, ,

Η Πύλη του Σολέτ – Φινάλε – Κεφάλαια 8, 9 και 10

Προηγούμενο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΚΤΩ

Έμειναν εκεί λίγη ώρα, μέχρι που ο ήλιος τους ζέστανε αρκετά και τα καρδιοχτύπια καταλάγιασαν.  Σηκώθηκαν όλοι μαζί και πορεύτηκαν μέχρι πάνω στην πέτρινη σκάλα, ρίχνοντας μονάχα μερικές ματιές περιέργειας και θαυμασμού στην πανοραμική θέα της λαμπερής, αφράτης νεφελοπεδιάδας που λαμπύριζε κάτω από το ηλιακό φως.

Τα σύννεφα φαίνονταν πότε-πότε σαν να πάλλονταν από διάσπαρτες, ρόδινες αστραπές, που δεν βροντούσαν ωστόσο, αλλά έμοιαζαν περισσότερο σαν να χτυπούσαν συγχρονισμένα μυριάδες φωτεινές καρδιές.  Και σαν να μην ήταν αρκετή η ομορφιά αυτή από μόνη της, πολλαπλά ουράνια τόξα, σαν πολύχρωμες κορδέλες πορείας από ίχνη κάποιου αόρατου πλάσματος, εμφανίζονταν πολύ κοντά τους ή μακριά τους γεμίζοντας με βουβή ομορφιά το μαγικό τοπίο.

Πρώτος πάτησε ο Σιεξέλ στο τελευταίο σκαλοπάτι και στάθηκε εκεί, με τον Νανακέ σκαρφαλωμένο στους ώμους του, περιμένοντας και τους άλλους.  «Φτάσαμε» είπε απλά στην Σέρεϊ, όταν έφτασε κοντά του και την έπιασε από το χέρι με τη χαρά να αστράφτει στο πρόσωπό του.  Εκείνη του χαμογέλασε με αγάπη και σφίγγοντας τρυφερά την κόρη τους, τον ακολούθησε στην απέραντα μεγάλη πεδιάδα της Αλέβυον όπου ψηλά, ως τη μέση τους στάχυα, χόρευαν σαν θάλασσα από χρυσάφι.  Ο άνεμος γλιστρούσε απαλά γύρω τους δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση ότι ήταν αρχές καλοκαιριού κι ο βαθυγάλανος ουρανός πάνω τους πλαισιωνόταν από κουρέλια σύννεφων σε όλες τις αποχρώσεις του λευκού και του γκρίζου.

Στο βάθος του ορίζοντα, λάμποντας από τις αντανακλάσεις των κατόπτρων πάνω της, στεκόταν η μεγάλη Πύλη του Σολέτ.

«Σε λίγο θα είμαστε εκεί και…» πήγε να πει η Σέρεϊ, όταν ξαφνικά ένα φριχτό βουητό ουρλιαχτών έκοψε τη φράση της στη μέση κάνοντάς τους όλους να πέσουν βογκώντας με τα χέρια τους κολλημένα στ’ αυτιά τους.  «Η Ζώνη των Σεέδι-Σενέμαχ!» αναφώνησε ο Σιεξέλ πάνω από τον μαινόμενο αλαλαγμό κι άρπαξε τον κεφαλόδεσμο της γυναίκας του σκίζοντάς τον βιαστικά σε λωρίδες.  Η Σέρεϊ ούρλιαζε κρατώντας σφιχτά τα χέρια της πάνω στ’ αυτιά της κόρης τους, που έκλαιγε δυνατά, τρομαγμένη από τον κολασμένο ορυμαγδό.  Με σφιγμένα δόντια της έβαλε τις άκρες από τις λωρίδες του υφάσματος μέσα στ’ αυτιά της και της έδωσε άλλη μία για την Νήτ-Ήχρα, που η γυναίκα του προσάρμοσε γρήγορα στα αυτιά του κοριτσιού.  Ο Σιεξέλ, νιώθοντας ναυτία από την δύναμη των κραυγών που έξυναν αδυσώπητα το κρανίο του, πήρε την τελευταία λωρίδα και την τύλιξε σφιχτά γύρω από το κεφάλι του γάτου, που είχε πετρώσει με τ’ αυτιά του ζαρωμένα και σύριζε, ξεροκαταπίνοντας από το άγχος.

Ήταν σαν να είχαν πέσει σε ένα τεράστιο κοπάδι με λυσσασμένες σφήκες.  Κραυγές και ουρλιαχτά αβάσταχτου πόνου, παράλογου θυμού, γέλια ψυχοπαθών και σπαρακτικοί θρήνοι, χείμαρρος από παράφωνα λόγια χωρίς ειρμό, με την ηχώ να τα γιγαντώνει, όλα ανακατεύονταν σε ένα αποκρουστικό μίγμα στ’ αυτιά του Σιεξέλ μέχρι που δεν άντεξε άλλο.  Κατέρρευσε στα στάχυα βογκώντας με τα χέρια σφιχτά πάνω στ’ αυτιά του, νιώθοντας τον κόσμο να σβήνει γύρω του.

Θα πέρασαν ίσως μερικά λεπτά, αλλά του φάνηκαν αιώνας πριν νιώσει τα χέρια της Σέρεϊ δροσερά πάνω του να του βάζουν λίγο ύφασμα στ’ αυτιά και κατόπιν να δένουν μια ακόμη λωρίδα υφάσματος γύρω από το κεφάλι του.  Άνοιξε τα μάτια του κι είδε τα ανήσυχα δικά της.  Δεν άκουγε τι του έλεγε, ήταν σαν να είχε πιει πολύ από το πιο φριχτό κρασί και τώρα το κεφάλι του κουδούνιζε ολόκληρο.  Διάβασε τα χείλη της, όλα καλά, αγάπη μου; Έγνεψε ναι, αδύναμα και σηκώθηκε τρεκλίζοντας, με τον απόηχο των κραυγών να βομβαρδίζει ακόμα υπόκωφα τ’ αυτιά του.  Είδε πως η Σέρεϊ είχε τυλίξει ακόμα περισσότερες λωρίδες γύρω από το δικό της κεφάλι, όπως και στα κεφάλια της Νητ-Ήχρα και του Νανακέ.  Το μωρό φαινόταν ανήσυχο ακόμα, αλλά τουλάχιστον δεν υπέφερε, ενώ ο γάτος δεν έκαμνε καμιά κίνηση να τινάξει από πάνω του το πανί, καταλαβαίνοντας ενστικτωδώς ότι τον προστάτευε.  Αν κι ένιωθε ακόμα την απαίσια αίσθηση από την καταιγίδα των κραυγών, ο Σιεξέλ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα αχνό χαμόγελο με την εικόνα του Νανακέ, που καθισμένος στην αγκαλιά του και με το κεφαλάκι του τυλιγμένο σε μια λαμπερή λωρίδα κόκκινου υφάσματος έμοιαζε με κάποιον μυστηριώδη βασιλιά μιας παραμυθένιας χώρας.

Συνέχισαν να περπατάνε βιαστικοί με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα, σαν αντανακλαστική κίνηση να προστατευτούν στις ασυνάρτητες αντηχήσεις, μέχρι που πέρασαν την πεδιάδα με τα στάχυα και έφτασαν σε έναν τεράστιο κύκλο άγονου τοπίου, στρωμένο με λαμπερή, κίτρινη άμμο, όπου στο κέντρο ήταν η Πύλη του Σολέτ.  Η Σέρεϊ χτύπησε απαλά τον ώμο του και την είδε να βγάζει τις λωρίδες από το κεφάλι της.  Τότε κατάλαβε ότι οι κραυγές είχαν σταματήσει, επειδή είχαν βγει από την Ζώνη των Σεέδι-Σενέμαχ και γεμάτος ανακούφιση τράβηξε βιαστικά τα πανιά κι από το δικό του κεφάλι.  Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα μακρινό τζιτζίκι, που του φάνηκε σαν ουράνια μουσική που στάλαζε βάλσαμο.  Έβγαλε τα πανιά κι από τον γάτο και τρίβοντας τα πατικωμένα του αυτιά του είπε με χαμόγελο «πέρασε κι αυτό, πρίγκιπά μου».  Ο Νανακέ αντέδρασε μισοκλείνοντας τα σμαραγδένια του μάτια και προσθέτοντας το δυνατό γουργούρισμά του στους όμορφους ήχους του τοπίου.

Μετά από πορεία κάποιας ώρας ο ήλιος έπεφτε δυνατός πάνω στα κεφάλια τους και η κούραση άρχισε να τους καταβάλει μαζί με την δίψα από τη ζέστη.  Αλλά δεν υπέφεραν για πολύ, γιατί έφτασαν σε μια περιμετρική και ρηχή τάφρο με διάφανο τρεχούμενο νερό που σηματοδοτούσε τον εσώτερο κύκλο της Πύλης του Σολέτ.  Ξεδίψασαν και δρόσισαν τα πρόσωπά τους και συνέχισαν με καλύτερη διάθεση.

Ήδη, αυτό που φαινόταν σαν μια μικρή ορθογώνια πόρτα στο πουθενά, είχε ψηλώσει πάρα πολύ τώρα, ρίχνοντας μια σκιά που όλο και μάκραινε, καθώς ο ήλιος προχωρούσε στον ορίζοντα γέρνοντας μπροστά στην κορυφή από το ψηλό οικοδόμημα που έλαμπε.  Όταν έφτασαν μπροστά στην Πύλη του Σολέτ, τότε μόνο αντιλήφθηκαν το πραγματικό της μέγεθος.  Έμοιαζαν σαν να στέκονταν στη βάση ενός μεγάλου, διάφανου πύργου, που αντί για ογκόλιθους είχε χιλιάδες καθρέφτες στερεωμένους στην πρόσοψή του,τον ένα πάνω στον άλλο, ξεκινώντας από τα πόδια τους και φτάνοντας μέχρι ψηλά και που  αντανακλούσαν τον ήλιο, που τώρα έμοιαζε με απαλό και ρόδινο φεγγάρι.  Σαν να έβλεπες να αιωρείται στη μέση του πουθενά ένα αιθέριο κάστρο, σχεδόν αόρατο, αφού καθρέφτιζε το τοπίο που βρισκόταν πίσω τους.  Όρθιοι μπροστά στην Πύλη του Σολέτ, μπόρεσαν να δουν για πρώτοι φορά τους εαυτούς τους, ολοκάθαρα μέσα από τον καθρέφτη που ξεκινούσε από το κάτω μέρος.  Ο Σιεξέλ τρόμαξε με την εξάντληση που είχε σκάψει τα πρόσωπά τους κι είχε μετατρέψει νεανικά κορμιά σε φιγούρες εκατόχρονων γέρων.  Ακόμα και η Νητ-Ήχρα έμοιαζε ζαρωμένη και ταλαίπωρη, χωρίς να θυμίζει την πραγματική της ηλικία.

«Σιεξέλ;» άκουσε τη φωνή της γυναίκας του, αφύσικα γλυκιά σε σχέση με την εικόνα που παρουσίαζε στον καθρέφτη «τι κάνουμε τώρα;»

Έφτασε λοιπόν η ώρα της αλήθειας, ήρθε σαν ορμητικό ποτάμι η σκέψη του, όλα θα εξαρτηθούν από το τι θα γίνει τώρα.  Έβγαλε τον Νανακέ από τον σάκο, ακουμπώντας τον μαλακά στο έδαφος και μετά, ψαχουλεύοντας με ένα ξαφνικό άγχος, βρήκε την περγαμηνή και την κράτησε σφιχτά στο χέρι του.  Θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο ιερέας:  Όταν σας ευοδώσει η Δημιουργός και φτάσετε στην Πύλη του Σολέτ, πάρε αυτήν την περγαμηνή.  Έχει τις ιερές λέξεις που πρέπει να ειπωθούν δυνατά για να ανοίξει η πύλη και να σας οδηγήσει στα δώρα της θεάς και για να σωθεί η χώρα.  Πρόσεξε όμως, πρέπει οι λέξεις αυτές να διαβάζονται στον καθρέφτη, αλλιώς τίποτα δεν θα γίνει.  Κι όταν τον είχε ρωτήσει ποιες ήταν αυτές οι λέξεις, ο ιερέας περιορίστηκε να μείνει για λίγο σιωπηλός.  Δεν έχει σημασία να ξέρεις, γιατί οι βουλές της θεάς είναι ακατάληπτες για εμάς, τα παιδιά της.  Μπορώ να σου πω ότι είναι μυστικά ονόματα, αλλά κάνε πως δεν το άκουσες, παραβιάζω τους όρκους μου και μόνο που σου λέω αυτό.

Η Σέρεϊ παρέμενε ακίνητη με το βλέμμα της πάνω του, αλλά ένιωθε την πίστη που του είχε στο χαμόγελό της.  Ο άνεμος σαν να είχε σταματήσει, όπως κοίταξε τριγύρω συναισθάνθηκε ότι όλα είχαν σταματήσει, ούτε στάχυα χόρευαν, ούτε σύννεφα γλιστρούσαν στον ουρανό, ούτε καν πουλιά δεν πετούσαν πάνω τους.

Κι εκείνη περιμένει, σκέφτηκε κι ανατρίχιασε από το βάρος της συνειδητοποίησης, δεν πρέπει να την απογοητεύσω.  Άνοιξε με ελαφρά τρεμάμενα χέρια την περγαμηνή αποκαλύπτοντας λέξεις σε σειρά με κεφαλαία γράμματα που έκαμναν μια ομάδα στην αρχή.  Διάβασε σιωπηλά τις λέξεις, όταν κοντοστάθηκε παραξενεμένος.  «Μα αυτά είναι… τα ονόματά μας» μονολόγησε με έκπληξη στρέφοντας το βλέμμα του προς τη Σέρεϊ.  Εκείνη τον πλησίασε ερωτηματική και στάθηκε δίπλα του.  «Τα ονόματά μας;» είπε μπερδεμένη «γιατί να είναι γραμμένα εδώ;» και κοίταξε στην περγαμηνή που έγραφε πράγματι τα ονόματα όλης της οικογένειάς τους, μέχρι και του γάτου:

ΑΤΑΜΑΡΟ

ΣΙΕΞΕΛ

ΣΕΡΕΙ

 ΝΑΝΑΚΕ

ΝΗΤ-ΗΧΡΑ

«Ο ιερέας σου είπε τι χρειάζονται τα ονόματά μας;» τον ρώτησε η Σέρεϊ, κοιτάζοντας με μια παράξενη αίσθηση την γιγάντια Πύλη του Σολέτ που τους καθρέφτιζε, σαν να τους παρακολουθούσε.  Ή μήπως είναι η ίδια η θεά; της ήρθε από το πουθενά η σκέψη και ανατρίχιασε σύγκορμη.  Μας προσμένει να κάνουμε την τελετή και δεν πρέπει να κάνουμε λάθος, δεν πρέπει να την κάνουμε να χάσει την πίστη της σε μας.

«Ναι» διέκοψε τις ανήσυχες σκέψεις της ο Σιεξέλ «μου είπε ότι πρέπει να διαβαστούν δυνατά οι ιερές λέξεις στον καθρέφτη».  Ξετύλιξε λίγο ακόμα την περγαμηνή και είδε μια ακόμα σειρά από ακατάληπτα σύμβολα, που κατά παράξενο τρόπο του θύμιζαν το προηγούμενο κείμενο με τα ονόματά τους.  Έμοιαζαν σαν να είχαν γραφεί αντίστροφα, με κάποια από τα γράμματα γερμένα σε λάθος πλευρά.

«Ναι, είναι τα ονόματά μας και πάλι» είπε ακόμα πιο μπερδεμένη η Σέρεϊ «απλώς είναι γραμμένα με τον τρόπο των ιερών κειμένων» πρόσθεσε καθώς θυμήθηκε τις φορές που σε τελετές έβλεπε τον ιερέα να διαβάζει από το Ιερό Βιβλίο και κάποια φορά που βοηθούσε στον στολισμό του ναού είχε ξεγλιστρήσει γεμάτη περιέργεια να δει πώς ήταν από μέσα το πολύχρωμο, όπως φαινόταν από μακριά βιβλίο.  Είχε δει τέτοια παράξενα σύμβολα και είχε καταλάβει πως ήταν ιερογλυφικά, μπορούσε να τα διαβάζει, αλλά δεν έβγαζε νόημα τι ήταν το περιεχόμενο.  Ο μόνος λόγος που τώρα καταλάβαινε, ήταν επειδή αναγνώριζε τα δικά τους ονόματα κι ίσως γι’ αυτό ο ιερέας τα είχε καταγράψει με κατανοητό τρόπο πιο πάνω.  «Νομίζω ότι εννοεί τη σειρά που πρέπει να τα πούμε» είπε διστακτικά δίνοντας την περγαμηνή στον Σιεξέλ.

«Εντάξει λοιπόν, ας δοκιμάσουμε» είπε με ένα στεναγμό εκείνος και στάθηκε θαρραλέα μπροστά στην πύλη.  Πριν ξεκινήσει στράφηκε ξανά προς το μέρος της δείχνοντας το μωρό «μήπως να σκέπαζες τα αυτιά της Νητ-Ήχρα για να μην τρομάξει;»  Η Σέρεϊ συγκατένευσε και σκέπασε απαλά με τα χέρια της τα αυτιά της κόρης τους δίνοντάς της ένα φιλί για να της αποσπάσει την προσοχή.

Ο Σιεξέλ πήρε μια βαθιά ανάσα και κρατώντας την περγαμηνή μπροστά του φώναξε διαδοχικά με δυνατή φωνή τα ονόματα.

«ΑΤΑΜΑΡΟ!»

«ΣΙΕΞΕΛ!»

«ΣΕΡΕΪ!»

«ΝΑΝΑΚΕ!»

«ΝΗΤ-ΗΧΡΑ!»

Η ηχώ αντιλάλησε μέχρι τα πέρατα, τινάζοντας μερικά τρομαγμένα πουλιά από τα στάχυα και ο γάτος τινάχτηκε παραξενεμένος που άκουσε τόσο δυνατά το όνομά του.  Αλλά πέρα από αυτά τίποτε άλλο δεν συνέβη.  Μια δυσοίωνη σιωπή ακολούθησε, με το φως να θαμπώνει ξαφνικά, καθώς ένα γκρίζο σύννεφο ψηλά, σκέπασε τον ήλιο.

Η Πύλη παρέμεινε ερμητικά κλειστή.

«Τι κάνω λάθος;» είπε απελπισμένος ο Σιεξέλ.  Σκέψου!  Τι είπε ο ιερέας;  Έχει σημασία η σειρά που θα διαβαστούν… «Μήπως η σειρά είναι αυτή που λέει με τα ιερογλυφικά;» αποτόλμησε «και τα πάνω είναι απλώς για να δοθεί στη θεά η δήλωση ότι πρόκειται για τη δική μας οικογένεια;  Ίδια είναι, απλώς διαφέρει το όνομα της μικρής».  Η Σέρεϊ ανασήκωσε τους ώμους «δεν χάνουμε και τίποτα να δοκιμάσουμε… αλλά πρόσεχε» ψιθύρισε κοιτώντας γύρω της κλεφτά «μήπως κάνουμε την Δημιουργό να χάσει την υπομονή της μαζί μας».

«Θα την βρούμε την άκρη, αγάπη μου» την καθησύχασε ο Σιεξέλ «εδώ που φτάσαμε πια, πρέπει να έχουμε θάρρος»  και παίρνοντας ξανά μια βαθιά ανάσα, διάβασε με βροντερή φωνή τη σειρά των ονομάτων όπως ήταν γραμμένα με τα ιερογλυφικά:

«ΑΤΑΜΑΡΟ!»

«ΣΕΡΕΪ!»

«ΣΙΕΞΕΛ!»

«ΝΑΝΑΚΕ!»

«ΗΧΡΑ-ΝΗΤ!»

Και πάλι, αφού έσβησε ο αχός από την τελευταία συλλαβή, απλώθηκε μια ακόμα πιο ζοφερή ησυχία.  Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, γοργά γκρίζα κουρέλια από σύννεφα μαζεύτηκαν πνίγοντας σχεδόν τον ήλιο.

Και η Πύλη παρέμενε αδιάφορα κλειστή, καθρεφτίζοντας τα βασανισμένα τους πρόσωπα, καθώς κατέρρευσαν απογοητευμένοι στο έδαφος.

Μα τι κάνουμε λάθος; αναρωτήθηκε γεμάτος απόγνωση ο Σιεξέλ καθώς καθόταν κατάχαμα δίπλα στην κατοπτρική θύρα της Πύλης.  Η Σέρεϊ, κάθιδρη και απογοητευμένη ακουμπούσε το κεφάλι της στον δροσερό καθρέφτη, σωριασμένη κι αυτή δίπλα στον άντρα της, με την μικρή Νήτ-Ήχρα να παίζει καθισμένη στη άμμο, ενώ ο Νανακέ περιεργαζόταν τον εαυτό του, κάνοντας φιγούρες με απειλητικές καμπούρες και φούσκωνε την λεπτή ουρά του.  Ο Σιεξέλ έκλεισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε στα λόγια που του είχε πει ο Ινάλεμ, πρέπει οι λέξεις αυτές να διαβάζονται στον καθρέφτη… Μα τις είχε διαβάσει και τις πρώτες και τις δεύτερες.  Τι πήγαινε λάθος;  Κάτι του διέφευγε, το ένιωθε να γλιστράει μπροστά στα μάτια του.

Να διαβάζονται…

Μήπως έπρεπε να μη τις διαβάζει δυνατά, αλλά από μέσα του;  Σήκωσε την περγαμηνή και διάβασε με το βλέμμα τις λέξεις, αλλά και πάλι τίποτα δεν έγινε.  Μόνο ένας υπόκωφος βόμβος, σημάδι καταιγίδας που σερνόταν στα πυκνά πια σύννεφα, ακούστηκε διαπεραστικός μέσα στην ακινησία.  Σήκωσε τα μαύρα του μάτια κοιτάζοντας την αντανάκλαση της απελπισίας του, στ’ αλήθεια του ερχόταν να κοπανήσει το κεφάλι του σ’ αυτόν τον αναθεματισμένο καθρέφτη.

Στον καθρέφτη…

Μήπως έπρεπε να κοιτάζει στον καθρέφτη όταν τα διάβαζε;  Φωναχτά το είχε κάνει, οπότε δεν ήταν αυτό, δοκίμασε να τα διαβάσει από μέσα του, αλλά και πάλι τίποτα.  Συγχυσμένος πέταξε την περγαμηνή που ήρθε κι έσκασε ανοιχτή δίπλα στο κάτοπτρο πλάι του.  Ένιωσε ένα χάδι στην πλάτη του και κατάλαβε πως ήταν η Σέρεϊ, δεν ένιωθε ωστόσο το κουράγιο να στραφεί και να αντικρίσει το λυπημένο της πρόσωπο που θα προσπαθούσε σκληρά να τον εμψυχώσει, παρά τη δική της απελπισία.  Δεν ήθελε να μεμψιμοιρεί, αλλά και πάλι είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο, ενώ ήταν τόσο κοντά στο τέλος.  Τόσο κοντά!  Και έφτανε πάλι στο μοιραίο ερώτημα: τώρα, τι μπορούσαν να κάνουν;  Αυτή τη φορά όμως δεν είχε καμιά λύση, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του.

Δεν πρέπει να χάνεις το κουράγιο σου, η οικογένειά σου στηρίζεται σε σένα! μάλωσε τον εαυτό του.  Ας σκεφτούμε τα πράγματα με τη σειρά, ο ιερέας είπε ότι οι ιερές λέξεις πρέπει να διαβαστούν στον καθρέφτη… κι ότι οι λέξεις είναι μυστικά ονόματα…

Μυστικά ονόματα.  Το μυστικό όνομα δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό που ο κάθε κάτοικος του Αΐροτσι, έπαιρνε με το βαφτιστικό του περιδέραιο που έπρεπε να το φοράει εφ’ όρου ζωής για να έχει την εύνοια της θεάς.  Κρυβόταν μέσα στο κοίλωμα του περιδέραιου και κανονικά απαγορευόταν να το βλέπει κάποιος άλλος, αλλά δεν συνέβαινε κάτι αν κάποιος έβλεπε το δικό του κρυφά.  Ο Σιεξέλ ήδη το είχε επιχειρήσει από όταν ήταν μικρός και είχε δει το περιδέραιο μια νύχτα με πανσέληνο, τρέμοντας μην τον πετύχουν οι γονείς του και φάει της χρονιάς του.  Κι όταν το διάβασε με πολύ δυσκολία στο φως του φεγγαριού, ένιωσε απογοήτευση επειδή, αντί να είναι κάποιο μεγαλειώδες όνομα ήταν μια καθημερινή λέξη χωρίς νόημα.

Και το ίδιο σίγουρα θα συνέβαινε και με τα περιδέραια της οικογένειάς του, αν και δεν το είχε προσπαθήσει ποτέ, υπακούοντας στον άγραφο κανόνα.  Ακόμα και το περιδέραιο του Νανακέ, που τον έβλεπε τώρα να χοροπηδά φουσκωτός σαν παγώνι στον καθρέφτη, δεν είχε επιχειρήσει να διαβάσει παρότι κανένας δεν θα τον πρόδινε αν το έκαμνε.  Εκείνη την ώρα ο γάτος του έριξε ένα διαπεραστικό πράσινο βλέμμα, παριστάνοντας τον ήρωα ενάντια στον φανταστικό του εχθρό και χύμηξε πάνω στην περγαμηνή, που ήρθε και κατρακύλησε κολλώντας δίπλα στον καθρέφτη.  Ο Σιεξέλ πήγε να απλώσει το χέρι πάνω στην περγαμηνή για να την μαζέψει -γιατί μπορεί να μην είχε χρησιμεύσει ακόμα, αλλά του την είχε δώσει ο ιερέας και δεν έπρεπε να την χειρίζονται έτσι τσαπατσούλικα- όταν το χέρι του έμεινε μετέωρο στον αέρα.

Γιατί το βλέμμα του είχε πέσει ασυναίσθητα στον καθρέφτη την ώρα που αντανακλούσε το σημείο της περγαμηνής με τα γραμμένα σε ιερογλυφική μορφή γράμματα.  Αυτό που τον έκανε να μείνει έκπληκτος ήταν πως αναγνώρισε αμέσως το δικό του μυστικό όνομα στα γράμματα της περγαμηνής.  Γεμάτος έξαψη, τράβηξε έξω το περιδέραιό του και το άνοιξε με μια βίαιη κίνηση κι όταν διάβασε ξανά, στο φως της ημέρας το μυστικό του όνομα, μια αίσθηση θριάμβου τον κατέλαβε.  Στράφηκε προς την Σέρεϊ και ενώ εκείνη τον κοίταζε εμβρόντητη που είχε ανοιγμένο το περιδέραιό του, ο Σιεξέλ της είπε να ανοίξει και το δικό της για να το δει.  «Μα απαγορεύεται!» φώναξε η Σέρεϊ διαμαρτυρόμενη «αν το μάθουν…»  Μα ο άντρας της την έκοψε «ποιος, καρδιά μου, θα το μάθει εδώ πέρα;  Κανείς άλλος εκτός από εμάς και την Πύλη του Σολέτ δεν υπάρχει σε ακτίνα χιλιομέτρων» και έτεινε ξανά απαιτητικός το χέρι του.

«Σου υπόσχομαι ότι είναι ο μόνος τρόπος για να ανοίξει η πύλη» την καλόπιασε για να σβήσει την αναστάτωσή της.  Διστακτικά εκείνη του έδωσε το περιδέραιό της και ο Σιεξέλ το άνοιξε με γρήγορες κινήσεις.  Κοίταξε το μυστικό όνομα και μετά στράφηκε προς την αντανάκλαση της περγαμηνής στον καθρέφτη.  Διάνα! σκέφτηκε γεμάτος ενθουσιασμό, ίσως να μην έχουν χαθεί όλα!

Δεν χρειάστηκε παρά μερικά λεπτά μόνο ακόμα για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του με τα περιδέραια της Νήτ-Ήχρα και του Νανακέ.  Μετά, αφού τα έβαλε πάλι στη θέση τους, σήκωσε την περγαμηνή τινάζοντάς την από την άμμο και έστησε και την σαστισμένη Σέρεϊ στα πόδια της με ένα λαμπερό χαμόγελο.  Έγραψε στην άμμο τα μυστικά τους ονόματα, διασκεδάζοντας λιγάκι με το γεμάτο σύγχυση βλέμμα της γυναίκας του.  «Βγάζεις τις λέξεις που γράφω;»  Εκείνη έγνεψε καταφατικά, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.

«Ξέρω γιατί κάνουμε λάθος» της είπε και για να προλάβει τις ερωτήσεις της, σήκωσε την περγαμηνή και της έγνεψε με το κεφάλι του προς τον καθρέφτη «κοίταξε εκεί» της είπε και όταν εκείνη έστρεψε το βλέμμα της είδε το κομμάτι με τις λέξεις τις γραμμένες με ιερογλυφικό τρόπο να αλλάζουν σε κάτι που δεν περίμενε.

Οι γραμμένες λέξεις στην περγαμηνή που της αποκαλύπτονταν με την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη ήταν τα μυστικά ονόματα που ήταν γραμμένα στην άμμο!

ΟΡΑΜΑΤΑ

ΛΕΞΕΙΣ ΙΕΡΕΣ

ΕΚΑΝΑΝ

ΤΗΝ ΑΡΧΗ

«Αντί να διαβάζω τις λέξεις της περγαμηνής στον καθρέφτη, απλώς έπρεπε να διαβάσω τις λέξεις μέσα από τον καθρέφτη, επειδή είναι γραμμένες ανάποδα» είπε φωναχτά τη σκέψη της ο Σιεξέλ.  «Είσαι έτοιμη;» της είπε και η Σέρεϊ μπερδεμένη έγνεψε καταφατικά, ενώ ήθελε να πει όχι, δεν είμαι έτοιμη, δεν καταλαβαίνω τίποτα, γιατί έχουμε αυτές τις καθημερινές λέξεις για ονόματά μας;

Χωρίς να της δώσει χρόνο να διστάσει καθόλου, ο Σιεξέλ πήρε για τρίτη φορά μια βαθιά ανάσα και είπε με την πιο βροντερή φωνή που μπορούσε τις λέξεις, των οποίων την αντανάκλαση είχε διαβάσει στον καθρέφτη:

«ΟΡΑΜΑΤΑ!»

«ΛΕΞΕΙΣ!»

«ΙΕΡΕΣ!»

«ΕΚΑΝΑΝ!»

«ΤΗΝ ΑΡΧΗ!»

Όταν ο απόηχος από την τελευταία συλλαβή έσβησε, ο κόσμος έμοιαζε να κρατά την ανάσα του.  Η σιγή ήταν εκκωφαντική, χειροπιαστή στην αβάσταχτη πυκνότητά της.

Για μια στιγμή ο Σιεξέλ ήταν σίγουρος πως είχαν κάνει και πάλι λάθος.

Έβλεπε στο πρόσωπο της Σέρεϊ την πίκρα και την απογοήτευσή της, σχεδόν την άκουγε να λέει, είναι μάταια όλα και οι λέξεις που φωνάζουμε τόσην ώρα είναι ένα παιχνίδι της θεάς με τις ζωές μας.

Κι ύστερα η γη άρχισε να τρέμει σηκώνοντας σκόνη και η Νητ-Ήχρα τσίριξε τρομαγμένη.  Η Σέρεϊ την άρπαξε στην αγκαλιά της και έσκυψε πάνω της, βέβαιη ότι η Πύλη κατέρρεε πάνω στα κεφάλια τους.  Μέσα στην κοσμοχαλασιά ο Σιεξέλ άκουσε τη ραγισμένη φωνή της γυναίκας του γεμάτη ικεσία «Συγχώρεσέ μας, θεά, λυπήσου το παιδί!»  Κι ύστερα κάθε σκέψη έσβησε όταν είδαν τις θύρες να υποχωρούν γεμάτες σκόνη μετά από αιώνες αχρησίας μέσα στον χαλασμό, αντανακλώντας με λάμψεις τις αποσβολωμένες εικόνες τους που μίκραιναν και χάνονταν μέσα στο φως.

Η Πύλη του Σολέτ είχε ανοίξει.

«Σιεξέλ…» άκουσε μέσα σε όνειρο τη ξεψυχισμένη φωνή της Σέρεϊ κι ύστερα πιο δυνατή, «…τα καταφέραμε!  Αγάπη μου, νικήσαμε!» Μέσα σε όνειρο την είδε να τρέχει καταπάνω του με το παιδί αγκαλιά και ένα τεράστιο χαμόγελο να λάμπει στο πρόσωπό της.  Αγκαλιάστηκαν ζητωκραυγάζοντας γεμάτοι αγαλλίαση και χόρευαν ξετρελαμένοι, φιλώντας μια ο ένας και μια ο άλλος το παραξενεμένο προσωπάκι της κόρης τους, που γρήγορα ωστόσο ακολούθησε  στον ενθουσιασμό τους.  Ο Νανακέ, διατηρώντας μια μακάρια έκφραση συγκαταβατικότητας, σαν να έλεγε, εντάξει πώς κάνετε έτσι, άντε ηρεμήστε τώρα να πάμε να δούμε τι έχει μέσα, στεκόταν στον παραστάτη της πύλης με την μακριά του ουρά ένα ανυπόμονο ερωτηματικό.

Όταν η χαρά τους καταλάγιασε, δίνοντας θέση στην λύτρωση, στάθηκαν αγκαλιασμένοι κοιτάζοντας μέσα από την ανοιχτή Πύλη του Σολέτ.  Και το βλέμμα τους πλανήθηκε στην εικόνα μιας μεγαλειώδους αίθουσας θρόνου, όπου τα πάντα ήταν τυλιγμένα σε ένα ιριδίζον φως ουράνιων τόξων.  Δεν υπήρχαν σκιές, παρά μόνο μια λάμψη που παλλόταν παντού χωρίς ωστόσο να πληγώνει τα μάτια, αλλά που τους έφερνε μια ζεστασιά ίδια με κείνη που νιώθει κανείς όταν βρίσκει πράγματα που θεωρούσε ολοκληρωτικά χαμένα.

Και πάνω στον θρόνο, ντυμένη με το φως του φεγγαριού, ήταν καθισμένη η φιγούρα μιας γυναίκας ψηλής, με μακριά μαλλιά που έλαμπαν σαν άπειρα, μικρά διαμάντια.

Η θεά και Δημιουργός τους, η Σαέφαργγυς.

Γεμάτοι δέος, αντίκρισαν εκείνη που είχε το τρομερό παρουσιαστικό των ονείρων του Σιεξέλ, με τα φλογερά της θεϊκά μάτια καρφωμένα πάνω τους, διαπεραστικά και τεράστια, με τη λάμψη χιλίων αστεριών.

Μόνο που τα μάτια αυτά ήταν γεμάτα δάκρυα τώρα.

Δάκρυα που στάλαζαν, δημιουργώντας δυο δίδυμα ποτάμια λιωμένων μαργαριταριών πάνω στις παρειές της θεάς, ενώ ένα απρόσμενα τρυφερό χαμόγελο ήταν απλωμένο πάνω στα άλλοτε σφιγμένα της χείλη.  Και τα χέρια της ήταν απλωμένα γεμάτα λαχτάρα προς το μέρος τους, τόσο πέρα από την θεϊκή, αγέρωχη εικόνα που είχαν στο μυαλό τους για εκείνη και τους έγνεφαν να πάνε κοντά της.

Ο Νανακέ, θαρραλέος όπως πάντα, προχώρησε με τον κομψό, χορευτικό του τρόπο, σκαρφαλώνοντας στον υπερβατικό θρόνο μέχρι που έφτασε στο χέρι της θεάς και έτριψε το μεταξένιο του μουτράκι εκεί, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.  Η λάμψη του χαμόγελου στο πρόσωπο της θεάς είχε τη χάρη της ορχιδέας και την γλυκύτητα της πρωινής αυγής, όταν άγγιξε με το χέρι της το ολόμαυρο, γενναίο γατί.

Σας περίμενα τόσο πολύ καιρό… άκουγαν μέσα στο κεφάλι τους την φωνή της σαν βόμβο μελισσών, ελάτε κοντά μου, όλα τώρα θα πάνε καλά…

Μια γαλήνη τους τύλιξε όταν την πλησίασαν, όταν η θεά έπιασε τα χέρια τους και τους αγκάλιασε έναν έναν, μια γαλήνη όπως εκείνη που βυθίζει τον νου μέσα σε ύπνο ονειρικό, κάνοντας τα πράγματα να μοιάζουν παραμυθένια.

Ναι, όλα θα πήγαιναν καλά πια τώρα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΕΑ

Πολλά χρόνια μετά, ο Σιεξέλ δεν ήταν ακόμα σίγουρος αν όλα αυτά τα είχε στ’ αλήθεια ζήσει ή απλώς τα είχε ονειρευτεί κάποιο νωχελικό απομεσήμερο του καλοκαιριού.  Διηγούνταν τις περιπέτειές τους στο πιο πρόσφατο εγγόνι του, τη Αΐνοθφα, που έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της, την Νητ-Ήχρα στα χρυσαφένια της, σγουρά μαλλιά.  Τα μεγάλα, πρασινωπά της μάτια γούρλωναν γοητευμένα με τις εικόνες που της περιέγραφε εκείνος.

«Και τι έγινε μετά, παππού;  Καταφέρατε να σωθείτε;»

Και ένευε καταφατικά ο Σιεξέλ στέλνοντας ένα χαμόγελο στη Σέρεϊ, που έπαιζε πιο πέρα με ένα από τα εγγόνια του διάσημου γάτου, ολόμαυρο κι αυτό και ήδη από τώρα γεμάτο αφοσίωση στην όμορφη κυρά του, με τα μακριά, ολόλευκα τώρα πια, μαλλιά που ήταν πλεγμένα με χρυσοκλωστές και ρουμπίνια.  Γύρω τους, οι κόρες και οι γιοι τους, οι γαμπροί και οι νύφες τους, όλοι μαζί με τα εγγόνια τους, περιφέρονταν στην γιορτινή ατμόσφαιρα της πεντηκοστής επετείου της σωτηρίας του Αΐροτσι.

Πότε κιόλας είχαν περάσει τόσα χρόνια!

Αλήθεια, δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν όλο αυτό δεν ήταν ένα παραμύθι φτιαγμένο για τα αγαπημένα του παιδιά και τα παιδιά των παιδιών του.  Γιατί ύστερα από εκείνη την ονειρική υποδοχή της θεάς, νιώθοντας μια γαλήνη να μουδιάζει τα μέλη τους, έγειραν και κοιμήθηκαν στα πόδια της, με τελευταία εικόνα το μακάριο χαμόγελο της θεάς Σαέφαργγυς.

Και μετά βρέθηκαν με παράδοξο τρόπο στο σπίτι τους, από εκεί που είχαν ξεκινήσει στην αρχή.

Μόνο που τίποτε δεν ήταν όπως το είχαν αφήσει.  Σαν να μην είχαν φύγει ποτέ, αλλά και τελείως διαφορετικά όλα.  Λες και όλα τα βάσανα τα είχαν ονειρευτεί και η χώρα ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει καμιά τραγωδία, κανέναν πόνο και τίποτα χειρότερο από ένα φύσημα φύλλων που έστρωναν ένα παχύ, πολύχρωμο χαλί στο γόνιμο χώμα.
Τα στάχυα έγερναν βαριά από τον καρπό, τα ζώα είχαν γεννήσει τα μικρά τους και μεγάλωναν κάτω από έναν ζεστό και φιλόξενο ήλιο.  Τα σπίτια ήταν ολόλαμπρα και γεμάτα ομορφιά, χωρίς κανένα σημάδι ότι κάποτε μια καταιγίδα είχε γκρεμίσει τα περισσότερα από αυτά.  Οι γυναίκες που έκλαιγαν τα χαμένα παιδιά τους στις πιο μαύρες τους μέρες του θρήνου και των κραυγών, τώρα τα είχαν στην αγκαλιά τους ολόγερα και ζωηρά, με μια άσπρη τούφα μόνο στα μαλλιά τους να θυμίζει πως όλο αυτό δεν ήταν απλώς ένα όνειρο.

Και ένα από αυτά τα παιδιά ήταν κι ο άμοιρος γιος τους, ο Σαΐρητως.

Θυμήθηκε σαν να ‘ταν χτες εκείνο το παράξενο πρωινό.  Που ξύπνησε νιώθοντας για πρώτη φορά πως είχε ξεκουραστεί,  ύστερα από μήνες ταλαιπωρίας στο παράδοξο βουνό.  Και μεμιάς οι μνήμες γύρισαν όλες μαζί και τινάχτηκε στο άδειο κρεβάτι.

Η θεά!  Ο θρόνος, το αγκάλιασμα, η φωνή της μέσα στο κεφάλι τους… πού είχαν πάει όλα αυτά;   Πώς είχαν βρεθεί πίσω στο σπίτι τους; 

Κι ύστερα είχε ακούσει έναν θόρυβο από δίπλα, εκεί που ήταν το κρεβατάκι της Νητ-Ήχρα.  Αλλά αντί να δει μονάχα την κόρη τους, αντίκρισε το αγοράκι με τα ολόμαυρα μαλλάκια και τα μεγάλα σκούρα μάτια να παίζει αμέριμνο στο κρεβατάκι μαζί με την αδερφή του, σαν να ήταν από πάντα έτσι.

Ο γιος του. 

Ο νεκρός, ανώνυμος γιος του είχε αναδυθεί από τις στάχτες του και ήταν εκεί, ολοζώντανος.  Κεραυνοβολημένος από το θαύμα, έπεσε στα γόνατα εκεί δίπλα τους κι έκλαψε με ασυγκράτητους, δυνατούς λυγμούς.  Και μονάχα όταν το αγοράκι στράφηκε προς το μέρος του, χωρίς να φοβηθεί, κοιτάζοντάς τον με τα λαμπερά του μάτια που έκρυβαν τη σοφία του απείρου και την αθωότητα της νέας ημέρας, πίστεψε ότι όλα ήταν αληθινά.  Και χάιδεψε την λευκή μπούκλα πάνω στο μέτωπό του παιδιού του.

Και λίγο αργότερα, αφού είχε παρασυρθεί από το παιχνίδι των παιδιών του γελώντας το ίδιο δυνατά όσο είχε κλάψει πριν, αφού τα γέμισε φιλιά, πήγε να ψάξει για την Σέρεϊ, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως η γυναίκα του δεν ήταν εκεί να μοιραστεί την αναπάντεχη ευτυχία τους.   Ένας ενδόμυχος φόβος πως κάτι της είχε συμβεί τον άρπαξε ξαφνικά, πνίγοντάς τον αδυσώπητα, μέχρι που την βρήκε έξω στον κήπο της.

Κι έμεινε κατάπληκτος για μερικές στιγμές, επειδή ο κήπος που έβλεπε δεν είχε καμιά σχέση με αυτόν που είχαν αφήσει στην αρχή του ταξιδιού τους.  Τριγύρω δέντρα γεμάτα ώριμους καρπούς έγερναν, τρίζοντας σχεδόν, από το βάρος τους.  Λαχανικά στριμώχνονταν καταπράσινα σε σειρές, λάχανα και μαρούλια, καρότα και κρεμμύδια, κολοκύθια και πιπεριές, ντομάτες, φασολάκια και μπιζέλια, πράγμα απίστευτο γιατί δεν ήταν δυνατό να φυτρώνουν την ίδια εποχή,  όλα αυτά έβριθαν στον κήπο της Σέρεϊ.
Και η ίδια ήταν καθισμένη κατάχαμα πάνω στο χώμα, δίπλα σε ολάνθιστα λουλούδια που τα χάιδευε αφηρημένα.  Όταν έστρεψε το κεφάλι της είδε τα δάκρυα που είχαν αυλακώσει το, γεμάτο με χώματα, πρόσωπό της.

«Αγάπη μου» ψέλλισε ταραγμένος και γονάτισε δίπλα της.

Κι η Σέρεϊ στην αρχή ήταν σιωπηλή, αλλά μετά ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της, παρά τα δάκρυα που συνέχιζαν να κυλούν.  Σαν να ζούσε τη σκηνή με τη θεά που τους καλούσε κοντά της, μόνο που τώρα ήταν η γυναίκα του.  Και του είπε ότι είχε ζήσει κι εκείνη το απίστευτο θαύμα νωρίτερα.  Είχε ξυπνήσει το ίδιο παραξενεμένη που είχαν βρεθεί στο σπίτι τους, ενώ ήταν ακόμη στην αίθουσα του θρόνου.  Ο θόρυβος από δίπλα της είχε τραβήξει την προσοχή και προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει πήγε να δει.  Βλέποντας τον γιο τους να στέκεται στο κρεβατάκι του και να μασουλάει τα ξύλινα κάγκελα της ήρθε ενστικτωδώς στα χείλη το όνομά του, παρότι ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να του το δώσουν πριν.

«Σαΐρητως!» άκουσε σαν ξένη τη φωνή της να διαπερνά τον χώρο και το αγοράκι έστρεψε το βελούδινο βλέμμα του πάνω της.

Μιλούσε στον Σιεξέλ με την ήρεμη φωνή της και εκείνος την έβλεπε, με τα ανακατεμένα της φλογάτα μαλλιά, τα διεσταλμένα καταγάλανα μάτια καρφωμένα πάνω σε κάτι που δεν πίστευε ποτέ ότι θα έβλεπε, να προχωρά αποσβολωμένη, να σκύβει πάνω από το μωρό και να φιλά το κεφαλάκι του με τα μάτια της να τρέχουν σαν ποτάμια.

«Δεν με φοβήθηκε ούτε στάλα, ο γιος μας και μου χαμογέλασε…» κόμπιασε για μια στιγμή η Σέρεϊ αλλά συνέχισε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα «δεν ήθελα να τον τρομάξω άλλο και δεν άντεχα να σε ξυπνήσω γι’ αυτό βγήκα έξω, γιατί ήμουν βέβαιη ότι έβλεπα παραισθήσεις, ότι όλο αυτό θα χανόταν και δεν μπορούσα να το αντέξω…»

Τα χείλη της τρεμούλιασαν κι ο Σιεξέλ την αγκάλιασε σφιχτά ψιθυρίζοντάς της «αγάπη μου, γλυκιά μου αγάπη».  Η Σέρεϊ αναστέναξε και σκούπισε το βρώμικο πρόσωπό της.  «Όταν βγήκα εδώ έξω και είδα όλα αυτά, κατάλαβα ότι δεν ονειρευόμουν ούτε έβλεπα οράματα, αλλά ότι ζούσα ένα θαύμα». Το χαμόγελό της ήταν σαν ήλιος, ζεστό και τρυφερό «όλα είναι ένα θαύμα που καταφέραμε εμείς, η οικογένεια των Αταμάρο, όταν φτάσαμε στη θεά, Σιεξέλ.  Εμείς τη βοηθήσαμε και εκείνη μας έσωσε χαρίζοντάς μας πίσω όλα όσα είχαμε χάσει, όταν η Δημιουργός μας ήταν αβοήθητη και παγιδευμένη στο βουνό της Σήρεϊ-Σησενέγ».

Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι και γαληνεμένοι, ξέροντας πως πια γι’ αυτούς υπήρχε μόνο η ευτυχία, ήταν σίγουροι πως η χώρα τους κι ο κόσμος τους όλος, δεν θα γνώριζε ποτέ πια τις τραγωδίες που είχαν ζήσει πριν καιρό.

Και η πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει την πεποίθησή τους αυτή, όχι μονάχα αργότερα με τον χρόνο, παρά αμέσως μόλις σηκώθηκαν για να πάνε πίσω στο σπίτι.  Γιατί είδαν τον Νανακέ να χουζουρεύει καθισμένος  στην αιώρα αγκαλιά με μια όμορφη ολόλευκη γάτα μισοκλείνοντας τα χρυσοπράσινα μάτια του προς το μέρος τους, σαν να τους έλεγε, ξυπνήσατε επιτέλους;  Ωραία δεν είναι εδώ;  Και όταν πήγαν κοντά του και τον χάιδεψαν με γλυκόλογα, ο γάτος χαμογέλασε μακάρια κάτω από τα μουστάκια του γουργουρίζοντας κι έστρεψε το κεφάλι του στην γαλανομάτα γάτα, που αργότερα έμαθαν πως είχε βρεθεί ξαφνικά κι εκείνη στο σπίτι τους και πως την έλεγαν Ίεκε.
Κι απέμεινε εκεί γαλήνιος, ανταλλάζοντας μαζί της χάδια γεμάτα γατίσια τρυφερότητα.  Κάτι που συνέχισε να κάνει αμέριμνα για τα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια απολαμβάνοντας βασιλική αγάπη από όλη την οικογένεια των Αταμάρο, την δική του οικογένεια.

Στ’ αλήθεια δεν ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά ένα πραγματικό θαύμα.

«Και έζησαν αυτοί καλά» κατέληξε ο Σιεξέλ μακάρια προς την εγγονή του χαμογελώντας «και μεις καλύτερα».  Εκείνη την ώρα, βλέποντας την Σέρεϊ να σηκώνεται παίρνοντας αγκαλιά το γατί και να τους κάνει νόημα, στράφηκε στην μικρή Αΐνοθφα.  «Νομίζω ότι το φαγητό είναι έτοιμο» της είπε «τι λες, δεν πάμε να φάμε;  Όλες αυτές οι ιστορίες μου άνοιξαν την όρεξη».

Κι έτρεξαν, παππούς κι εγγονή, γελώντας προς την οικογενειακή συγκέντρωση στο μεγάλο τραπέζι, όπου όλη η γενιά των Αταμάρο γιόρταζε για πεντηκοστή φορά την σωτηρία του Αΐροτσι στην Πύλη του Σολέτ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ

 Τα είχε καταφέρει.

Ένιωσε να πλημμυρίζει ολόκληρη από τον ενθουσιασμό.  Ύστερα από τρία χρόνια ξηρασίας, είχε βρει την αρχή, επιτέλους.

Κοίταξε με καμάρι από ψηλά τα αγαπημένα της παιδιά αραδιασμένα όμορφα μπροστά της, τους Αταμάρο της, όπως τους είχε ονομάσει.  Ο συμπονετικός Σιεξέλ, η επίμονη Σέρεϊ, ο γενναίος Νανακέ, μέχρι κι η μικρή χαρωπή Νητ-Ήχρα.  Κι όλοι οι άλλοι που ακολουθούσαν μετά, λαμπρύνοντας το όμορφο Αΐροτσί της.

Αγάπες μου, πόσο καιρό σας περίμενα…  Τους έστειλε ένα φιλί, προστατεύοντας προσεκτικά τον πολύτιμο κόσμο του Αΐροτσι που του είχε επιστρέψει όλη τη χαμένη ομορφιά του, για να μην πάθει ποτέ ξανά κακό.

Τώρα είναι η ώρα να μαθευτεί παραέξω.

Πήρε το κινητό της και πληκτρολόγησε την επαφή που ήθελε.  Η οθόνη έλαμψε γαλάζια.

«Έλα, τι γίνεται;»

«Το έγραψα».

«Αλήθεια;  Αυτό είναι υπέροχο νέο!  Πώς το ‘παθες;»

«Εντάξει κυρία μου, τι θα πει πώς το ‘παθα;  Θα μπορούσες να μη ξύνεις πληγές έτσι άκαρδα.  Μου φαίνεται ότι δεν θέλεις καν να σου πω γι’ αυτό».

«Όχι, όχι, είμαι όλη αυτιά, κυρία! Για λέγε, για λέγε».

«Ωραία, είναι ακόμα πρόχειρο, αλλά το έχω ολοκληρώσει…»

«Δεν αφήνεις τους προλόγους λέω γω και να μπεις στο ζουμί της υπόθεσης;»

«Ωχ, σταμάτα πια, τι μουρμούρα είσαι! Η ιστορία είναι για μια οικογένεια λέξεων».

«Οικογένεια λέξεων;  Τι εννοείς τώρα;»

«Πάντα δεν βλέπαμε ιστορίες για την μάχη που δίνουν οι συγγραφείς με την έμπνευση;»

«Μμμμ, ναι, συνήθως ναι.  Και;»

«Ε, και εγώ ήθελα να δω την ιστορία από την πλευρά της ιστορίας».

«Δεν σε πιάνω τώρα».

«Από τα εργαλεία της συγγραφέα, βρε παιδί μου.  Φαντάσου ότι όλα τα μυθιστορήματα ξεκινούν με μια πρώτη πρόταση από λέξεις που τραβάει την προσοχή, που δίνει και την έμπνευση αν θέλεις».

«Αχά.  Κάτι γίνεται τώρα.  Οπότε, λέξεις, μάλιστα.  Και τι γίνεται μ’ αυτές;»

«Φαντάσου αυτή την πρόταση στην αρχή, σαν μια ομάδα λέξεων, ή πιο καλά σαν οικογένεια».

«Και;»

«Και να, δεν έχεις αναρωτηθεί πώς γεννιέται μια έμπνευση;  Αν πούμε ότι αυτή η οικογένεια λέξεων προσπαθεί μέσα από περιπέτειες, στην χώρα όπου ζουν τις ζωές τους σαν κανονικά πλάσματα, γιατί οι λέξεις γεννούν λέξεις, όπως ξέρεις…»

«Μην αρχίζεις τα μυστήρια φιλοσοφικά σου τώρα, σε χάνω».

«Να συγκεντρωθείς, δεν θα σου μασάω και την τροφή!  Τέλος πάντων, λοιπόν για φαντάσου αυτή η οικογένεια να καταφέρνει να φτάσει, με κάποιον τρόπο συμβολικό ας πούμε, στο σημείο επαφής με τη συγγραφέα.  Κι ας υποθέσουμε επίσης ότι επειδή είναι εκείνη που τις δημιουργεί, ότι τους είναι κάτι σαν θεά, ξέρω γω».

«Α, αυτό γίνεται καλύτερο τώρα, πώς σου ήρθε αλήθεια όλη αυτή η ιστορία;»

«Δεν είχα έμπνευση τόσον καιρό όπως ξέρεις, με έπιαναν και τα υπαρξιακά μου, ποιοι είμαστε, που πάμε τι νόημα έχει όλο αυτό.  Κι όπως πάλευα να βρω τις λέξεις που θα μου έφερναν την έμπνευση, ε, εκεί μου ήρθε στο μυαλό ξαφνικά.  Κι είδα όλη αυτή την προσπάθεια από την πλευρά των ίδιων των λέξεων.   Να προσπαθούν να φτάσουν τη θεά τους και να της φέρουν την έμπνευση που θα σώσει και τη δική τους χώρα από την ξηρασία του συγγραφικού μπλοκαρίσματος».

«Σε έσωσαν κι εσένα δηλαδή και την έσωσες κι εσύ την οικογένεια!  Τους συμπάθησα ήδη…»

«…τους Αταμάρο, ναι κι εγώ τους αγάπησα»

«Από πού είναι το όνομά τους; Ή είναι κάνα τυχαίο τουρλού;»

«Όχι, είναι απλώς η λέξη Οράματα αντεστραμμένη, καλό;»

«Ακούγεται κάπως σαν χαβανέζικο ταμπού, μ’ αρέσει!  Για πες μου τώρα λοιπόν κυρία μου και πώς αρχίζει».

«Έλεγα πως δεν θα μου το ζητούσες ποτέ.  Άκου λοιπόν:

Οράματα, λέξεις ιερές, έκαναν την αρχή.

Προπομποί σωτηρίας, εκεί όπου η ελπίδα είχε χαθεί και τα πάντα φαίνονταν κυριευμένα από την κατάρα.  Με τις προσδοκίες να πέφτουν στο κενό για αυτούς που ζούσαν στην άλλοτε πλούσια χώρα του Αΐροτσι…» 

 

ΤΕΛΟΣ

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading