόμη μία φορά τη γυναίκα που τον είχε δει στην πρώτη του επίσκεψη. Καθόταν γονατιστή με τα χέρια σε θέση προσευχής, με μια κορδέλα περασμένη ανάμεσα στους αντίχειρες και τους δείκτες. Αρωματικά ξύλα έκαιγαν στο πλάι της. Η μυρωδιά τους εξαπλωνόταν αρκετά βήματα μακριά. Μπροστά της διέκρυνε τη φωτογραφία ενός άνδρα την οποία η ίδια είχε ακουμπήσει στο πάτωμα. Παρακολουθούσε από απόσταση την προσευχή της. Όταν τελείωσε, η γυναίκα σηκώθηκε τελετουργικά. Σήκωσε τη φωτογραφία ρίχνοντάς της ακόμη μία ματιά και την πέρασε μέσα στο κιμονό της. Καθώς κίνησε για να φύγει, πρόλαβε με την άκρη του ματιού της μια σιλουέτα να σκύβει πίσω από ένα θάμνο. Κατά την έξοδό της, στράφηκε ξανά προς το ναό κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Έμεινε εκεί για πολλά δευτερόλεπτα. Όταν τελικά σηκώθηκε, πλησίασε το θάμνο όπου είχε δει τη σιλουέτα και είπε κάτι στα ιαπωνικά. Έφυγε βιαστικά, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Λίγη ώρα μετά, η γυναίκα επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της αρκετά πράγματα. Όσο περπατούσε, πάνω και πίσω από το κεφάλι της χόρευε η άκρη ενός καλαμιού που είχε στερεώσει στον ώμο της. Πλησίασε έναν από καιρό κομμένο κορμό ενός μεγάλου δέντρου και κάθισε μπροστά του, με τα γόνατα στο χώμα. Άφησε πρώτα το καλάμι στο έδαφος και ύστερα τοποθέτησε στον κορμό ένα σκούρο μπλε γιουκάτα κι ένα κωνικό καπέλο πλεγμένο με ξύλα από καλαμιές. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και άκαμπτο αλλά η φωνή της γλυκιά και γεμάτη συμπόνια. Στη συνέχεια, ακούμπησε στον ίδιο κορμό ένα μικρό ξύλινο δίσκο με μπόλικες μπάλες ρυζιού που συνοδεύονταν με λίγο σάκε. Μιλούσε με λόγια ακατανόητα και για πολλά λεπτά σε έναν ξένο που δεν της παρουσιάστηκε ποτέ. Όσο η γυναίκα μονολογούσε, έβγαλε ξανά τη φωτογραφία του νεαρού άνδρα από το κιμονό της και τη γύρισε προς το δάσος. Ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της. Η φωνή της κόπηκε απότομα για λίγο, μα δεν υπήρχε ίχνος δακρύων στα μάτια της. Εύκολα μπορούσε κανείς να καταλάβει πως ο άνδρας αυτός ήταν σύζυγος ή αδερφός της. Και σίγουρα δε βρισκόταν πια στη ζωή. Πιθανότατα όλα αυτά τα πράγματα να ανήκαν κάποτε σε αυτόν. Πράγματα τα οποία του δόθηκαν ως δώρο. Μάλιστα, ένα ιδανικό δώρο για έναν άνθρωπο τόσο μακριά από την πατρίδα του, σε μια εντελώς νέα κοινωνία για την οποία γνώριζε ελάχιστα και δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα. Όταν η γυναίκα τελείωσε την ιστορία της, σηκώθηκε παίρνοντας μαζί της μόνο τη φωτογραφία, έκανε μια μικρή υπόκλιση κι έφυγε.

Όταν οι αναπολήσεις του παρελθόντος πέρασαν, συνειδητοποίησε πως η πετονιά από το καλάμι είχε σπάσε. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει αρκετά ψηλά στον ουρανό. Ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. Δεν ήταν καλή η ψαριά σήμερα. Είχε όμως μέρες να κατέβει στην αγορά και κάτι μέσα του τον παρακινούσε να πάει. Πίστευε πως είχε έρθει η ώρα να μιλήσει δημόσια την ξένη γλώσσα. Θεωρούσε πως ήταν έτοιμος να πάρει αυτό ρίσκο, με τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί. Περισσότερο από κάθε τι, ήθελε να μιλήσει στη γυναίκα που με τον τρόπο της του έσωσε τη ζωή. Αν κάτι άξιζε ένα τόσο μεγάλο ρίσκο, ήταν αυτό. Ένιωθε την ανάγκη να την ευχαριστήσει όπως της αξίζει. Έτσι, επέστρεψε στη σπηλιά, άφησε το καλάμι του, καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε το γιουκάτα του και ξεκίνησε ανατολικά για την αγορά.

Στάθηκε στην άκρη που καθόταν πάντα όταν πουλούσε ψάρια. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και ο κόσμος συζητούσε χαμηλόφωνα. Έπιασε λέξεις μόνο για ένα συμβάν τρεις μέρες νωρίτερα αλλά δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο κόσμος περπατούσε γρηγορότερα από ότι συνήθως και κάποιοι από τους νεαρούς που συχνά του έκαναν τη ζωή δύσκολη όταν τον έβλεπαν, δεν του έδωσαν καμία σημασία. Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι να κάνει η γυναίκα την εμφάνισή της στην αγορά. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, σε ολόκληρη τη χώρα ίσως, που έδειχνε να αδιαφορεί για ότι κι αν ήταν αυτό που απασχολούσε τόσους άλλους. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, γαλήνιο. Δίχως ίχνος ταραχής. Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που ύψωσε το ανάστημά του κι αν κανείς τον πρόσεχε θα έβλεπε πως ξεχώριζε ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Πλησίασε τη γυναίκα και για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια μίλησε σε κάποιον. «Κοννίτσιουα», είπε, κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση. «Ουατάσι ουά…»

Την πρότασή του έκοψε ένα πολεμικό αεροπλάνο διασχίζοντας με θόρυβο τον ουρανό από πάνω τους. Ήταν 9 Αυγούστου, 1945. Η ώρα στο Ναγκασάκι ήταν 11:01 προ μεσημβρίας όταν το αμερικάνικο αεροσκάφος έριξε την ατομική του βόμβα. Κοίταξαν και οι δύο ψηλά. Παρατηρούσαν τη μικρή μαύρη τελεία που τους πλησίαζε, μη γνωρίζοντας πως τους απομένουν σαραντατρία δευτερόλεπτα ακόμα. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Και μέσα στο χάος που δημιουργήθηκε, αυτοί έμειναν εκεί. Περιμένοντας το αναπόφευκτο. Κανείς δεν ξέρει αν πέρασαν σαράντα χρόνια ή σαράντα δευτερόλεπτα μέχρι να γυρίσει να την κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον ουρανό. Χαμογελούσε και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: