TW : Ενδοοικογενειακή βία
Μπήκε στην κουζίνα με κομμένη την ανάσα κι άφησε και τις έξι σακούλες του σούπερ μάρκετ που της είχαν κόψει τα χέρια να γλιστρήσουν στο πάτωμα. Το στόμα της είχε στεγνώσει κι έβαλε ένα ποτήρι κρύο νερό που το ήπιε άπληστα. Μόλις ένιωσε τους σφυγμούς της να υποχωρούν άρχισε σιγά-σιγά να τακτοποιεί τα ψώνια. Είχε τόσες δουλειές να κάνει και το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Πονούσε κι αλλού. Και στα πλευρά και στη πλάτη και στα χέρια. Αλλά ο πόνος στα μηνίγγια της έκοβε την ανάσα. Πήρε άλλα δύο ντεπόν κι ανασκουμπώθηκε για να προλάβει.
Όσο έκανε τις δουλειές αναλογιζόταν πως πήγαν όλα τόσο στραβά. Εκείνη ορφανεμένη από παιδί αλλά όμορφη, πολύ όμορφη. Μεγαλωμένη όμως σε ξένα χέρια είχε μάθει από νωρίς να μη δίνει δικαιώματα και να μη ζητάει πολλά. Μια αγκαλιά μόνο για να κουρνιάσει. Ορφανός ήταν κι αυτός και νόμιζε ότι αυτό τους έφερνε πιο κοντά. Την κυνήγησε αρκετά κι η επιμονή του τη κολάκεψε. Ήταν μαγκάκι κι έμπλεκε σε φασαρίες αλλά αυτό με κάποιο τρόπο της έδινε ασφάλεια τότε. Της άρεσε να σκέφτεται ότι μπορούσε να την προστατέψει με τις γροθιές του. Τότε. Θα’ πρεπε να το σκεφτεί καλύτερα. Θα’ πρεπε να έχει ερμηνεύσει καλύτερα τα σημάδια. Θα’ πρεπε να ξέρει ότι η βία δεν προστατεύει. Θα’ πρεπε να καταλάβει ότι ο στόχος εύκολα αλλάζει κι ότι υπάρχουν πάντα αδύναμοι που προσφέρονται σαν πιθανοί στόχοι. Θα’ πρεπε να δώσει περισσότερη σημασία στις φορές που της έκανε άδικες προσβολές ότι ξενοκοιτούσε. Πίστευε ότι ζήλευε και το ερμήνευε αγάπη. Έτσι ήθελε να πιστεύει. Μέχρι που έκαναν για πρώτη φορά έρωτα. Αίμα, μελανιές, πόνος και δάκρυα είναι οι αναμνήσεις της από την πρώτη της φορά. Άπειρη κι αθώα εκείνη τότε νόμιζε ότι έτσι πρέπει να είναι και μετά ότι κάπου έφταιγε η ίδια. Τελικά το κατάλαβε κι αυτό όπως κι όλα τ’ άλλα. Γιατί και το σεξ, γι’ αυτόν, ήταν μια πράξη επιβολής κυριαρχίας. Μια πράξη βίας. Δεν είχε καμία σχέση με τον έρωτα και την τρυφερότητα.
Άκουσε το κλειδί στην πόρτα και κοίταξε έντρομη το ρολόι στο τοίχο. Πολύ νωρίς. Ένιωσε τον ιδρώτα να στάζει στη ραχοκοκαλιά της και τα χέρια της να παγώνουν.
«Δεν…δεν έχω τελειώσει ακόμα. Σε…σε περίμενα αργότερα», ψέλλισε.
«Παράτα τα! Ήρθα να σου πω. Δεν πάει άλλο. Εγώ σ’ αυτή τη δουλειά δεν ξαναπάω. Τέλος. Δεν μπορεί ο κάθε άσχετος να μου λέει πως να κάνω τη δουλειά μου. Του τα ‘πα και κατάμουτρα. Και είχε το θράσος να μου πει ότι εγώ είμαι ο άσχετος και ότι βάζω σε κίνδυνο την εταιρεία. Αν είναι δυνατόν. Τότε θόλωσα και ήρθαμε στα χέρια. Μας χώρισαν οι άλλοι. Πρόλαβα όμως να του κάνω τη μούρη αγνώριστη.» Γέλασε μ’ ένα γέλιο παράξενο σχεδόν υστερικό.
Τον άκουγε με φρίκη ενώ χιλιάδες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό της. Θα του κάνουν μήνυση; Θα βρει άλλη δουλειά; Πως θα βρει άλλη δουλειά χωρίς συστάσεις; Πως θα τα βγάλουν πέρα; Δεν είπε τίποτα όμως. Μόνο τον κοίταζε.
«Δεν λες τίποτα, ε; Δεν θα μου πεις ότι κακώς τους ανεχόμουν τόσο καιρό και ότι καλά τους έκανα;»
Πήγε να κάτσει σε μια καρέκλα γιατί τα πόδια της δεν την βαστούσαν. Κάθισε μορφάζοντας αφού κι αυτή ακόμη η κίνηση της προκαλούσε πόνο.
«Είμαι σίγουρη ότι είχες δίκιο. Εκείνοι θα χάσουν» είπε προσεκτικά.
«Και βέβαια αυτοί θα χάσουν.» είπε ικανοποιημένος και άναψε ένα τσιγάρο.
«Σκέφτεσαι κάτι για άλλη δουλειά;»
«Όχι… δεν ξέρω… μη με σκοτίζεις. Έχεις φτιάξει φαΐ;»
«Το φαΐ είναι στο φούρνο, θέλει λίγο ακόμα».
«Α, μη μ’ εκνευρίζεις κι εσύ τώρα. Ξέρεις ότι θέλω το φαΐ έτοιμο όταν έρχομαι σπίτι. Τα έχουμε πει χιλιάδες φορές. Τόσο ηλίθια είσαι πιά;»
Είδε τα μάτια του να γυαλίζουν και τον έλεγχο να χάνεται για ακόμη μία φορά.
«Έχεις δίκιο. Εγώ φταίω. Πονούσε λίγο το κεφάλι μου και καθυστέρησα. Πήγαινε ν’ αλλάξεις και να πλυθείς κι ώσπου να πεις «κίμινο» θα έχω σερβίρει. Πήρα και το αγαπημένο σου κρασί»
Τα είπε όλα με μια ανάσα για να προλάβει.
«Πονούσε το κεφάλι σου; Χαχα! Καλό κι αυτό! Πώς μπορεί να πονάει κάτι άδειο;» . Προχώρησε γελώντας με το αστείο του προς τη κρεβατοκάμαρα.
Αναστέναξε ανακουφισμένη κι έτρεξε στη κουζίνα. Το φαΐ δεν ήταν έτοιμο. Πώς μπορεί να ήταν έτοιμο αφού είχε έρθει τρείς ώρες νωρίτερα. Και πώς να εξηγήσεις κάτι τόσο προφανές σε κάποιον που παραπαίει ανάμεσα στη λογική και στην παράνοια. Έβγαλε αυγά απ’ το ψυγείο και ετοιμάστηκε να φτιάξει στα γρήγορα μια ομελέτα. Παρά τους πόνους σε κάθε κίνησή της κατάφερε να είναι έτοιμη όταν εμφανίστηκε εκείνος.
«Τι είναι αυτό; Φαΐ το λες εσύ αυτό; Τι έκανες όλη μέρα; Γύριζες και με κουτσομπόλευες με τη μια και την άλλη ή καθόσουν στη τηλεόραση;
Η φωνή του είχε υψωθεί επικίνδυνα κι εκείνη έτρεξε να κλείσει να παράθυρα μορφάζοντας.
«Γιατί κλείνεις τα παράθυρα; Για να μην ακούσει η γειτονιά τι τσούλα είσαι; Που όλη μέρα κάθεσαι και δεν φτιάχνεις ένα πιάτο φαΐ; Λες και δεν ξέρω τι κάνεις όλη μέρα. Γυρίζεις από δω κι από κει και με κατηγορείς. Ή μήπως έχεις κι αγαπητικούς; Αλλά φαίνεται δεν σου φτάνουν τα μαθήματα που σου ‘χω δώσει. Χρειάζεσαι κι άλλα. Θα σου κάνω τη μούρη έτσι, που ούτε συ δεν θα μπορείς να τη βλέπεις.»
Κάθε λέξη που έφτυνε πυροδοτούσε την οργή του όλο και πιο πολύ. Ο έλεγχος είχε χαθεί οριστικά. Την πλησίασε με άγριες διαθέσεις.
«Μα σου είπα έχω φαΐ στο φούρνο. Τώρα θα το βγάλω. Περίμενε.»
Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε προς το φούρνο. Κράτησε την ανάσα της για να μην ουρλιάξει. Τον ένιωθε να στέκει από πίσω της σαν τον διάβολο περιμένοντας να ρουφήξει όλη της την ύπαρξη.
«Το καλό που σου θέλω. Βγάλτο. Τώρα»
‘Έσκυψε να βγάλει το ταψί απ’ το φούρνο κι εκείνος της έδωσε μια γροθιά από πίσω και το κεφάλι της χτύπησε με δύναμη στο καυτό τζάμι του φούρνου. Ο καινούριος πόνος διαπέρασε το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη και ένιωσε το στόμα της να γεμίζει μ’ ένα γλυκόπικρο υγρό. Το αίμα της. Τυφλώθηκε απ’ το μίσος. Καθαρό μίσος.
Αντλώντας κουράγιο και δυναμη απ’ το μίσος, άνοιξε το φούρνο, πήρε το καυτό ταψί αδιαφορώντας για το κάψιμο στα χέρια της και παρά τους πόνους, με μια υποδειγματική κίνηση το πέταξε με δύναμη προς το μέρος του.
Εκείνος, λίγο απ’ το ξάφνιασμα, λίγο απ’ το κάψιμο, έχασε την ισορροπία του και έπεσε άτσαλα προς τα πίσω κοιτάζοντάς την με έκπληξη. Σωριάστηκε στο πάτωμα σε μια αφύσικη στάση και έμεινε ακίνητος. Το απορημένο βλέμμα του πάγωσε και έμεινε καρφωμένο πάνω της. Πίσω απ’ το κεφάλι του, ανάμεσα στις πατάτες και στα κομμάτια κρέατος σχηματιζόταν μια κόκκινη λιμνούλα. Κόκκινες στάλες έπεφταν κι από την κώχη του μαρμάρινου πάγκου.
Έμεινε ασάλευτη για μερικά λεπτά. Ο νους της προσπαθούσε να χωνέψει τι είχε μόλις συμβεί. Μόλις τα γεγονότα πήραν την πραγματική τους διάσταση, ένα ουρλιαχτό βγήκε απ’ τα τρίσβαθα της ψυχής της, ξέσκισε το στήθος της κι αντιλάλησε σ’ όλο το σύμπαν.