,

Καύση

Ήθελε όταν πεθάνει να κάψουν το σώμα της. Ήταν μια κουβέντα που την επαναλάμβανε πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό. Τόσο συχνά, που οι δικοί της είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται: «Ξέρεις κάτι και δεν μας το λες;» κι αυτή ανασήκωνε τους ώμους της και με τη μονίμως κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπό της απαντούσε: «Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράγματα

Ο άντρας της εκείνη την περίοδο κανόνιζε με τον αδελφό του το μνημόσυνο της μάνας τους. Είχε πεθάνει πριν από περίπου ένα χρόνο η πεθερά της. 1η Σεπτεμβρίου. Η συννυφάδα της υποστήριζε πως το μνημόσυνο θα έπρεπε να γίνει μια εβδομάδα νωρίτερα.

«Δεν είναι σωστό να κλείσει ο χρόνος και μετά να γίνει το μνημόσυνο. Δεν είναι καλό για την ψυχή του πεθαμένου. Δεν ηρεμεί» υποστήριζε η συννυφάδα.

«Ναι, αλλά δε θα έχουν επιστρέψει ακόμα όλοι από τις διακοπές τους» έλεγαν τα αδέλφια.

«Και ποιος θα φτιάξει το σιτάρι; Να το δώσουμε πάλι σε αυτόν που το είχαμε δώσει και στα σαράντα;»

«Ναι, αυτός είχε κάνει πολύ ωραίο σιτάρι. Και μετά καφέδες ή και τραπέζι

«Τραπέζι για τους πρώτους συγγενείς».

«Ναι, αλλά και τον άλλο που ήρθε να σε τιμήσει δεν μπορείς να τον διώξεις».

«Θα φύγουν από μόνοι τους, αλλά κι αν δεν φεύγουν, θα τους πούμε πως η οικογένεια θέλει να μείνει μόνη της αυτή τη στιγμή».

«Και στο τραπέζι ψαρόσουπα, ή και κάτι άλλο;»

«Ψαρόσουπα. Θα πάμε σε αυτό το μαγαζί που είναι απέναντι από το νεκροταφείο και θα τους πούμε. Ξέρουν αυτοί. Θα δώσουμε αριθμό ατόμων και…».

«Κι ο άλλος αν θέλει να έρθει; Δεν μπορούμε να τον εμποδίσουμε. Δηλαδή τι θα του πούμε; Τι “οικογένειες” και δεν ξέρω κι εγώ τι… Δεν μου κάθεται καλά».

«Από την άλλη πάλι μπορείτε να μην κάνετε τραπέζι, αλλά μόνο έναν απλό καφέ και τα λεφτά που θα έδινες για το τραπέζι να τα δώσεις σε ένα ορφανοτροφείο».

Αυτή σε όλες τούτες τις συζητήσεις δε συμμετείχε. Σαν να μην την αφορούσαν. Έπαιζε με το κανίς που είχε ο κουνιάδος της και σκεφτόταν πως αυτή δε θα ήθελε κηδείες και λοιπές αηδίες.

Καύση… Μόνο!!!

Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. Το σώμα έτσι και μείνει άδειο από ψυχή τι είναι; Κάτι το περιττό. Ένα περίττωμα, μια τεράστια κουράδα. Τόση αξία έχει, ναι. Βρωμά, είναι σιχαμένο, φέρει μικρόβια, αρρώστιες κτλ. Γιατί να το τιμούμε τόσο;

Σε ανθρώπους που δεν τους τιμήσαμε, όσο ζούσαν, για να ευχαριστηθεί η ψυχή τους, γιατί να τιμάμε τόσο πανηγυρικά το υπόλειμμά τους, την κουράδα τους;

Κάποτε η Σ., μια γνωστή της που είχε ασπαστεί τον ινδουισμό, της είχε πει πως μετά θάνατο θα ήθελε να κόψουν το πτώμα της σε κομμάτια και να τα πετάξουν στα βουνά για να τα φάνε τα όρνια. Όταν εκείνη το άκουσε, σάστισε και το  βρήκε αποκρουστικό και μόνο σαν ιδέα. Όμως όλες αυτές οι συζητήσεις για μνημόσυνα και τραπέζια είναι πολλαπλάσια αποκρουστικές και σιχαμερές από την ιδέα της Σ.

Αυτή πάλι θα προτιμούσε κάτι πολύ αθόρυβο. Κάτι που δε θα άφηνε καμία ανάμνηση, κάτι που θα ξεχνιόταν. Και δεν ήθελε κηδείες και μνημόσυνα. Δεν ήθελε να την θυμάται κανείς. Δεν ήθελε να γίνει αφορμή για να ανακληθεί καμία μνήμη και να μην μείνει σε κανενός τον εγκέφαλο η παραμικρή της ανάμνηση. Ήθελε να γίνει μια σκόνη που θα σκορπίσει στον άνεμο και θα προστεθεί στα τόσα ορατά- αόρατα μικροσωματίδια της ύλης. Και η ψυχή της, το άυλο, ποιος να ξέρει πού θα βρίσκεται. Ελπίζει μόνο πολύ μακριά. Να ανέβει και να φύγει από τη χώρα, την ήπειρο, τον πλανήτη, το γαλαξία, να γίνει αστερόσκονη σε ένα αέναο διαγαλαξιακό ταξίδι.

Αλεξάνδρα Κομνηνού

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading