,

Θεϊκός Άνεμος

«Υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για έναν πολεμιστή από το να θυσιάσει τη ζωή του για τον Αυτοκράτορα και τη χώρα;».
Αυτά ήταν τα λόγια του ναυάρχου Τακιχίρο Όνις εκείνη την ημέρα και ο Ασάχι θυμόταν πως όλοι οι επίδοξοι πιλότοι είχαν απαντήσει αρνητικά, φωνάζοντας δυνατά και με ενθουσιασμό, σαν σχολιαρόπαιδα. Ωστόσο, ο ίδιος, που βρισκόταν ανάμεσα τους, σαν μυρμήγκι ανάμεσα σε ένα σωρό άλλα μυρμήγκια, δεν έβλεπε παρά μόνο αβέβαια πρόσωπα, θλιμμένα βλέμματα και χείλη που γυάλιζαν από το σάκε˙ και δεν μύριζε παρά μόνο αλκοόλ, ιδρώτα και κάτουρα.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι φώναξαν υπέρ της αυτοθυσίας και φώναξε και εκείνος. Γιατί τον παρατηρούσαν εκείνοι. Και εκείνος παρατηρούσε αυτούς.
Τώρα που βρισκόταν εντός του καταδιωκτικού Zero όμως και ανέβαινε στα 20.000 πόδια δεν τον παρατηρούσε κανείς, για αυτό και μπορούσε να δακρύζει με την ησυχία του, αν και, σίγουρα, ντρεπόταν για αυτό.
Βρισκόταν μέσα στο πιλοτήριο ενός αεροσκάφους της Ειδικής Μονάδας Επιδρομών˙ Βρισκόταν μέσα σε έναν τάφο από μέταλλο, διακόπτες και μοχλούς και κατευθυνόταν ψηλά για να πέσει πάλι κάτω. Σε ένα αμερικάνικο αεροπλανοφόρο, αν ήταν τυχερός. Στη παγωμένη θάλασσα, αν δεν ήταν.
Τα χείλη του ήταν στεγνά. Οι γροθιές του σφιγμένες. Και οι παλάμες του γδαρμένες, παρόλο που είχε κόψει τα νύχια του για να τα συμπεριλάβει στο γράμμα που έστειλε πίσω στους γονείς του, σαν τελευταία απόδειξη ότι είχαν κάποτε έναν γιο με το όνομα Ασάχι. Οι θόρυβοι που ακουγόντουσαν από τη μηχανή του αεροπλάνου, αλλά και από τον βομβαρδισμό της Ιβοζίμα, λίγο πιο πίσω, αναπηδούσαν στα τύμπανα των αυτιών του, απειλώντας να τα τρυπήσουν όπως ένα ξίφος τρυπάει το χαρτί. Δεν φορούσε ωτοασπίδες ή κάποιο άλλο προστατευτικό, παρά μόνο μια λευκή κορδέλα στο μέτωπο με τον κατακόκκινο ήλιο. Το ένδοξο εθνόσημο της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο, έτσι κι αλλιώς. Ο ναύαρχος Όνις τούς είχε μάθει πως οι ήρωες δεν έχουν ανάγκη να προστατεύουν την ακοή τους. Ο φίλος του ο Αόκι διόρθωσε κάπως αυτή τη πρόταση, αντικαθιστώντας τη λέξη ήρωες με τη λέξη πτώματα. Και όλοι του είπαν να το βουλώσει. Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο είχε αυτιά παντού και αν τον άκουγε θα τον εκτελούσε. Και με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του, κατά πάσα πιθανότητα.
Κανένας πατέρας δεν θα ήθελε να έχει έναν προδότη για γιο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε πει κάτι που δεν ίσχυε. Έμπαιναν σε αυτά τα αεροπλάνα για να πεθάνουν. Όταν θα τελείωναν με την αποστολή τους, θα ήταν όλοι τους καμένα κομμάτια κρέατος, σκορπισμένα στη θάλασσα. Μόνο που για τους δικούς τους και για τη χώρα θα ήταν κάτι διαφορετικό…
Ήρωες.
Αν και ο ίδιος δεν ένιωθε σαν ήρωας τώρα. Ένιωθε ξεκάθαρα σαν πτώμα που παίρνει και αφήνει τις τελευταίες του ανάσες, καθισμένος μέσα σε έναν μεταλλικό γλάρο.
Όταν έφτασε στα 20.000 πόδια, έριξε μια ματιά στο μικρό εγχειρίδιο που υπήρχε καρφιτσωμένο σε ένα κοίλωμα του πιλοτηρίου. Ήταν μια λίστα με τις τελευταίες συμβουλές προς τους πιλότους καμικάζι. Ο Ασάχι ξεκίνησε να τις διαβάζει και στάθηκε σε μία από αυτές.
Δώσε τον καλύτερο σου εαυτό. Χτύπα ένα εχθρικό σκάφος, είτε αγκυροβολημένο, είτε στη θάλασσα. Βύθισε τον εχθρό στρώνοντας το δρόμο για τη νίκη του λαού μας.
Ο Ασάχι σήκωσε το βλέμμα του και είδε το εχθρικό σκάφος που ήταν ο στόχος του. Ήταν ένα Αμερικάνικο αεροπλανοφόρο που είχε σταθμευμένα πάνω του δύο καταδιωκτικά. Διακόσιοι εχθροί μέσα του. Το λιγότερο. Κι εκείνος θα έπεφτε πάνω στα αεροσκάφη για να σιγουρευτεί πως θα τίναζε το πλοίο στον αέρα, παίρνοντας τους όλους μαζί στον θάνατο. Ήλπιζε μόνο να έφταναν τα εκρηκτικά που κουβαλούσε στο μπροστινό μέρος του Zero. Αλλά και να μην έφταναν, τη ζημιά του θα την έκανε. Κι όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι.
Όλοι, εκτός από τον ίδιο μάλλον.
Του απέμενε περίπου άλλο μισό λεπτό πτήσης, για αυτό συνέχισε να διαβάζει και τις υπόλοιπες συμβουλές, ούτως ώστε να απασχολήσει το μυαλό του και να μη τρελαθεί.
Πίεσε το πηδάλιο ύψους-βάθους προς τα μπρος με όλη σου τη δύναμη. Βάλε τα δυνατά σου. Έχεις ζήσει για είκοσι χρόνια ή και περισσότερο. Πρέπει να εφαρμόσεις όλη σου την ισχύ στο έπακρο για τελευταία φορά στη ζωή σου. Άσκησε υπεράνθρωπη δύναμη.
Ο Ασάχι υπάκουσε, παρόλο που η συμβουλή περιείχε ένα βασικό λάθος. Δεν ήταν είκοσι χρονών. Ήταν δεκαοχτώ. Για την ακρίβεια, είχε γίνει δεκαοχτώ μόλις τον προηγούμενο μήνα, όταν ξεκίνησαν οι ανακοινώσεις που ζητούσαν εθελοντές για το σώμα της Ειδικής Ομάδας Επιδρομών. Κανονικά, θα απορριπτόταν η αίτηση του να γίνει πιλότος καμικάζι. Όχι γιατί ήταν δεκαοχτώ χρονών, αλλά γιατί ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας του. Ο Αυτοκράτορας δεν ήθελε να στερήσει τους πρωτότοκους γιους από τις οικογένειες τους, για αυτό και δεχόταν μονάχα τα μικρότερα αδέρφια, άνω των δεκαεφτά. Προφανώς γιατί εκείνα ήταν παιδιά δευτέρας διαλογής και λιγότερο σημαντικά για αυτόν.
Μα ο Ασάχι δεν ήθελε να αφήσει τον μικρό του αδελφό να πεθάνει κι έτσι έκλεψε τα στοιχεία του και πήγε να καταταγεί σαν εθελοντής ο ίδιος. Μια έξυπνη ιδέα γιατί από εκείνη την ημέρα, ο αδελφός του θα θεωρούταν νεκρός και κανείς από τους άντρες του στρατού δεν θα τον έψαχνε για να τον πάρει μακριά από το σπίτι. Ακόμη θυμόταν τα δάκρυα του, καθώς τον αγκάλιαζε για μια τελευταία φορά. Τού είχαν κάψει το στήθος. Και ταυτόχρονα τού είχαν δώσει δύναμη να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Μια δύναμη που τον κρατούσε ακόμη στα λογικά του.
Είχαν απομείνει άλλα τριάντα δευτερόλεπτα. Ο Ασάχι προσπάθησε να διαβάσει το εγχειρίδιο ως το τέλος, όταν άκουσε κάτι ανησυχητικό. Σήκωσε το κεφάλι και είδε πως οι άντρες του εχθρικού πλοίου τον είχαν εντοπίσει και είχαν στρέψει τα λεπτά κανόνια τους προς το μέρος του. Ο Ασάχι ήξερε πως δεν ήταν δυνατά, όμως δεν χρειαζόταν παρά μια μόνο εύστοχη βολή πάνω στα εκρηκτικά του και θα γινόταν ένα φλεγόμενο πουλί που θα έπεφτε στον ωκεανό, αρκετά πόδια μακριά από τον στόχο του. Και θα πέθαινε χωρίς λόγο, ντροπιάζοντας το όνομα του αδερφού του και το επώνυμο της οικογένειας του.
Έτσι προσπάθησε να ελιχθεί. Έκανε πάνω, έκανε κάτω και κατάφερε να αποφύγει δύο βολές, οι οποίες έσκασαν πίσω του, σαν μαύρα κινέζικα πυροτεχνήματα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να ελιχθεί περισσότερο γιατί στο τέλος θα έχανε τον στόχο του. Οπότε έστρεψε τη μύτη του Zero προς το πλοίο και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη.
Άσκησε υπεράνθρωπη δύναμη, ακριβώς όπως ζητούσε το εγχειρίδιο.
Οι επόμενες βολές των αμερικάνικων κανονιών ήταν εξίσου άστοχες. Έπεφτε κατά πάνω τους με τεράστια ταχύτητα άλλωστε και θα ήταν πλέον δώρον άδωρον να τον πετύχουν. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να πυροβολούν και να αστοχούν, όσο το Zero έσκιζε τον αέρα, έσπαγε το φράγμα του ήχου και κατευθυνόταν ολοταχώς προς τα δύο σταθμευμένα αεροσκάφη στο κατάστρωμα. Σαν μαγικό γεράκι σε εφόρμηση.
Στα δέκα δευτερόλεπτα που είχαν απομείνει μέχρι τη συντριβή, ο Ασάχι έριξε μια ακόμη ματιά στο εγχειρίδιο, μόνο και μόνο γιατί υπήρχαν δύο ακόμη συμβουλές αναφορικά με εκείνη τη στιγμή που δεν είχε κοιτάξει.
Πριν τη σύγκρουση μην κλείσεις ούτε για μια στιγμή τα μάτια για να μην χάσεις τον στόχο σου. Πολλοί έχουν συντριβεί με ορθάνοιχτα τα μάτια. Θα σου πουν πόσο πολύ το διασκέδασαν.
Και από κάτω:
Μπορείς να διακρίνεις καθαρά τις κάννες των εχθρικών πυροβόλων. Ξαφνικά αισθάνεσαι να αιωρείσαι. Εκείνη τη στιγμή βλέπεις το πρόσωπο της μητέρας σου. Δεν χαμογελά, μήτε κλαίει. Είναι το κανονικό της πρόσωπο.
Αντιλήφθηκε πως πράγματι, ένιωθε να αιωρείται. Μόνο που δεν έβλεπε το πρόσωπο της μητέρας του. Δεν έβλεπε το πρόσωπο κανενός. Παρά μόνο τα πυροβόλα και τα τρομαγμένα σώματα των Αμερικάνων που έτρεχαν πέρα-δώθε πάνω στο κατάστρωμα, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν από την έκρηξη που απειλούσε να καταστρέψει το πλοίο τους και τα σχέδια τους για το μέλλον. Σε αυτά τα κλάσματα του δευτερολέπτου που απέμεναν μέχρι να συγκρουστεί είδε τα δικά τους πρόσωπα. Καθαρά και ξάστερα. Ήταν κι αυτοί παιδιά, όπως κι εκείνος. Ήταν κι αυτοί τρομαγμένοι, όπως κι εκείνος. Κάποιοι δάκρυζαν κιόλας -όπως κι εκείνος. Και για πρώτη -και τελευταία- φορά αναρωτήθηκε. Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί γίνεται όλο αυτό, εξ αρχής; Τι μας χωρίζει εκτός από το χρώμα των μαλλιών μας και τον ήχο της φωνής μας;
Όμως η απάντηση δεν ήρθε ποτέ γιατί το δοχείο με τα εκρηκτικά συγκρούστηκε με το φτερό του ενός από τα καταδιωκτικά και η πορτοκαλοκόκκινη έκρηξη αγκάλιασε τα πάντα, σαν τα σύννεφα μιας θεϊκής καταιγίδας.
Εκείνη τη στιγμή πράγματι είδε το πρόσωπο της μητέρας του, αλλά και του αδερφού του. Και όλων του των φίλων. Και τού ζητούσαν να γυρίσει πίσω. Στο σπίτι. Στις αγκαλιές τους.
Μα εκείνος δεν μπορούσε να πάει πουθενά πια.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: