,

Πρόσωπο με πρόσωπο με τη διπολική διαταραχή

Η Ελβίρα έδεσε προσεκτικά το ματωμένο της μπράτσο. Όταν η μητέρα της τη ρώτησε πώς το έπαθε και αν πονούσε, της απάντησε ότι είχε πέσει από το ποδήλατο. Δεν της είπε όμως αν πονούσε – και πονούσε πολύ. Όχι για την ίδια την πληγή, αλλά για το πώς προέκυψε. Διότι ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Μάρκος θα της έκανε τέτοιο κακό…

Ήταν ο μεγάλος αδερφός του καλύτερού της φίλου, του Φοίβου. Με τον Φοίβο είχαν γνωριστεί στην πρώτη δημοτικού και μέχρι σήμερα, στο Λύκειο, ήταν αχώριστοι. Αδέλφια της καρδιάς, πολλοί έβρισκαν το δεσμό τους ακατανόητο ή και παρεξηγήσιμο, όμως εκείνοι ήξεραν καλά τι ήταν. Για εκείνη ως μοναχοπαίδι, ήταν ο αδελφός που δεν είχε ποτέ και για εκείνον, η τρυφερότητα που ποτέ δεν έλαβε. Ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει την οικογένεια και η μητέρα ήταν συνεχώς αδιάφορη, με μερικές αναλαμπές ανθυγιεινής υπερπροστασίας. 

Κι ύστερα ήταν ο Μάρκος. Ο Μάρκος με τα χρυσοπράσινα τεράστια μάτια που την είχαν εντυπωσιάσει από τόσο μικρή, μόνο που τότε δεν ήξερε ακριβώς τι ένιωθε. Τον έβλεπε ελάχιστες φορές και από λίγο, διότι ο Φοίβος δεν ήθελε να βρίσκεται ποτέ στο σπίτι του, νιώθοντας να πνίγεται εκεί. Η Ελβίρα δεν είχε ζητήσει ποτέ να μάθει πολλές λεπτομέρειες για την οικογένεια του καλύτερου φίλου της, σεβόμενη ότι ήταν το μοναδικό θέμα για το οποίο δεν ήθελε καθόλου να μιλάει. 

Τα χρόνια περνούσαν και το δέσιμο των δύο φίλων δε θα γινόταν δυνατότερο αν ήταν αληθινά, ακόμα και δίδυμα αδέλφια. Παρ’ όλα αυτά, ο καθένας τους είχε κάτι που δεν τολμούσε να το ομολογήσει στον άλλον. Ενώ για την Ελβίρα το ενδιαφέρον για τον Μάρκο εξελισσόταν σε έμμονη ιδέα και θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του είχαν τη δύναμη να την υπνωτίσουν, ο Φοίβος όλο και συχνότερα τρόμαζε με τον αδελφό του. Πάντα τον έβρισκε λίγο παράξενο, αλλά το πράγμα μάλλον γινόταν χειρότερο. «Πάμε να φύγουμε, να γυρίσουμε μόνοι τον κόσμο;» του έλεγε, κι εκείνος νόμιζε ότι το έλεγε για πλάκα. «Εγώ θα ξεκινήσω από την ταράτσα μας. Μπορώ να πετάξω, ξέρεις!» Και δώσ’ του τα μεγαλεπήβολα σχέδια και οι εκρήξεις δημιουργικότητας. Ήταν σίγουρος ότι δεν κοιμόταν ποτέ τη νύχτα, κι όμως αυτό δε φαινόταν να τον καταβάλει καθόλου – μαγείρευε, μελετούσε, γυμναζόταν, με υπεράνθρωπα σχεδόν αποτελέσματα. Και κάποια στιγμή αυτό κοβόταν απότομα, κι ο Μάρκος κλεινόταν στο δωμάτιο του για μέρες ολόκληρες. Όταν τον ρωτούσε τι έχει, του έλεγε πάντα ότι δεν είναι τίποτα κι ότι θα του περάσει. Μέχρι εκείνη τη φορά που τον τρόμαξε για τα καλά: «Φοίβο, κανείς μας δεν υπάρχει. Είμαστε όλοι κομμάτια μιας εικονικής πραγματικότητας, ενός κακού κόσμου». Οι φάσεις εναλλάσσονταν, σε σημείο να νιώθει σαν να είχε δύο διαφορετικούς αδερφούς κάθε φορά. Μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά; Μόνο στη μητέρα του είχε μιλήσει, κι εκείνη του είπε απλώς ότι λέει βλακείες που δεν πρέπει να τις πει πουθενά αλλού, αν δε θέλει να τον περάσουν για παλαβό. Η κολλητή του αν τα μάθαινε, ίσως να τρόμαζε. Άρα, αδιέξοδο… 

Δεν έπρεπε να είχαν βγει όλοι μαζί εκείνη τη νύχτα, δεν έπρεπε. Εκείνο το μοιραίο πάρτι τα έκανε όλα. Μια κοπέλα από την τάξη του Μάρκου που ήταν μαζί τους στο θέατρο είχε γενέθλια, επομένως τους φάνηκε λογικό να πάνε όλοι μαζί, να ξεσκάσουν και λίγο. Μετά τις πρώτες ευχές, το σπίτι έμεινε ελεύθερο για τη νεολαία. Δεν έπρεπε ο Φοίβος να τριγυρνάει από παρέα σε παρέα, καθ’ ότι τον ήξεραν όλοι, γιατί έτσι δεν είδε τα ποτά που κατέβαζε η Ελβίρα το ένα μετά το άλλο. Δεν είδε τον Μάρκο που την παρακολουθούσε ανήσυχος, χωρίς να γλιτώσει όμως κι εκείνος μερικά σφηνάκια. Δεν τον είδε να την πλησιάζει, να τη ρωτάει τι την απασχολεί. Κι εκείνη να τον κοιτάει ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της κατάματα, μη μπορώντας να του πει τίποτε άλλο πέρα από το πόσο ωραία μάτια έχει. Κι εκείνος, περιμένοντας  τόσον καιρό μια εκδήλωση ενδιαφέροντος από τη μοναδική κοπέλα που ήθελε, να την αρπάζει στην αγκαλιά του και να τη φιλάει σαν να μην υπάρχει αύριο… Ή όχι, λάθος. Αυτό το τελευταίο ενσταντανέ ο Φοίβος το είδε πεντακάθαρα, όταν βγήκε από το μπάνιο που έβλεπε στο πίσω μπαλκόνι. 

Έπρεπε να είχε μιλήσει στην Ελβίρα, ίσως να προλάβαινε το κακό όσο ήταν καιρός. Όμως ερωτευμένοι και οι δύο, δεν του έκανε καρδιά να χαλάσει αυτή την ιστορία. Τους έβλεπε να ανθίζουν με το που αντάλλαζαν βλέμματα και το χαιρόταν. Όταν τους έβλεπε μαζί, σκεφτόταν ότι ίσως και να ήταν ο ένας για τον άλλον. Η μεν να ακτινοβολεί μια ζεστασιά που δεν είχε δει ποτέ πριν, ο δε να ηρεμεί και φέρεται χαρούμενα και φυσιολογικά. Δεν έπρεπε όμως να αγνοήσει αυτά που είχε βιώσει με το Μάρκο, αυτά που παραμόνευαν χωρίς κανείς να το έχει συνειδητοποιήσει. Όταν κάποιος σου φέρεται κακοποιητικά, τον αφήνεις. Όταν κάποιος δε σε αγαπά, το ίδιο. Τι γίνεται όμως όταν κάποιος δεν αγαπά τον ίδιο του τον εαυτό; Ή μάλλον, όταν η ψυχική ασθένεια γίνεται δυνάστης και καταστρέφει τα πάντα; 

Διότι μετά τον πρώτο χρόνο, τον καλύτερο ίσως που είχαν να θυμούνται, ο Μάρκος άρχισε να ξυπνάει τις νύχτες και να θέλει να φύγει από το σπίτι, λέγοντας ότι θα κολυμπήσει μέχρι το διπλανό νησί. Άρχισε να μην αναγνωρίζει κανέναν γύρω του, να παραληρεί για ακατανόητα πράγματα. Ύστερα έπεφτε σε μια θλίψη που τον έκανε τελείως απροσπέλαστο, και φτου κι απ’ την αρχή. Η κοπέλα του είχε πελαγώσει, γιατί δεν ήξερε ποια συμπεριφορά του να “κρατήσει”, πώς να συμπεριφερθεί. Του είπε να πάει σε ψυχολόγο, εκείνος ούτε να το ακούσει. Της ήταν αδύνατον όμως να τον αφήσει, όπως ήταν και σε εκείνον αδύνατον. Μήνες κράτησε αυτό το βιολί, το αποκορύφωμα όμως ήρθε τη μέρα κατατρόμαξε τους πάντες, λέγοντας ότι είναι ένας πράκτορας εικονικού κόσμου και έπρεπε να βάλει τέλος στη ζωή του για να σώσει τους άλλους.

– Μη, Μάρκο, μη! αναφώνησε η Ελβίρα, και έτρεξε να τον εμποδίσει να κόψει το χέρι του με το ξυραφάκι την ώρα που οι άλλοι είχαν παγώσει. Μάτωνε η καρδιά της να βλέπει έτσι όχι μόνο τον Μάρκο, αλλά και τον Φοίβο που ανησυχούσε. Και τότε ο Μάρκος έχασε τελείως τον έλεγχο που κάποιος παρενέβη στο “έργο” του. Επιτέθηκε στα τυφλά και το ξυράφι έσκισε άσχημα το μπράτσο της κοπέλας. Η μητέρα των αγοριών, έχοντας καταλάβει επιτέλους ότι κάτι πήγαινε στραβά, έτρεξε αλαφιασμένη να ειδοποιήσει την αστυνομία. 

– Τι κάνεις; ούρλιαξε ο Φοίβος. Τρελάθηκες τελείως πια;
Ήταν σαν να σκίστηκε ένα μαύρο πανί μπροστά στα μάτια του Μάρκου. Όταν είδε την κοπέλα του να αιμορραγεί και ένα ματωμένο ξυράφι στο χέρι του, κατέρρευσε.
– Ελβιράκι μου, μωρό μου… Συγχώρεσέ με, τι έκανα; Θεέ μου, τι έκανα;
Ο Φοίβος δεν πίστευε στα μάτια του, όταν είδε την Ελβίρα να αδιαφορεί τελείως για το χέρι της και να προσπαθεί να παρηγορήσει τον Μάρκο. Πολύ δε περισσότερο, όταν προσπάθησε αυτή τη φορά να βλάψει τον εαυτό του. Ευτυχώς, κατάφεραν να τον συγκρατήσουν και οι τρεις μέχρι να καταφτάσουν οι αστυνομικοί. 

Διπολική διαταραχή με ψυχωσικά χαρακτηριστικά, είπαν από την ψυχιατρική μονάδα όπου εν τέλει νοσηλεύθηκε. Από τις ζόρικες περιπτώσεις, πρόσθεταν. Δεν μπορούσε να τον δει κανείς, όμως κανείς από τους δύο φίλους δεν ήθελε να το συζητήσει έτσι κι αλλιώς. Για πρώτη φορά, ήθελαν να μείνουν ο καθένας μόνος του, σαν λαβωμένα αγρίμια που αποτραβιούνται για να γλείψουν τις πληγές τους. Μήπως έφταιγαν εκείνοι; Μήπως έπρεπε να κάνουν κάτι διαφορετικά; Στην αρχή, δεν επιτρεπόταν να τον δει κανείς. Άσχημη η κατάστασή του, εφιάλτης η κλειστή πόρτα της κλινικής, τα χέρια τους δεμένα. Συνεδρίες με ψυχολόγο μαζί με φαρμακευτική αγωγή, παραμονή στη μονάδα για να βρίσκεται υπό έλεγχο λόγω των κρίσεων του.

Σιγά σιγά, οι δύο φίλοι βρήκαν το κουράγιο να διαβάσουν περισσότερα για τη διπολική διαταραχή. Τελικά, υπήρχαν πολλά να μάθουν εφόσον ήθελαν να ψάξουν. Δεν ήταν ντροπή η ψυχική ασθένεια, δεν ήταν αδυναμία να απευθυνθείς σε ψυχολόγο. Μπορούσε πραγματικά να σε βοηθήσει με την κατάλληλη εκπαίδευση. Σίγουρα ήταν δύσκολα τα πράγματα έξω στην κοινωνία, όπου αυτά τα θέματα θεωρούνταν ταμπού. Ήξεραν ότι τουλάχιστον από μια μερίδα της κοινωνίας, ο Μάρκος θα μπορούσε να περιθωριοποιηθεί. Μέχρι και από τους ίδιους του τους γονείς άκουγαν σχόλια όπως “ο προβληματικός”. Ήξεραν ότι δεν έχουν όλοι οι ασθενείς ένα πλήρες υποστηρικτικό δίκτυο, εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι μπορούν.

Με τον καιρό, κατάφεραν να τον επισκέπτονται. Έτρεμε αρκετά, παρενέργεια της ειδικής θεραπείας με λίθιο. Το βλέμμα του ήταν το γνώριμο, με λιγότερη από τη ζωντάνια του αλλά τουλάχιστον ήρεμο. Τους ευχαριστούσε συνεχώς που ήταν εκεί, διότι προτιμούσε ασυζητητί τη δική τους συντροφιά από της μητέρας του. Μάθαινε πάλι τη ζωή από την αρχή, ίσως και τα πιο απλά πράγματα. Υπήρχαν κάποια στιγμιότυπα υποτροπών, οι οποίες όλο και λιγόστευαν. Μάλιστα, είχε αποφασίσει να δώσει ξανά Πανελλήνιες διότι είχε χάσει την προηγούμενη χρονιά. Ήθελε να γίνει βιολόγος. 

Λίγους μήνες μετά τη νοσηλεία του, ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως με την Ελβίρα. Όλο αυτό το διάστημα, δεν της φέρθηκε καθόλου ως σύντροφος παρά μονάχα ως φίλος, κάτι που την είχε προβληματίσει παρ’ όλο που κι εκείνη δεν ήξερε ακριβώς πώς να φερθεί.
– Μάλλον σου χρωστάω μια εξήγηση. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελα να νιώθεις καμία δέσμευση προς εμένα.
– Μα… είμαι η κοπέλα σου, πώς να μην υπάρχει δέσμευση; Θέλω να είμαι κοντά σου σε αυτό.
– Δε θέλω να έχω κοπέλα αυτή τη στιγμή, και ειδικά εσένα. Είσαι στη ζωή μου απ’ όταν ήμασταν παιδιά, και ούτε μπορώ να προσδιορίσω πλέον πότε σε ερωτεύτηκα. Φοβάμαι τον εαυτό μου, δε θέλω να σου κάνω κακό.
– Δε με νοιάζει, Μάρκο, σημασία έχει να είμαστε μαζί και θα το αντιμετωπίσουμε. Άλλωστε, οι γιατροί λένε ότι τα πας μια χαρά και μπορείς να έχεις μια φυσιολογικότατη ζωή…
– Το ξέρω, όμως είμαι στη φάση που αναρρώνω. Ας μην ξεγελιόμαστε, δεν έχει τελειώσει τίποτα ακόμα. Χρόνια ήμουν… ξέρεις, μέχρι να μπω εδώ μέσα κακήν κακώς. Τώρα είναι που χτίζω τις βάσεις για να κυλήσει καλά το μέλλον μου. Ούτε στον αδερφό μου θέλω να κάνω κακό. Είναι ο μόνος από το αίμα μου που ένιωσα ποτέ οικογένειά μου. Ξέρω τι είσαι για εκείνον, και δε θα ήθελα ποτέ να χαλάσει η φιλία σας. Ξέρω ότι έπρεπε να είναι πάντα ο δυνατός μέσα στο σπίτι και είχε μόνο εσένα να ακουμπήσει. Τρέμω στην ιδέα να πληγωθεί οποιοσδήποτε από εσάς. Θέλω λοιπόν να το αφήσουμε εδώ…

Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της καθώς η καρδιά της διαμαρτυρόταν, μα το μυαλό αναγνώριζε τα σωστά λόγια.
– Μη μου το ζητάς αυτό! Δεν είναι εγωιστικό να μου στερείς την παρουσία σου και να αποφασίζεις εσύ για μένα; Με ρώτησες αν θέλω να φύγω από κοντά σου;
– Κι όμως, πρέπει να προχωρήσεις! Φέτος δίνετε και εσείς Πανελλήνιες, πρέπει να συγκεντρωθείτε. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Τι θα γίνει αν περάσουμε σε άλλη πόλη ο καθένας; Δε μπορώ να σε κρατήσω πίσω. Άλλωστε, δε μπορώ να φανταστώ πώς στο καλό θα κρατούσα μια σχέση τώρα. Έχω ανάγκη να βρω τον εαυτό μου, με καταλαβαίνεις;
– Εντάξει, καταλαβαίνω… Όμως, αν χρειαστείς τίποτα, θα είμαι κοντά σου!
– Σε ευχαριστώ, μα δε θα χρειαστεί. Θα κάνω ένα νέο ξεκίνημα, ξέρω ότι σε έκανα να πονέσεις πολύ… Άσε με να συνεχίσω τη θεραπεία μου. Όταν νιώσω ότι μπορώ να συνεχίσω, ίσως κάποια στιγμή μιλάμε και σαν φίλοι, γιατί τα πιο ωραία τα έζησα μαζί σου. Θα είμαι πάντα ευγνώμων που ήσουν στη ζωή μου, ίσως να μην τα κατάφερνα καν χωρίς εσένα…
Σαν να μην το είχε ακούσει, αλλά έχοντας καταγράψει στην πραγματικότητα κάθε του λέξη, η Ελβίρα είπε σιγανά, σχεδόν μονολογώντας:
– Μόνο ένα τελευταίο φιλί… Σε παρακαλώ…
Τα χείλη τους ενώθηκαν τρυφερά, ίσως στο καλύτερό τους φιλί, γεμάτο με τρυφερότητα και αγάπη. Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς από τους δύο τους να το ξεχάσει… 

***

Δεν τον είχε ξαναδεί από τότε. Ακολουθώντας την προτροπή του, είχε καταφέρει να βγει και να σπουδάσει στο εξωτερικό – ίσως ενδόμυχα να ήθελε να απομακρυνθεί από ότι της τον θύμιζε. Γιατί η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη. Υπήρχαν στιγμές που της έλειπε φοβερά, με αποτέλεσμα να δηλητηριάζεται η σχέση της με τον Φοίβο. Διότι με εκείνον δεν είχε αλλάξει τίποτα. Είχαν τα σκαμπανεβάσματα, τις δυσκολίες, το σοκ, αλλά παρέμειναν καρδιακοί φίλοι παρ’ όλο που ζούσαν χωριστά. Εκείνος είχε μείνει στην Ελλάδα, αλλά δε σπούδαζε στην ίδια πόλη με το Μάρκο και δεν τον έβλεπε πολύ συχνά. Και οι δύο φίλοι όμως είχαν αποφασίσει ότι η ψυχολογία ήταν η επιστήμη που ήθελαν να ακολουθήσουν, και τα είχαν καταφέρει. Εκείνη οικογενειακή σύμβουλος, εκείνος εγκληματολογικός ερευνητής.

Τον πρώτο καιρό, ο Φοίβος απέφευγε να αναφέρει τα νέα του Μάρκου, από φόβο μην της ξύσει την πληγή. Αργότερα όμως την ενημέρωσε ότι κατάφερε να σπουδάσει αυτό που ήθελε και με ένα μικρό επίδομα σε συνδυασμό με μια δουλειά μερικής απασχόλησης, είχε καταφέρει να πορευτεί ανεξάρτητα, ακολουθώντας όμως πιστά τις θεραπείες του και διατηρώντας σταθερή επαφή με τον ψυχολόγο του. Θα έπρεπε να συνεχίζει τις τακτικές συνεδρίες και την υποστηρικτική φαρμακευτική αγωγή διά βίου, “αλλά εντάξει, το ίδιο ισχύει για τους διαβητικούς και την ινσουλίνη, τι να κάνουμε” όπως έλεγε ο ίδιος. Τα τελευταία νέα που είχε μάθει για εκείνον ήταν ότι δούλευε σε ένα βιοχημικό ερευνητικό κέντρο και τα πήγαινε μια χαρά.

Είχε χαρεί πραγματικά για όλα αυτά. Τώρα πλέον ήξερε πόσα πράγματα ένιωθε για εκείνη, καθώς ήθελε να την αποδεσμεύσει για να μην την καταπιεί η πορεία που θα έπρεπε να ανήκει μόνο στον ίδιο. Ήξερε ότι τη θυμόταν με αγάπη, όπως κι εκείνη το ίδιο. Θα ήταν πάντα ο πρώτος της, αξέχαστος έρωτας, ο οποίος της είχε διδάξει τη δύναμη του συναισθήματος, αλλά και την τέχνη να ξεχωρίζεις σε ποια πράγματα πρέπει να κάνεις πίσω. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι αυτό ήταν το σωστό. 

Το βαφτιστήρι του Φοίβου κλώτσησε στην κοιλιά της. Χαμογέλασε. Από μικροί έλεγαν ότι όποιος κάνει πρώτος παιδί, θα του το βαφτίσει ο άλλος. Ο Στέφανος δεν είχε καμιά αντίρρηση, για εκείνον ήταν ο αδερφός της γυναίκας του. Είχαν γνωριστεί με την Ελβίρα στο δεύτερο έτος των σπουδών τους και πλέον ήταν μαζί εφτά χρόνια, έχοντας περάσει πολλά και έχοντας αγαπηθεί βαθιά. Τώρα με το μωρό, θα το επισημοποιούσαν κιόλας. Ήξερε βέβαια και για τον Μάρκο, και την κατανοούσε απεριόριστα. Άλλωστε, μαζί είχαν περάσει πολλά, που κατάφεραν μόνο να δυναμώσουν την αγάπη τους. Μαζί του, είχε καταλάβει ότι δεν πρόδωσε τον Μάρκο, ούτε έπαψαν να είναι μαζί λόγω της ασθένειάς του. Ήξερε λόγω των σπουδών της, ότι δεν καθορίζει αυτό τον άνθρωπο, και ότι πάντα θα παίζουν στην αρένα και άλλοι παράγοντες. Με τον Στέφανο, είχε καταλάβει πλέον τον δρόμο της και τι σήμαινε πραγματικά η αγάπη.

– Αγάπη μου, σε πειράζει να κάνουμε μια στάση στο βιβλιοπωλείο πριν πάμε στο γιατρό; Πρέπει να πάρω κάποια βιβλία για το φυσιοθεραπευτήριο.
– Καθόλου, θα κατέβω κι εγώ λίγο να χαζέψω.
– Είσαι σίγουρη; Γιατί έχει αρκετή ζέστη.
– Μην ανησυχείς, θέλω να ξεμουδιάσω κιόλας λίγο.
Όπως έμπαιναν μέσα, την προσοχή της Ελβίρας τράβηξε ένα ράφι με την παρουσίαση μιας καινούριας αυτοβιογραφίας που είχε εκδοθεί.
Το όνομα του συγγραφέα της ήταν πολύ γνωστό.
Ασυναίσθητα, κοίταξε το εκτεθειμένο της μπράτσο. Το μόνο που είχε μείνει από τότε ήταν ένα παράξενο σημάδι, σαν ενωμένες υπόλευκες κλωστές.
– Γεια σου, Μάρκο… μονολόγησε.
Ακολούθησε τον Στέφανο στο ταμείο, ζήτησε το βιβλίο και έφυγαν μαζί αγκαλιασμένοι.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: