,

Χειροκροτήματα

Κοιτάζει έντονα τον καπνό του τσιγάρου της. Ασημόγκριζη γραμμή που ξεκινάει ίσια και μετά κάποιες τρεμάμενες κορδέλες και μετά πάει, χάνεται. Της αρέσει να βρίσκει συμβολισμούς. Όπως το πρώτο τραγούδι που ακούει όταν ανοίγει το ραδιόφωνο. Αν είναι απ’ τα αγαπημένα της τότε όλα θα πάνε καλά. Τι θα μπορούσε να συμβολίζει τώρα ο καπνός του τσιγάρου της; Μια ζωή. Τη ζωή της; Που ξεκινάει με φόρα, μετά παραδέρνει και μετά πάει, χάνεται. Άσχημες σκέψεις για τόσο πρωί. Τραβάει μια βαθιά ρουφηξιά και πίνει μια γουλιά απ’ τον καφέ της. Από μέσα έρχονται ήχοι θαμποί. Προβλέψιμοι ήχοι. Ίδιοι κάθε μέρα. Καζανάκι. Βρύση. Φτύσιμο. Ρούφηγμα μύτης. Τρίξιμο ντουλάπας. Βήξιμο ξανά. Βρισιά. Τρίξιμο κρεβατιού. Σβήνει το τσιγάρο της και αμέσως ανάβει άλλο. Ζεσταίνει τα χέρια της στη κούπα του καφέ.  Απ’ την άλλη κάμαρα απόλυτη ησυχία προς το παρόν. Κοιτάει βαριεστημένα προς το ρολόι.  07.30. Έχει χρόνο. Τουλάχιστον ας προλάβει να έρθει η Ματίνα.

«Ακόμα δεν άνοιξες τα μάτια σου. Πόσα τσιγάρα έχεις κάνει;». Τον κοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα. «Θα σε σκοτώσει αυτό. Το ξέρεις… Δεν το ξέρεις;».

Του σέρβιρε τον καφέ του. «Θα αργήσεις πάλι απόψε;» τον ρώτησε βαριεστημένα.

«Γιατί ρωτάς;».

«Όλο αργείς. Δεν σε προλαβαίνει. Του λείπεις».

«Μπα; Κι εσύ πού το ξέρεις; Σου το είπε;». Του φάνηκε αστείο και γέλασε. Πάλι δεν είπε τίποτα. Ήπιε τον καφέ του με δυο γουλιές και της έδωσε ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο.  «Φτιάξε λίγο τα μαλλιά σου, βάλε κάνα φουστάνι την προκοπής, βάψου λίγο και περίμενέ με το βράδυ».

Το γέλιο του ακουγόταν και μετά το κλείσιμο της πόρτας. Περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάποτε ήταν αλλιώς. Κάποτε γέλαγαν με τα ίδια αστεία. Λες και θα άλλαζε απόψε κάτι που θα γυρνούσε νωρίτερα. Αφού ήξερε τι ακριβώς έκανε μετά τη δουλειά. Όχι ότι την ενοχλούσε πιά, μάλλον την βόλευε. Πέρασε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά της και ξανακοίταξε το ρολόι. 07.45.  Έχουμε ακόμα….

Κοίταξε αφηρημένα γύρω της. Το σπίτι της. Η φυλακή της. Πήγε και κάθισε στην μπερζέρα δίπλα στην μεγάλη μπαλκονόπορτα που έβλεπε στην αυλή. Εκεί πάντα γαλήνευε, σκεφτόταν, χουχούλιαζε κι έκανε όνειρα. Τελευταία ούτε εκεί δεν μπορούσε να βρει ηρεμία. Το σπίτι της. Το μέρος που κάποτε είχε ξοδέψει ατέλειωτες ώρες να τσακώνεται με τους μάστορες και είχε αφιερώσει άλλο τόσο χρόνο να το διακοσμήσει και να το κάνει από σπίτι σπιτικό, τώρα της έφερνε σιχασιά. Αν μπορούσε κάτι να αλλάξει… Όμως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πιά. Επιβάλλεται η ασφάλεια της επανάληψης. Η επανάληψη που της ρουφάει  τη ψυχή και της στερεί το οξυγόνο.

Στύλωσε το βλέμμα σ’ εκείνη την αχτίδα  που ξέφευγε απ’ τις κουρτίνες και στον χορό των κόκκων της σκόνης μέσα της. Άφησε πάλι το μυαλό της να γυρίσει πίσω. Αγαπημένη συνήθεια τον τελευταίο καιρό. Κάμποσα χρόνια πίσω. Τότε που τα όνειρα είχαν λόγο ύπαρξης. Τότε που οι προσδοκίες ήταν εφικτές. Πριν μπει ο Σταύρος στη ζωή της και πριν έρθει “το πλάσμα” και τα κάνουν όλα άνω κάτω. Κομμάτια από μνήμες. Αποσπάσματα της ζωής της. Κορίτσι σχεδόν, να κοιτιέται στον καθρέφτη. Στη σχολή να γελάει. Στη σκηνή οι προβολείς να τη στραβώνουν. Να είναι μόνη μέσα σε κόσμο που δεν έβλεπε αλλά άκουγε τις ανάσες τους.  Κι αυτή; Αυτή δεν ήταν αυτή. Αυτή;  Η Άννα, η Τζούλια, η Νόρα. Αυτή δεν ήταν αυτή. Κι άκουγε. Άκουγε τα χειροκροτήματα, τις επευφημίες. Δυνατά χειροκροτήματα. Την ξεκούφαιναν. Ακόμα την ξεκουφαίνουν.

Και μετά; Μετά  ο Σταύρος. Ο έρωτας. Οι υποσχέσεις. Οι επιλογές της. Μα ναι, οι δικές της επιλογές. Δεν της έβαλε δα και το μαχαίρι στο λαιμό. Τον εαυτό της κατηγορεί. Και στην αρχή ήταν όλα καλά. Μέχρι που έμεινε έγκυος. Δεν το ήθελε. Δεν ήταν έτοιμη. Ίσως ποτέ να μην ήταν έτοιμη. Κι αυτή; Δεν ήταν αυτή. Εγκλωβισμένη στο πάρτι των ορμονών της που δεν ήταν καλεσμένη. Τρόμαζε με τις αλλαγές στο σώμα της. Στη γεύση της.  Ο μικρός εισβολέας χόντραινε τη μέση της, έπρηζε το στήθος της, και τα πόδια της. Φλέρταρε με την κατάθλιψη. Κι ο Σταύρος; «Θα δεις… Θ’αλλάξουν τα πράγματα. Μόλις κρατήσεις το μωρό στην αγκαλιά σου…» Κι εκείνη ευχόταν κρυφά να εξαφανιζόταν το έμβρυο από μέσα της και να γινόταν η ζωή της όπως πρώτα. Να φόραγε το κανονικό της σώμα.

Ίσως για αυτό την τιμώρησε ο Θεός. Ποιος Θεός; Πάει καιρός που Τον είχε απορρίψει. Γιατί ποιος Θεός μας δίνει πράγματα που δεν αντέχουμε. Και το μωρό ήρθε. Αφού της ξέσκισε πρώτα το κορμί. Κι αμέσως μετά οι διαγνώσεις των ειδικών. Πνευματική καθυστέρηση, σπαστικότητα στα άκρα. Ένα ειδικό παιδί. Της ξέσκισαν και την καρδιά. «Γιατί σε μένα;» Κι έτσι όπως ήταν κομματιασμένη, μέσα κι έξω, η κατάθλιψη ήρθε και φώλιασε μέσα της. Κι άρχισαν οι γιατροί, τα φάρμακα, το κλείσιμο στο σπίτι. Μετά από καιρό φάνηκε να συνέρχεται. Κι ο Σταύρος; Πού ήταν ο Σταύρος; Ο Σταύρος να λείπει όλο και πιο συχνά. Να έχει δικαίωμα στον έξω κόσμο. Εκείνη πάλι όχι. Όποτε προσπαθούσε να του μιλήσει, εκείνος την έκοβε ανυπόμονα. «Δεν έχεις τίποτα. Όλα στο μυαλό σου είναι. Μη με πρήζεις».

Και το παιδί μεγάλωνε κι οι ανάγκες του ακόμα περισσότερο. Μάταια τον παρακαλούσε να σκεφτούν τη λύση ενός ειδικού ιδρύματος. Ούτε που το σκεφτόταν. Το απέρριψε αμέσως. Ο δικός του γιος σε ίδρυμα; Ποτέ. Όσο και να του εξηγούσε ότι εκείνη δεν ήταν σε θέση να φροντίσει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, εκείνος ανένδοτος. Κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό της. Το μόνο που τελικά της παραχώρησε ήταν η Ματίνα. Η Ματίνα που ερχόταν κάθε πρωί στις 9.00 και τη βοηθούσε με το παιδί. Ένα παιδί έξι χρονών πιά. Στην ηλικία που θα ‘πρεπε να ‘χει αρχίσει το σχολείο, οι δυο τους προσπαθούσαν να καταλάβουν μέσα από ασυνάρτητους ήχους ανακατεμένους με σάλια και μύξες τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Ότι πεινάει, ότι νυστάζει, ότι κατουρήθηκε, ότι απλά βαριέται. Ανάμεσα σε υστερικές τσιρίδες να σπάει πράγματα, να ρίχνει το φαγητό κάτω, να σκίζει χαρτιά, να ανοίγει τα ντουλάπια και να πετάει τα πράγματα έξω, να λερώνεται και ξαφνικά να κλαίει σπαραχτικά. Κι αυτή να μην καταλαβαίνει… τι του συμβαίνει…τι της συμβαίνει. Αυτή να μαζεύει τα σπασμένα, να καθαρίζει τα λερωμένα, να ετοιμάζει φαγητό, να πολτοποιεί φαγητό, να τον ταΐζει, να του αλλάζει ρούχα, να τον κάνει μπάνιο, να καθαρίζει μετά το μπάνιο, να αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά. Να φύγει η μυρωδιά. Να φύγει η αρρωστίλα. Να φύγει η μιζέρια.

Και ο Σταύρος  άρχισε να της ζητάει να ξαναπροσπαθήσουν. Ένα καινούριο μωρό. Ένα σωστό μωρό αυτή τη φορά. Εκείνη ούτε που να τ’ ακούσει. Δεν θα την μόλυνε πάλι το μιαρό σπέρμα του. Ναι, αυτόν κατηγορεί. Καλύτερα να έπαιρναν κατοικίδιο. Σίγουρα θα επικοινωνούσαν καλύτερα με το ζωάκι. Σίγουρα θα ήταν πιο συνεργάσιμο. Το είχαν στο μυαλό τους για λίγο καιρό αλλά μετά φοβήθηκαν την αντίδραση του παιδιού. Κι αν ζήλευε; Αν είχε βίαιη αντίδραση; Το “πλάσμα” της το στέρησε κι αυτό. Σιγά- σιγά απομακρύνθηκε απ’ τον Σταύρο. Απλοί συγκάτοικοι. Αυτός, αυτή και το “πλάσμα”. Τα πράγματα μοιράστηκαν χωρίς πολλές κουβέντες. Εκείνος να φέρνει λεφτά στο σπίτι κι εκείνη με το “πλάσμα”. Εκείνος να κάνει τη ζωή του. Ούτε που φυλάγεται πιά. Καλύτερα. Να μολύνει άλλα σώματα. Όχι το δικό της. Κι αυτή; Αυτή μόνο κάποιες ανάσες, μικρά διαλείμματα, όταν η Ματίνα είναι στο σπίτι. Κι αυτό με άγχος και τύψεις. Ο μόνος λόγος που δεν της δίνει διαζύγιο είναι ότι του φροντίζει το “πλάσμα”.

Κοιτάζει πάλι προς το ρολόι. 08.15. Θέλει απεγνωσμένα να κάνει ένα μπάνιο. Προλαβαίνει μέχρι να έρθει η Ματίνα και να ξυπνήσει το “πλάσμα”. Πηγαίνει ν’ ανάψει το θερμοσίφωνο. Στο δρόμο κοιτάζει απ’ τη πόρτα του δωματίου του. Κοιμάται ακόμη. Το μόνο που ακούγεται είναι η υγρή ανάσα του. Σάλια κι αέρας μαζί. Υγρός ρόγχος. Τρομακτικός ήχος. Οικείος ήχος.  Καμιά φορά την ξεκουφαίνει. Τόσο πολύ που σβήνουν τα χειροκροτήματα. Α, όχι! Τα χειροκροτήματα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να σβήσουν. Με τα χειροκροτήματα ζει.

Πάει προς το δωμάτιό της. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Ποια είναι αυτή; Αυτή δεν είναι αυτή. Δεν μπορεί να είναι αυτή. Αποστρέφει το βλέμμα της απ’ το είδωλό της και πάει προς το μπάνιο. Ο υγρός ρόγχος την ακολουθεί. Γεμίζει τ’ αυτιά της, το μυαλό της, το είναι της.  Την ξεκουφαίνει. Σηκώνει τα χέρια της να κλείσει τ’ αυτιά της αλλά ο υγρός ρόγχος τα διαπερνάει. Ανοίγει την βρύση με το καυτό νερό. Ούτε ο θόρυβος του νερού καταφέρνει να υποσκελίσει τον υγρό ρόγχο. Θέλει να σταματήσει. Να σταματήσει επιτέλους. Να μη τη βασανίζει πιά. Κάτι πρέπει να κάνει να τον σταματήσει. Τώρα. Κάτι πρέπει να κάνει τώρα. Ο ήχος της τρυπάει το μυαλό. Δεν τον αντέχει. Τώρα.

Δεν θυμάται. Δεν θυμάται πως βρέθηκε το μαξιλάρι στα χέρια της. Μόνο τον υγρό ρόγχο θυμάται. Δεν θυμάται να πήγε στο δωμάτιο του παιδιού. Τον ήχο μόνο να διογκώνεται ολοένα. Να της διαλύει το κορμί. Να της διαλύει το μυαλό.  Το μόνο που θυμάται ήταν πως ήθελε να κάνει ένα μπάνιο. Το μόνο που θυμάται είναι να ρίχνει τα ρούχα από πάνω της. Θυμάται να στέκει γυμνή, να νιώθει αγνή. Να καταλαγιάζει σιγά σιγά ο υγρός ρόγχος. Να μπαίνει στη μπανιέρα και να βουτιέται ολόκληρη μέσα, και το κεφάλι. Και ξαφνικά ο υγρός ρόγχος να εξαφανίζεται. Και να παίρνουν τα χειροκροτήματα τη θέση του. Δυνατά όλο και πιο δυνατά. Κι αυτή; Αυτή να νιώθει γαλήνη. Αυτή δεν ήταν αυτή. Η Άννα, η Νόρα, η Μπλανς. Και τα χειροκροτήματα να δυναμώνουν. Την ξεκουφαίνουν αλλά δεν σκεπάζει τ’ αυτιά. Την ξεκουφαίνουν. Τόσο που σκέπασαν το κουδούνι της πόρτας. Η ώρα ήταν 09.00 και το βρέφος μόλις 6 μηνών.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: