Περασμένα μεσάνυχτα κι ακόμη να την πάρει ο ύπνος. Έγνοιες πολλές. Σηκώθηκε να ζεστάνει λίγο γάλα και προσπάθησε να βάλει τα προβλήματα σε μια σειρά.
Θέμα πρώτο λοιπόν. Ο χαμός του πατέρα της. Έχουν περάσει τρεις μήνες από τότε κι ακόμα να συνηθίσει την απώλεια. Έμεινε μόνη τώρα. Μόνη; Όχι ακριβώς. Μόνη στο πατρικό σπίτι ναι, αλλά στη ζωή όχι. Έχει έναν αρραβωνιαστικό και μια αδελφή.
Σταύρος ο αρραβωνιαστικός της. Τον είχε γνωρίσει σ’ ένα πάρτι που είχε κάνει η αδελφή της. Τι άσχετοι που ήταν κι οι δυο τους σ’ εκείνο το εξεζητημένο περιβάλλον. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να βρεθούν κοντά. Μίλησαν πολύ εκείνο το βράδυ κι είδαν πόσα κοινά είχαν. Κι εκείνος δεν γνώρισε πατέρα, με μια μάνα που δούλευε σε σούπερ μάρκετ για να τον μεγαλώσει, να τον σπουδάσει και μετά πως κατάφερε να βρει την δουλειά του χρησιμοποιώντας μια παλιά γνωριμία. Κατασταλαγμένος πια ήθελε να ζήσει μια ήρεμη ζωή, κι αν είναι τυχερός, με κάποια που αποζητάει τα ίδια πράγματα. Εκείνη του είπε ότι κι η ίδια έχει χάσει τη μάνα της, τώρα είναι δασκάλα και ο τρόπος ζωής της δεν έχει καμία σχέση με τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο πάρτι.
Πώς βρέθηκε εκεί; Έκτοτε έγιναν αχώριστοι και γρήγορα ήρθε ο αρραβώνας. Ο Σταύρος με κάθε τρόπο της δείχνει την αγάπη του και την αφοσίωσή του. Πάντα ευγενικός και τυπικός με τους συγγενείς της. Ποτέ δεν έχει δώσει λαβή για σχόλια. Ακόμα και τις φορές που εκείνη κλείνεται στον εαυτό της, όταν φοβάται ή όταν βρίσκεται σε μεγάλο στρες – όπως το χρονικό διάστημα που έχασε τον πατέρα της – εκείνος δείχνει αξιοθαύμαστη υπομονή. Δεν βρίσκει κανένα ψεγάδι επάνω του. Αισθάνεται ιδιαίτερα τυχερή που τον έχει στη ζωή της. Και απ’ ότι φαίνεται όλοι τον αγαπούν και τον εκτιμούν.
Όλοι εκτός απ’ τη θεία της, την αδελφή του πατέρα της, που έχει επιφυλάξεις για τον Σταύρο. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μια φορά την είχε ρωτήσει: «Μα, επιτέλους, τι έχεις εσύ εναντίον του;»
«Εγώ; Τίποτα… τίποτα», είχε απαντήσει εκείνη.
«Αλλά να, μου φαίνεται πολύ τέλειος για να είναι αληθινός. Πάντα λέει και κάνει αυτό ακριβώς που πρέπει. Σαν να είναι προμελετημένο. Σαν να μην έχει ελαττώματα, αδυναμίες, όπως μου τον παρουσιάζεις τουλάχιστον. Μου φαίνεται κάπως αφύσικο αυτό. Παράδοξο. Δεν ξέρω βρε παιδί μου, μακάρι να ’χω άδικο, αλλά θέλω να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Στο λέω επειδή σε νοιάζομαι».
Και η θεία της πραγματικά την νοιαζόταν. Όλους τους νοιαζόταν. Από τότε που χάσανε την μάνα τους, αυτή τους στάθηκε. Αλλά όχι. Η θεία κάνει λάθος. Τόσο περίεργο είναι λοιπόν που κάποιοι άνθρωποι θέλουν μόνο να ζουν ήσυχα χωρίς εξάρσεις και μεγαλεία; Ο Σταύρος είναι πραγματικά ο ιδανικός σύντροφος για ‘κείνη. Μπορεί να είναι απλή, απλοϊκή ίσως, αλλά χαζή δεν είναι. Κι ο Σταύρος την αγαπάει. Το έχει δείξει με κάθε δυνατό τρόπο. Μόνο να, τώρα που πέθανε ο πατέρας, όλο επιμένει να πουλήσουν το πατρικό σπίτι αλλά και το εξοχικό στη Σαλαμίνα που της άφησε κληρονομιά. Κι εκείνη διστάζει. Να το πουλήσουν γιατί; Ίσως αν μιλούσε τώρα και με την αδελφή της;
Η αδελφή της; Μαρία ή Μάριον όπως θέλει να τη λένε τελευταία. Μαζί στη μήτρα της μάνας τους, ίδιες σαν δυο σταγόνες νερό. Η Μαρία και η Άννα. Όμως οι ομοιότητες σταματάνε ακριβώς εδώ. Τελείως διαφορετικές προσωπικότητες και χαρακτήρες. Λες και το δυναμισμό, την αυτοπεποίθηση και την ενέργεια να τα πήρε όλα η Μάριον. Από παιδί ήταν η άτακτη, η ανυπάκουη η επαναστάτρια. Σπούδασε οικονομικά και τώρα εργάζεται σε μια πολυεθνική και μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στο Λονδίνο, τη Ρώμη, το Άμστερνταμ και το Παρίσι. Η Μάριον είναι απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν πως η ζωή τους χρωστάει και θα τους χρωστάει. Κι αν η ζωή δεν της δίνει αυτό που πιστεύει ότι της αξίζει, τότε απλώνει το χέρι της και το παίρνει με το έτσι θέλω. Από τα 18 της μένει μόνη της. Δούλευε και σπούδαζε. Μόνη της βρήκε αυτή την καταπληκτική δουλειά. Μόνη της αναρριχήθηκε στην εταιρεία και τώρα στα 28, να που έχει διευθυντική θέση. Ακούγονται διάφορα κουτσομπολιά. Ότι δήθεν πέρασε από πολλά κρεβάτια, ή ότι συκοφάντησε ανώτερούς της. Η ίδια δεν ασχολείται ποτέ της με το τι θα πουν οι άλλοι. Κοιτάζει μόνο μπροστά.
Η Άννα αγαπάει και θαυμάζει την αδελφή της και δεν την ζήλεψε ποτέ. Απλώς είναι διαφορετικές. Η Άννα είναι η ήσυχη, η υπάκουη, η εσωστρεφής. Μεγάλωσε στη σκιά της αδελφής της κι αυτό την έκανε λίγο ανασφαλή. Δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει απ’ το πατρικό σπίτι. Δεν της πέρασε καν απ’ το νου να αφήσει μόνο τον πατέρα τους. Εκείνη είχε την ευθύνη του νοικοκυριού τους από τότε που χάσανε την μάνα.
Κι είναι ευχαριστημένη με τη ζωή της και τις επιλογές της. Δεν ζήτησε ποτέ κάτι άλλο. Μια ήσυχη ζωή μόνο. Η ρουτίνα της χάριζε ασφάλεια. Πότε – πότε η Μάριον την έλεγε βαρετή γελώντας. Δεν την πείραζε. Δεν γεννήθηκαν όλοι με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Σπούδασε δασκάλα και μόλις φέτος διορίστηκε σε σχολείο της περιοχής τους. Μέχρι τώρα, είχε γνωρίσει τα σχολεία της Παιανίας, του Χολαργού και της Ελευσίνας. Όμως τελείωσαν πλέον οι ατέλειωτες διαδρομές με τη συγκοινωνία και το ξύπνημα απ’ τ’ αξημέρωτα. Ευτυχώς, γιατί εκείνη φρόντισε τον πατέρα στα τελευταία του. Η Μάριον εμφανίστηκε μόνο στην κηδεία. Είχε ταξίδι την άλλη μέρα. Της είπε, όμως, να την ενημερώσει αν χρειαστεί βοήθεια. Εμφανίστηκε και στο άνοιγμα της διαθήκης. Ο πατέρας είχε τον τρόπο του και μοίρασε σοφά και δίκαια την περιουσία του. Η Μάριον πήρε τις καταθέσεις και η Άννα τα δύο σπίτια.
Και να τώρα, που ο Σταύρος την πιέζει να πουλήσει και τα δύο σπίτια για να αγοράσουν ένα άλλο μεγαλύτερο, κοντά στη θάλασσα που θα στεγάσει την ευτυχία τους. Να διαγράψει το παρελθόν και να κάνουν μια καινούρια αρχή. Ένα βήμα μπροστά. Μαζί. Μα εκείνη δε θέλει να διαγράψει το παρελθόν. Αγαπάει το πατρικό της σπίτι. Αγαπάει και το σπίτι στη Σαλαμίνα που τους φιλοξένησε τόσα και τόσα καλοκαίρια.
Αγαπάει τις αναμνήσεις της. Κι από μια άποψη, κάπου το θεωρεί ιεροσυλία ή ακόμα χειρότερα προδοσία στη μνήμη του πατέρα της. Αν την άκουγε τώρα η Μάριον, σίγουρα θα την κορόιδευε για τα κολλήματα που έχει, αλλά αυτή έτσι αισθάνεται. Απ’ την άλλη, κι ο Σταύρος έχει κάποιο δίκιο. Δεν είναι παράλογο αυτό που ζητάει. Να, προχθές μάλιστα της έδειχνε στον υπολογιστή κάποια σπίτια στη Βούλα, που πουλιούνταν σε αρκετά καλή τιμή λόγω κρίσης. Και ήταν ωραία σπίτια. Να κάνει μια καινούρια αρχή; Πφφφ! Πρέπει να μιλήσει με τη Μάριον το συντομότερο.
«Λοιπόν αγάπη μου το σκέφτηκες καθόλου το θέμα με τα σπίτια;»
«Όλο αυτό σκέφτομαι. Μη με πιέζεις. Ξέρεις ότι μου είναι δύσκολο».
«Αγάπη μου, πρέπει να ξεφύγεις απ’ το παρελθόν. Να αλλάξεις περιβάλλον, παραστάσεις. Να ασχοληθείς με άλλα πράγματα, πιο ευχάριστα, όπως την οργάνωση της κοινής μας ζωής. Αύριο – μεθαύριο παντρευόμαστε. Θα κάνουμε τη δική μας οικογένεια».
«Σκέφτομαι να μιλήσω και με την αδελφή μου».
«Με τη Μάριον; Όχι δα. Κατ’ αρχήν βρίσκεται εδώ, ή σε κανένα Λονδίνο ή Άμστερνταμ; Κι ύστερα, πότε σε συμβουλεύθηκε εκείνη σε οτιδήποτε την αφορούσε; Δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση μόνη σου; ‘Έχεις ανάγκη να σου πει η Μάριον τι θα κάνεις; Ξέχνα το! Η Μάριον δεν είναι εδώ για σένα. Ποτέ της δεν ήταν άλλωστε. Αντίθετα, εγώ είμαι εδώ για σένα. Και θα είμαι για μια ζωή.
«Τέλος πάντων, δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε. Έχουμε χρόνο».
«Δεν θέλω να σπαταλάμε άλλο χρόνο και σ’ έξι μήνες, ένα χρόνο το πολύ, θα παντρευτούμε. Ήσυχα και διακριτικά. Δεν θέλω να περιμένουμε άλλο.»
«Αγάπη μου! Ώρες-ώρες ευγνωμονώ την μοίρα που σ’ έστειλε στον δρόμο μου. Αλλά γιατί να βιαζόμαστε τόσο πολύ; Τα σπίτια δεν πουλιούνται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Έτσι κι αλλιώς θα πάρει χρόνο. Πρέπει να το ανακοινώσουμε, να πάρουμε προσφορές, έχει διαδικασία».
«Μην ανησυχείς για τίποτα εσύ. Πάρε μόνο την απόφαση και σ’ ένα μήνα το πολύ ο λογαριασμός σου θα είναι γεμάτος. Τι μ’ έχεις εμένα; Εγώ θα τα κανονίσω όλα. Ήδη έχω κάποιες προσφορές».
Κάτι την ενόχλησε στο φέρσιμό του αλλά δεν είπε τίποτα. Ίσως η πίεση που της ασκούσε. Ίσως η πρωτοβουλία που αναλάμβανε, χωρίς να του έχει δώσει ακόμη το θάρρος. Ήταν όμως άδικη κι έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Σταύρος είχε μόνο το συμφέρον της στο νου του. Γιατί ήταν το κοινό τους συμφέρον. Μαζί θα ζούσανε την ζωή τους. Θα έκαναν παιδιά. Οικογένεια. Ο Σταύρος ήταν ο άνθρωπός της και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εκείνη έφταιγε που ήταν προσκολλημένη στο παρελθόν. Είχε δίκιο ο Σταύρος που προσπαθούσε να την αποτραβήξει. Θα πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή της να πάρει μόνη της τις αποφάσεις της και να προχωρήσει μπροστά. Να μιλούσε τουλάχιστον με τη θεία της; Αλλά πάλι η θεία της δεν πολυσυμπαθούσε τον Σταύρο και όλο ξίνιζε τα μούτρα της. Όχι, πρέπει να αλλάξει σελίδα στο βιβλίο της ζωής της και να προχωρήσει στην ιδέα του Σταύρου και μάλιστα θα του το πει αύριο πρωί – πρωί.
Οι διαδικασίες πράγματι τελείωσαν σύντομα. Ο Σταύρος είχε ήδη υπ’ όψη του αγοραστή. Εκείνη δεν ασχολήθηκε καθόλου. Ξεκαθάριζε μόνο και μάζευε τα πράγματα που ήθελε να μεταφέρει στο καινούριο σπίτι. Είχαν δώσει ήδη προκαταβολή. Μια μονοκατοικία με αυλή, στη Βούλα, 15 λεπτά με τα πόδια απ’ τη θάλασσα. Ό,τι έπρεπε για μια καινούρια ζωή. Το ξεκαθάρισμα των πραγμάτων, της κόστιζε. Πού και πού ερχόταν κι η θεία της και τη βοηθούσε. Αλλά αυτό την εκνεύριζε περισσότερο, γιατί η θεία δεν σταματούσε να πετάει μπηχτές.
Ένα μεσημέρι σταμάτησε για λίγο τη δουλειά της και πήγε στον υπολογιστή να ελέγξει το λογαριασμό αν έχουν μπει τα χρήματα. Τον κοινό τους λογαριασμό. Είχε επιμείνει σ’ αυτό ο Σταύρος. Δεν ήθελε να προβληματίζεται η Άννα για τίποτα, αλλά να μπορεί να ελέγχει όποτε θέλει. Κι εκείνη έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα ότι από εδώ και πέρα όλα θα είναι κοινά με τον Σταύρο. Στον υπολογιστή, τα «παράθυρα» διαδέχονταν το ένα το άλλο προτού καταλήξουν στην τελευταία οθόνη. Στο μέσο της οθόνης, το παχυλό υπόλοιπο αναγραφόταν με έντονους χαρακτήρες. Το κοίταξε για λίγο παγωμένη. Σαν υπνωτισμένη. Μετά από κάποια λεπτά, πάτησε κάποια πλήκτρα και έσβησε τον υπολογιστή. Ο Σταύρος έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Θα ερχόταν αύριο και θα του μιλούσε τότε.
Αυτός άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του. Άναψε το φως. Λίγο πιο πέρα, τρεις βαλίτσες παραταγμένες στη σειρά. Λύνοντας τη γραβάτα του προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο. Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από ένα αναμμένο πορτατίφ. Στο κρεβάτι ανάμεσα στα τσαλακωμένα σεντόνια ξεπρόβαλε ένα γυναικείο πόδι κι ένας χείμαρρος από καστανά μαλλιά. Η γυναίκα κοιμόταν μπρούμυτα. Σαν τον ένιωσε, ανασηκώθηκε.
«Επιτέλους! Όλα εντάξει;»
«Περίπου!».
Η γυναίκα αγρίεψε. «Τι περίπου ρε Σταύρο; Μπήκαν τα λεφτά ή όχι;»
«Κοίτα Μάριον, τα λεφτά μπήκαν. Πήρα ενημέρωση το μεσημέρι. Μ’ ανησυχεί μόνο που δεν μου τηλεφώνησε η Άννα. Θα πρέπει να ενημερώθηκε. Έχω ένα κακό προαίσθημα».
Η γυναίκα τεντώθηκε και το σεντόνι τραβήχτηκε αποκαλύπτοντας προκλητικά το γυμνό της σώμα.
«Αχ μωρό μου, εσύ και τα προαισθήματά σου. Πόσες φορές θα σου πω πως εμείς, μόνοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας; Η Άννα μια χαρά θα είναι, με το αρκουδάκι της αγκαλιά. Σταμάτα ν’ ανησυχείς κι έλα κοντά μου. Μου έλειψες! Μην ξεχνάς ότι αύριο ξημερώματα πετάμε για Παρίσι».
«Σ’ ένα λεπτό. Κάτσε να μεταφέρω το ποσό σε δικό μου λογαριασμό να είμαστε σίγουροι».
Η Μάριον μούτρωσε αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Σταύρος κατευθύνθηκε στο γραφείο και άνοιξε τον υπολογιστή. Σε λίγο ακούστηκε μια δυνατή φωνή και μερικές βρισιές. Η Μάριον έτρεξε αναστατωμένη.
«Τι έπαθες;».
«Ο λογαριασμός είναι άδειος.»
«Τι εννοείς;».
«Άδειος παιδί μου, κενός. Υπόλοιπο μηδέν, τι δεν καταλαβαίνεις; Υπόλοιπο μηδέν, το κέρατό μου! Μας την έφερε, γαμώτο, μας την έφερε κανονικά η Άννα, η αγαθιάρα. Αν την είχα στα χέρια μου θα την έπνιγα! Πάνε τα σχέδια… και το Παρίσι… και όλα… ΓΑΜΩΤΟ!»