Κανείς δεν του απόμεινε και κανείς δεν τον περίμενε! Κι ούτε κι εκείνος περίμενε κανέναν!
Αφού έτσι του τα είχε φέρει η ζωή, έτσι κι αυτός θα τα τιμόνευε! Στη μοιρασιά της τράπουλας της μοίρας, είχε τα χειρότερα χαρτιά. Αλλά έκαμε κουράγιο και προχώρησε, για πού δεν ήξερε αλλά τουλάχιστον δεν θα έπαιρνε κανέναν στο λαιμό του. Κι έτσι, παλικαράκι στα δεκαεφτά, μπάρκαρε για πρώτη φορά! Κι είχαν περάσει έτσι τρία ολόκληρα χρόνια στις θάλασσες του κόσμου.
Από την αρχή, ήταν κλειστός και λιγομίλητος αλλά τώρα είχε παραγίνει το κακό. Άνθρωπος δεν τον πλησίαζε για παρέα κι ούτε κι εκείνος είχε πολλά πολλά με το πλήρωμα. Τίμιος, δουλευτής καλός, αλλά σκέτο αγρίμι, είχαν να το λένε! Κουβέντα δεν του έπαιρνες! Μισοσβησμένο τσιγάρο να παίζει στο στόμα κι άλλο ένα στα δάχτυλα, αξύριστος, για μέρες, με το γράσο μόνιμα πια στα νύχια και το λάδι της μηχανής να έχει ποτίσει κάθε κύτταρο του κορμιού του, με ένα βάρος στην καρδιά που δεν μπορούσε να το βαστάξει, μα ούτε γινόταν να το μοιραστεί. Κι εκείνος λαχταρούσε να ξεπλύνει το φαρμάκι από την ψυχή, μα είχε χάσει πια κάθε ελπίδα.
Όλοι οι ναύλοι που του είχαν τύχει ήταν στον Τροπικό του Καρκίνου. Τρία χρόνια, παιδευόταν σε εκείνες τις θάλασσες. Ταξίδια κουραστικά, ζέστες αποπνικτικές, χωρίς λυκόφως και λυκαυγές, χωρίς γλυκές εναλλαγές του φωτός, της μέρας και της νύχτας, να έχεις το νου σου σε χίλια δυο μικρά νησάκια, ξέρες και σκοπέλους, μέσα σε μια θάλασσα πηκτή σαν βρώμικη, που δύσκολα την έσκιζε η πλώρη του καραβιού. Κι ύστερα τα μουσώνια τα τρομερά που σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους, παραπήγματα, παράγκες, ζώα, ανθρώπους, περιουσίες, ζωές, όλα στον αέρα!
Και τώρα πάλι τα ίδια! «Τσιτταγκόνγκ» του είχε απαντήσει ο μαρκόνης όταν τον ρώτησε τι τους είχε μηνύσει το γραφείο. Μπαγκλαντές! Ήξερε καλά τι θα έβρισκαν εκεί. Ανέχεια, Φτώχια, Καταστροφή, Θάνατο. Δύο χρόνια πριν, ένας τεράστιος κυκλώνας έπληξε τον κόλπο της Βεγγάλης. Ήταν προετοιμασμένος όμως, παρά τα λίγα χρόνια του, είχε νιώσει στο πετσί του την συμφορά και την αντάρα κι είχε κοινωνήσει στους καημούς και στα βάσανα του κόσμου. Έκανε λάθος, τίποτα δεν έμοιαζε με την κόλαση που θα συναντούσαν, εκτός ίσως από την ίδια την Κόλαση, αλλά δεν το ήξερε τότε!
Μόλις το καράβι έδεσε στο λιμάνι και του έφυγε η αγωνία για τις μανούβρες, ανέβηκε στο κατάστρωμα να κάνει ένα τσιγάρο και να χαζέψει το λιμάνι μέχρι να αρχίσει το ξεφόρτωμα. Η λαμαρίνα άναβε, ξερνούσε την πυράδα της καυτής ημέρας. Και μπροστά του, σ’ όλο το μεγαλείο της η Τσιτταγκόνγκ! Ένα από τα πιο βρώμικα λιμάνια του κόσμου. Απάνω στα νερά, περιφερόταν όλων των λογιών αντικείμενα, ψοφίμια, ακόμα και πεθαμένοι. Στη προκυμαία γινόταν ένα τρελό στροβίλισμα από σκουπίδια, φορτία, σκελετωμένους εργάτες και σκύλους, τετράπαχους αρουραίους και ξυπόλυτους αστυφύλακες.
Ξαφνικά το μυαλό του γέμισε σκοτάδι! Κάτω από τα ξύλα της προβλήτας, ξεπρόβαλαν ένα τσούρμο από σκελετωμένα κεφαλάκια. Βρώμικα, ξυπόλητα και σχεδόν γυμνά παιδάκια, ξεχύθηκαν μανιασμένα, άπλωναν το χέρι στους περαστικούς, τους τραβούσαν από τα ρούχα, δεν τους αφήναν αν δεν τους έδιναν κάτι.
Ένα αλλόκοτο δάσος από αποστεωμένα, απλωμένα χεράκια, κάποια παραμορφωμένα, σαν κοκκαλιάρικα κλαδιά, να ζητιανεύουν, φωνάζοντας «no mama, no papa» να στρέφονται προς τα αραγμένα πλοία, να ικετεύουν για μια χούφτα ρύζι, για μια μπουκιά ψωμί, για ένα τίποτα. Απελπισία του ήρθε! Ποιος νοιαζόταν για όλα αυτά τα κουρελάκια της ζωής;
Τον κυρίεψαν θύμησες από μια άλλη εποχή, που είχε ευλαβικά θάψει σε ένα κομμάτι του μυαλού του κι απανωτές κεντιές πόνου ένιωσε να τον κατακλύζουν. Τα χείλια τρεμούλιασαν και η πομπή αυτή από τα περασμένα τον χτυπούσε αμείλικτα, αλλά πριν πάρει την απόφαση να αποστρέψει το βλέμμα και να απομακρυνθεί, ξεχώρισε ένα κιτρινισμένο, αδύνατο μουτράκι, βρώμικο και ρακένδυτο, ίδιο με όλα τα άλλα και συνάμα αλλιώτικο. Όλα γύρω του έσβησαν εκτός από το κοριτσάκι με τα πελώρια μάτια του, που μαύρα και πανέμορφα έκρυβαν μέσα τους όλες τις νύχτες του κόσμου!
Ξαφνικά κι ενώ ήταν χαμένος σε έναν κόσμο όλο δικό του, σαστισμένος συνειδητοποίησε πως είχαν μαζευτεί κι άλλοι από το πλήρωμα γύρω του, να κοιτάζουν το πολύβουο λιμάνι και σε πρώτο πλάνο, το θλιβερό θέαμα με τα παιδάκια που ζητιάνευαν, γερμένοι στην κουπαστή. Σε μια στιγμή, ακούει από τον λαδά, ένα πιτσιρικά ούτε 17 χρονών:
– Βρε σεις, τούτη δω δεν έχει ίδια τα μάτια της Σοφίας Λόρεν; Μία μουρίτσα μια σταλιά κι όλη μάτια! Σαν τα μάτια του Θεού, βρε σεις! Σαν ζωγραφιά είναι το άτιμο! «Σοφία» να το λέμε ε;
«Σοφία», το όνομα μιας Ιταλίδας σταρ ή το όνομα της χαμένης του αδελφής. Ή έτσι ή αλλιώς, αυτό το κοριτσάκι άγγιξε μια λεπτή, την πιο λεπτή χορδή της καρδιάς του, που είχε χρόνια ν’ ακούσει τους χτύπους της! Ίσως ν’ αναγνώρισε το κομμάτι του εαυτού που έθαψε μαζί με την μάνα του και την αδελφή, το πιο όμορφο κι ευαίσθητο κομμάτι του, που το ξερίζωσε από μέσα του για να πάψει να αιμορραγεί! Αυτό το αδύναμο πλάσμα έφτασε μέσα του και είδε το σκοτάδι του! Μπορεί το σκοτάδι των ματιών της να αντάμωσε το δικό του; Μπορεί και να το φώτισε, όπως λένε οι ποιητές και οι ρομαντικοί. Μπορεί κι απλά να αναγνώρισε την ίδια απόγνωση και την ίδια απελπισία που μοιράζονται όλοι οι δυστυχισμένοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Όπως και να έχει, το θαύμα έγινε!
Κι έτσι, από εκείνη την μέρα και για όσες μέρες έμειναν εκεί να ξεφορτώσουν το σιτάρι, μετά τη βάρδια, θα έτρεχε στο κατάστρωμα με σακουλάκια με φαγώσιμα κι άλλα καλούδια. Μόλις έβλεπε το μουτράκι της και ξεπρόβαλλε κάτω από τα ξύλα της προβλήτας, να σου τον και κατέβαινε τη σκάλα και της τα έδινε! Τότε, όλη εκείνη η μαρίδα άρπαζε τα τρόφιμα κι όλο χαρά τον τριγύριζαν και τον τραβολογούσαν να τον ρίξουν κάτω! Γελούσε εκείνος, με πνιχτό, αμήχανο γέλιο, πάντως γελούσε κι οι άλλοι οι ναυτικοί έψαχναν να βρούμε πώς κι άλλαξε τούτος εδώ ο μονόχνοτος, αμίλητος και ψυχρός Πειραιώτης!
Κάθε μέρα όλο και κάτι θα έβρισκε, πέρα από τα σακουλάκια με τα τρόφιμα να της πάει. Να τίποτα παλιά ρουχαλάκια, παντοφλάκια, χτυπούσε τις καμπίνες και των άλλων μήπως τους περισσεύει κάτι. Σταυροκοπιόταν το πλήρωμα, το ρίξανε στον Άγιο Νικόλα πως μαλάκωσε την πέτρινη του καρδιά. Ο λοστρόμος που ήταν σοφός άνθρωπος είπε πως ο Θεός γαληνεύει τις ψυχές του ανθρώπων με διάφορους τρόπους και τους φανερώνεται εκεί που η ελπίδα έχει χαθεί, εκεί που πιάνουν πάτο.
Όλοι έτριβαν τα μάτια τους με την μεταμόρφωσή του κι έτσι άρχισαν να τον «ψήνουν» να βγει μαζί τους, αν κι ήταν γνωστό πως τρία χρόνια και μπαρκαρισμένος μετρημένες στα δάχτυλα ήταν οι φορές που πήγε παρέα τους. Δεν έβγαινε κι όσο κι αν τον παρότρυναν οι άλλοι, εκείνος κλειστός σα στρείδι και ψυχρός, ήταν προσηλωμένος στην αποστολή του. Θα μάζευε χρήματα, θα έκανε κομπόδεμα να γυρίσει στον Πειραιά, να ξεχρεώσει τα βερεσέδια, ν’ ανασάνει κι ύστερα θα έφτιαχνε το δικό του μηχανουργείο και θα όριζε ο ίδιος την μοίρα του. Για αυτό, θα έκανε υπομονή, θα στερείτο ό,τι μπορούσε και δεν μπορούσε, πέτρα θα γινόταν της υπομονής να μπορέσει να φτιάξει το κομπόδεμα να φύγει από την θάλασσα και τα βάσανα της. Να όμως που τον βρήκαν στα κέφια του και να που ήθελε να αγοράσει ρουχαλάκια και μια κουκλίτσα – κοίτα ανόητα πράγματα που σκεφτόταν- για την «Σοφία Λόρεν» κι έτσι τον τουμπάρισαν!
Απ’ όλες τις καμπίνες, μοσχομύριζαν κολόνιες ξυρίσματος ή βαριά, αντρικά αρώματα, ακούγονταν χαρούμενες μελωδίες και τραγούδια κι επικρατούσε κέφι και χαρά, σαν σε γιορτή. Μήνες ολόκληρους κλεισμένοι μέσα στο καράβι, που μπέρδευαν ουρανό με θάλασσα και ξεχνούσαν την αίσθηση να πατάς γη, μόλις έπιαναν λιμάνι ξεχυνόταν να βρουν ό,τι είχαν λαχταρήσει. Απλά πράγματα, από μια βόλτα στα μαγαζιά για να αγοράσουν κάτι για την οικογένεια, μέχρι την καθιερωμένη επίσκεψη στα seamens’ club για μουσική, ποτό και γυναικείες συντροφιές. Η γυναικεία φωνή, η γυναικεία μυρωδιά, το απαλό γυναικείο κορμί, το σμίξιμο με την γυναίκα στην τελική, δεν είχε σχέση με ευγενή συναισθήματα μεν, εν τούτοις ήταν ένα γλέντι της σάρκας και των αισθήσεων και η συνηθέστερη κατάληξη κάθε εξόδου στα λιμάνια.
Ήδη από την έξοδο της πύλης της προκυμαίας ήταν αμήχανος και «έξω από τα νερά του!». Ήρθαν και τους πήραν δίτροχα αμαξάκια, δεμένα σε ποδήλατα, «Ρίκσο» τα έλεγαν, που τα οδηγούσαν αεικίνητοι πιτσιρίκοι, βιοπαλαιστές από την στιγμή που κατάλαβαν την ύπαρξή τους, πρόθυμοι κι ευγενικοί, με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, το μόνο που φώτιζε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της πόλης. Σοκάκια γεμάτα λακκούβες, χωματόδρομοι όλο πέτρες, παράγκες, ζητιάνοι με τσίγκινα πιατάκια μπροστά τους, βρωμιά, καπνιά και τσίκνα ήταν αυτό που αντίκριζε ολόγυρα! Αυτό όμως που του έκοψε την ανάσα, ήταν το πορνείο που ήταν, όπως φάνηκε, ο προορισμός τους. Χαμόσπιτα σκεπασμένα με λαμαρίνες, μέσα σε μικροσκοπικά στενά γεμάτα μπουγαδόνερα, με τους σοβάδες να πέφτουν από τους τοίχους, με τρεμάμενο φως από λάμπες φθορισμού να σχηματίζουν αποκρουστικές σκιές, χωρίς νερό, χωρίς καμπινέδες. Τα άλλα μέλη του πληρώματος αστειεύονταν ο ένας με τον άλλον, δεν ήταν άλλωστε κι η πρώτη τους φορά σε τέτοιο μέρος και βοηθούσε και το φτηνό αλκοόλ που είχαν καταναλώσει οι περισσότεροι, αλλά εκείνος ένιωθε να ασφυκτιά. Η μουσική έπαιζε δυνατά για να μουδιάζουν οι αισθήσεις μέσα στα δαιδαλώδη δρομάκια αλλά η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και υγρή. Τον γράπωσε από τα μηνίγγια ένας γερός πονοκέφαλος, δυσοσμία, φτηνιάρικο οινόπνευμα, πυκνός καπνός, ταμπάκο και ουσίες, ανθρώπινος ιδρώτας, όλα καθόταν πάνω στο πετσί σου και κόλλαγαν. Ένα στρώμα λίγδας ένιωθες να σε καλύπτει! Αλλά και πάλι, δεν ήταν αυτό που του ανέβαζε αυτό το γλυκερό κύμα αναγούλας στο λαρύγγι! Ήταν η εικόνα των γερασμένων κοριτσιών – τι παράδοξο ήταν αυτό, σκεφτόταν – η ηλικία τους ήταν μετά βίας δώδεκα, άντε δεκατέσσερα μερικές, πρόσωπα θολά και κιτρινισμένα, κόρες διεσταλμένες σε μάτια μισοσβησμένα, εξαθλιωμένα να σέρνουν τις μοναξιές τους ανάμεσα σε ασφυκτικές, νοσηρές αγκαλιές κι αβάσταχτα φιλιά, μέσα στη βία, στις βρισιές και στο ξύλο, μέσα στην παρακμή. Ακροβασία πάνω στο σκοινί μιας δυστυχισμένης ζωή με κατάληξη ένα τραγικό τέλος που πολύ συχνά έδιναν μόνες τους. Κι ήταν παιδάκια, ακόμα να πάρει η οργή! Το θέαμα ήταν σπαρακτικό, ακόμα και για κείνον που νόμιζε ότι είχε κλείδωσε τις ευαισθησίες του κι είχε πετάξει το κλειδί.
Η αναπνοή του έβγαινε γρήγορη και λαχανιασμένη, στο μέτωπο μεγάλες σταγόνες ιδρώτα σχηματίζονταν, η όραση θόλωνε σιγά, σιγά. Ξέφυγε από τον τσούρμο, στηρίχτηκε σε έναν πέτρινο τοίχο και προσπάθησε να συνέλθει. Μια φρικιαστική ιδέα είχε αρχίσει να παίρνει μορφή στα μονοπάτια του μυαλού του και τον στοίχειωνε! Εκεί θα κατέληγαν και τα ορφανά της προβλήτας; Κι η Σοφία;
Το χέρι του λοστρόμου στον ώμο του, με ένα πατρικό παρηγορητικό χτύπημα και η ήρεμη φωνή του τον γαλήνεψαν κάπως:
– Έλα γιέ μου, γυρίζουμε. Κοίτα να συνέλθεις.
Εκείνος, ταραγμένος του αντιγύρισε με δυνατή φωνή γεμάτη θλίψη:
– Μα είναι παιδάκια, μάστορα. Τα είδες; Παιδάκια! Τέτοια χάδια τους πρέπουν; Τέτοια φιλιά; Σ’ εκείνο το μέρος, η αθωότητα πεθαίνει.
– Παλικάρι μου, μην γίνεσαι κομμάτια για ξένες έγνοιες. Κράτα δυνάμεις για σένα. Άκου με, δεν βγαίνει αλλιώς η ζωή!
Το κουβάρι του χρόνου μαζευόταν κι ήταν λίγες οι μέρες που θα έμεναν ακόμα στο Μπαγκλαντές. Εκείνος συνέχιζε την καθημερινή συνάντηση με τα ορφανά της προβλήτας και την «Σοφία Λόρεν» που τον είχαν πια μάθει και τον περίμεναν με λαχτάρα και χαρούμενες κραυγές. Μα εκείνος είχε βαρύνει πια με την σκέψη πως το μέλλον για πολλά από τα παιδάκια αυτά θα περνούσε και θα βάλτωνε μέσα σε εκείνο το μέρος που ήταν μια διέξοδος, εφιαλτική μεν αλλά διέξοδος και ταυτόχρονα μια ισόβια καταδίκη. Πολύ λίγες γλύτωναν, αφού είχαν ξεχρεώσει τους προαγωγούς και αυτούς που τους προσέφεραν στέγη και φαγητό αλλά το κοινωνικό στίγμα ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε να ξεκινήσουν την ζωή τους αλλού. Άλλωστε τα χρήματα που είχαν θα ήταν ελάχιστα και η μόνη ζωή που θα είχαν γνωρίσει θα ήταν η ζωή στο πορνείο. Αλλά είπαμε, δεν γινόταν να σηκώσει όλα τα βάρη του κόσμου, έπρεπε να οχυρωθεί για να επιβιώσει. Η ψυχή του είχε ανθίσει για λίγο κι ύστερα κλείδωσε, η αυταπάτη είχε διαλυθεί πολύ γρήγορα.
Την παραμονή της αναχώρησης τους ανέβηκε στο κατάστρωμα, ακούμπησε στην κουπαστή κι άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στη θάλασσα. Χάζευε το μπλε που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Ένας κατακόκκινος, πυρωμένος ήλιος βυθιζόταν στον ορίζοντα του δειλινού κι έβαφε την θάλασσα με χρυσαφιές και μωβ ανταύγειες. Πήγε να τραγουδήσει ένα σκοπό της πατρίδας κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε πως η κουκλίτσα της «Σοφίας Λόρεν» ήταν πάντα στην καμπίνα του, αφού εκείνο το βράδυ της εξόδου είχε γυρίσει, σχεδόν άρρωστος και είχε φύγει τελείως από το μυαλό του.
Μέχρι να πάρει την κουκλίτσα και να κατέβει τη σκάλα του καραβιού, στο λιμάνι είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Η προκυμαία ήταν υγρή κι ερειπωμένη και το σκοτάδι πυκνό! Δύσκολα να διακρίνεις το οτιδήποτε! Πλησιάζοντας στο μέρος που κούρνιαζαν τα πιτσιρίκια κάτω από την ξύλα της προβλήτας, άκουσε μικρές αδύναμες κραυγές και πνιχτά αγκομαχητά. Πλησίασε με προσεκτικό αργό βήμα και παρατήρησε μια σκιά, που έμοιαζε ανθρώπινη ή μάλλον με σύμπλεγμα ανθρώπινων σωμάτων που κινούνταν άγαρμπα δεξιά – αριστερά. Κρατώντας την ανάσα του, έκανε δύο τρία βήματα προς τα μπροστά και με φρίκη διαπίστωσε πως ένας γεροδεμένος άντρας είχε καλύψει με το ογκώδες σώμα του ένα άλλο κορμάκι, ισχνό και μικροκαμωμένο, που πάσχιζε να γλυτώσει από την μάζα που το πλάκωνε!
Έσφιξε τα χείλη και σούφρωσε τα φρύδια με θυμό όταν συνειδητοποίησε τι είδους σκηνής γινόταν μάρτυρας. Δεν μέτρησε τις δυνάμεις του αλλά όρμησε με λύσσα στα τυφλά. Κλώτσησε την ογκώδη φιγούρα που αιφνιδιασμένη ξαπλώθηκε δίπλα από το λεπτό κορμί, προσπαθώντας να καταλάβει τι έχει συμβεί και από πού χτυπήθηκε. Πριν προλάβει να φωνάξει στο κοριτσάκι να τρέξει να κρυφτεί, ένας άλλος που κρυβόταν παραπέρα ήρθε με φόρα καταπάνω του και κούνησε ένα μαχαίρι μπροστά στο πρόσωπό του. Πισωπάτησε για να τον αποφύγει και αισθάνθηκε έναν τρίτο να έρχεται από πίσω του και να τον σφίγγει στο στήθος δυνατά. Χτυπιόταν με όσες δυνάμεις είχε και σε δευτερόλεπτα είχαν γίνει ένα κουβάρι και οι τρείς, όπου δεν ξεχώριζες χέρια, πόδια σ’ έναν άγριο χορό. Η δύναμή του ήταν τρομακτική, το ήξερε, αλλά όταν ένιωσε τον οξύ πόνο της λάμας του μαχαιριού να χώνεται βαθιά κάτω από τον ώμο του, έχασε την ελπίδα πως θα κέρδιζε την μάχη. Τότε ξαφνικά κι ανέλπιστα, λίγο πριν νιώσει τα πόδια του να λυγίζουν και να γονατίζει πάνω στο υγρό κράσπεδο της προκυμαίας, ο ογκώδης τύπος που είχε στο μεταξύ καταφέρει να βρει την ισορροπία του και να σηκωθεί, σαν αν έδωσε κάποιο σύνθημα και όλα σταμάτησαν με τους τρείς τους να τρέχουν προς την πύλη.
Το κοριτσάκι, που είχε στο μεταξύ κρυφτεί σε μια εσοχή ενός μεγάλου κοντέινερ, έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, όπως χαϊδεύουν ένα μωρό. Το πρόσωπό του ήταν στραπατσαρισμένο και από την μύτη και το στόμα έτρεχε αίμα αλλά το βλέμμα του ανήσυχο πλανιόταν μπρος πίσω και γύρω γύρω ψάχνοντας κάτι σαν τρελαμένο. Παραπέρα εντόπισε την κουκλίτσα της και με δάχτυλο που έτρεμε της έκανε νόημα προς τα εκεί. Το κοριτσάκι έτρεξε κι αγκάλιασε με λατρεία το κουκλάκι που λερωμένο και ταλαιπωρημένο είχε συρθεί στην λερωμένη προβλήτα και τα ματάκια της έλαμψαν στην θέα του. Όμως όταν τον ξαναπλησίασε κι είδε την πληγή του ξέσπασε σε λυγμούς και τον κοίταξε με απέραντη θλίψη.
– Μην κλαις Σοφία. Όλα θα πάνε καλά, της είπε πριν λιποθυμήσει. Εγώ θα τα φροντίσω όλα!
Σε κάποια άλλη ήπειρο, ξημέρωσε ο ήλιος εξήντα χρόνια μετά κι ο εικοσάχρονος πειραιώτης δεν ήταν το δυνατό παλικάρι που έπαιξε τη ζωή του κορώνα – γράμματα για ένα άγνωστο κοριτσάκι που του ξανάδωσε ελπίδα και πίστη ότι ο πόνος της ψυχής μαλακώνει, αλλά μετά από ποταμούς δακρύων. Ένας παππούς ήταν που έσερνε μονότονα τα χειμωνιάτικα πασούμια του, χαμένος στις αναμνήσεις του. Ένας παππούς ευτυχισμένος όμως, που κάποτε είχε σώσει ένα παιδί ξεχασμένο από την δικαιοσύνη της γης και του ουρανού.
Ασπασία Κουρέπη