Έχω χτυπήσει πάτο, αν και στα μάτια του κόσμου φαίνεται πως τα έχω πάει αρκετά καλά. Είναι Παρασκευή βράδυ και έχω ολόκληρο το Σαββατοκύριακο μπροστά μου, κι όμως, νιώθω ότι έχει έρθει το τέλος. Ο ατμός από το ζεστό νερό έχει γεμίσει το μπάνιο, εγώ απέναντι από τον καθρέφτη και με το χέρι μου τον σκουπίζω για να δω την αντανάκλασή μου. Ένα βλέμμα κενό, χαμένο μέσα στα απομεινάρια μαύρης μάσκαρας. Τα μαλλιά μου μπερδεμένα σαν τα φίδια της Μέδουσας. Τα χέρια μου ακουμπούν στις άκρες του νιπτήρα και το βλέμμα μου σκοτεινιάζει καθώς το κεφάλι μου γέρνει προς τα κάτω. Νιώθω αρχικά τα χέρια μου να τρέμουν και μετά ακολουθεί όλο μου το σώμα. Γονατίζω στο πάτωμα και κλαίω με λυγμούς.
Μετά από αρκετή ώρα σηκώνομαι. Ανάβω μαύρα κεριά. Το σαλόνι φωτίζεται από την φλόγα των κεριών μου. Κάθομαι στον καναπέ και κοιτώ μία το άμορφο κενό και μία τις φλόγες από τα κεριά. Κάπου στην πορεία αφήνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Επικρατεί σκοτάδι για λίγο. Ξυπνώ και δεν είμαι σπίτι μου. Είμαι σε ένα μέρος γνώριμο και συνάμα άγνωστο. Το σκηνικό αλλάζει μανιωδώς. Μία αδειανή μεγαλούπολή και μία εγκαταλειμμένη παιδική χαρά. Εγώ παραμένω ακίνητη κι όμως κινούμαι. Το φόρεμα μου είναι ένα μακρύ άσπρο φόρεμα από δαντέλα σαν εκείνα τα φορέματα που φορούσαν οι πρώτοι αποικιοκράτες στην μακρινή Αμερική. Τα μαλλιά μου όπως ήταν πάντα αλλά πιο μακριά από ότι τα έχω. Γύρω από το λαιμό ένα παλιό φυλαχτό με κέλτικο σταυρό, που μου είχαν κάποτε χαρίσει οι πρόγονοι μου.
Εγώ ακίνητη προχωρώ σε αυτό το αχανές όνειρο που αλλάζει συνεχώς σκηνικά. Χρώματα έντονα, χαμένα μέσα σε μουντές αποχρώσεις. Φωνές δίχως λόγια, δίχως νόημα που είχαν μια χροιά ανησυχίας και μέσα στο χάος τους σαν να προσπαθούσαν να με προειδοποιήσουν για κάτι. Ξάφνου το σκηνικό παγώνει. Το φόρεμα μου το ίδιο μόνο που είναι μαύρο αυτή την φορά. Η ατμόσφαιρα γύρω και αυτή μαύρη, μαύρη και νεκρική. Είμαι απέναντι από μία πόρτα. Βάζω το χέρι μου να την ανοίξω αλλά τελευταία στιγμή κάνω πίσω. Κάνω ένα βήμα να γυρίσω πίσω και μια μαύρη μάζα με αρπάζει και με πετά πάνω στην πόρτα. Αυτή σπάει και εγώ βρίσκομαι στο κενό πέφτοντας. Έπειτα κείτομαι στο έδαφος. Το φόρεμα μου είναι άσπρο πάλι μα γεμάτο αίματα. Γύρω υπάρχει φως μα επικρατεί παντελώς η απουσία ελπίδας και ζωής. «Είμαι σε κάποιο είδος κόλασης!», αναρωτιέμαι. Σηκώνομαι για να τρέξω. Η μαύρη μάζα με κυνηγά και έχει μαύρα μάτια με κόκκινες κόρες. Είναι ο εσωτερικός μου δαίμονας. Θέλει να με κατασπαράξει! Τρέχω και το σκηνικό μία μαύρο, μία γκρίζο και στο τέλος μαύρο, κατάμαυρο! Τρέχω και νιώθω την μάζα να πλησιάζει. Σκοντάφτω αλλά δεν πέφτω κάτω, με έχει πιάσει, και ουρλιάζω καθώς χάνομαι μέσα της! Απελπισία και εσωτερικά αδιέξοδα με πνίγουν! Ήρθε το τέλος μου!
Αλλά με μια ανάσα βαθιά ανοίγουν τα μάτια μου. Είμαι πάλι στο σαλόνι μου. Τα κεριά είναι πλέον άμορφες λειωμένες μάζες. Έχει ξημερώσει έξω. Πάω πάλι στο μπάνιο. Βάζω τα χέρια μου στον νιπτήρα. Με κοιτώ μέσα στα μάτια και το βλέμμα μου πέφτει στα μπράτσα μου. Έχουν μελανιές. Σαν να προσπαθούσε κάποιος να με κρατήσει κάτω. Με την άκρη του ματιού διακρίνω μια σκιά. Κοιτώ προς το μέρος της. Είναι εξαφανισμένη, κι όμως είναι εκεί και καραδοκεί, το νιώθω…