,

Επανασύνδεση

-“Είσαι αχάριστη!”, φώναξε η Κλαίρη.

-“Αχάριστη για ποιό πράγμα ακριβώς; Για το ότι με πέταξες στο ίδρυμα σαν να μην ήμουν δικό σου παιδί; Για το ότι δεν νοιάστηκες ούτε μία φορά σε αυτά τα 20 χρόνια για το αν ζω ή αν πέθανα; Ή μήπως για το ότι ήρθες ξαφνικά στην ζωή μου και απαίτησες ‘να κάνουμε μια καινούργια αρχή’ σαν φυσιολογική οικογένεια; Αχάριστη, που ενώ δέχτηκα αυτήν την τουλάχιστον παρανοϊκή σου πρόταση περί οικογένειας δεν έκανες ούτε μία κίνηση να μου δείξεις ότι αξίζεις την αγάπη μου! Παρά βάλθηκες να καταστρέψεις την ζωή μου! Τώρα που για πρώτη μου φορά κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου!”, φώναξε η Μελίνα και ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς.

-“Εγώ…εγώ δεν ήθελα να σε αφήσω…ποτέ δεν ήθελα…αλλά…αλλά δεν γινόταν αλλιώς…”

-“Αν δεν ήθελες να με αφήσεις, δεν θα με άφηνες! Αυτό ξέρω εγώ! Και να σου πω και κάτι, όταν δεν γουστάρουμε να μεγαλώσουμε ένα παιδί, προσέχουμε!”

-“Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα Μελίνα…δεν…”

-“Δεν τι; Όλο μισόλογα είσαι! Δεν ήθελα να σε αφήσω, αλλά το έκανα. Δεν ήθελα να σου ρημάξω την ζωή που άρχισες να χτίζεις αλλά το έκανα. Ή μίλα ξεκάθαρα, ή ξεκουμπίσου από το σπίτι μου. Κουράστηκα!”

-“Ξεκάθαρα λόγια θέλεις Μελίνα; Πολύ καλά! Να είσαι έτοιμη να τα ακούσεις όμως γιατί δεν είσαι η μόνη που έχει κουραστεί από αυτά που της έφερε η ζωή!

Η Κλαίρη σκοτείνιασε για ακόμη μια φορά και πήγε προς την κουζίνα. Αμίλητη όπως ήταν έβαλε να ζεστάνει νερό.

-“Τι κάνεις;”, ρώτησε η Μελίνα γεμάτη απορία.

-“Θα μας κάνω τσάι. Ήρθε η ώρα να μάθεις την ιστορία της γυναίκας που σε γέννησε, αφού το ζήτησες κιόλας. Δεν θα πω μάνα, ποτέ δεν με ένιωσες σαν μάνα σου και έχεις κάθε δίκιο, αλλά θέλω να ξέρεις και την δική μου μεριά και ας με κατηγορήσεις έπειτα.”

Το νερό ζεστάθηκε, η Κλαίρη έφτιαξε τσάι και τράβηξε την Μελίνα από το χέρι, σαν να ήταν μικρό παιδάκι, στον καναπέ. Προσπαθούσαν καιρό τώρα να φτιάξουν μια όμορφη σχέση ανάμεσα τους, αλλά, όλο κάποιο εμπόδιο τις έκανε να τσακώνονται και να ξαναρχίζουν από την αρχή. Είχαν και οι δυο τους πληγές που ξανανοίγανε…πληγές για τις οποίες η Μελίνα κατηγορούσε την γυναίκα που την άφησε, που δεν την προστάτευσε, που δεν ήταν δίπλα της.

Η Μελίνα πέρασε δύσκολα στο ορφανοτροφείο. Κανένας δεν την σεβόταν, κανένας δεν την συμπαθούσε. Μόνη της παρηγοριά η κυρία Ελένη. Χάρη σε αυτήν έγινε η γυναίκα που είναι σήμερα. Πόσο της έλειπε η κυρία Ελένη…γλυκιά, καλοσυνάτη, μόνο αγάπη είχε να δώσει. Ήταν ακριβώς ότι χρειαζόταν ένα παιδί. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η Μελίνα για να επιβιώσει.

Η Κλαίρη ήπιε μια γουλιά από το τσάι της, πήρε μια βαθιά ανάσα, και ξεκίνησε:

“Μεγάλωσα σε μία οικογένεια όπου το να γεννιόσουν θηλυκό, ήταν η μεγαλύτερη κατάρα που μπορούσε να σου δώσει η ζωή. Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο σπίτι μας τον είχε πάντα ο πατέρας μου. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε μόνες μας για τίποτα. Και αν ποτέ έφερνα αντίρρηση σε έναν από τους δύο, η επόμενη κίνηση ήταν το χαστούκι.

Η μάνα μου, ο Θεός να την κάνει, δεν ξέρω αν ήταν κακιά γυναίκα. Πότε δεν μπήκα στην διαδικασία να μάθω. Δεν με ένοιαζε μάλλον…δεν την μίσησα, αλλά δεν την αγάπησα και ποτέ μου. Δεν υπερασπίστηκε ποτέ ούτε τον εαυτό της ούτε το παιδί της. Ένα άβουλο πλάσμα. Αυτό ήταν. Δεχόταν προσβολές και ξύλο καθημερινά και το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να με χτυπάει μη τυχόν και φέρω αντίρρηση στον πατέρα μου και πληρώσει εκείνη τα σπασμένα.

Ο πατέρας μου δε, ήταν μέθυσος. Ένας άντρας που νόμισε ότι μπορούσε να κάνει κουμάντο παντού. Δεν με αγάπησε ποτέ του. Ήθελε γιο, να πάρει την κληρονομιά και να συνεχίσει το όνομα. Ήθελε να με ξεφορτωθεί. Γι’ αυτό και μου σταμάτησε το σχολείο λίγο αργότερα αφού τελείωσα το Δημοτικό. Και κάποια καλοκαίρια μετά, με πάντρεψε. Έτσι. Χωρίς να πει τίποτα.

Μια μέρα, ήρθε ένας φίλος του μέθυσος και αυτός, στο σπίτι μας. Πρέπει να ήταν γύρω στα 35,ψήλος,αδύνατος,χωρίς μαλλιά, χάλια. Με κοίταξε και αισθάνθηκα αβοήθητη. Είδα τα μάτια του να γυαλίζουν χωρίς να ξέρω γιατί.

-“Γιατί με κοιτάζει αυτός μαμά;”

-“Σκάσε μη σε ακούσει ο πατέρας σου!”

Και έσκασα. Μίλησαν, γέλασαν, ήπιαν, και έπειτα αυτός σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Η ανάσα του βρωμούσε κρασί. Στάθηκε μπροστά μου, χαμογέλασε, παρατήρησα ότι του έλειπαν κάποια δόντια.

-“Πάμε σπίτι μας κουκλίτσα;”, είπε και τα μάτια του γυάλισαν ξανά.

Δεν απάντησα, δεν μου επιτρεπόταν άλλωστε. Κοίταξα την μάνα μου, ζητούσα βοήθεια, αλλά για άλλη μια φορά, αυτή απλά στεκόταν και παρατηρούσε. Λες και δεν προξενεύανε το δικό της παιδί εκείνη την ώρα. Ο πατέρας μου σηκώθηκε από την καρέκλα και με πλησίασε.

-“Παντρεύεσαι. Από σήμερα ο άντρας σου θα είναι ο Παντελής. Αυτόν θα ακούς, σε αυτόν θα μαγειρεύεις, τα δικά του παιδιά θα μεγαλώσεις.”

Να μεγαλώσω τα παιδιά του…πώς; Εδώ δεν είχα μεγαλώσει εγώ καλά – καλά. Παιδί ήμουν…το δικό τους συγκεκριμένα. Αλλά δεν τους ενδιέφερε προφανώς.

-“Πήγαινε επάνω, μάζεψε τα πράγματά σου, και ετοιμάσου να πας στο νέο σου σπίτι. Αν μάθω ποτέ ότι παράκουσες τον Παντελή βρες τρύπα να κρυφτείς.”

Και έτσι απλά, με έδιωξαν.

Η ζωή με τον Παντελή ήταν ακόμη χειρότερη από αυτήν που ήδη περνούσα. Με ρήμαξε, ψυχολογικά και σωματικά. Περίμενε δύο χρόνια πριν με αγγίξει, δεν ξέρω γιατί, δεν με ένοιαξε ποτέ. Ευχαριστούσα κάθε μέρα τον Θεό, που παρόλο το ξύλο που έτρωγα, είχα γλυτώσει την εγκυμοσύνη.

Όταν όμως το έκανε, τίποτα δεν τον σταματούσε. Ο πόνος που ένιωθα καθημερινά ήταν παραπάνω από ότι μπορούσα να αντέξω. Οι μέρες περνούσαν, τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Αυτός σηκωνόταν το πρωί, πήγαινε στα χωράφια του, γυρνούσε το μεσημέρι έτρωγε, ξερενόταν στον ύπνο, και το απόγευμα, καφενείο, κρασί και τάβλι. Το βράδυ όταν επέστρεφε, με χτυπούσε γιατί ήταν λιώμα, έκανε ότι έκανε και κοιμόταν.

Μόνο τα πρωινά έβρισκα λίγο τον εαυτό μου, που έλειπε. Πότιζα τα λουλούδια μου, μαγείρευα, καθάριζα και έπειτα διάβαζα, πόσο με ηρεμούσε το διάβασμα….

Ώσπου ένα πρωί, ένιωσα ζαλάδα, πήρα μια ζακέτα και πήγα στο πατρικό μου. Η μάνα μου όταν της είπα τι συνέβη, πάγωσε.

-“Είσαι έγκυος Κλαίρη…”

Δεν μίλησα. Πετάχτηκα από την θέση μου και έφυγα. Περπατούσα και περπατούσα, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Πώς θα μεγάλωνα ένα παιδί; Με τι; Τα τρόφιμα ίσα ίσα έφταναν για εμάς. Ο Παντελής ότι έβγαζε το έπινε. Και έπειτα, δεν ήθελα το παιδί μου να περάσει όσα πέρναγα εγώ. Ήμουν 16 ετών πλέον. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Δεν ήμουν μόνη πια. Είχα μια ψυχή υπό την ευθύνη μου.

Θύμωσα. Θύμωσα πολύ. Με τους γονείς μου,τον άντρα μου,την ζωή, ακόμα και με τον Θεό τα έβαλα. Και εκείνη την στιγμή το αποφάσισα. Θα τον σκότωνα. Δεν ήξερα τι θα έκανα μετά. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπρεπε να γλυτώσω το παιδί μου από τα χέρια του πάση θυσία.”

Η Μελίνα κοιτούσε την Κλαίρη βουρκωμένη,δεν ήξερε τι να πει. Είχε κατηγορήσει την μάνα της ενώ όντως δεν ήξερε τίποτα για την ζωή της. Τώρα μετάνιωνε για όσα έλεγε τόσον καιρό.

“Εκείνο το μεσημέρι κιόλας του ανακοίνωσα τα νέα. Χάρηκε,περίμενε αγόρι,όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε. Το απόγευμα έφυγε. Πήγε να κεράσει το καφενείο για το γιο του. Δεν με άγγιξε ποτέ ξανά. Ούτε με χτύπησε. Μη τυχόν και βλάψει το αρσενικό. Όχι ότι νοιζόταν για εμένα.

Ήμουν πια στις μέρες μου,το ένιωθα. Ερχόταν η μέρα που θα έβλεπα τα μάτια από το αγγελούδι που περίμενα τόσο καιρό. Ένα απόγευμα του ζήτησα να μείνει σπίτι μαζί μου, να γιορτάσουμε τον ερχομό του μωρού. Και δέχηκε. Έτσι μπορούσα να τον τελειώσω μια ώρα γρηγορότερα. Ούτε λεπτό δεν ήθελα να βρίσκεται κοντά σε εμένα και το μωρό μου.

Του έκανα καφέ. Και του έριξα μέσα ποντικοφάρμακο. Χωρίς δισταγμό,χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήθελα να πεθάνει. Για το κακό που συνέχισε να προκαλεί στην ζωή μου, για το ότι εξαιτίας του δεν ένιωσα ποτέ παιδί, για το ότι κινδύνευα διπλά τώρα, δεν ήξερα γιατί. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι τον ήθελα νεκρό.

Μετά από μια ώρα, ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Πέθανε ήσυχα. Ζαλίστηκε, ξάπλωσε στον καναπέ και έπαθε ανακοπή. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβήθηκα. Και ξαφνικά ένιωσα μαχαίρια να με σκίζουν στα δύο. Πονούσα, ήξερα όμως πως ήταν για καλό.

Γέννησα μετά από κάποιες ώρες στο σπίτι,ολομόναχη,κάνοντας ησυχία μην τυχόν και έρθει κανείς και δει τι είχε συμβεί. Εκεί θα τα έχανα όλα. Εγώ στο χώμα και το μωρό μου ποιος ξέρει που… Ήσουν όμορφη Μελίνα μου,σαν άγγελος. Ξανθά μαλλιά και πράσινα, καταπράσινα ματάκια που με κοιτούσαν θέλοντας αγάπη.

Φοβήθηκα. Μάζεψα τα πράγματα μου,και έφυγα. Πήγαινα στην πρωτεύουσα. Φοβόμουν μην με πιάσουν για το έγκλημα και σε πάρουν. Έφτασα έξω από το ίδρυμα. Κοντοστάθηκα και κοιτούσα. Είχα μετανιώσει ήδη για αυτό που θα σου έκανα. Αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.

Έβγαλα ένα χαρτάκι και ένα κομμάτι κάρβουνο από την τσέπη μου και έγραψα το όνομά σου. ‘Μελίνα’. Έπειτα σε τύλιξα καλά καλά στην κουβέρτα σου,σου φόρεσα τον σταυρό μου, σε άφησα έξω από την πόρτα τους και έφυγα.

Πολλά χρόνια έκλαιγα για αυτό που έκανα. Μετάνιωσα,όχι γιατί σκότωσα τον πατέρα σου, αλλά γιατί σε έχασα. Πολλά χρόνια επίσης κρυβόμουν, μέχρι που το έγκλημα παραγράφηκε. Γιάυτό ήρθα και σε βρήκα. Θέλω να σε ξανακερδίσω.

Τώρα που ξέρεις, δώσε μου μια ευκαρία Μελινάκι μου…Τώρα που ξέρεις,συγχωρεσέ με κόρη μου για το κακό που σου προκάλεσα…”

Η Μελίνα κλαίγοντας αγκάλιασε την Κλαίρη

-” Σε συγχωρώ μάνα! Συγχώρα με και εσύ που σε έκρινα! Μαζί θα ξαναφτιάξουμε την όμορφη οικογένεια που και οι δυο αξίζουμε!”

-“Δεν έχω να σου συγχωρέσω τίποτα κόρη μου! Τίποτα ομορφότερο από εσένα δεν υπάρχει στην ζωή μου!”

Η Μελίνα και η Κλαίρη τα κατάφεραν. Ξεπέρασαν τα εμπόδια που βρέθηκαν μπροστά τους και έδωσαν η μία στην άλλη την αγάπη που τους άξιζε.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: