Σε λίγο θα ξημέρωνε. Ο κυρ Αλέκος σηκώθηκε κι έριξε ένα ξύλο στην ξύλοσομπα για να δυναμώσει τη φωτιά. Άναψε το γκαζάκι κι ετοιμάστηκε να φτιάξει ένα καφεδάκι μερακλίδικο, γλυκύ βραστό.
«Έλα Χριστίνα, σήκω!»
«Τι ώρα είναι;»
«Έχει σημασία; Ξημερώνει σε λίγο και ο κόκορας ακόμα κοιμάται. Όταν αρχινήσει να λαλάει θα είναι 5.30 εντάξει;»
«Πρωί – πρωί πού το βρίσκεις τόσο κέφι ήθελα να ήξερα… κάνε μου ένα καφέ έρχομαι».
Κάθισαν στο κουζινάκι τους. Το παραθύρι χτυπούσε δυνατά από τον άνεμο.
«Θα κάνει πολύ κρύο σήμερα Χριστίνα, μου το είπανε στον καφενέ χθες βράδυ».
«Να μην βγεις σήμερα έξω. Άσε αυτά που ήξερες… Δεν είσαι παλικαράκι πια. Πέρασαν τα χρόνια Αλέκο… ξύπνα!»
«Εγώ ξύπνιος είμαι… εσύ πιες το καφεδάκι σου και άσε την γκρίνια πρωί – πρωί σε παρακαλώ».
Σιωπή επικράτησε για λίγο. Τα γερασμένα βλέμματά τους ανταμώνανε κάτω από το λιγοστό φως της ξύλοσομπας.
«Να, λέω να πάω στην αγορά να σου φέρω κάτι καλύτερο να μαγειρέψεις. Λέω να περάσω και από το ραφείο να πάρω αυτό το πανταλόνι βρε Χριστίνα… ρεζίλι έχουμε γενεί στον άνθρωπο τόσο καιρό».
«Αφορμή ψάχνεις να ξεπορτίσεις μου φαίνεται».
«Μα τι λες πάλι; Να, κοίτα σήμερα δεν σου είπα πόσο σε αγαπώ ε; Να, σε αγαπώ πολύ – πολύ!»
«Και εγώ σε αγαπάω, αλλά δεν ακούς! Σαν μωρό παιδί κάνεις!»
Εξήντα χρόνια ήταν μαζί, από δεκαοχτώ χρονών παιδιά. Εξήντα χρόνια ζούσαν αγαπημένοι﮲ εξήντα χρόνια γεμάτα αγάπη, ζάχαρες και αλάτια﮲ εξήντα χρόνια χαρές και πίκρες.
Η κυρά Χριστίνα σηκώθηκε από το τραπέζι. Το καντήλι έσβησε αμέσως.
«Να κακό σημάδι!»
«Το καντήλι έσβησε γιατί φυσάει. Θέλει φτιάξιμο το παράθυρο. Άσε τα σημάδια παραπέρα».
«Το παράθυρο… ναι, σωστά… Αν ζούσε, θα έτρεχε να το φτιάξει. Έπιαναν τα χέρια του θυμάσαι…;»
«Έλα – έλα να σε πάρω μια αγκαλιά κορίτσι μου! Θα πάω να σου φέρω και ένα δώρο. Κάτι έχω στο νου μου!»
«Πάντα όταν σκέφτομαι εκείνον αλλάζεις συζήτηση! Γιατί το κάνεις αυτό πάντα…;»
Σιωπή…
«Να εγώ πάω τώρα. Κάνε μια ζεστή φασολάδα για το μεσημέρι. Θα φέρω και κρασί από την ταβέρνα του Νικήτα. Σπατιανό χρυσό σου λέω!»
«Καλά. Βάλε το καπέλο σου σε παρακαλώ και το χοντρό το κασκόλ ε;»
«Μείνε ήσυχη».
Ο κυρ Αλέκος άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σούρουπο. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Εκείνη άναψε το καντήλι, όπως έκανε κάθε μέρα, εδώ και σαράντα χρόνια. Φόρεσε την ποδίτσα της. Άρχισε να συγυρίζει το σπιτικό της και να μονολογεί.
«Ξέρω ότι με ακούς», έλεγε σιωπηλά. «Καλά του είπα πως αν ήσουν εδώ, όλα θα ήταν αλλιώς. Σου είχα πει εκείνο το βράδυ να μην πας. Κάτι θα τρώγαμε… κάτι θα βρίσκαμε… Αυτός ο Γερμαναράς σε πρόλαβε γιε μου… σε πρόλαβε και σου πήρε το ψωμάκι που μας έφερνες…», μουρμούρισε.
Ξαφνικά λύγισαν τα πόδια της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει όλο και πιο αργά, ώσπου σωριάστηκε στο πάτωμα.
«Παιδί μου… παιδί μου…», ψέλλισε.
Ένα απότομο «ντουκ» ακούστηκε. Η πόρτα άνοιξε.
«Χριστίνα ξέχασα το κασκόλ… Χριστίνα! Χριστίνα!»
Έτρεξε προς το μέρος της. Στη συνέχεια πήγε στο δωμάτιο, πήρε το κουτί με τα χάπια και της έδωσε γρήγορα ένα.
«Έλα… έλα θα περάσει…»
Η κυρά Χριστίνα σαν να αναθάρρεψε.
«Έλα, πάμε στο κρεβάτι. Σε κουράζω και εγώ… ενώ πρέπει να σε βοηθάω περισσότερο».
Της έπιασε απαλά το χέρι. Της το έτριψε. Τη φίλησε στο μέτωπο και βγήκε έξω.
«Παιδιά ένα γιατρό!», φώναξε.
Οι γείτονες στην μικρή γειτονιά έτρεξαν αμέσως.
«Ένα γιατρό ρε παιδιά! Η γυναίκα μου!»
Ο γιατρός έφτασε μετά από ένα τέταρτο. Οι γείτονες και ο κυρ Αλέκος, περίμεναν με αγωνία στην αυλή.
«Να, βγαίνει ο γιατρός παιδιά!»
«Γιατρέ πες μας, τι έγινε;»
«Ποιος είναι ο Αλέκος;», ρώτησε εκείνος.
«Εγώ!», φώναξε αμέσως.
«Κύριε Αλέκο, πηγαίνετε να τη δείτε. Είναι καλύτερα και σας έχει ανάγκη. Κι εσείς παιδιά», στράφηκε προς τους γείτονες, «Μην τους αφήνετε μόνους. Μεγάλοι άνθρωποι είναι. Να χτυπάτε την πόρτα και να βλέπετε μήπως χρειάζονται κάτι. Σας μιλάω σαν φίλος όχι σαν γιατρός…»
Εκείνοι ακολούθησαν τη συμβουλή του και το καντήλι της κυρά Χριστίνας δεν έσβησε ξανά από μόνο του για πολλά χρόνια… Δεν της έδωσε ξανά, κανένα κακό σημάδι.