,

Η εκδίκηση

Το δράμα ξεκίνησε από το πουθενά, μια καλοκαιρινή νύχτα, νύχτα φωτεινή, μα γεμάτη σκιές. Ένα φεγγάρι ολόγιομο δέσποζε στον ουρανό της Κοκκινιάς κι η ήσυχη γειτονιά ξύπνησε από τις σπαραχτικές κραυγές της Σούλας που έτρεχε αλαφιασμένη μόνο με το κομπινεζόν, ξερίζωνε τα μαλλιά της κι ούρλιαζε.

«Συμφορά μου! Συμφορά μου! Κρεμάστηκε! Κρεμάστηκε γειτόνοι! Πάει ο Ποτάκης μου, πάει το αδελφάκι μου! Βοήθεια Χριστιανοί! Ξυπνήστε χριστιανοί!»

Μέχρι εκείνη την νύχτα, οι ιστορίες των κατοίκων της αυλής ήταν απλές, μίζερες και μάλλον κοινότυπες, χωρίς σκοτεινά σημεία. Ο Ποτάκης συγκεκριμένα, ήταν ο αδελφός της Σούλας, που επειδή είχαν ορφανέψει μικρά, τον είχε αναθρέψει η ίδια. Αλλά το τι είχε πάθει ο μικρός εκείνη την νύχτα και πήγε και κρεμάστηκε, παρέμενε ένα άλυτο μυστήριο.

Ο μικρός, γύρω στα δεκαέξι πάνω – κάτω,  ήταν το αποσπόρι της οικογένειάς τους, το τελευταίο δηλαδή και το πιο απρόσμενο. Τα υπόλοιπα αδέλφια δεν είχαν επιβιώσει μήτε του πολέμου, μήτε του εμφυλίου που ακολούθησε κι έτσι αφού η διαφορά ηλικίας με την Σούλα ήταν πάνω από δέκα χρόνια, έλαχε σε κείνην ο κλήρος να μεγαλώσει και να στεριώσει το αδελφάκι της. Ο Ποτάκης ένα φιλάσθενο αγόρι, χλωμό και αδύνατο σαν ξερό κλαρί, ίσα που περπατούσε, ίσα που μιλούσε, έτσι που αναρωτιόσουν μόνιμα αν θα την βγάλει καθαρή ή όχι. Ήταν όμως και η μόνη οικογένεια της Σούλας και η μεγάλη της αδυναμία κι έτσι δεν αναρωτήθηκε στιγμή, ήταν καλός, ήταν κακός ο δρόμος που διάλεξε να πάρει και κατέληγε στην Τρούμπα; Πώς αλλιώς θα ξελάσπωναν;

«Είναι μονόδρομος πάντως» είχε καταλήξει στα βιαστικά! «Άλλωστε, η πολλή σκέψη είναι σαν το σκουλήκι μέσα στο μήλο, σε κατατρώει και σε σαπίζει! Εκτός που είναι ψιλά γράμματα για τους πάμφτωχους σαν κι ελόγου μας» σκέφτηκε η Σούλα και βούτηξε στα βαθιά και στα δύσκολα.

Κι ήταν όντως δύσκολα, γιατί η Σουλίτσα ήταν τα μαύρα της τα χάλια. Ο Θεός να συγχωρέσει, η κακομοίρα ήταν κακάσχημη. Τεράστιο κούτελο να εξέχει, δόντια μακριά και θεόστραβα και σαν γελούσε να φαίνονται τα ούλα της σαν του γαιδάρου. Πώς τα κουτσοβόλευε σ’ αυτή την δουλειά, άνθρωπος δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά φαίνεται πως η απόγνωση κάνει τα αδύνατα δυνατά! Η απόγνωση και η αγάπη! Γιατί τον λάτρευε τον Πότη η αδελφή του κι όποιος τον πείραζε θα τον έθαβε κάτω από τη μαύρη γη. Κι έτσι, λίγο με την βοήθεια της γειτονιάς, λίγο με τα λεφτάκια από τη δουλειά της, σαν να στήθηκε λίγο ο Ποτάκης στα πόδια του.

Στην αυλή που είχαν νοικιάσει δωμάτιο, παρά την «αμαρτωλή» εργασία της Σούλας, κανένας δεν τους έβλαφτε. Όχι πως κι εκείνη έδινε δικαιώματα, πάντα θα άλλαζε τα ρούχα της δουλειάς και μόνο οι μπογιές στη μούρη, το φουσκωμένο μαλλί- λάχανο και τα χρυσά, στραβοπατημένα παπούτσια μαρτυρούσαν ότι έκανε το  «αρχαιότερο» επάγγελμα. Οι τίμιες κυράδες πάλι, φόβο δεν είχαν για τους άντρες τους, γιατί και ήταν πολύ ηθικό κορίτσι – αν και παστρικιά –  αλλά κι εδώ που τα λέμε κιόλας με την ασκήμια που την έδερνε, έπρεπε να ‘σαι πολύ απελπισμένος ή τυφλός να την λαχταρίσεις.

Όλα κυλούσαν καλά ή σχεδόν, μέχρι εκείνη την καταραμένη νύχτα, που ο «έξω από δω» έβαλε την ουρίτσα του και αγγελοκρούστηκε το παιδί και στραπατσάρισε την καρδιά μα και τη ζωή της Σούλας, που άντεχε την μιζέρια και την σκληρή ζωή της Τρούμπας, σχεδόν με χαρούμενη απαντοχή, μόνο και μόνο γιατί ένιωθε χρέος ιερό να φροντίζει τον Ποτάκη. Μα όσο άσκημη ήταν, τόσο έξυπνη ήταν επίσης κι έτσι έβαλε σκοπό της θλιβερής ζωής της, να βρει την αιτία που ο αδελφός της έσβησε έτσι άδικα. Κι επειδή «πετάλωνε τον ψύλλο», ήταν σίγουρη πως άνθρωπος είχε βάλει το χέρι του, άνθρωπος, που άμα τον έβρισκε θα τον έκανε να φτύσει το γάλα της μάνας του, όποιος κι αν ήταν.

Στην ίδια γειτονιά, ζούσε και η κυρά Φρόσω, με το όνομα! Το τι φόβητρο ήταν η κυρά Φρόσω λοιπόν, είχαν να το λένε εφτά γειτονιές, μην σου πω κι ο Πειραιάς όλος! Άγρια, κακομούτσουνη, μαυροφορεμένη, με την μαντίλα μισοβαλμένη στο κεφάλι, με τα πασούμια μισοπατημένα στις φτέρνες και μ’ ένα πρόσωπο μονίμως πρησμένο, γιατί το έτσουζε αρκετά. Όταν ήταν απολύτως απαραίτητο – σχεδόν ποτέ δηλαδή – χαμογελούσε, αλλά ήταν ένα  βεβιασμένο, αγριευτικό χαμόγελο που πιότερο σε τρόμαζε, παρά σου γλύκαινε τη ψυχή. Ένας αδέξιος μορφασμός ήταν το χαμόγελό της, σαν νταμπλάς να της είχε έρθει, ένα πράμα, σαν ψύξη να ‘χε πάθει, σάμπως και οι μύες του προσώπου της δεν υπάκουαν ή το κεφάλι αρνούταν να δώσει την εντολή να χαραχτεί η καμπύλη στα χείλια. Μα δεν ήταν όλα αυτά που την έκαναν το φόβο και το τρόμο της γειτονιάς, μα η γλώσσα της! Αυτή η ακούραστη, φαρμακερή της γλώσσα, που σαν μηχανάκι δούλευε ασταμάτητα 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, εφτά μέρες την εβδομάδα, χωρίς να γνωρίζει μήτε Κυριακές, μήτε γιορτάδες, μήτε αργίες!

Τέλειωνε βιαστικά τις δουλειές και την λάτρα του σπιτιού, σιγά που τήνε έκοφτε κιόλας το νοικοκυριό, από τότε που τον έστειλε τον μακαρίτη, τσάτρα –  πάτρα όσα βλέπει η πεθερά μάζευε, έβαζε και την σκούπα ανάποδα, στην πόρτα της αυλής της, τάχα μου πως σκούπισε μόλις κι έτρεχε να βγάλει, όπου δεν βάραγε ο ήλιος κι όπου έβρισκε σκιά στο στενάκι της, την ξύλινη καρέκλα με τη ψάθα και να πιάσει το πέρασμα. Έπαιρνε κι ένα κέντημα τάχα μου δήθεν πως το παλεύει, μα ο νους της κι ο λογισμός της ήταν άλλου! Ακόνιζε την γλώσσα της, εστίαζε με τα κουτοπόνηρα ματάκια της κι όποιος ή όποια περνούσε από το οπτικό της πεδίο, όπλιζε και πυροβολούσε!

Μα δεν υπήρχε λέξη να πει, σχόλιο να κάμει, βλέμμα να ρίξει, γκριμάτσα η κίνηση του κεφαλιού της που να ‘χει μέσα του ίχνος καλής πρόθεσης ή έστω να μην ξεχείλιζε ειρωνεία και κακία. Άνθρωπος δεν ξέφευγε από τα φαρμακερά της βέλη και κανένας δεν ήταν προστατευμένος από την κακία της. Όλα τα ήξερε κι αν δεν τα ήξερε τα συμπλήρωνε με το μυαλό της, που βέβαια ποτέ δεν πήγαινε στο καλό. Σαν την αράχνη παραφύλαγε τον ανυποψίαστο διαβάτη που έκανε το λάθος να περνάει έξω από το πορτί της. Και βέβαια, ποτέ δεν ήταν μόνη της, αλλά την πλαισίωναν ένα μάτσο από μαυροφορεμένες γειτόνισσες, όμοιες με το χορό αρχαίας τραγωδίας με κορυφαία την κυρά Φρόσω! Γιατί τι αξία έχει το κουτσομπολιό αν δεν το μοιραστείς;

Απύλωτο κι ανελέητο το στόμα της κυρά Φρόσως κι έτσι όπως έχασκε ανοιχτό από τα γέλια και φαφούτικο, έμοιαζε σαν το πηγάδι το βαθύ που άμα πέσεις, χάθηκες!

Έτσι έπεσε κι ο Ποτάκης, όπως έμαθε η Σούλα γιατί «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» που λένε και οι γραμματιζούμενοι, στην καζούρα της κυρά Φρόσως, μια καζούρα που ήταν πολύ βαριά για τους αδύνατους ώμους του. Ένα απόγευμα, της είπαν, ο μικρός πέρασε μπροστά από την πόρτα της γριάς, που ελλείψη άλλου πιο ενδιαφέροντος θύματος, έριξε όλο της το φαρμάκι πάνω του.

Ένα ανεπαίσθητο γελάκι, πολύ σιγανό, δικό της ακούστηκε μόλις πέρασε ο μικρός. Ακολούθησαν και οι υπόλοιπες κι άρχιζε να μεταδίδεται το γελάκι, μέχρι που έγινε σούσουρο κι ύστερα βουητό κι ύστερα έφυγε, πέταξε από μόνο του, στην δίπλα γειτονιά και στην παραδίπλα κι ύστερα έβραζε η Κοκκινιά πως τάχα του Ποτάκη – ο Θεός να την βγάλει ψεύτρα, προσέθετε πάντα – σαν να του αρέσουν τα ξινά. Σαν να είναι ντιντής, τοιούτος, πως το λένε! Έτσι, ένα σχόλιο αυθαίρετο, έγινε μια καταιγίδα από αυθαίρετες υποθέσεις, από  αυθαίρετες ερμηνείες που προέκυπταν πραγματικά από το πουθενά κι έτσι μέσα σ’ ένα “μου φαίνεται” αφήνονταν υπονοούμενα, γεννιόταν φήμες, μουντζουρωνόταν υπολήψεις, χαλούσαν σπίτια. Και τελικά, πέθαιναν άνθρωποι…

Τουλάχιστον έτσι έγινε με τον Ποτάκη της Σούλας, που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ο καημένος να κάνει το κουτσομπολιό να κοπάσει και να ψάξει να βρει από πού ξεκίνησε η φήμη και του βάραγε κουδούνια όλος ο Πειραιάς! Γιατί κι αν ακόμα ήταν ψέμα, τι σημασία είχε; Κουβέντα γινόταν και περνούσε η ώρα της κυρά Φρόσως και της παρέας της ευχάριστα κι ανώδυνα. Περίπου!

Από την στιγμή που η Σούλα έμαθε, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την Φρόσω. Γιατί θα έπαιρνε εκδίκηση για την αυτοκτονία του αδελφού της και για την αμαρτία που θα βάραινε την ψυχή του. Και δεν θα έχανε χρόνο, θα χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά της, εκεί που πονούσε η γριά μάγισσα περισσότερο.

Φόβο μήτε Θεού, μήτε ανθρώπου είχε λοιπόν η κυρά Φρόσω, μόνο ένα καημό, μια έγνοια είχε στη ζωή. Εκεί ανάσαινε, εκεί λαχταρούσε. Εκεί ήταν η ανατολή και η δύση της. Στον μονάκριβό της. Τον Στέλιο. Ομορφόπαιδο από τα λίγα, πλάτες φαρδιές, στέρνο πλατύ, μπράτσα γερά να κουρνιάζεις μέσα να λιώνεις. Και με καλή δουλειά και μπεσαλής και σεβαστικός, σαν κορίτσι ήσυχο ήταν το «πουλάκι» της, κρυφοκαμάρωνε η Φρόσω και καρδιοχτυπούσε ποια θα τον ξεμυάλιζε. Στέναζαν οι κοπέλες σαν περνούσε από τις γειτονιές, κρεμόταν στα παράθυρα, σπρωχνόταν, γέμιζαν τα δρομάκια πόθους και πάθη και να τα ξεμαλλιάσματα,  σε ποιαν έριξε την ματιά του και σε ποιαν χαμογέλασε και να τα προξενιά στην κυρά Φρόσω που απέρριπτε σωρηδόν, γιατί καμιά δεν ήταν τόσο καλή, τόσο όμορφη, τόσο νοικοκυρά για τον μοναχογιό της και τις περνούσε και γενιές δεκατέσσερις που τόλμησαν έστω και να το σκεφτούν οι χαζοβιόλες πως θα σταθούν στο πλάι του κανακάρη της. Ο Στελλάκης θα έπαιρνε όποια του έλεγε εκείνη, η μάνα του, η μόνη που τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν αληθινά. Ο καιρός περνούσε όμως, η Φρόσω δεν έδινε το πράσινο φως και ο Στελλάκης έπαιζε ακόμα σόλο. Η μοναξιά το είχε περονιάσει σαν την βαρυχειμωνιά, το παλικάρι!

Βάλε λοιπόν τώρα με τον νου σου, πώς τέτοιο λεβεντόπαιδο έπεσε στον έρωτα της Σούλας μέσα σε ένα μήνα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τον έσερνε από την μύτη και τον έκανε παιχνίδι στα χέρια της. Από την χούφτα της έτρωγε, που λένε! Αυτόν που όλα τα κορίτσια του Πειραιά τον ονειρευόταν, έγινε μέσα σε ένα εξάμηνο ένα κουρέλι, ένα ναυάγιο της ζωής που φώναζε έξω από το παράθυρο της Σούλας να του ανοίξει γιατί δεν άντεχε την ζωή του χωρίς εκείνη. Σκάνδαλο από τα λίγα κι από τα ανεξήγητα! Και τι δεν ειπώθηκε για να λυθεί το μυστήριο! Τι πως τον πότισε μανόγαλο είπαν, τι για μάγια μίλησαν, τι πως τον έδεσε με ξόρκια, τίποτα δεν κατάφεραν να μάθουν θετικά!

Άλλοι πάλι της πιάτσας σακουλεύτηκαν πως σιγά, σιγά τον είχε μπάσει στον κόσμο του ποτού και των ναρκωτικών κι έτσι ο Στελλάκης, το καμάρι της μάνας του, κατέληξε να γυρίζει σαν την άδικη κατάρα στο λιμάνι και ήταν πόνος ψυχής να τον βλέπεις. Όποιος τον συναντούσε και κατάφερνε να τον γνωρίσει, μάτωνε η ψυχή του με την κατάντια του, έτσι ζαρωμένο και σακατεμένο, ένα κακομοίρικο απολειφάδι της προηγούμενής του ζωής. Καμιά φορά, όταν στο βάθος των ματιών του τρεμόπαιζε κανένα αχνό λαμπάκι λογικής, το μόνο που με δυσκολία ψιθύριζε στο αυτί σου ήταν «Μην πείτε τίποτα στην μάνα μου!»

Να όμως, που μια μικρή γειτονιά ήταν ο Πειραιάς, πόσο να μην φτάσουν τα μαντάτα στην κυρά – Φρόσω, που λίγο μετά της ήρθε ο περιβόητος νταμπλάς και την λευτέρωσε κι εκείνη από το μαρτύριό της και τους υπόλοιπους που μπορούσαν πια να κυκλοφορούν χωρίς τον φόβο της. Όταν πέρασε έξω από την πόρτα της, ξημερώματα μετά το καμπαρέ, η Σούλα κι είδε τον κόσμο μαζεμένο, κατάλαβε και σταυροκοπήθηκε χωρίς λύπη.

«Ο γιός σου για τον αδελφό μου, Φρόσω! Μάζεψες πολλούς αναστεναγμούς απάνω σου και πολλά κρίματα στο λαιμό σου. Ας σε συγχωρέσει ο Θεός, αν μπορέσει κι Αυτός γιατί όλες οι αμαρτίες συγχωρούνται, μα το άδικο ποτέ!»

Πηγή φωτογραφίας: pireaspiraeus.com

Ασπασία Κουρέπη

Μία απάντηση στο “Η εκδίκηση”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: