,

Η βασίλισσα του χορού

Καθόταν στο παράθυρο,  και παρακολουθούσε αδιάφορα την απογευματινή κίνηση στον δρόμο, ενώ κάπνιζε και φυσούσε αργά τον καπνό προς το ταβάνι. Ήταν ακόμη αρχές άνοιξης αλλά η γαμημένη η ζέστη ήταν ήδη αφόρητη, κάνοντάς την να αρχίσει να πίνει από το πρωί. Συνήθως περίμενε μέχρι να πάει έξι, μα τον τελευταίο καιρό, της φαινόταν όλο και πιο δύσκολο να περιμένει. Λίγο αλκοόλ την βοηθούσε να βγάλει την ημέρα, άσχετα που ένιωθε λίγο ζαλισμένη μετά. Ή και πολύ ζαλισμένη. Όμως άντεχε το ποτό από πάντα, όχι σαν τον άντρα της τον Μαρκ, που με δύο ποτά γινόταν κατακόκκινος και τραύλιζε σαν ηλίθιος. Μόλις τον σκέφτηκε, της χάλασε η διάθεση, που, ούτως ή άλλως, ήταν ιδιαίτερα κακή εκείνη την ημέρα.

Ο Μαρκ. Μερικές φορές δεν ήξερε αν έπρεπε να τον ευγνωμονεί ή να  τον καταριέται. Όταν τον γνώρισε, ήταν πολύ μικρή, μόλις είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Ήταν ξανθιά, γαλανομάτα, με κορμί φωτιά, το οποίο ήξερε, ότι προκαλούσε πολλές επιθυμίες στα αρσενικά όλων των ηλικιών. Ω ναι, όλοι την έβλεπαν σαν ξερολούκουμο, μηδενός εξαιρουμένου, ούτε του Μαρκ φυσικά. Κι αυτός, στα 22 του, ήταν ένας πολύ γοητευτικός νεαρος,  ψηλός, γυμνασμένος, με δυνατά μπράτσα και αστραφτερό χαμόγελο που την έκανε να ριγεί από πόθο (τότε τουλάχιστον). Σπούδαζε πολιτικός μηχανικός και ήταν πολλά υποσχόμενος. Κυρίως όμως, ήταν το εισιτήριό της για να φύγει από την μικρή αποχαυνωμένη, επαρχιακή πόλη στην οποία ζούσε, και που έμοιαζε να βουλιάζει στην παρακμή, με κάθε χρόνο που περνούσε. Η Μέγκαν ήξερε, από ένστικτο, ότι αν έμενε εκεί, θα βούλιαζε και η ίδια. Και δεν είχε κανένα σκοπό να αφήσει να συμβεί αυτό.

Μετά από μερικά χρόνια, όταν εκείνη έκλεισε τα είκοσι ένα, παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στο Τέξας, όπου εκείνος μόλις είχε βρει μια καλή δουλειά, σε μια μεγάλη εταιρεία. Σχεδόν ταυτόχρονα, έμεινε έγκυος. Όταν ήρθε η πρώτη κόρη της, η Άλισον, έπαθε το πρώτο σοβαρό καταθλιπτικό επεισόδιο. Ξαφνικά ένιωσε ότι η ζωή της είχε τελειώσει. Ένα τεράστιο, μαύρο σύννεφο έμοιαζε να πλακώνει την καρδιά και τον νου της. Ενώ αγαπούσε μέχρι θανάτου την κορούλα της, που της έσφιγγε το δάχτυλο και την κοίταζε στα μάτια, περιμένοντας φαγητό και τρυφερότητα. Δεν μπορούσε να της δώσει τίποτα από τα δύο.

“Για όνομα του Θεού αγάπη μου, γιατί κλαίς;”ρωτούσε απελπισμένος ο Μαρκ ,που καθόταν δίπλα της.

“Δεν καταλαβαίνεις. Πού είμαι εγώ;”

“Τι εννοείς; Είσαι εδώ, με εμένα και το κοριτσάκι μας.” απαντούσε εκείνος, ανίδεος για το τι γινόταν μέσα της.

“Μα που είμαι εγώ;” έκανε η Μέγκαν απεγνωσμένα, σκουπίζοντας τα δάκρυα, που έτρεχαν ποτάμι. “Που είναι η βασίλισσα του χορού;”

“Αγάπη μου, πραγματικά δεν σε καταλαβαίνω. Ποια βασίλισσα;”

“Εγώ! Εγώ είμαι η βασίλισσα του χορού! Δεν θυμάσαι; Τρεις συνεχόμενες χρονιές. Σου το είχα πει, αλλά δεν έδινες σημασία, το θεωρούσες χαζό.”

” Εννοείς στο σχολείο. Ναι, εντάξει, όμως τι σχέση έχει αυτό με το μωρό μας; Τώρα είμαστε σε άλλη φάση, έχουμε οικογένεια και..”

“Δεν καταλαβαίνεις! Ήμουν η πιο όμορφη, η πιο δημοφιλής κοπέλα στο σχολείο! Ήμουν η βασίλισσα κάθε χρόνο! Φορούσα το πιο όμορφο φόρεμα, το στέμμα και χόρευα όλη νύχτα. Όλοι με κοίταζαν με θαυμασμό.”

“Ναι, το θυμάμαι” έκανε ο Μαρκ, και έπιασε την τελευταία στιγμή το μωρό, καθώς η γυναίκα του είχε ξεχαστεί και σχεδόν είχε αφήσει την κόρη τους από τα χέρια της.

Σηκώθηκε από το παράθυρο και πήγε μπροστά στον καθρέφτη. Το κορμί της ήταν ακόμη πολύ καλό, για τα σαράντα τρία της χρόνια. Ίσως οι γοφοί της να είχαν φαρδύνει λίγο, και τα δέρμα της να μην είχε την σφριγυλότητα που είχε παλιά, αλλά ήταν όμορφη γυναίκα, παρα τις ρυτίδες που εμφανίζονταν στα μάτια της, ολο και συχνότερα.

“Πού είναι λοιπόν η βασίλισσα του χορού;” ρώτησε την ξανθιά γυναίκα στον καθρέφτη απέναντι, και έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι που βρισκόταν πάνω στο έπιπλο μπροστά. Αυτό που άρχισε στο πρώτο παιδί, ολοκληρώθηκε με την έλευση της δεύτερης κόρης της, της γλυκιάς της Μελίσσα. Η κατάθλιψη, την οποία είχε καταφέρει να πολεμήσει με ψυχοθεραπεία και μερικά φάρμακα, επανήλθε δριμύτερη. Σε πιο βαριά μορφή τώρα. Δεν ήθελε να πάει σε ψυχολόγο πάλι. Είπε, ότι θα το παλέψει μόνη της. Ο Μαρκ δεν συμφωνούσε, αλλά τι ήξερε αυτός, από μητρότητα και τις δυσκολίες της; Τίποτα. Και εκείνο, που την εξόργιζε πιο πολύ, ήταν η τρελή αδυναμία που έδειχναν και οι δύο στον πατέρα τους. Εκείνη την αγαπούσαν μεν, αλλά τον πατέρα τους τον λάτρευαν, σαν Θεό. Φυσικά ,αφού κι εκείνος σαν παιδί φερόταν πολλές φορές, κυλιόταν στα πατώματα μαζί τους, έπαιζε χαζά παιχνίδια και γελούσε σαν χαζός.

Κι εκείνη; Εκείνη ένιωθε, σαν να ήταν δύο άτομα. Από την μια, αγαπούσε τα παιδιά της, φυσικά τα αγαπούσε. Θα έκανε τα πάντα για εκείνες. Όμως, από την άλλη, συχνά, πιο συχνά από οτι θα ήθελε να παραδεχθεί, τις κοίταζε κι ένιωθε πικρία. Πικρία για τις χαμένες φιλοδοξίες της. Όταν έβλεπε να την θαυμάζουν όλοι στον δρόμο, και ειδικά σαν βασίλισσα του χορού, ένιωθε ότι όλος ο κόσμος της ανήκε. Ένιωθε όμορφη, δυνατή, αποδεκτή! Είχε την φιλοδοξία να γίνει κάτι μεγάλο, κάτι σπουδαίο. Ομως, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Έγινε σύζυγος και μητέρα. Αντί να εξερευνήσει τις δυνατότητές της, έγινε ο πίσω τροχός της καριέρας του άντρα της. Και τροφός των κοριτσιών.

Πήρε το ποτήρι με το ουίσκι από το κομοδίνο της και το γέμισε πάλι. Είχε ξεκινήσει με βότκα πορτοκαλάδα αλλά μετά θυμήθηκε, ότι είναι τα γενέθλια του Μαρκ, και θα χρειαζόταν να δείχνει πρόσχαρη. Και μόνο που το σκέφτηκε, άνοιξε το πώμα από το ουίσκυ  και έβαλε μια γερή ποσότητα. Μετά, άνοιξε ένα συρτάρι του κομοδίνου κι έβγαλε από μέσα το μικρό γυαλιστερό στέμμα. Ένα από αυτά τα φτηνοπράγματα, που τα έδιναν στα παιδιά. Ή σε χορούς αποφοίτησης. Ένα τέτοιο φορούσε πάντα, όταν εκλεγόταν βασίλισσα. Το κοίταξε τρυφερά και το χάϊδεψε. Έπειτα το φόρεσε και το τακτοποίησε προσεκτικά στην κορυφή του κεφαλιού της.

“Μαμά, εγώ φεύγω, τα λέμε μετά!” ακούστηκε η μεγάλη της κόρη, από τον διάδρομο.

Η Μέγκαν ανοιξε την πόρτα του δωματίου και   την κοίταξε. Η Άλισον ήταν όμορφο κορίτσι, ξανθό σαν την ίδια, με μεγάλα γαλανά μάτια και αθλητικό σώμα, σαν του Μαρκ. Ήταν ντυμένη με κοντή φουστίτσα και ένα χαριτωμένο λουλουδάτο πουκάμισο.

“Που πας; Είναι τα γενέθλια του πατέρα σου σήμερα, το ξεχασες;”

“Όχι βέβαια, και δεν θα αργήσω. Θα πάμε με τον Τζος και κατι φίλους μέχρι το εμπορικό, για ένα καφέ και θα γυρίσουμε νωρίς για την τούρτα του μπαμπά. Θα του κάνουμε έκπληξη!”

“Δεν νομίζω. Ο πατέρας σου θα γυρίσει όπου να’ ναι. Καλύτερα να  μην λείπετε.”

“Έλα βρε μαμά, που είναι το πρόβλημα; Δεν θα αργήσουμε, αλλά μας περιμένουν τα παιδιά.”

“Είπα όχι Άλισον. Η βόλτα μπορεί να περιμένει.” Δεν ήξερε ούτε η ίδια γιατί έλεγε όχι, δεν θα υπήρχε πρόβλημα, τον Μαρκ δεν θα τον πείραζε. Το θέμα  ήταν η ίδια. Ξαφνικά ,δεν ήθελε να δει την κόρη της να βγαίνει και να διασκεδάζει έξω.

” Καλά σοβαρά τώρα;Τι, μου απαγορεύεις; Να σου θυμίσω ότι ειμαι είκοσι ένα χρονών;”

“Μην γίνεσαι αυθάδης” της είπε η Μέγκαν και άρχισε να νιώθει ζαλάδα ,το μυαλό της ήταν θολωμένο. Είχε πονοκέφαλο και ένιωθε να την κοπανάει στα μηνύγγια.

“Μαμά, δεν μπορεις να μου απαγορεύεις να βγω μια βόλτα, είναι τελείως παράλογο! Και τι είναι αυτό που φοράς στο κεφάλι σου; Στέμμα;”

“Ναι, είναι στέμμα,  σαν αυτό που φορούσα όταν ήμουν βασίλισσα του χορού.”

“Πάλι σαν βγάζεις νόημα μαμά. Όπως και να έχει, είναι γελοίο, εισαι μεγάλη γυναίκα, βγάλτο Εγώ φεύγω.”

“Δεν θα πας πουθενά!! Δεν θα βγεις!!”

“Ναι ,θα βγω! Είμαι ενήλικη και δεν μπορείς να με κρατήσεις!”.

Η Μέγκαν γύρισε και μπήκε στο δωμάτιό της, νιώθοντας να γυρίζει το κεφάλι της. Χωρίς να καταλαβαίνει πλήρως τι κάνει, πηγε στο κομοδίνο του Μαρκ. Με ένα κλειδί, που πήρε από ένα κουτάκι, άνοιξε το συρταρι του. Εκεί μέσα, καλά κρυμμένο, βρισκόταν ένα περίστροφο. Το είχε αγοράσει ο Μαρκ, πριν χρόνια, όταν είχαν γίνει κάποιες διαρρήξεις σε γειτονικά σπίτια.  Το πήρε στα χέρια της και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Πρόλαβε την κόρη της, την ώρα που έφτανε στην πόρτα.

“Σταμάτα τώρα αμέσως!” της φώναξε.

Η Άλισον την κοίταξε, και μετά το όπλο, με δυσπιστία και έκπληξη.

“Μαμά, τι κάνεις;”

“Σου είπα δεν θα βγεις. Δείξε λίγο σεβασμό!”

“Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να αντιδράς έτσι. Χαλάρωσε.”

“Τόσα χρόνια τα αφιέρωσα να σας μεγαλώσω, και παρόλα αυτά, δείχνεις τόση περιφρόνηση για μένα.”

“Μαμά, σε παρακαλώ, άσε το όπλο κάτω, να μιλήσουμε”

Εκείνη την ώρα, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η μικρή της κόρη, η Μελίσσα, μόλις είχε γυρίσει από την προπόνηση βόλλευ. Κοίταξε την σουρεαλιστική σκηνή και γούρλωσε τα μάτια με τρόμο, όταν είδε το όπλο.

“Μαμά, τι κάνεις; Τι είναι αυτό;” ψέλλισε τρέμοντας.

“Εξηγώ στην αχάριστη αδερφή σου, ότι πρέπει να ακούει την μητέρα της. Με την ευκαιρία, άκου κι εσύ.”

“Σε..σε παρακαλώ μαμά, άφησε το όπλο. Σε παρακαλώ με τρομάζεις.” την παρακάλεσε η Μελίσσα. Αυτή μοιάζει με τον πατέρα της ,σκέφτηκε ψυχρά η Μέγκαν. Και εμφανισιακά, αλλά και στον χαρακτήρα. Αδύναμοι και οι δύο.

“Ήρθα! Τι κάνουν τα κορίτσια μου; Όλες μαζεμένες;” ακούστηκε η πρόσχαρη φωνή του Μαρκ.

Όταν δεν απάντησε καμιά, γύρισε και κοίταξε την Μέγκαν. Τα μάτια του γούρλωσαν και καταλαβε τι γινόταν.

“Μέγκαν, σε παρακαλώ, άσε κάτω το όπλο. Τι γίνεται;”

“Οι κόρες σου είναι δύο μικρές αχάριστες, αυτό γίνεται. Δεν με ακούνε και κάνουν τα δικά τους. Όπως κι εσύ εξάλλου. Πάντα το δικό σου έκανες.”

“Μέγκαν, άσε το όπλο. Είναι τα παιδιά μας εδώ.  Ηρέμησε κι ας συζητήσουμε. Έχεις πιει; Ο γιατρός είπε, να μην πίνεις, με τα φάρμακα που παίρνεις.”

“Έχω βαρεθεί τους τρελογιατρούς και έχω βαρεθεί κι εσένα.” είπε εκείνη και έσιαξε με το ένα χέρι το στέμμα στο κεφάλι της. Με το άλλο σημάδεψε τον Μαρκ στο στήθος. Είχε κάνει μαθήματα σκοποβολής κάποια στιγμή. Ήταν καλή.

“Κορίτσια τρέξτε έξω! Τώρα!” φώναξε εκείνος και πήδηξε μπροστά από τις κόρες του, προσπαθώντας απελπισμένα να τις προστατέψει.

Πέντε χρόνια μετά

Ο ήλιος έκαιγε ήδη και η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, προμηνύοντας την άνοιξη. Το νεκροταφείο ήταν άδειο εκτός από δύο τρία άτομα, που είχαν έρθει να υποβάλλουν τα σέβη τους στους δικούς τους. Ο Μαρκ και η Μελίσσα προχώρησαν ανάμεσα από αρκετούς λευκούς τάφους, μέχρι που έφτασαν σε έναν απλό, γκρίζο, με ένα αγγελάκι που προσευχόταν.

Η γκρίζα πλάκα εγραφε:

Άλισον Μαίρη Τζόουνς.

Αγαπημένη κόρη και αδερφή.

Η Μελίσσα άφησε τα λευκά τριαντάφυλλα μπροστά στην ταφόπλακα και γονάτισε, χαϊδεύοντας το μάρμαρο.

“Ήρθαμε Άλισον. Φρέσκα λευκά τριαντάφυλλα, όπως σου αρέσουν.”

Ο Μαρκ κοίταξε την φωτογραφία της κόρης του και η καρδιά του σφίχτηκε σαν μέγγενη, όπως πάντα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, έτσι θα νιώθει, το ξέρει. Κι έτσι πρέπει. Έτσι του αξίζει.

Εκείνη την ημέρα, η Άλισον δεν πρόλαβε να βγει. Η σφαίρα την χτύπησε στην πλάτη. Ευτυχώς η Μελίσσα βγήκε κι έτρεξε μακριά, ενώ εκείνος χτυπήθηκε ελαφρά στον ώμο. Αμέσως μετά, η Μέγκαν, έστρεψε το όπλο στον εαυτό της και τίναξε τα μυαλά της στον αέρα. Ποτέ δεν θα βγάλει από  το μυαλό του το θέαμα. Η Άλισον δεν τα κατάφερε, πέθανε, λίγο αφότου την μετέφεραν στο νοσοκομείο.

Νόμιζε ότι θα πεθάνει από τον πόνο της απώλειας της κόρης του αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, είχε και μια ακόμη. Επρεπε να ζήσει. Το πιο δύσκολο ήταν να απαντήσει στις ερωτήσεις της “γιατί μπαμπά, γιατί το έκανε αυτό η μαμά” από την στιγμή που ούτε ο ίδιος καταλάβαινε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να το πάει μέρα με την μέρα.

Μετά από λίγο, σηκώθηκαν και έφυγαν, αγκαλιασμένοι, μην ρίχνοντας ούτε μια ματιά στην διπλανή πλάκα, που έγραφε απλά:

Μέγκαν Ρέιτσελ Λόουσον

13-6-1963
18-3-2006

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: