,

Κορίτσι πράγμα, δεν ντρέπεσαι;

Ήταν ακόμα μια διαφωνία που θα κατέληγε σε καυγά κι έτσι προτίμησα ν’ αρπάξω το σακάκι μου και να βγω στο δρόμο. Ο καθαρός αέρας θα μου έκανε καλό, έτσι δεν λένε;  Λίγο πριν χτυπήσω την πόρτα δυνατά πίσω μου, ακούστηκε η φωνή της μάνας μου πάλι θυμωμένη:

«Ποιος σε καταπίεσε μωρέ; Ελεύθερη να κάνεις ο,τι θέλεις ήσουν μια ζωή, σου μίλησε κανείς; Αχ, και να ξέρες εμείς τι τραβήξαμε στη ζωή και δεν βγάλαμε άχνα. Για ψύλλου πήδημα, θα χαλάσεις το σπίτι σου κακομοίρα; »

Γύρω από το κεφάλι μου μια μέγγενη να το σφίγγει ασφυκτικά, η καρδιά να χτυπά δυνατά στο στήθος και συνέχεια στο μυαλό μου η ίδια απορία να αναβοσβήνει σαν  επιγραφή από νέον: Ποιος σε καταπίεσε, μωρέ; Κανείς! Κανείς!

Ξαφνικά, μια βροντή ακούστηκε από ψηλά, όλο μου το “είναι” φορτίστηκε αλλόκοτα! Μια πανίσχυρη οργή με κατέλαβε κι άρχισα να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω μανιασμένα, στα τυφλά. Πήγαινα τόσο γρήγορα που οι εικόνες γύρω μου περνούσαν ταχύτατα και σύντομα δεν διέκρινα ούτε σχήματα, ούτε χρώματα, σαν μια δίνη να τα κατάπιε όλα.

Κάθισα να ξεκουραστώ και να βρω την ανάσα μου, στο σαλονάκι μιας μικρής μονοκατοικίας. Όλα όμορφα και παστρικά! Γύρω από ένα τραπέζι με πεντακάθαρο τραπεζομάντηλο, όλο περίτεχνα κεντίδια, μια γλυκιά γιαγιά μιλούσε με την εφτάχρονη εγγόνα της. Το κοριτσάκι έμοιαζε λυπημένο κι αγκάλιαζε μια κουκλίτσα – μωρό. Ήταν η γιαγιά που έμοιαζε να την παρηγορεί για κάτι. Έστησε αυτί:

– Μα πού να πας να παίξεις εσύ μέσα στις γειτονιές σαν αδέσποτο; Εσύ είσαι κοριτσάκι! Κάνει να χάνεσαι και να αλητεύεις σαν τον αδελφό σου; Αυτός είναι αγρίμι, δεν μαζεύεται! Εσύ είσαι ήσυχη, μυαλωμένη, άστο μην του δίνεις σημασία… Αυτός είναι αγοράκι… Βράζει το αίμα του.

– Μα θέλω κι εγώ να παίξω, απάντησε η μικρή με χείλια που τρέμανε.

– Εμείς θα καθίσουμε εδώ, να φτιάξουμε ρουχαλάκια για την κούκλα σου και να στρώσουμε τα κρεβάτια, είπε η γιαγιά με πιο κοφτό ύφος αυτή τη φορά. Θα ξεβρομίσουμε και το δωμάτιο του αδελφού σου.

Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου που είδε το κοριτσάκι να υπακούει απρόθυμα, κοιτώντας έξω στο παρκάκι τα άλλα παιδάκια να παίζουν χαρούμενα. Έκλεισα τα μάτια, μια σφυριά τρύπησε το μηνίγγι μου και ο πόνος με περόνιασε.  Όταν τα ξανά άνοιξα, το σκηνικό είχε αλλάξει!

Σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο, σε μια πόλη, μια μάνα, με όψη ενοχλημένη, τραβούσε δύο κοριτσάκια από το χέρι. Μιλούσε σ’ ένα από τα δύο, με ύφος έντονο:

– Ε να πας να κάνεις ποδόσφαιρο! Να στραβώσουν τα   πόδια σου, να μην σε πλησιάζει κανένα αγοράκι που θα είσαι σαν νταής! Σε κανέναν δεν θ’ αρέσεις! Σκέτο φόβητρο! Τέλος, μπαλέτο θα πας! Σαν την αδελφή σου!

Πνίγομαι! Θέλω να μιλήσω στην μητέρα, να εξηγήσω «άσε την μικρή να κάνει αυτό που της αρέσει»,  μα την στιγμή που ανοίγω το στόμα μου διστακτική ακόμα στο αν είναι σωστό να επέμβω,  βρέθηκα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, σ’ ένα διαμέρισμα, στο καθιστικό με μοντέρνα διακόσμηση, μια κυρία μιλούσε σε μια κοπέλα.  Ήταν γύρω στα δεκαεφτά η μικρή κι είχε αυτό το θυμωμένο ύφος των εφήβων. Μπορεί να είχε και μια αδιόρατη θλίψη! Η μητέρα, μάλλον μητέρα και κόρη είναι υποθέτω, μιλάει πρώτη:

– Κάνει τώρα εσύ να έχεις πάρει τόσο βάρος; Τι πάει να πει “αγχώθηκες” με τις εξετάσεις; Η γυναίκα είναι στολίδι, πρέπει να καμαρώνει ο άντρας που την έχει. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει που έγινες σαν μπόγος; Προσπαθείς να χάσεις, ε, να προσπαθείς πιο πολύ! Τι να τα κάνω εγώ τα γράμματα, άμα χάσεις την ομορφιά σου; Κι όλο νεύρα είσαι. Να είσαι γλυκιά όπως ήσουν μικρούλα! Κορίτσι είσαι εσύ ή αντάρτης πόλεων;

Θυμώνω, φουντώνω, ιδρώνω, την βλέπω την μικρή που κάνει να μιλήσει. Αλλά δεν βγάζει μιλιά! Τί να εξηγήσει; Πως προσπαθεί να τα συνδυάσει όλα, πως κάνει δίαιτα αλλά αν μπορούσε η μάνα της να μην μιλάει έτσι, θα ήταν καλύτερα; Την πονούσαν αυτές οι εκφράσεις της στο μυαλό και στην ψυχή. Της τρυπούσαν τα αυτιά. Την πλήγωναν! Δεν την ξεκουνούσαν, δεν την ενεργοποιούσαν, την πλήγωναν! Τα βλέπω εγώ που είμαι μια ξένη που βρέθηκα ξαφνικά στο σαλόνι τους, είναι δυνατόν να μην το νιώθει η μάνα της;

Θα μιλήσω εγώ, θα την υπερασπιστώ! Θα πω τα λόγια που δεν βρίσκει εκείνη! Κάνω δύο βήματα, πάω να μιλήσω, να πω τα λόγια που δεν μπορεί να ξεστομίσει αλλά η εικόνα αλλάξει! Στον αυλόγυρο ενός γυμνασίου, δυο κοπέλες με το σακίδιο στον ώμο. Η μία με την πλάτη στον τοίχο, λίγο αμήχανη, λίγο χαμένη.

Η άλλη κοπέλα την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα όλο ειρωνεία:

– Ιου τι νύχια είναι αυτά; Άφτιαχτα! Ρε κολλητούλα, φτιάξου λίγο! Περπάτα ίσια! Ρούφα κοιλιά, πέτα το στήθος έξω, λίγο σέξι ρε συ! Μονοκόμματα περπατάς. Σαν σακί! Σιγά μη γυρίσει να σε κοιτάξει ο Νίκος! Αυτός κυκλοφορεί τις πιο ωραίες γκόμενες.

Η άλλη κοπέλα σωπαίνει, κατεβάζει το κεφάλι. Πρέπει να μάθει να φτιάχνεται, να κάνει μακιγιάζ, έχει ανοιχτή λεκάνη, μικρό στήθος. Πρέπει να έχει χείλια πιο ζουμερά, να ντύνεται πιο προκλητικά. Έχει δίκιο η  Λίνα! Όμως, ο εγωισμός της επαναστατεί, μια φωνούλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της:

– Όχι, ρε Λίνα, σκοπός είναι να είμαι ο εαυτός μου. Όχι να γίνω μια άλλη για να μου δώσει σημασία!

Ενθουσιάζομαι! Μπράβο! Να πιστεύεις σε σένα, στην προσωπικότητά σου. Μην μιμείσαι! Ο καθένας είναι διαφορετικός, μοναδικός!

– Ε, μείνε ο εαυτός σου και μείνε μπουκάλα! Γιατί προς το παρόν, μόνο σε σένα αρέσεις! ακούστηκε η Λίνα και λίγο πιο μετά το κακαριστό της γέλιο. Α, και στην παρέα ρε συ, μην πολυμιλάς γιατί του τη σπας. Στα αγόρια δεν αρέσουν οι έξυπνες. Κάνε την χαζή και γέλα με τα αστεία του, κι ας λέει μπούρδες.

Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Να την προλάβω να της πω πως είναι όμορφη πολύ, και να μην αλλάξει για κανέναν. Θα μάθει να περιποιείται τον εαυτό της και θα ομορφαίνει κάθε μέρα και πιο πολύ. Και θα τον κερδίσει τον έρωτα που θέλει.  < Κοπελιά, ακούς;>

Μια καφετέρια. Δυο γυναίκες. Δυο φίλες; Η μια κλαίει πίσω από χοντρά γυαλιά ηλίου. Η άλλη την πατρονάρει με αέρα και σιγουριά:

– Ρε φιλενάδα τι του κάνες πάλι; Κάτι θα του πες! Είπαμε όσο του κρατάει ο θυμός, δεν θα μιλάς! Πού θα πάει; Θα φωνάξει, θα βρίσει, θα σπάσει, θα κλωτσήσει, ε, θα του περάσει. Έχει τα νεύρα του. Σε ποιον θα ξεσπάσει αν όχι σε σένα, τον άνθρωπο του; Ας τον να κάνει τον άντρα!  Πολύ ευαίσθητη μας βγήκες! Τι πάει να πει “σε ταράζει” Θέλεις να έχεις άντρα η όχι; Γυναίκες είμαστε και ξέρουμε να “τουμπάρουμε” τους άντρες! Να του εξηγήσεις! Τι να του εξηγήσεις ρε βλάκα; Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν από λόγια. Από άλλα πράγματα καταλαβαίνουν, είπε με ένα πονηρό γελάκι. Αχ, πού σε βρήκα, χαζό! Η γιαγιά μου έλεγε <οι άντρες πρέπει να σε γνωρίζουν από την μέση και κάτω. Πότε να μην ανοίγεις την καρδιά σου. Οι άντρες είναι γάιδαροι. Μόνο για να δουλεύουν και να μας τα ακουμπάνε>

Μα τι λέει; Οι άνθρωποι  ερωτεύονται, αγαπιούνται, μοιράζονται, κρατούν το χέρι ο ένας του άλλου και προχωρούν! Τι όχι; Με πιάνει σκοτοδίνη..

Η καφετέρια χάθηκε, οι δυο φίλες επίσης. Τα μάτια μου γέμισαν χρώματα, σαν καλειδοσκόπιο, σαν εφιάλτης, σαν πίνακας σουρεαλιστή ζωγράφου χωρίς να βγάζω νόημα, χωρίς απαντήσεις, μόνο ερωτήματα να αναβοσβήνουν στο κεφάλι μου!

Στο διαμέρισμα μου είμαι. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ. Κοιτάζω γύρω. Τα παιδιά; Μάλλον στο σχολείο. Λίγο αίμα τρέχει από την μύτη. Κάπου χτύπησα; Με χτύπησαν; Δεν θυμάμαι. Ξαφνικά, ακούω μια φωνή. Ο Νίκος! Στα γόνατα μου, μπροστά στον καναπέ. Κλαψουρίζει. Μου φιλάει το χέρι. Μιλάει:

– Να μου κοπεί το χέρι αν σε ξαναγγίξω. Να εδώ έφερα και το μαχαίρι από την κουζίνα. Θα το κόψω από τον αγκώνα.  Μου ανέβασες το αίμα στο κεφάλι ρε μωράκι. Αφού ξέρεις δεν μπορώ να ελέγξω το θυμό μου, τα βλέπω όλα κόκκινα. Αλλά είμαι εντάξει σ όλα μου ε; Σας αγαπώ κι εσένα και τα παιδιά, για σας τρέχω από το πρωί ως το βράδυ. Ε, και με μια περιπετειούλα δεν χαλάνε οι γάμοι; Άλλωστε, πού θα πας με δυο παιδιά; Ε, μωράκι; Να πας ν’ αδειάσεις τις βαλίτσες ε; Πού να τα βγάλεις πέρα, γυναίκα πράγμα; Έτσι; Άντε, και το βράδυ θα σε βγάλω έξω!

Πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό; Μπήκα στον πειρασμό να τσεκάρω μήπως το έχει ηχογραφήσει!  ‘Ίδια λόγια με ίδια σειρά και ίδια έκφραση. Κοιτάξω γύρω, κοιτάζω εκείνον, μπορεί και να χαμογελάω ελαφρά. Είχε δίκιο ο άντρας μου. Πώς θα τα καταφέρω, γυναίκα μόνη; Κι ή μάνα μου είχε δίκιο. Που μου λέει ν’ αφήσω αυτά τα υστερικά γιατί <η γυναίκα κρατάει το σπίτι. Ποια δεν έχει φάει κέρατο; Ποια δεν έχει φάει ξύλο;>

Γύρισε και τον κοίταξε και του χαμογέλασε ξανά. Πάνε δεκατρία χρόνια που βλέπει το ίδιο έργο. Ο Νίκος έχει προχωρήσει προς την πόρτα, μάλλον γυρίζει στην δουλειά, μου μιλάει, αλλά εγώ δεν ακούω πια ήχο, μόνο χαμογελάω σαν χαζή, μπορεί να του έγνεψα και <γεια> δεν θυμάμαι!

Η πόρτα κλείνει, σηκώνομαι, πάω στο δωμάτιο των παιδιών. Νιώθω ανάλαφρη (περίεργο), το χαμόγελο ακόμα στα χείλη ( μου έστριψε άραγε;) , μπα είμαι πολύ ήρεμη! Σκέφτομαι την ερώτηση της μάνας μου: Ποιος σε καταπίεσε μωρέ; Κανείς! Κανείς! Κανείς! Κανείς κι όλοι μαζί! Περνούσαν και κλείδωναν λίγο περισσότερο το κλειδί της αόρατης φυλακής. Αλλά όχι άλλο,  ποτέ ξανά!

Ύστερα, πολύ ήσυχη, όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, αρχίζω να φτιάχνω τις βαλίτσες των παιδιών και να τις τακτοποιώ δίπλα στις δικές μου. Ποτέ ξανά!

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: