Ήταν πολύ χαρούμενη η Άρτεμη. Πρώτη φορά έφευγε από το ορεινό χωριό της. Εννιά χρονών, μόλις τέλειωσε την Τετάρτη και πολύ καλή μαθήτρια αν και ντροπαλή.
Το χωριό της το αγαπούσε πολύ. Ήταν καταπράσινο, μέσα στις καστανιές και τις οξιές, σκαρφαλωμένο στην κορφή σχεδόν του Μαυροβουνίου. Γι’ αυτό θαβόταν στο χιόνι κάθε χειμώνα. Αλλά έβλεπε από την ψηλή του θέση, όχι το Θεσσαλικό κάμπο, αλλά το Πέλαγο από την άλλη πλευρά του βουνού.
Είχε απ΄όλα ! Αλλά οι άνθρωποί του τα αποκτούσαν με κόπο, δημιουργώντας με το σκάψιμό τους ισιώματα για τα περιβόλια τους και τα αμπέλια. Σύκα, σταφίδες, ελιές, μέχρι κάτω στη θάλασσα, όπου είχαν κάποιοι τα περιβόλια τους και τις καλύβες, γι’ αυτό έφερναν και ψάρια και θαλασσινά. Πιο πολύ της άρεσε το φρέσκο γάλα από τις κατσικούλες που φρόντιζε, το τυρί και το βούτυρό τους.
Τώρα ήταν χαρούμενη γιατί ταξιδεύει με τους γονείς της, το Θανάση και την Χαρίκλεια, σε επίσκεψη στο Βόλο. Πίσω με τη γιαγιά «Παπουτσίνα» έμειναν τα μικρά της αδέρφια, ο Δημήτρης και ο Νικόλας. Όπως γινόταν και κάθε μέρα, που δούλευαν ώρες στα χωράφια οι γονείς τους. Χαιρόταν και κοιτούσε γύρω της, ανεβασμένη στο γαϊδουράκι, τα μέρη που περνούσαν, το Κεραμίδι, τα Κανάλια και τώρα το Πέτρινο Γεφύρι της Κάτω Κερασιάς.
Τόλμησε να κοιτάξει κάτω τον Κερασιώτη ποταμό και νόμισε ότι θα πέσει από ψηλά στα νερά του! Έκαναν στάση στα Μελισσάτικα να ξαποστάσουν και να συγυριστούν λίγο, όπως είπε η μάνα. Θα φιλοξενηθούν στο αρχοντικό των Τζιτζηλέρη, εκεί που είχε πάει και η Χαρικλή, μικρό κορίτσι ακόμα, για να δουλέψει και της είχαν φερθεί σαν μέλος της οικογένειας.
Πόσο μεγάλη πόλη ο Βόλος! Δοκίμασε για πρώτη φορά μαλακά ψωμάκια «μπριος» και γλυκά που έλιωναν στο στόμα «πάστες»! Αχ να μπορούσε να φέρει στη γιαγιά στο χωριό που δεν είχε δόντια! Απ’ όλα τους πρόσφερε η κυρία Τζιτζηλέρη, πολύ γελαστή και καλή μαζί της αυτή η γηραιά κυρία. Της είπε να παίξει στην αυλή όσο θέλει.
«Χαρικλή μου!» είπε η κυρία Τζιτζηλέρη. «Το ξέρω ότι έχετε μεγάλη ανάγκη, για να ξεχρεώσετε το σπίτι που αγοράσατε από τον αδερφό σου το φαρμακοποιό, όπως ότι και εκείνος χρειάζεται τα χρήματα, άμεσα για το νέο του φαρμακείο στη Λάρισα! Αλλά το παιδί είναι μικρό καλή μου, δεν φτάνει το νεροχύτη καλά καλά! Αυτό θα κλαίει, τι θα το κάνω; Πάρτε το μαζί σας και το φέρνετε του χρόνου που θα είναι λίγο μεγαλύτερο!»
Κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, ο Θανάσης και η Χαρικλή. Όσα μάζεψαν δεν έφταναν για την δόση του σπιτιού. Ο Θανάσης είχε σπάσει το πόδι του το Φθινόπωρο και όλο το Χειμώνα ήταν κατάκοιτος. Αλλά και τα αγόρια ήταν πολύ μικρά για βαριές δουλειές. Η λύση ήταν να δουλέψει η μικρή τους νωρίτερα από ότι υπολόγιζαν…
Ετοιμάζονταν για το ταξίδι της επιστροφής όταν ήρθε επίσκεψη μια γειτόνισσα, άκουσε την ιστορία τους και τους είπε ότι η αδερφή της ήθελε κορίτσι για βοηθό. Έμενε στην άλλη πλευρά της πόλης. Μπορούσαν για ένα χρόνο, να την αφήσουν εκεί και μετά να την φέρουν στην οικογένεια Τζιτζηλέρη, όπως συμφωνήθηκε. Έτσι κι έγινε τελικά…
Η Άρτεμις καθόταν πολύ ώρα στα σκαλιά αυτού του σπιτιού και περίμενε να γυρίσουν οι γονείς της. Της είπαν ότι θα πάνε σε μια δουλειά και θα γυρίσουν. Είχαν μιλήσει πολύ ώρα με την κυρία και τον κύριο του σπιτιού. Μετά έφαγαν και εκείνη βγήκε να παίξει στην αυλή. Νόμιζε ότι θα είχαν γυρίσει πια, αλλά αργούσαν και εκείνη δεν ήθελε να μένει πολύ μόνη με την κυρία. Ήταν πάντα ντροπαλή με τους ξένους, αλλά αυτή την γυναίκα την φοβόταν. Κοίταζε την κίνηση του δρόμου μέσα από την καγκελόπορτα, πόσος κόσμος, πόσο μεγάλη πόλη της φαινόταν ο Βόλος!
Να τώρα άναψαν τα φώτα του δρόμου! Την πλησίασε σοβαρή η κυρία και της λέει να μπει μέσα. «Τι περιμένεις πια δεν το κατάλαβες; Δεν θα γυρίσουν οι δικοί σου, εδώ θα μείνεις τώρα. Θα σου δείξω που θα κοιμηθείς και από αύριο θα σου δείξω τι δουλειές θα κάνεις και ελπίζω να μάθεις γρήγορα!»
Και έμαθε η Άρτεμις. Εκείνη τη νύχτα όπως και πολλές άλλες εκείνη τη χρονιά έκλαψε κρυφά, μόνη και φοβισμένη στο κρεβάτι της. Από την άλλη μέρα και κάθε πρωί, μετά το τσάι με παξιμάδι που έτρωγε, έβαζε σκαμνί για να φτάνει στο νεροχύτη και έμαθε να πλένει τα πιάτα. Έμαθε να κάνει όλες τις δουλειές βαριές η ελαφριές, γιατί αλλιώς υπήρχαν τιμωρίες ή χαστούκια…
Η Άρτεμις έτριβε τα ασπρόρουχα με αλισίβα (καυτή στάχτη), και μετά τα ξέπλενε με παγωμένο νερό από το πηγάδι. Είχαν ανοίξει πάλι τα χέρια της από τις χιονίστρες και έτρεχαν αίμα. Έτσουζαν οι ανοιχτές πληγές όταν ακούμπαγαν οι καυτές στάχτες και η μικρή έκλαιγε κρυφά. Σε μια τέτοια στιγμή γύρισε νωρίτερα ο κύριος και την είδε. Συνήθως δεν επενέβαινε στις πράξεις της γυναίκας του. Έλειπε και πολλές ώρες από το σπίτι για τις δουλειές του. Είδε την κατάσταση των δακτύλων της και πήγε και της έφερε μια αλοιφή. Της έδειξε να την βάζει δυο φορές τη μέρα και έτσι η μικρή έσωσε τα δάκτυλά της. Ο άνθρωπος έκανε φασαρία στη γυναίκα του, αλλά η Άρτεμις ήξερε ότι δεν θα άλλαζαν πολλά πράγματα.
Συνέχιζε να την φοβάται αυτή τη γυναίκα, άλλωστε γι αυτό δεν έγραφε τίποτα στα γράμματά της, ήταν πάντα από πάνω της όταν έγραφε στους δικούς της.
Τα σημάδια από τις χιονίστρες όμως φαίνονταν στους κόμπους των δακτύλων της μέχρι τα βαθιά γεράματά της .
Εκείνη η χρονιά στο Βόλο ήταν από τις χειρότερες στη ζωή της. Στο όμορφο χωριό της ξαναγύρισε σαν επισκέπτρια στα είκοσι τρία της, όταν όλοι είχαν ξεχάσει ότι η οικογένεια είχε και κορίτσι. Όταν τα αδέρφια της ήταν άνδρες πια!
Στην αρχή του καλοκαιριού οι γονείς της, γύρισαν και με τη δικαιολογία ότι η γιαγιά της ήταν άρρωστη την πήραν μαζί τους. Στην πραγματικότητα εκείνο το χειμώνα η γιαγιά είχε πεθάνει χωρίς να προλάβει να την ξαναδεί η μικρή.
Εκείνο το καλοκαίρι πήγε στην οικογένεια Τζιτζηλέρη, όπως προοριζόταν από την αρχή και για εκείνους έγινε η Αρτεμούλα. Για την Αρτεμούλα έγιναν η δεύτερη οικογένειά της. Η γιαγιά Τζιτζηλέρη όπως την έλεγε, την κυνηγούσε να βάλει ζακέτα, όταν τα απογεύματα έπαιζε με τις ανεψιές της οικογένειας. Και όταν κάποιες φορές, δεν προλάβαινε να τρίψει κάποιο τηγάνι και το άφηνε για αργότερα, προκειμένου να παίξει με τα κορίτσια, γκρίνιαζε η κυρία Τζιτζηλέρη και την έλεγε ξεμυαλισμένο, αλλά χαμογέλαγε και το έπλενε μόνη της. Τα καλοκαίρια η οικογένεια ανέβαινε στην Τσαγκαράδα και πριν γίνει αυτό κατέβαινε στο Βόλο η μητέρα της, για να τη δει και να εισπράξει τον ετήσιο μισθό της για τη δόση του σπιτιού.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Άρτεμη πήγε στην κόρη της οικογένειας, Αγλαΐα Μαχαιρίτσα, στην Αθήνα, η οποία ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη στο δεύτερο παιδί της και χρειάζονταν βοήθεια. Συνέχισαν να μαζεύονται τα καλοκαίρια στην Τσαγκαράδα, όπου και είχε τις καλύτερες αναμνήσεις της. Και η μικρή έγινε μέλος της οικογένειας Μαχαιρίτσα και υπεραγαπούσε το νέο τους μωρό, μέχρι την αρχή του Πολέμου.
Μετά η ζωή της ακολούθησε τη ζωή της οικογένειας στην Αθήνα του Πολέμου και της Κατοχής, με όλα όσα αυτό συνεπαγόταν. Με την αρχή περίπου του Εμφύλιου οι δρόμοι τους καλώς ή κακώς, χώρισαν.
Η Άρτεμις παρέμεινε ένα κορίτσι που κοκκίνιζε εύκολα, έκλαιγε εύκολα, γέλαγε εύκολα, δούλευε πολύ και αγαπούσε τους ανθρώπους της υπερβολικά πολύ. Αυτός ο πρώτος χρόνος στο Βόλο, διαμόρφωσε την προσωπικότητα και το χαρακτήρα της.
Τα έφερε έτσι η τύχη και την ημέρα του γάμου της, χρόνια μετά, στα σκαλιά της εκκλησίας, δίπλα στον μέλλοντα σύζυγό της, Γιώργο Σαράφογλου, περίμενε μαζί του και ο Γιώργος Μαχαιρίτσας. Γύρισε ο ανήσυχος γαμπρός και του λέει, « Άργησε η Αρτεμούλα ε;». Το βράδυ στο σπίτι του, είπε στη γυναίκα του Αγλαΐα ότι, ήταν πιο ήσυχος τώρα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ανησυχούσε, διότι δεν τον ήξερε καλά τον άνθρωπο, αλλά αφού άκουσε το γαμπρό να την αποκαλεί Αρτεμούλα, όπως και εκείνοι, που την αγαπούσαν πολύ, πίστευε ότι όλα θα πάνε καλά για το κορίτσι τους.
Και πράγματι, σ’ όλη τη ζωή της, είχε πολύ δουλειά, πολύ φροντίδα για τους γύρω της και αγάπη για την οικογένειά της. Μέχρι την ύστατη στιγμή, όταν έφυγε ξαφνικά στα ογδόντα της, στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι, όλοι έφαγαν από τα χέρια της, τους φημισμένους μεζέδες της που είχε κάνει δυο μέρες πριν. Ντολμαδάκια και σπανακόπιτα από τα χέρια της…