,

Ο Καταγραφέας – Εισαγωγή στα μελλούμενα

Ρόουζλιν

Το πλατανόδασος είναι και σήμερα θορυβώδες. Το αεράκι που φυσάει από το πρωί έχει γίνει αέρας κανονικός και σφυρίζει ανάμεσα στα φύλλα. Μια παρέα αηδονιών κελαηδούν, πότε όλα μαζί, πότε εναλλάξ. Ακούω μικρά σκαθάρια να σέρνονται στα ξερά φύλλα, να χώνονται μέσα στη γη και να βγαίνουν πάλι με τα τρόπαιά τους σφιχτά κρατημένα με τα μικροσκοπικά τους πόδια.  Ο Ντορμ κυλάει ορμητικά, παρασέρνει χώμα και πέτρες προς τη θάλασσα με αέναη επιμέλεια. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημείο στην πορεία του, ένα κοίλωμα, που ανακόπτει τα δαιμονισμένα του νερά. Λίγο πιο μικρό από μια αρένα αλογομαχίας, λίγο πιο βαθύ από την τάφρο του κάστρου, αυτό το κοίλωμα είναι το μοναδικό πέρασμα του Ντορμ.

Επίφοβο να το διανύσω κολυμπώντας. Όσο ήρεμο κι αν μοιάζει στο απαίδευτο μάτι, εγώ ξέρω πόσο έχει κοστίσει στον πατέρα μου. Ένας διάδοχος πνιγμένος, τρεις άμαξες με όλα τους τα άλογα εξαφανισμένες και ο μισός λαός του υποδουλωμένος στους Βέρντερεμ. Θα μπορούσες να το πεις και τραγωδία.

Η Γραία μου έστειλε μήνυμα. Σήμερα μπορεί να με δει. Μόνη μου. Από όλα της τα χαρίσματα, η γνώση των μελλούμενων είναι αυτό που με συναρπάζει περισσότερο.

Το πρώτο όνειρο στο οποίο με επισκέφθηκε το είδα κάπου στα εφτά μου. Έπαιζα στην όχθη του Ντορμ, κοντά στο κοίλωμα, όταν την είδα ξαφνικά δίπλα μου. Μου χαμογέλασε τρυφερά, παρατήρησε πόσο μεγάλωσα, πόσο όμορφο όνομα είχα και με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει παρέα.

Πώς σε λένε;

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ξάφνιασμα στο πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά που «μιλούσα» στο μυαλό κάποιου. Σε όνειρο και μη. Κι εκείνη, που δεν γνώριζε άλλον χαρισματικό όσο η ίδια – τουλάχιστον ως τότε – με χάιδεψε στο κεφάλι.

«Γραία. Έτσι με λένε»

Πώς ξέρεις το όνομά μου;

Μου χαμογέλασε πάλι.

«Ξέρω τα πάντα για σένα. Εκτός από το ότι μιλάς με το μυαλό. Αυτό δεν το είδα. Όταν έρθει η ώρα, θα σου πω κι εσένα όσα πρέπει να ξέρεις»

Αυτή η ώρα είναι σήμερα. Τώρα.

Κοιτάζω το νερό που αφρίζει στο κοίλωμα. Μικρά κύματα γλύφουν την όχθη, σπρώχνουν πέτρες και χώμα προς το μέρος μου, αλλάζουν τη μορφή της κάθε στιγμή. Όσο περισσότερο συγκεντρώνομαι, τόσο περισσότερο αφρίζουν ώσπου αρχίζουν να χωρίζουν μπροστά μου. Τα σκαλιά εμφανίζονται, πέτρινα και πανάρχαια. Πατάω στο πρώτο. Η πέτρα αναγνωρίζει το δέρμα μου. Το νερό απομακρύνεται περισσότερο καθώς κατεβαίνω ένα βήμα τη φορά, ένα σκαλί τη φορά, με ένα καρδιοχτύπι τη φορά. Έχω κάνει αυτή τη διαδρομή αμέτρητες φορές. Σήμερα, κάτι είναι διαφορετικό. Η πέτρα το καταλαβαίνει. Το νερό επίσης. Η σκάλα εμφανίζεται μπροστά μου πιο γρήγορα, πιο επιτακτικά, πιο προστατευτικά από κάθε άλλη φορά. Κατεβαίνω. Το νερό πίσω μου επανέρχεται. Η αχλή που έχω ρίξει γύρω μου με προστατεύει από όλους και όλα. Κι όμως. Κοιτάζω συνεχώς πάνω από τον ώμο σου.

Φτάνω στην είσοδο. Τη μια από τις δύο. Αυτή που έχω διαβεί ξανά στο παρελθόν κι αυτή που δεν πρόκειται – δεν πρέπει και δεν υπάρχει ανάγκη – να διαβώ στο μέλλον. Ο διάδρομος φωτίζεται αμυδρά από τις πυγολαμπίδες. Εκατοντάδες χρόνια επιζούν κάτω από τη γη, χωρίς φως, χωρίς τροφή. Άλλο ένα από τα χαρίσματα της Γραίας και των ομοίων της.

Διασχίζω τον Ντορμ στεγνή και προστατευμένη. Σήμερα είναι η μέρα. Για σήμερα με προετοιμάζει εδώ και δέκα χρόνια η Γραία. Σήμερα πρέπει να μπορώ και να αντέχω να ακούσω το μέλλον μου.

Την βρίσκω να κάθεται μπροστά στη φωτιά. Ο χώρος είναι ζεστός, η μυρωδιά γλυκερή, σαν σήψη και βανίλια. Κάθομαι δίπλα της. Πιάνει το χέρι μου και χαμογελά.

«Ήρθες, κυρά μου».

Ρόουζλιν. Γιατί δεν λες το όνομά μου;

«Δεν τολμώ, κόρη μου. Δεν πρέπει. Θρέφω το μυαλό και την καρδιά σου χρόνια τώρα. Μα το όνομά σου μόνο να το ονειρευτώ μπορώ. Όταν έρθει η ώρα, θα καταλάβεις γιατί».

Κάθε φορά η ίδια κουβέντα. Δεν πρέπει. Λες κι είναι κατάρα το όνομά μου. Από τότε που πέθανε η μητέρα μου, κανείς δεν με αποκαλεί με το όνομά μου. Με το όνομά της. «Μην ταράζεις τους νεκρούς, κόρη μου» μου είπε μια μέρα η Γραία. «Δεν τους αρέσει. Και ποιος ξέρει τι θα κάνουν αν τους ενοχλήσουμε πολύ».

Η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Το ίδιο και η νεογέννητη αδελφή μου. Ο βασιλιάς απόμεινε με τον διάδοχό του κι εμένα. Τώρα πια, μόνο με εμένα. Κι εγώ πρέπει να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Να παντρευτώ έναν βασιλιά και να γεννήσω έναν διάδοχο. Έτσι, θα συμμαχήσουμε με τους Ατσούρι και θα έχουμε μια ελπίδα να κάνουμε ειρήνη με τους Βέρντερεμ. Αν, όμως, δεν είναι αυτό το μέλλον μου;

Η Γραία αφήνει το χέρι μου. Γυρίζει ολόκορμα και με κοιτάζει. Με αγάπη. Πόσο σπάνια με κοιτάζουν έτσι. Η παραμάνα μου κι η υπηρέτριά μου μόνο. Ο πατέρας μου είναι βασιλιάς κι οι βασιλείς πολεμούν. Μόνο. Δεν θέλω να παντρευτώ έναν πολεμοχαρή βασιλιά. Αλλά πρέπει. Όταν, μια μέρα που διαβάζαμε παρέα, είπα στη Γραία αυτά που σκέφτομαι για τον κανονισμένο γάμο, μου είπε αυστηρά:

«Αυτό που πρέπει είναι αυτό που σου είναι γραμμένο. Αυτό να θυμάσαι».

Κι ο βασιλιάς;

«Ο βασιλιάς θα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Αλλιώς, δεν θα ήταν βασιλιάς».

Η Γραία τρέμει. Όταν δεν αντέχει άλλο να με κοιτά, κλείνει τα μάτια και μουρμουρίζει. Κοιτάζω τριγύρω γιατί αν κοιτάξω την καρδιά μου, θα τη δω να σπάει από αγωνία και φόβο. Απασχολώ το μυαλό μου. Η Γραία το αισθάνεται και χαϊδεύει τα μάγουλά μου. Συγκεντρώνομαι.

«Είσαι έτοιμη» λέει με σιγουριά.

Είμαι.

Η καρδιά μου διαφωνεί εκκωφαντικά.

Ξαναπιάνει το μουρμουρητό μέχρι που αρχίζω να καθαρίζω λέξεις, προτάσεις, συναισθήματα. Τα χείλη της ζωντανεύουν από όσα «βλέπει», βάζουν τις λέξεις που τρέμω να ακούσω σε σειρά.

«Την όγδοη μέρα του νέου έτους, ο γιος του νερού θα σε αγαπήσει. Αυτός ο γιος θα γίνει βασιλιάς από πατέρα και από γάμο. Θα σε λατρέψει όπως λαχτάρα η καρδιά σου και θα φέρει την ειρήνη στους τρεις. Θα γεννήσεις ένα παιδί που θα ενώσει τις φυλές του Νορμ. Θα είναι καρπός της γης και του νερού, θα φέρει την γαλήνη στις καρδιές των λαών μας και την ειρήνη στη γη του Νορμ και ακόμη πιο πέρα, ως εκεί που καίνε οι φωτιές τα δέντρα και τους ανθρώπους.

Δεν θα ζήσεις για να το δεις να κυβερνά. Αλλά, πριν το τέλος, θα καταλάβεις».

Η Γραία κοιμάται. Την ξάπλωσα προσεκτικά στα κιλίμια της, την σκέπασα καλά και χάιδεψα για ώρα το γερασμένο χέρι της.

Δεν μπορώ να σκεφτώ όσα άκουσα. Είναι μεγαλειώδη και, ως εκ τούτου, τρομακτικά. Κάθομαι στην όχθη του Ντορμ. Το κοίλωμα έχει κλείσει πίσω μου και το ποτάμι συνεχίζει ανυπόμονα τη διαδρομή του.

Περπατάω στο μονοπάτι και, λίγο πριν βγω στο λιβάδι των Ψυχών, χαιρετώ το δάσος. Η αχλή μου φεύγει μαζί μου. Δεν κοιτάζω πια πάνω από τον ώμο σου.

Αν και θα ‘πρεπε.

Η Ρόουζλιν βγαίνει από το νερό. Ανεβαίνει τη σκάλα με ήρεμα, στοχαστικά βήματα. Η πέτρα δεν αντιδρά. Την αναγνωρίζει. Ξέρει το βήμα και το δέρμα της από παλιά. Για μια στιγμή, ζηλεύω την δύναμή της. Μετά χαμογελώ. Η αχλή της δεν μπορεί να την κρύψει από μένα.

Αυτή είναι. Αυτή που είπε η Γραία.

Ήρθε η ώρα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: