,

Ραντεβού στα τυφλά

Με λένε Κάλι όπως εκείνη την Ινδή θεά και πολύ περισσότερο το προτιμώ από το Καλλιόπη που με βάφτισαν. Και όχι ότι μου φταίει η μούσα. Μια χαρά μούσα ήταν, της επικής ποίησης, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον συνειρμό με την “φανταρική” έννοια της ονομασίας που καμία σχέση με έπος έχει. Έτσι τελικά προτιμώ την ινδική θεότητα από την ελληνική.

Τι δουλειά έχω εγώ τώρα να πηγαίνω  σ’ αυτό το ραντεβού;  Μπορείς να μου πεις;  Α! Δεν μπορεί να είμαι στα καλά μου.  Αυτό είναι σίγουρο.  Πρώτα-πρώτα το ότι συμφώνησα γι’ αυτό το ραντεβού. Ένα ραντεβού στα τυφλά! Αν είναι δυνατόν!  Για την ακρίβεια δεν θυμάμαι να συμφώνησα ποτέ.  Άφησα να με πείσει η κολλητή μου η Κατερίνα. Και τώρα να με, στολισμένη  να περπατάω βιαστικά στη βροχή γιατί βέβαια είμαι κι αργοπορημένη.  Σήμερα απ’ το πρωί όλο αναποδιές μου έχουν τύχει.  Κατ’ αρχήν άργησα στη δουλειά και εισέπραξα το αγριοκοίταγμα του αφεντικού και μετά έκανα αγώνα δρόμου να προλάβω τις προθεσμίες που έληγαν.  Ούτε διάλειμμα για φαγητό και επιπλέον υπερωρίες.  Αργότερα όταν γύρισα σπίτι  μόλις που πρόλαβα να κάνω ένα ντους και να ετοιμαστώ με την ψυχή στο στόμα.  Και τώρα εξ αιτίας της βροχής είδα κι έπαθα να βρω κάπου να παρκάρω.  Εκεί στην άλλη άκρη της πόλης.  Δεν θέλω ούτε να φανταστώ πως έχουν γίνει τα μαλλιά μου.  Το μόνο που μένει είναι να γλιστρήσω και να πέσω κάτω στις λάσπες έτσι όπως ακροβατώ στα ψηλοτάκουνα.

Μόλις άνοιξα την πόρτα του Ιταλικού εστιατορίου που είχα το ραντεβού, μ’ άρπαξε μια ζεστασιά και η γαργαλιστική μυρωδιά του βασιλικού και του σκόρδου που έκανε το στομάχι μου να γουργουρίσει. Ήμουν βλέπεις νηστική απ’ το πρωί.  Τραπέζια με τα κλασσικά κόκκινα-άσπρα καρό τραπεζομάντηλα και ήδη στρωμένα με τα σερβίτσια προσκαλούσαν να καθίσω.  Απ’ το στερεοφωνικό μια χαρούμενη ιταλική μουσική σε χαμηλή ένταση.  Ένας χώρος που σ’ έκανε να αισθανθείς όμορφα και ζεστά.

Με μια γρήγορη ματιά προχωρώντας στην σάλα, είδα ότι τα περισσότερα τραπέζια ήταν πιασμένα και μάλιστα  δύο απ’ αυτά, δίπλα-δίπλα, φιλοξενούσαν από ένα μοναχικό άνδρα.   Ο ένας,  αδιάφορος αλλά ο άλλος αρχαίος Έλληνας θεός.  Βρε λες να άλλαξε η τύχη μου;  Με πλησίασε ο μετρ και του έδωσα το όνομα που μου είχαν πει ότι με περίμενε.  Γιώργος  Παντόπουλος.  Αμέσως με οδήγησε προς τα δύο τραπέζια με τους μοναχικούς τύπους και στα δευτερόλεπτα που κράτησε η διαδρομή είπα όσες προσευχές θυμόμουν.  Αλλά δυστυχώς δεν εισακούστηκε καμία.  Με πήγε κατ’ ευθείαν στον αδιάφορο.

Μου ήρθε να κάνω μεταβολή, αλλά επικράτησαν οι καλοί μου τρόποι.  Εντάξει, κι εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου τοπ μόντελ, αλλά, απ’ ό,τι λένε οι άλλοι είμαι αρκετά εμφανίσιμη.  Κάτι έχω κι εγώ. Προσέχω την διατροφή μου, πηγαίνω τακτικά στο γυμναστήριο και φροντίζω να είμαι πάντα περιποιημένη.  Ο Γιώργος Παντόπουλος, λοιπόν, όπως σηκώθηκε να με χαιρετήσει και να συστηθούμε, ήταν μισό κεφάλι κοντύτερος από μένα, μάλλον κάτι παραπάνω από εύσωμος και με πολύ φαρδύ μέτωπο προϊούσας φαλάκρας.  Τα μάτια του σβησμένα σχεδόν πίσω από τους  φακούς των μυωπικών του γυαλιών και η επιδερμίδα του διάστικτη από ανοιχτούς πόρους, απομεινάρια έντονης εφηβικής ακμής.  Το κεφάλι του σχεδόν κολλημένο στο σώμα, εξαιτίας λίπους και μόνο μια  σφιχτοδεμένη γραβάτα υπαινισσόταν ότι κάπου εκεί πρέπει να υπήρχε λαιμός.

Δεν ξέρω τι έκφραση είχα πάρει, γιατί  ως γνωστόν δεν μπορώ να κρύβω τις αντιδράσεις μου,  αλλά κάθε τρείς και λίγο γύριζα και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον αρχαίο Έλληνα θεό στο δίπλα τραπέζι να μειδιά.  Παρεμπιπτόντως, απ’ όσο μπορούσα να δω, γιατί δεν μπορούσα και να καρφωθώ, η φυσιογνωμία του μου θύμιζε κάτι αόριστα. Επιστράτευσα όσα ίχνη ψυχραιμίας είχα και απευθύνθηκα στον Παντόπουλο «Κάλι Παπαγεωργίου, φίλη της Κατερίνας. Χαίρομαι για την γνωριμία» και κάθισα.  Ο  Παντόπουλος χαμογέλασε «Ναι, της Κατερίνας, πολύ καλή μου φίλη.  Από παιδιά.» Και σαν να πάτησε κάποιο διακόπτη  άρχισε να μιλάει… και να μιλάει… ασταμάτητα.  Για την Κατερίνα, για τα παιδικά τους χρόνια, μετά που μπήκε στη Νομική, μετά που πήρε πτυχίο, μετά που πήγε στο στρατό, πως έπιασε την πρώτη του δουλειά στο μεγαλύτερο δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά και τέλος μου περιέγραψε λεπτομερώς και δύο υποθέσεις που είχε αναλάβει. Ευτυχώς έκανε δυο διαλείμματα και πήρε ανάσα όταν ήρθε ο μετρ να πάρει παραγγελία και όταν μας σέρβιρε ο σερβιτόρος.  Είχε γίνει κατακόκκινος, λίγο απ’ το κρασί, λίγο απ’ την πολυλογία.  Πως κατάφερνε να καταβροχθίζει το φαγητό του και να μιλάει συγχρόνως είναι θαύμα.  Εγώ δεν είχα καταφέρει να αρθρώσω λέξη,  μόνο κάποια επιφωνήματα που και πού για να δείξω από ευγένεια ότι παρακολουθώ.  Το μυαλό μου έτρεχε αλλού. Σε τρόπους εκδίκησης, αργούς και βασανιστικούς της Κατερίνας που μου έστησε αυτό το φιάσκο.

Ευτυχώς πεινούσα πολύ και ρίχτηκα στο φαΐ, ένα γευστικότατο πιάτο, όση ώρα ο Παντόπουλος έβγαζε λόγο.  Αφού είχα ικανοποιήσει το στομάχι μου, ένιωσα μια γλυκιά χαύνωση να με κυριεύει. Απ’ τη μια η δύσκολη μέρα, απ’ την άλλη ο μονότονος Παντόπουλος δεν ήθελα και πολύ να αρχίσω να χασμουριέμαι. Είπαμε έχω τρόπους έτσι πίεσα το μυαλό μου να ασχοληθεί με  οτιδήποτε άλλο αρκεί να είναι πιο ενδιαφέρον. Κάπως έτσι άρχισε το βλέμμα μου να ξεστρατίζει προς τη μεριά του Άδωνη που παραδόξως ήταν ακόμη μόνος, άρα δεν περίμενε καμία.  Είδα ότι με κοιτούσε με μια θυμηδία στα μάτια.  Να με κορόιδευε ή να με λυπόταν;  Όπως και να’ ναι με το δίκιο του, σκέφτηκα ενώ συγχρόνως έριχνα κλεφτές ματιές στο ρολόι μου και προσπαθούσα να φανταστώ εύσχημους τρόπους για να φύγω.  Παρότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διακόψω τον Παντόπουλο κατάφερα να ζητήσω συγγνώμη για να πάω στην τουαλέτα.  Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να νοιώθω και τα προεόρτια μιας ημικρανίας, δώρο της όλης κατάστασης.  Έριξα λίγο δροσερό νερό στο πρόσωπό μου και έπλυνα τα χέρια μου.  Έμεινα στην τουαλέτα λίγο να συνέλθουν τα αυτιά μου, οπλίστηκα με δύναμη και υπομονή και βγήκα.   Απ’ έξω με μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι με περίμενε ο Άδωνις.

«Είσαι καλά Κάλι;»  με ρώτησε.  Άκουσε το όνομά μου, φαίνεται, όταν είχα συστηθεί με τον Παντόπουλο.  Σήκωσα τα μάτια μου για ν’ απαντήσω και μου κόπηκαν τα πόδια.  Τι κούκλος ήταν αυτός. Πράγματι ο τύπος ήταν Θεός. Ψηλός, με γυμνασμένο σώμα, με μαύρα πυκνά μαλλιά που κάλυπταν τον αυχένα, με μπλε μάτια κι ένα χαμόγελο που τον έκανε να μοιάζει με άταχτο αγόρι.  Ήταν ντυμένος σπορ, επιμελώς ατημέλητος, όπως λέει κι ο Ασλάνης.  Ένας Θεός, τι να λέμε τώρα.

«Μια χαρά είμαι, ευχαριστώ, λίγος πονοκέφαλος μόνο.  Είχα δύσκολη μέρα.»,  κατάφερα να ψελλίσω.  Η φωνή μου ακούστηκε  βραχνή και αμέσως ξερόβηξα.

«Και απ’ ότι βλέπω και το βράδυ σου δεν φαίνεται ιδιαίτερα απολαυστικό.  Τουλάχιστον εσύ δεν φαίνεται να διασκεδάζεις», αποκρίθηκε και να πάλι αυτό το θεϊκό χαμόγελο.

Μ’ έπνιξε η οργή και το παράπονο.  Πόσα ν’ αντέξω η γυναίκα; «Κοίτα» ξεκίνησα να λέω, λίγο πιο απότομα είναι η αλήθεια, απ’ ότι επιβάλλουν οι περίφημοι καλοί μου τρόποι, «δεν σε γνωρίζω, αλλά καταλαβαίνω ότι είδες και άκουσες τα πάντα, έτσι που ήταν κοντά τα τραπέζια μας.  Όπως κατάλαβες ζω μια πολύ άτυχη στιγμή. Δεν χρειάζεται να με χλευάζεις από πάνω.  Το μόνο που θέλω είναι να πάω στο σπιτάκι μου και να χωθώ στο κρεβατάκι μου».  Τα μάτια του για μια στιγμή άστραψαν και ελπίζω να μην ήταν αιτία γι’ αυτό, η αναφορά στο κρεβατάκι μου.

«Λεκάκης» μου λέει.

«Μάλιστα.»  Ξαφνικά συνειδητοποίησα.  Σάστισα. «Ορίστε;”»

«Λεκάκης.  Αλέξανδρος Λεκάκης.  Είμαι συγγραφέας.  Τώρα γνωριζόμαστε».

Ώστε λοιπόν αυτός είναι ο Αλέξανδρος Λεκάκης;  Ο συγγραφέας;  Μα και βέβαια γι’ αυτό μου θύμιζε κάτι.  Δεν είχα διαβάσει βιβλίο του γιατί έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα, που με απωθούν, αλλά τον γνώριζα γιατί είχε χαρακτηρισθεί φαινόμενο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε εκδώσει 5 μυθιστορήματα και όλα είχαν ήδη γίνει μπεστ σέλλερ. Θα’ πρεπε να τον είχα καταλάβει απ’ την αρχή  μιας και οι φωτογραφίες του κοσμούν συχνά-πυκνά τα περιοδικά και τις εφημερίδες, αλλά προφανώς το μυαλό μου σήμερα δεν λειτουργούσε φυσιολογικά.

«Λοιπόν, έχω μια ιδέα» μου λέει, «θα σε σώσω.  Δώσε μου το αριθμό του κινητού σου. Θα σε πάρω τηλέφωνο και θα σου πω, δήθεν, ότι συμβαίνει κάτι τραγικό σπίτι σου, ας πούμε ότι έπιασε φωτιά, και ότι πρέπει να επιστρέψεις αμέσως. Πώς σου φαίνεται;» Ήταν πολύ καλό για να’ ναι αληθινό αλλά δίστασα. «Χωρίς καμία υποχρέωση», βιάστηκε να συμπληρώσει.  Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά πιάνεται.  Οι δισταγμοί εξαφανίστηκαν και άρπαξα την ευκαιρία σαν τρελή και χωρίς πολλά-πολλά. Ανταλλάξαμε κινητά και γύρισα πανευτυχής στο τραπέζι μου.  Πράγματι μετά από λίγο, και μόλις είχε αρχίσει ο δεύτερος γύρος του Παντόπουλου,  χτύπησε το κινητό μου.

Πέρασε ήδη ένας χρόνος και τώρα ετοιμάζομαι να παντρευτώ τον Αλέξανδρο που αρνείται την ινδική θεότητα που κρύβω μέσα μου. Αντίθετα, έβγαλε στο φως την μούσα. Την μούσα του όπως ισχυρίζεται. Κουμπάρα η Κατερίνα που ήταν η αιτία να γνωρίσω τον πιο τέλειο άντρα του κόσμου σ’ ένα  ραντεβού στα τυφλά.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: